Fractal

Διήγημα: “Τοτέμ”

Της Λυδίας Μαργαρώνη // *

 

 

 

 

Ανάμεσά μας κοιμόταν ένας ξένος. Μύριζε ταλκ και ξινισμένο γάλα. Το στήθος μου πρησμένο με πόναγε αφόρητα κι αυτός κάθε τόσο άπλωνε τα χέρια, έμπηγε τα νύχια στη σάρκα μου κι άρπαζε τη θηλή με λαιμαργία. Τον έσπρωξα μακριά κι έβαλα ωτοασπίδες να μην τον ακούω.

«Μπία. Ξύπνα! Δεν τ’ ακούς;» φωνάζει θυμωμένος ο Νικήτας και τον βάζει στην αγκαλιά μου να τον θηλάσω μες τα κλάματα. Τα δικά μου.

«Πρέπει να συμβουλευτούμε έναν γιατρό» ακούστηκε ο Νικήτας.

«Να τηλεφωνήσουμε και στη μάνα σου να έρθει λίγες μέρες» συμπλήρωσε και βγήκε στο μπαλκόνι να καπνίσει.

Με τον Νικήτα ήμασταν μαζί από παιδιά. Εγώ αφοσιωμένη στα ωδεία και στις ευοίωνες προοπτικές που γράφονταν εμπρός μου κι εκείνος μεταπτυχιακά κι ακαδημαϊκές καριέρες.

Έβλεπα την καύτρα του τσιγάρου μες το σκοτάδι κι εκείνον να μου μιλάει δίχως φωνή. Δεν άκουγα τίποτε με τις ωτοασπίδες ακόμη στ’ αυτιά. Προστάτες της ακοής μου. Της αίσθησης που τόσο αγαπούσα και πάντα έδινε ήχους διαμάντια να φτιάχνω τις μελωδίες μου, χάρισμα στην τέχνη. Τώρα μόνο τους λυγμούς μου άκουγα.

Τι κι αν οι δικοί μου έσκυψαν πάνω μου με κατανόηση, τι κι αν αποδέχτηκαν την διάγνωση του γιατρού για επιλόχεια κατάθλιψη. Εγώ δεν έβλεπα τίποτα άλλο παρά έναν άγνωστο να κλέβει τη ζωή μου. Ήθελα να φύγω. Να πεθάνω ήθελα. Δεν είχα κανέναν ενδοιασμό να το αφήσω με τη μάνα μου και να εξαφανιστώ. Εκείνη ήξερε να είναι μάνα. Εγώ όχι.

«Έχουμε αφήσει τα μπουκαλάκια στο ψυγείο. Δίνε του και συμπλήρωμα. Ξέρεις εσύ» είπε ο Νικήτας.

«Να την προσέχεις, παιδί μου» του απάντησε η μητέρα μου.

«Ότι χρειαστείς πάρε τηλέφωνο. Απέναντι στη Θάσο θα είμαστε. Τρεις μέρες μόνο».

Νόμιζαν ότι δεν τους άκουγα, επειδή δε μίλαγα. Ένας κόμπος στο λαιμό με είχε φυλακίσει με το πρώτο του κλάμα, που έγινε ταφόπλακα στο στόμα μου.

Μόνο αέρας ήθελα να βγαίνει, να τον φυσάω νότες στο φλάουτο, να στολίζω αυτιά που δίψαγαν, να δίνω ζωή στο μέταλλο που από μικρή κράταγα αφοσιωμένη στα χέρια και μόνο μπράβο άκουγα. Αργότερα, χειροκροτήματα στις συναυλίες. Όλα τα είχα, πριν έρθει αυτός ο άγνωστος. Τη μουσική μου, την δουλειά μου, τον αγαπημένο μου.

Η έδρα στο πανεπιστήμιο Θράκης για τον Νικήτα, θυμάμαι, ήρθε αναπάντεχα μαζί με την εγκυμοσύνη. Όλοι χάρηκαν. Εγώ πήρα το φλάουτο κλείστηκα στο μπάνιο κι έπαιξα τη “Follia” του Κορέλι, παράταιρα θλιμμένη για τη διπλή χαρά που έλεγαν ότι μας είχε βρει. Έκανε αγώνα ο Νικήτας να με πείσει ότι η ζωή μας θα ήταν καλύτερη. Κι η Θεσσαλονίκη μιάμιση ώρα με το αυτοκίνητο.

Το σπίτι άλλαξε, το σώμα μου άλλαξε κι η ανάσα μου δυσκόλεψε από την πίεση στο διάφραγμα, που ασκούσε αυτός ο άγνωστος από την κοιλιά μου. Το φλάουτο έμενε βουβό στη θήκη, γυαλισμένο. Κι η φλογέρα. Το φλαουτίνο από την Πάντοβα επίσης. Όλα στις θήκες τους, τακτοποιημένα μες τα χαρτοκούτια από τη μετακόμιση σε μια πόλη που δεν είχε Κονσερβατόριο. Ούτε καν θέατρο της προκοπής. Μόνο ένα δημοτικό ωδείο. Τι ήθελα εγώ εδώ;

Μέρα με τη μέρα δεν με χώραγαν τα ρούχα μου, αλλά ούτε και το σπίτι. Γύρισα όλα τα σοκάκια, πήγαινα στις καπναποθήκες και χάζευα τα κτήρια. Περπάταγα στις όχθες του Κόσυνθου μέχρι χαμηλά στα σφαγεία. Κρυφά από τον Νικήτα. «Τι δουλειά έχεις στα σφαγεία μου λες;» με ρώτησε μια μέρα. Κάποιος του το σφύριξε, σκέφτηκα. Είχε κάνει ήδη φίλους στη Ξάνθη και φρόντιζε τη δημόσια εικόνα του.

«Θέλω ν’ ακούω τα χοιρινά όταν σκούζουν πριν τη σφαγή» είπα και δεν ήταν ψέμα. Οι ψηλές οκτάβες ήταν μια πρόκληση στις συνθέσεις μου.

Πού να του έλεγα για τους τσιγγάνους και την κάιντα.

Είχαν στήσει μπουγάδα στη δεξιά όχθη με γέλια, ένα τσούρμο μελαχρινά παιδιά να πλατσουρίζουν και ήχους κλαρίνου. Θαύμασα τη δεξιοτεχνία του λαϊκού οργανοπαίχτη, που πέρα από κάθε κανόνα, μάθαινε σ’ έναν έφηβο τα γυρίσματα στο όργανο, ξανά και ξανά. Δεν άργησε το μάθημα να εξελιχθεί σ’ ένα largo μουσικό κομμάτι, κλαψιάρικο και λάγνο συνάμα. Δυο γυναίκες παράτησαν το πλύσιμο κι άρχισαν το χορό αντικριστά, κουνώντας τους γοφούς και τα βυζιά τους. Τι κι αν ήταν η μία μεγάλη στην ηλικία και χοντρή κι η άλλη έγκυος με την κοιλιά ξεδιάντροπα να εξέχει γυμνή και να την καμαρώνει. Σε αντίθεση με μένα που την έκρυβα.

Μόνο ένας γέρος με καρό πουκάμισο, ήταν απασχολημένος να μαστορεύει μια κάιντα. Πάντα ήθελα να δοκιμάσω τον τρόπο σ’ αυτό το μουσικό όργανο, που κοιλοπονάει τον ήχο του. Πλησίασα και τον ρώτησα αν την πουλάει. «Όχι» μου είπε με νοήματα, «φεύγα». Του ζήτησα να δοκιμάσω έστω και τον κατάφερα. Έπιασα να φουσκώνω το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη, αλλά η ανάσα δεν έφθανε, ασκί και κοιλιά στριμώχνονταν κι εγώ παραιτήθηκα. Ο κλαρινιτζής γέλασε και συνέχισε να παίζει κουνώντας το κεφάλι του. Ένας ασημένιος κρίκος ανέμισε στο αυτί του, που έλαμψε πάνω στο σκούρο δέρμα κι έφυγα σαν κυνηγημένη. Τράβηξα κατά τα σφαγεία.

Απέναντι στη Θάσο τρεις μέρες μόνο. Έβγαλα το κράνος κι άνοιξα το μπουφάν που με στένευε στο πρησμένο μου στήθος. Ο ήχος της μηχανής κι ο αέρας με ανακούφισαν. Στο νησί πήγαμε δυτικά για να βλέπουμε ηλιοβασίλεμα. Ένας πεύκος πελώριος υψωνόταν σαν τοτέμ, μόνος του δίπλα στη θάλασσα και στήσαμε τη σκηνή στη σκιά του. Είχα μαζί μου το φλάουτο και δύο σονάτες του Τέλεμαν έτρεξαν γύρω μας. «Συμβαίνει στο ογδόντα τοις εκατό των γυναικών, Ολυμπία. Είναι θέμα διαταραχής των ορμονών. Θα περάσει» έλεγε κάθε τόσο ο Νικήτας περισσότερο να το πιστέψει ο ίδιος, παρά για να καθησυχάσει εμένα. Κρυμμένη πίσω από τα γυαλιά του ηλίου και τους ήχους του φλάουτου, τον έβλεπα να με κοιτά διερευνητικά. Πώς να διαχειριστεί την κατάσταση; Αδιαφορούσα. Θεωρούσε την μητρική αγάπη δεδομένη; Λάθος του. Ή ήταν μια υποχρέωση του φύλου μου που την αρνιόμουν κι έπρεπε να με συνετίσει; Ματαιοπονούσε, σκέφτηκα.

Το μεσημέρι μέσα στη σκηνή απλώθηκα γυμνή κι ο Νικήτας αμήχανος σιώπησε. Μας πήρε ο ύπνος με τον ήχο της θάλασσας. Αφουγκράστηκα κάποιο κοπάδι από μακριά, τα τζιτζίκια που χαλούσαν τον κόσμο, κάποιες σταγόνες αραιές στην τέντα της σκηνής παράταιρες με την αντηλιά. Η ανάσα του Νικήτα δίπλα στο αυτί μου, σαν σούρσιμο φιδιού σε χόρτα.

«Πάω να βουτήξω» είπα και τον ξύπνησα. «Ναι κι εγώ» πετάχτηκε. Βγήκα όπως ήμουν γυμνή από τη σκηνή, αδιαφορώντας για έναν βοσκό που στεκόταν στο πλάτωμα πιο πέρα. Πάτησα κάτι κολλώδες. Κι η σκηνή ήταν γεμάτη από παχιές σταγόνες. «Ρετσίνι» λέω του Νικήτα. Η μηχανή ήταν στο ξέφωτο κι εκείνος ντύθηκε γρήγορα, για να πάει σε κοντινό χωριό να φέρει διαλυτικό, όπως είπε κι απομακρύνθηκε για να μιλήσει στο κινητό, σίγουρα με τη μάνα μου, όπως έκανε κάθε τόσο. Αισθάνθηκα προδομένη και μελαγχόλησα.

Τα τζιτζίκια σώπασαν για λίγο, σαν να ένοιωσαν μιαν απειλή στο βλέμμα μου κι ένα βουητό έπνιξε τ’ αυτιά μου. Βούτηξα στη θάλασσα μόνη να μείνω εκεί για πάντα σ’ έναν ήσυχο θάνατο. Η ανάσα δεν έφθασε, βγήκα κι έριξα ένα παρεό πρόχειρα πάνω μου, μια που ο τσοπάνος με κοίταζε επίμονα και κινήθηκε προς τη μεριά μου.

«Έπες πρατύτερα για ρετσίν» τον άκουσα να λέει. «Δεν είν’ ρετσίν. Τήρα σαπάν τ’ς κλάρες, αγρομέλισα είναι. Μέλ’. Έγνεψα στουν άλλουν με του μηχανάκι αλλά δεν με ‘δε.»

Άπλωσα το δάχτυλο στη σκηνή που γυάλιζε, πήρα μια χοντρή σταγόνα και το έφερα στο στόμα. Ναι μέλι ήταν. Και άρχισε να με κυκλώνει το βουητό. Ένα υπόκωφο βουητό καθισμένο πάνω από τα κεφάλια μας. Πέντε τσαμπιά, πελώριες κουδουνίστρες μωρού, ζωντανές, να πάλλονται. Έμεινα ασάλευτη, ανήμπορη να κινηθώ. Μονάχα άνοιξα το στόμα μου μήπως γευτώ κάποια σταγόνα μέλι.

«Τι κάν’ς; Τι θέλ’ς; Τήραξε μην τ’ς αγρέψ’» είπε ο βοσκός περιτριγυρισμένος από τα κατσίκια, που είχαν πλησιάσει. «Να το γευτώ». Κι ακόμη ήθελα να του πω, ότι ποθώ να δω. Ν’ ακούσω. Να φύγω. Να σπάσω το κέλυφος θέλω, για το πέρασμα αλλού. Πέρα από αυτό που μου δόθηκε. Όμως δεν του είπα τίποτα, μόνο έσφιξα τα χείλη κι άρχισα να μιμούμαι το βουητό προσπαθώντας να συντονιστώ με τους ήχους γύρω μου, πάνω μου, μέσα μου. Άλογες ορμές με αλώνισαν και πήρα την πιστωτική κάρτα από το πορτοφόλι μου, έξυσα την τέντα της σκηνής, μάζεψα μέλι και το έφαγα με βουλιμία. Μαζί με τις σκόνες και τα λογής ζωύφια που ήταν κολλημένα πάνω της. Δεν με ένοιαζε καθόλου.

Η γλύκα του μελιού άπλωσε μια ηδονή στην καρδιά μου μετά από καιρό. Μέθυσα. Μια ευδαιμονία με διέτρεξε κι άρπαξα το φλάουτο χωρίς να νοιαστώ αν θα το πασαλείψω. Άρχισα να παίζω Κόρσακοφ, το «Flight of the Bumble bee», επαναλαμβάνοντας το θέμα συνέχεια. Πότε άλλοτε θα είχα το βίωμα της μουσικής εκεί που παίρνει την αληθινή της υπόσταση; Το βουητό δυνάμωσε. Ένας τάραχος χαράς με έκανε να κουνιέμαι ανάμεσα στο κοπάδι με αυτοσχέδιο χορό. Έπεσε το παρεό στο χώμα κι εγώ εκεί, αδιάφορη πια για τον βοσκό και τη γύμνια μου, για τα πρησμένα μου βυζιά που έσταζαν γάλα. Το γάλα. Τροφή προορισμένη για έναν άγνωστο που είχα αφήσει πίσω μου χωρίς ενοχές.

Είχα παραδοθεί σ’ έναν εκστατικό χορό με τα κατσίκια γύρω μου αναστατωμένα να σκάβουν το χώμα με τις οπλές. Τα κουδούνια τους πανδαιμόνιο και τα σμήνη των μελισσών ιπτάμενες απειλές να βουίζουν. Όλα αυτά κάτω από αυτόν τον πελώριο πεύκο, αρχέγονο ξόανο της φύσης.

Ακούστηκαν κορναρίσματα. Μες το σύννεφο από το μελίσσι γυάλισε ένας ασημένιος κρίκος σε σκούρο φόντο. Όνειρο ήταν; Επιθυμία; Πλησίασε με το κλαρίνο στα χέρια να πατάει τις νότες του με αυτοσχεδιασμούς πάνω στις δικές μου. Συνέχισα τον χορό μου ξετρελαμένη κι ανταπόδωσα το θέαμα που μου είχαν προσφέρει κι εκείνοι, πριν μερικούς μήνες στη Ξάνθη στις όχθες του Κόσυνθου. Βάλαν φωτιά σε κάτι πανιά και τα στριφογύριζαν στον αέρα με μια κάπνα αποπνικτική που βρώμαγε πετρέλαιο, να διώξουν μακριά τα σμάρια.

«Άλε μωρή, άλε – άλε ντιλαρντό, άλε» φώναζαν όλοι μαζί κουνώντας τα χέρια στον αέρα, έντρομοι. Ούτε που κατάλαβα πότε ανέβηκα πάνω στους μπόγους στην καρότσα του αγροτικού, πότε φόρεσα αυτά τα ρούχα. Μόνο κράταγα γερά στο ένα χέρι το φλάουτο και με το άλλο είχα αγκαλιά ένα μικρό κατσίκι, που είχα αρπάξει, μπροστά στα μάτια του έκπληκτου τσοπάνου. Ο άντρας με το κλαρίνο, όμορφος, συνέχιζε να παίζει και να ακροβατεί στην καρότσα που τρανταζόταν στο χωματόδρομο κι εγώ καθισμένη εκεί με όλο τ’ ασκέρι.

«Αι μαρ’ κλέφτρα! Φτου μαρή ζεβζέκα» ούρλιαζε ο τσοπάνος πίσω μας. Κοίταξα τον πεύκο μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης που διαλυόταν αργά κι από κάτω τη σκηνή πεσμένη, ένας σωρός να την ποδοπατούν κατσίκια.

Φανταζόμουν τον Νικήτα, να τρέχει στην αστυνομία και το λιμενικό και να με ψάχνει. Χαμογέλασα χαιρέκακα με την έκπληξή του μπροστά την κατεστραμμένη σκηνή μες τα μέλια και τα χώματα. Τα ρούχα σκόρπια. Τα λόγια του βοσκού που δεν θα τα πίστευε. Έφευγα μακριά. Άφηνα γνωστούς κι αγνώστους πίσω μου να εικάζουν ότι με έκλεψαν. Μπορεί και να πέθανα ή να πνίγηκα. Όπως είχα απειλήσει τον Νικήτα ότι θα κάνω, αν με ανάγκαζε να γυρίσω στο σπίτι με κείνον τον άγνωστο.

Πήραμε το καράβι, περάσαμε απέναντι, η Ροδόπη φάνταζε θεά. Σταματήσαμε μακριά από τα χωριά, μες το δάσος, δίπλα σ’ ένα ρυάκι με παγωμένο νερό.

Τραγουδήσαμε «τζιλέμ τζιλέεεεμ» τα επινίκια, με το κλαρίνο, ένα νταούλι και την κάιντα του γέρου με το καρό πουκάμισο. Το ίδιο που φόραγε και τότε. Άπλωσα τα χέρια μου να την πάρω. «Άιντε χαλάβ ταμέλια» με μάλωσε ο μπάρμπας κι εγώ υπάκουσα. Μπήκα στο ρυάκι τουρτουρίζοντας. Ήρθε κι ο μελαχρινός άντρας κοντά χωρίς ντροπές, να μου δώσει καθαρά ρούχα. Μάζεψε βατόμουρα, έβαψε τα χείλη μου μελανά, μου πέρασε έναν ασημένιο κρίκο στο αυτί σαν τον δικό του κι ένα χαϊμαλί στο λαιμό.

Αγκάλιασα το ασκί κάτω από την αριστερή μασχάλη και το φούσκωσα. Εκείνος πήρε το κλαρίνο του και με οδήγησε στους δρόμους και τις μουσικές τους, μπροστάρης σαν τραγί. Έδειχνε περήφανος για τα τσαλίμια που έριχνα. Τα θυμόμουν από τα σολαρίσματα σε έργα του Σκαλκώτα, στην προηγούμενη ζωή μου. Οι γυναίκες με γοφιά και βυζιά που τρέμανε, άπλωναν τα σείστρα τους, χέρια με βραχιόλια και μας κερνάγαν τσίπουρα.

Κοιμήθηκα στην αγκαλιά του πάνω σε κάτι χράμια με το κλαρίνο και το φλάουτο τυλιγμένα με πανιά δίπλα μας, μην τα πειράξει η υγρασία του βουνού. Αφουγκράστηκα τους ήχους του σκοταδιού που με αφύπνισαν. Σηκώθηκα. Πονούσαν τα μάτια μου, έτοιμα να πεταχτούν από τις κόγχες. Απομακρύνθηκα μες τα σκίνα, ήσυχα μη ξυπνήσω κανέναν, κρατώντας αγκαλιά το λάφυρο από τον τσοπάνο κάτω από την αριστερή μασχάλη. Ανακουφίστηκα στην αφή του. Χάιδεψα τη ράχη με το μαλακό τρίχωμα. Το τάισα με το γάλα μου. Οργίαζε η φύση γύρω μου. Κάποιο ζουζούνι πενθούσε τρίζοντας, τα τέσσερα τέταρτα της κραυγής του γκιώνη συμπλήρωνε το κλάμα του κι εγώ θυμόμουν πεντακάθαρα το σημείο που έμπηγαν το μαχαίρι οι σφάχτες στα σφαγεία της Ξάνθης. Να μην τραυματιστεί το δέρμα για το ασκί. Να δώσουν έναν ανώδυνο θάνατο θυσίας στα τραπέζια μας. Στην αγκαλιά μου. Στο ρυάκι. Στο παγωμένο νερό. Μια ζοφερή σιωπή. Δεν ακούστηκε κανένας ήχος, μόνο ζεστό το κόκκινο έβαψε τα χέρια μου. Και τις πέτρες. Έτρεξε μες το νερό να χρωματίσει την πορεία του. Ασάλευτη εγώ. Πέτρα δίπλα στις πέτρες.

Μακριά ξημέρωνε και τα παγωμένα βλέμματα γύρω μου, απορούσαν. Τα παιδιά κούρνιαξαν μισοκοιμισμένα δίπλα στις σκονισμένες ζάντες. Οι άντρες φοβισμένοι απομακρύνθηκαν και φόρτωσαν τους μπόγους στις καρότσες. Οι γυναίκες σιωπηρά με λυπόντουσαν κι όταν πια τα αυτοκίνητα απομακρύνθηκαν, σήκωσαν τα χέρια και με χαιρέτησαν. Τα μελίσσια θα ξανάφτιαχναν τις κυψέλες τους στις εσοχές του πεύκου. Στο τοτέμ που γύρω του τελετούργησα χωρίς άμφια, τον ιερό χορό της αισθητικής μουσικής απόλαυσης.

Κι εγώ, κρατώντας αγκαλιά το σφάγιο με το μυαλό μου να σήπεται, έμεινα εκεί, για να έρθουν τα όρνεα.

 

 

 

* Το διήγημα “Τοτέμ” της Λυδίας Μαργαρώνη έχει πάρει Έπαινο διάκρισης από τον Όμιλο για την Unesco τεχνών, λόγου και επιστημών Ελλάδος, στον 6ο διεθνή διαγωνισμό πεζογραφήματος.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top