Fractal

Η τελετουργία της μνήμης

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Ανδρέας Αντωνιάδης: «Ο θείος Κωστάκης και η Ρίτα Χέϊγουορθ» τριλογία, Εκδ. Βακχικόν, 2022

 

Ο Ανδρέας Αντωνιάδης από τον τίτλο του βιβλίου του- Ο θείος Κωστάκης και η Ρίτα Χέϊγουορθ- μας ειδοποιεί ότι θα περάσουμε ευχάριστα με το όγδοο βιβλίο του, αφενός επειδή ο θείος Κωστάκης είναι ένας μεγάλος άνθρωπος με όνομα υποκορισμένο, σαν να πρόκειται για μικρό παιδί, όμως παλαιότερα ήταν συνηθισμένο (Κωστάκη αποκαλούσαν τον Κωνσταντίνο Τσάτσο οι άνθρωποι της οικογένειας), αφετέρου η Ρίτα Χέϊγουορθ, η θεά του σινεμά και σκοτεινό αντικείμενο του πόθου όλων των φαντάρων στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και μετά. Ο «θείος» και η θεά συγκλίνουν ως προς τα επίθετα αποκλίνουν ως προς τις δυνατότητες να έχουν συναντηθεί, πέραν της κινηματογραφικής αίθουσας. Όμως, ο συγγραφέας ως σκηνοθέτης θεάτρου και τηλεόρασης με εργασία στον ΡΙΚ και στην ΕΡΤ, ίσως, είχε κάποτε την ευκαιρία να δει από κοντά τη θεία, θεϊκή και θεά Ρίτα Χέϊγουορθ –Gilda, αν όχι put the blame on Mame, boys.

Πράγματι από το προλογικό «Σήμερα» (σε κάθε «Σήμερα», συνδιαλέγεται με την Ελένη) και με αφορμή την ταινία Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές που προβάλλεται από την ΕΡΤ και το έχει ήδη δει κάμποσες φορές, αλλά ακόμα μία δεν περισσεύει. Αντιθέτως τα κλασικά έργα, όσες φορές και να τα δούμε πάντα μας αρέσουν, μας μαγεύουν∙ τα πρόσωπα και η λάμψη των ηθοποιών, στην προκειμένη περίπτωση ο Γκάρι Κούπερ και η Γκρέις Κέλι. Ο αφηγητής επιστρατεύει και τη γνώμη του παλιού καθηγητή στο Παγκύπριο Γυμνάσιο, Ανδρέα Χριστοφίδη, αλλά και τον  θείο Κωστάκη κι έτσι πείθει την Ελένη να το ξαναδούνε μαζί. Και η Αλφαβήτα του βιβλίου άρχισε.

Κοντά στα δέκα ήταν ο συγγραφέας που ο θείος Κωστάκης ξέχασε να του φέρει δώρο για τα γενέθλια του και γι’ αυτό του προτείνει για τις τρεις συνεχόμενες Κυριακές σινεμά, σοκολάτα και ζαχαροπλαστείο. Κι έτσι βρέθηκε στο τρένο (που) θα σφυρίξει τρεις φορές. Σαν συνθηματικό μου φαίνεται αυτό και σαν να ήθελε το τρένο να  παίξει τον ρόλο του κόκορα την ημέρα της σύλληψης του Χριστού και της προδοσίας του Πέτρου, ή κάτι άλλο που θα σφύριζε στην κύπρο.

 

Ο γοητευτικός, μικρός και συγχρόνως ώριμος, αφηγητής κάνει  αναπαράσταση της παλιάς ζωής, της οικογενειακής ατμόσφαιρας, των συνηθειών, των προσώπων μέσα και έξω  από το σπίτι και με τον τρόπο του μας βάζει θεατές στο οικογενειακό του έργο. Δεν είναι τίποτα το πολύ ξεχωριστό από ό,τι κάναμε όλοι, αλλά είναι ο τρόπος που ξαναζωντανεύει μια ολόκληρη εποχή, ρωτώντας και απαντώντας συγχρόνως, παραθέτω απόσπασμα:

 

Ναι, μου άρεσε το καουμπόικο, όχι, δεν φοβήθηκα στις σκηνές με τους πυροβολισμούς και τους σκοτωμούς, ναι, ήταν πολύ όμορφη η Γκρέις Κέλι, ναι, τους νίκησε όλους ο Γκάρι Κούπερ, όχι, δεν συνάντησε κανέναν φίλο του και καμιά γνωστή ο θείος, ναι, μου αγόρασε σοκολάτες, δύο, και τις έφαγα, όχι δεν πήγαμε στο ζαχαροπλαστείο, ναι, έβρεχε πολύ όταν βγήκαμε από το σινεμά.

 

Έτσι, από τις ερωτήσεις και το ενδιαφέρον για το έργο και τις μονολεκτικές απαντήσεις του μικρού, με εξαίρεση τα σημεία που εμπεριείχαν νύξη για κάτι άλλο  – υπολογίζουμε ότι δεν συνάντησε  καμία γνωστή ο θείος (!), «δύο σοκολάτες και τις έφαγα» βροχή και ζαχαροπλαστείο.

Την άλλη μέρα, ήταν ψιλοπυρετωμένος και εκεί, με την εμπειρία της ταινίας και με τις γνώσεις του θείου ξυπνάει η επιθυμία να γίνει συγγραφέας, αρχίζοντας να συνθέτει το οικογενειακό δέντρο.

Ο παππούς ο Αντώνης, γυρολόγος χρυσοχόος, η γιαγιά Μαρίτσα, οι κόρες της, τρίτος στη σειρά ο θείος Κωστάκης … η θεία Όλγα που είχε και ραπτομηχανή Σίγκερ που ήθελε να παντρευτεί κάποιον σαν τον Κλαρκ Γκέιμπλ, η άλλη θεία που ήταν σαν τη Χέντι Λαμάρ και την Πόλα Νέγκρι, η άλλη θεία κοντή, η άλλη ψιλή, η άλλη γλωσσού… και ο πατέρας με γαλαζοπράσινα μάτια. Έπαιζε και ποδόσφαιρο. Οι πύλες της Λευκωσίας, η πύλη της Αμμοχώστου…… εκείνη που οδηγεί στην Αγλαντζιά και ύστερα… ήρθε ο έρωτας με τη μητέρα του που δεν του την έδιναν :

Όχι, δεν έχει κλείσει τα δεκαεφτά, όχι,  δεν έχει τελειώσει το Σεν Ζοζέφ, όχι, δεν πήρε το δίπλωμα πιάνου, όχι, γιατί έχουμε άλλα παιδιά που προηγούνται … και μπαμ την πόρτα κατάμουτρα …. και σε λίγες μέρες  την έκλεψε.

Α! η οικογένεια έχει και άλλα παιδιά, τη θεία Ναυσικά που παντρεύτηκε τον θείο Χρήστο που έμοιαζε με τον Στιούαρτ Γκρέντζερ.

Και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, μπαίνει στην ιστορία  η Ιστορία, ποιον τρόπο βρήκε ο Μακάριος να φέρει στα νερά του τον Πέρσιβαλ Αρμιτέιζ, το Κυπριακό, τι είπε ο Τσόρτσιλ, πώς μπήκε δύσπιστος στην κουβέντα ο παππούς και άλλα, Χριστούγεννα του ’54 και με την ελπίδα ότι το ’55 θα ήταν καλύτερο, αλλά… Στο σινεμά η Μέριλιν Μονρόε, αλλά στα Επίκαιρα η Βασίλισσα Ελισάβετ και η αυτοκρατορία της –πόλεμοι και συγκρούσεις- ταινίες με Ρωμαίους και λαμπρούς ηθοποιούς, άλλη αυτοκρατορία η ρωμαϊκή, αρχαία και σύγχρονη με ίδια δεινά. Και το τραπέζι ίδιο πάντα – Είμεθα Έλληνες κι εμείς ,  τι άλλο είμεθα; –  που λέει και ο Καβάφης, τα ίδια τραπέζια κάνουμε, τις ίδιες κουβέντες και τις ίδιες πολιτικές ανησυχίες έχουμε. Θα έλεγα πως μια βόλτα με το αυτοκίνητο από την Πλατεία των Δικαστηρίων και την Αγία Σοφία που οι Τούρκοι την έκαναν τζαμί κι εδώ «οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο το 1878 από τους Τούρκους» και  που τις καθημερινές έσφυζε από ζωή γιατί  ήταν αγορά και ακούγονταν «όλες οι γλώσσες: αρμένικα, ελληνικά, εγγλέζικα και τούρκικα», αλλά όλοι συνεννοούνται στα Ελληνικά. Δεν μας διαφεύγει εδώ η πολυγλωσσία που παραπέμπει στον Καβάφη, με τους Αλεξανδρινούς που «ενθουσιάζονταν, κι επευφημούσαν/ ελληνικά, κι αιγυπτιακά, και ποιοι εβραίικα» («Αλεξανδρινοί Βασιλείς»). Ούτε μας διαφεύγει πως και μια άλλη Αγία Σοφία που έγινε τζαμί (παλιά και νέα πάθη) αλλά ούτε και το πολιτικό σχόλιο: ο τόπος είναι αγορά, με μαγαζιά και μαγαζάτορες και εδώ οι Άγγλοι αγόρασαν την Κύπρο από τους Τούρκους αν και όλα φωνάζουν πως το νησί είναι ελληνικό.

Και βλέπουμε πόσο φυσιολογικά περνάει η επίσημη Ιστορία στην καθημερινή μικροϊστορία, πόσο τα μεγάλα δεινά εντάσσονται «ομαλά» την καθημερινή και ισοπεδώνονται από την ίδια τη ζωή αλλά δεν ξεχνιούνται.

Ενδιαφέρον το κεφάλαιο Quo vadis?  Πάσχα έρχεται που δεν λέει τίποτα από αυτό που  λέει ο τίτλος και απαντά όμως στο γιατί αρέσει του θείου  η Ρίτα Χέιγουρθ.

Κι εδώ τελειώνει το πρώτο μέρος της τριλογίας.

 

Ανδρέας Αντωνιάδης

 

Το δεύτερο μέρος, πάλι με ένα «Σήμερα» αρχίζει. Τακτοποιεί με την Ελένη βιβλιοθήκες και να μπροστά του ένα βιβλίο με σκύλους. Όλους τους Άγγλους δεν τους λέμε Τζακ; Η ιστορίας του Τζακ έχει ζουμί. Εν τω μεταξύ, έχουμε τη βράκα του παππού, Κακογιάννη, Κούνδουρο,  Χατζιδάκι, Μελίνα… Η Παναγία των Παρισίων και τα μυστήρια, ο πατέρας: «θα έχουμε φασαρίες»,  9 Μαρτίου  η «Αποφράδα μέρα». Ο Ντάρελ τού είχε δώσει το βιβλίο με τους σκύλους. Οι Άγγλοι επιβάλλουν «κέρφιου» δηλαδή εγκλεισμό. Φασαρίες και στην Αθήνα. Ελλείψεις στην αγορά, το τζιν και ο αλατζάς, 1956. Οι πρώτοι κάτοικοι της Κύπρου ήρθαν από την Αρκαδία. Τα παιδιά παίζουν Καραγκιόζη στην αυλή. Ορμάνε οι Άγγλοι σκοτώνουν τον σκύλο (όπως τον κότσυφα ο Θεοδωρέλος, στο διήγημα του Χριστόφου Μηλιώνη, το 1940). Οι Άγγλοι, κατέστρεψαν το πατάρι και τις φιγούρες που κρεμόντουσαν στα δέντρα γιατί, ίσως, τις πέρασαν για αντάρτες (κάτι λίγο από Δον Κιχώτη εδώ, μάλλον μας μυρίζει). Ο αφηγητής παίρνει το φλυτζάνι με την εικόνα της Βασίλισσας της Αγγλίας και το θρυμματίζει πάνω στο τάφο του Τζακ. Είναι και αυτή μια ιεροτελεστία στη μνήμη του σκύλου.

Τρίτος μέρος, «Σήμερα», με την καραντίνα του 2020 και τον νέο εγκλεισμό, λόγω covid 19, ευκαιρία να καθαρίσει και πάλι συρτάρια και ντουλάπια με μύρια όσα χαρτιά και δίσκους σιντί και ντιβιντί. … Ο Τίτος Πατρίκιος του είχε χαρίσει έναν Σούμαν, το έργο Piano Concerto, in A minor, OP. 54,  που άρεσε στον ίδιο και στη γυναίκα του και η θεία Αθηνά έπαιζε και Σούμαν και είναι ωραιότατο έργο. Αλλά και το ροκ εντ ρολ και, όπως εξελίχτηκε, ωραιότερο. Βεβαίως εδώ και πολύ ώρα έχει μπει η ΕΟΚΑ στη ζωή μας, όπως ήδη έχουμε καταλάβει και η ζωή απαιτεί τις δικές της προσαρμογές.

Αλλά εκείνο που δεν μας ξεφεύγει είναι πως μέσα στη ρουτίνα της ζωής τα γλέντια, τα τραπέζια, τις διασκεδάσεις, αόρατος σαν τον Ζορό του σινεμά, που άρεσε και στον θείο Κωστάκη και στον νεαρό ανιψιό του και σήμερα αφηγητή, δρα ο άγνωστος αντάρτης .

Και ένα όνομα που είχα τελείως ξεχάσει και κανείς δεν θυμάται πια: Τακουή.

*

Το βιβλίο είναι η ιστορία της οικογένειας του συγγραφέα, αλλά όχι μόνο αυτό. Μέσα από την οικογένεια και τα πρόσωπα, καθένας με τη δική του ιστορία,  έχουμε όλη την περιπέτεια της Κύπρου, την οικογενειακή, την  κοινωνική και την πολιτική. Τη γεωγραφία, την  πόλη, τα κτήρια, τα σχολεία, τα ζαχαροπλαστεία, τους κινηματογράφους, τα κοσμικά κέντρα, τα γλυκά και τα φαγητά. Τόσο ωραία όλα που θέλεις κι εσύ, ο αναγνώστης, να κάτσεις στο τραπέζι μαζί τους, να φας να πεις, να γελάσεις, να παίξεις χαρτιά, όπως συνήθιζαν μετά από κάθε τραπέζι. Κι ο καθένας με τα μικρά ή τα μεγάλα μυστικά του.

Όλα δοσμένα με τέτοιον τρόπο που νομίζει κανείς πως παρακολουθεί ταινία, σινεμά, και οι ήρωες είναι εκεί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, ο παππούς με τη βράκα και με τον ναργιλέ του –επιμένει να δείχνει την καταγωγή του και να μεταβάλει το παρελθόν σε παρόν-  οι γιοι του με τα κοστούμια τους, οι κόρες, θείες, ανιψιές, νύφες,   όλες και όλοι στο εδώ και τώρα της αφήγησης σαν σταρ του σινεμά. Σαν ταινία ξετυλίγεται η ιστορία.

Το τρένο θα σφυρίξει τρεις φορές, σε τρεις ενότητες, σε τρεις δεκαετίες, κάθε μία και τα δικά της σφυρίγματα καθημερινά, απλά, ευχάριστα, αλλά και οδυνηρά, δραματικά, ανεπανόρθωτα και τραγικά. Κι όμως αυτή είναι η ζωή, όχι η ανώδυνη, η τράνζιτο, αλλά η ζυμωμένη με όλα τα καλά που έχει και τα δεινά της που τελειωμό δεν έχουν.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top