Fractal

Ποίηση fractal – 20 ποιήματα

 Γράφει ο Αργύρης Γυφτόπουλος // *

 

 

 

 

 

Το τριαντάφυλλο

 

Ήταν πραγματικά κρίμα γιατί ήταν το τελευταίο

λευκό τριαντάφυλλο στον κήπο. Δεν την ήξερε καλά

θα ’ταν άκομψο να της το δώσει. Λυπήθηκε να το πετάξει

ήταν το τελευταίο μεγάλο τριαντάφυλλο.

 

Πήρε το στυλό του, έγραψε δυο στίχους. Θυμήθηκε,

άλλοι θα ’διναν καλύτερα. Ένα άνθος δε θα τον πλήγωνε.

Όμως αυτόν η ποίηση κάθε φορά τον αναφτέρωνε, κι ήταν

πραγματικά κρίμα πώς ένα τέτοιο άνθος θα κατέληγε.

 

 

Αν δεν προσπαθήσουμε

 

Κάποιες φορές δε θέλουμε να μιλήσουμε.
Δε φταίτε εσείς, τα χείλη μας γίναν ξερά
πονούν να τα αγγίζετε. Είμαστε ανήσυχοι
δουλεύουμε χωρίς διάλειμμα, δε θέλουμε

άλλο να προσπαθήσουμε. Δίναμε χρόνο
που θα μπορούσαμε να επενδύσουμε, ίσως
και να γινόμαστε πιο άξιοι να μας θέλετε. Τώρα
ψάχνετε για χείλη να γυρίσετε. Εμείς

γιατί να σας μιλήσουμε;

 

 

 

Επιθυμίες

 

Μη μας παρεξηγείτε αν τα βράδια δε θέλουμε
τις εξόδους σας. Καθόμαστε με τις επιθυμίες μας
κι όλους τους ώμους που αγγίξαμε φιλικά
και τώρα θα φιλούσαμε. Όσο συχνά ζωγραφίζω

τις γραμμές του προσώπου σου, αλλάζουν
το σχήμα τους τα πρόσωπα, δεν ταιριάζουν
τα μάτια που στερήθηκα μ’ αυτά που βρήκα
δεν είναι ποτέ το ίδιο καλά. Ίσως σ’ έφτιαχνα

ξανά, χρόνια τώρα, για να μου σε στερήσω.

 

 

 

Οι ανέραστοι

 

Ίσως δεν ξέρουμε να ερωτευόμαστε.

Μετά τη δουλειά, τα μέλη μας έτρεμαν

Απ’ την επιθυμία, κι εμείς τα κλείναμε

σε βαθιά συρτάρια και κοιμόμαστε.

 

Γίνομαι νευρικός όταν ερωτεύομαι

στον τρόπο που αγγίζω το στήθος σου

τρέμω όταν κουράζομαι, γίνομαι

μπλε απ’ το κρύο. Είμαστε παραγωγικοί

 

αν κλείναμε την καρδιά μας. Ανέραστοι

έτσι μάθαμε εμείς να ερωτευόμαστε.

 

 

 

Πρόσωπα

 

Αλλάζουν μέσα μας τα πρόσωπα.

Δε γράφαμε τις νύχτες αν μας κρύβονταν.

Νομίζαμε τα σκεφτόμαστε, πόσο

μας είστε αδιάφοροι. Οι γωνίες σας

 

μένουν οι ίδιες κι όταν δε θέλετε.

Μάθαμε να μιλάμε στα μάτια σας

δίνουμε χέρια πια, ήσυχοι. Τι κάνετε

δε μας απασχολεί. Χρειαζόμαστε

 

τόσο τη φωνή μας, και ίδια ωραία

βλέπουμε τα μάτια σας, τις νύχτες

όταν εσείς μας κρύβετε τα πρόσωπα.

 

 

 

Ανυδρία

 

Κρατούσαμε τους στίχους μας στο στόμα.
Τα μέλη μας κοκκίνισαν απ’ τη δουλειά
κι από την ανυδρία. Χωρίς αξία
γράφουμε για μικρά πράγματα.

Είπαν δεν γράφουμε για τον κόσμο μας.
Ο έρωτας σε δυο χείλη, κανείς
δε ρώτησε ποτέ τι χρώμα είναι τα χείλη σας.
Ξέρουμε τόσο τον κόσμο σας.

Και βρίσκαμε πάντα λέξεις. Αν φοβάστε
το χρώμα του κόσμου, εμάς
τέτοιος είναι ο κόσμος μας.
Βάζαμε τους στίχους μας στο στόμα σας.

Κι είχαμε πάντα λέξεις. Εκεί
που κράτησαν όλα τα χρώματα, λέξεις
κι όλα τα μέλη μας που σώθηκαν.
Όταν φιλήθηκαν, από την ανυδρία.

 

 

 

Καλοκαιρινό

 

Μ’ αρέσει να πετώ λουλούδια στα μαλλιά

να μου λέτε δεν πειράζει. Τα μάτια

γίνονται λευκά με τέτοιο ήλιο, ανοίγουν

οι ώμοι το καλοκαίρι. Τα μέρη ζεσταίνονται.

 

Ξέρω όλα τα ωραία μέρη. Απ’ το στόμα

στις άκρες των μελών, περπάτησα χωρίς

καπέλο, ψήθηκε η μνήμη μου στους λάκκους.

Πόνεσα με τόσο ήλιο, έγιναν λευκά

 

τα μάτια μου. Νομίζω ακούω τα λουλούδια

που πετώ. Και κάθε μέρος σας μιλάει γλυκά

με μια φωνή μου λέτε δεν πειράζει.

 

 

Όλα τα μάτια

 

Όλα τα μάτια φαίνονταν ίδια με το φεγγάρι

Μερικά βράδια που ξεχνιόμαστε
Βγαίναμε έξω στο κρύο και στο φεγγάρι
Μπλέκαμε δάχτυλα με αγνώστους
Χορεύαμε στα σκοτεινά, αδιάφοροι

Δίχως ποτέ να δίνουμε δικαιώματα
στα μαύρα μάτια που μας κοίταζαν
κι εργάζονταν επίμονα χωρίς σώμα
μόνο για τις επιθυμίες τους. Ήταν μαύρα

ή γαλάζια, δεν καταλάβαινες. Όλα τα μάτια
με το φεγγάρι, κάποτε, μας άρεσαν το ίδιο.

 

 

 

Όσο προλάβεις

 

Έλα μαζί στην άμμο που συχνάζω ένα πρωί

θα τρέξουμε μαζί στην παραλία αδιάφοροι

τώρα με το χειμώνα, κανείς δε θα πιστέψει

πόσο ηλιοκαμένη σε γύρισα. Το δέρμα σου

 

είναι μαύρο φυσικό, τσακισμένα τα μαλλιά

σ’ όλες τους τις γωνίες. Πλούσια και ζεστά

αρκούν να δώσουν ζωή σ’ ένα ποίημα. Να ’ρθεις

μια φορά, χωρίς δεσμεύσεις. Δε θα πειστεί

 

κανείς πόσο απ’ το καλοκαίρι πρόλαβες.

 

 

 

Όσο σας ξέρουμε

 

Ξέρουμε τόσο το σώμα σας.
Τις εσοχές, πού είναι λευκό
επιλεκτικά πώς τρέματε
από φόβο, για τις επιθυμίες.

Ξέρουμε όλες σας τις επιθυμίες.
Τις κλείσαμε σε στίχους, είναι δυνατές.
Μας φοβάστε για τα τόσα που ξέρουμε
στο σώμα σας, πώς τρέμετε κρυφά

στις εσοχές, όταν τους διαβάζετε.

 

 

 

 

Ποίηση για σας

 

Να μην παρεξηγείτε ό,τι σας γράφουμε.

Αν γράφουμε για εσάς, μιλάμε για όσα

έχετε. Τα χέρια σας, το ωραίο λευκό

τα μάτια σας. Ποτέ δεν θελήσαμε κάτι

 

άλλο απ’ το χρώμα. Το πιο βαθύ που έχετε

νομίζετε δεν το ξέρουμε. Βλέπουμε κάθε

σας γραμμή. Να μη μας ντρέπεστε. Και

μας αρέσει όλο το σώμα σας, κι αν γράψουμε

 

ποτέ για σας, γράφουμε για εσάς.

Μόνο τις γωνίες σας και τις εσοχές. Ποτέ

δεν θέλαμε να σας κλείσουμε. Τη ζωή μας εσείς

δεν την ξέρετε. Και μη νομίζετε θέλαμε ποτέ

 

για δυο ωραία μάτια, εμείς να σας τη δείξουμε.

 

 

Πεταλούδες

 

Έχουμε πολλούς λόγους να χορεύουμε.
Δε θ’ απολογηθούμε για κανέναν. Δώσαμε
ένα μεγάλο τριαντάφυλλο. Τέτοιο καιρό
οι άνθρωποι ανοίγουν τα πουκάμισα

βιαστικά, δείχνουν τις καρδιές τους.
Ύστερα πεθαίνουν σαν τις πεταλούδες.
Δεν απολογούμαστε, για μια ώρα μόνο
ζητήσαμε τριαντάφυλλα, δυο παλάμες

να κρατήσουμε. Ένα τελευταίο χορό
μετά πεθαίνουμε σαν τις πεταλούδες.

 

 

 

Το ναι

 

Ξέρουμε τους ήχους σας στο σώμα μας.

Κάθε φορά ζεσταίναμε τις αρθρώσεις

ξέρουμε κάθε σας όχι πώς ηχεί. Τους κτύπους

όταν τσακίζονται οι κλειδώσεις μας. Κλείνουμε

 

το σώμα μας στη γη, όπου ακούγονται

καλύτερα οι κτύποι. Καλύτερα εκεί

προετοιμαζόμαστε. Ξέρουμε κάθε όχι.

Πείτε όσα θέλετε. Αρκεί μια φορά

 

το ναι. Ελπίζουμε, μετά τόση απόρριψη, και τους φριχτούς

τριγμούς απ’ τις αρθρώσεις, να το αναγνωρίσουμε.

 

 

Σαν θάλασσα

 

Οι τρόποι των ανθρώπων με μπερδεύουν

αγχώνομαι όταν με μαλώνουν, διστάζω

δεν ξέρω ποτέ αν με σκέφτεσαι. Γι’ αυτό αλλάζω θέμα

μιλώ για τα μάτια σου, πόσο σου αρέσει η θάλασσα

 

ταπογέματα, ήσυχη και ζεστή. Αν νιώσεις κάποτε

τα ζεστά και κρύα ρεύματα, δεις πώς αλλάζουν

σε μια στιγμή. Θυμίζουν κάποιους ανθρώπους

στον τρόπο που εναλλάσσονται. Είναι οι τρόποι

 

αυτοί σε δυο μάτια, μπλε όπως η θάλασσα.

 

 

 

Φοβόμουν

 

Φοβάμαι τους ανθρώπους που αντέχουν

μέρες χωρίς νερό, απλώνουν ρίζες

υποφέρουν χωρίς φιλί χωρίς χάδι

ξέροντας καλά από χάδι και από φιλί.

 

Κάποιοι επιμένουν όταν τους χτυπάς

άλλοτε πέφτουν και μόνοι, φοβισμένοι

κρύβονται στη γη. Τέτοιους ανθρώπους

φοβόμουν, πρωτίστως γιατί τους επέτρεπα.

 

 

Ακροβάτες

 

Αν κάποτε γράφαμε πρόχειρα

είναι που θέλαμε να πετύχουμε

τις λευκές εσοχές στις φτέρνες τους.

Μπογιές σε δυο πρόσωπα με γωνίες

 

αυστηρές. Μ’ έμαθαν να χορεύω

με μόνο το θάρρος τους ακροβάτες.

Θα ‘διναν στις φτέρνες σου κάτι

που τους ήθελα. Δεν φανταζόμουν

 

πόσο σφιχτά κλείνονται στα σώματα

οι επιθυμίες. Δυο άσπρες φτέρνες, χωρίς

ποτέ ν’ αφήνουν το χορό, κι εμένα

πρόχειρα, να στις απεικονίσω.

 

 

 

Αν απειλούνται

 

Πονάνε τα χέρια μου απ’ την αβεβαιότητα

ποίηση δεν έβγαινε ποτέ εύκολα να ξέρεις

κι είναι κάποιες στιγμές που θα ’θελες

να κλειστείς και να μην ξαναδιαβάσεις

 

να μη γράψεις. Κι έρχονται γνωστοί

από παλιά, αδιάφοροι, σχολιάζουν ποιήματα

δείχνουν ότι ενδιαφέρονται. Γιατί το κάνετε

τους δίνετε σημασία, τους δίνετε χέρια

 

ξανά, στα ποιήματα. Και δεν ξέρετε

τι κάνουν τα βράδια όταν απειλούνται

τα ποιήματα, με τα χέρια τους, αν δουν

στους δείκτες μας λίγη αβεβαιότητα.

 

 

Αναίτια

 

Μην πεις όχι στην τελευταία παράκληση.

Δεν ξέρω ποτέ αν πάλι θα επιτραπεί

να λύσω ζεστές φαντασιώσεις. Δέρμα

με δέρμα, δεν ξέρω ποτέ αν αγγίζονται

 

πάλι στοργικά. Αν μάτια υγρά θα στηλώσουν

σε κρύο πρόσωπο τις νύχτες κάποτε, λαιμοί

αν διασταυρώνονται ξανά στην ίδια διάταξη.

Ίσως αναίτια υποφέρουν οι άνθρωποι. Καλύτερα

 

πάντα ν’ αναμένουμε το ναι – αναίτια αν υποφέρουν

έτσι οι ψυχές, δεν πρέπει σου λέω να επιτρέπεται.

 

 

Άναρθρα

 

Τώρα που είμαι αδύναμος δεν ξέρω
άλλο τι να σου πω, πώς γράφω
χωρίς φωνή και διάθεση ν’ αρθρώσω.
Η γλώσσα μου ξέχασε κάθε γεύση

πως είναι πια ξερή από κάστανο
και από βανίλια, ξεχνούν τα χείλη
πώς είναι το άλλο δέρμα, γυρνούν
στο μόνο πράγμα που οι αδύναμοι ξέρουν

να μιλούν, χωρίς άλλο διάθεση ν’ αρθρώνουν.

 

 

 

 

Εύθραυστοι

 

Λέτε είμαστε εύθραυστοι

στα χέρια σας. Πόσο αίσθημα

πιάνεται σ’ ένα μικρό κεφάλι.

Τα χέρια μας τρέμουν απ’ την πλήρωση.

 

Κι όλοι πονάμε φριχτά, με κάθε

αμφιβολία σας. Θέλαμε να είστε σίγουροι

με το σώμα μας. Το θέλαμε για εσάς. Γιατί

αν λέτε είμαστε εύθραυστοι απ’ τους στίχους μας

 

ίσως δεν ξέρετε τι κάνουμε στο μέσα σας. Αν δούμε

δεν σέβονται τ’ αμφίβολα χέρια σας το σώμα μας.

 

 

 

 

Αν κράτησες

 

Δεν δένεσαι με πρόσωπα όταν μιλάς.

Τις άκρες τους δεν τις φίλησες, έδωσες

λίγο απ’ τους στίχους σου, και κράτησες

δυο μάτια να μιλάς. Αυτό αν το ήξερες

 

πόσο μπορεί να θες ένα μπλε τις νύχτες

που τρέμει ο λόγος σου, όταν το μπλε

θα είναι βοήθεια. Χωρίς να μπορούν

πια να σε πονέσουν μάτια – αν ήξερες

 

βαθιά κάπου, κράτησες καλύτερα.

 

 

 

 

Αν δεν προσπαθήσουμε

 

Κάποιες φορές δε θέλουμε να μιλήσουμε.
Δε φταίτε εσείς, τα χείλη μας γίναν ξερά
πονούν να τα αγγίζετε. Είμαστε ανήσυχοι
δουλεύουμε χωρίς διάλειμμα, δε θέλουμε

άλλο να προσπαθήσουμε. Δίναμε χρόνο
που θα μπορούσαμε να επενδύσουμε, ίσως
και να γινόμαστε πιο άξιοι να μας θέλετε. Τώρα
ψάχνετε για χείλη να γυρίσετε. Εμείς

γιατί να σας μιλήσουμε;

 

 

 

*Ο Αργύρης Γυφτόπουλος είναι 20 χρονών, 3ετής φοιτητής ιατρικής στην Αθήνα. Έχει διακριθεί με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή από την Αμφικτυονία Ελληνισμού. Κοινοποιεί ποιήματα τακτικά στη σελίδα του στο facebook. Ασχολείται συστηματικά με το στίβο. 

Αγαπημένοι: Cummings, Eliot, Ελύτης, Καβάφης.

 

 

 

Ετικέτες: ,
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top