Fractal

Διήγημα Fractal: “Ο Θανάσης”

Του Μιχάλη Τζανάκη //

 

 

Ένας πραγματικά πανέξυπνος και πανέμορφος τύπος! Βλέμμα σπινθηροβόλο, διορατικός όσο κανένας άλλος, προνοητικός, δυναμικός και αποφασιστικός, ήξερε πότε να χαρεί και πότε να δείχνει θλιμμένος. Ήταν περίπου αδύνατον να τον ξεγελάσεις με οποιονδήποτε τρόπο. Είχε το χάρισμα της αντίληψης πολύ παραπάνω απ’ το κανονικό. Δεν υπήρχε ούτε ένας απ’ τους ενοίκους της μικρής πολυκατοικίας που να μην τον λάτρευε.

Ο Θανάσης για όλους μας ήταν κάτι παραπάνω από φίλος. Τον καταλαβαίναμε και μας καταλάβαινε. Τον αγαπούσαμε και μας αγαπούσε. Πάντα δίπλα μας στα εύκολα και τα δύσκολα, στις χαρές και τις λύπες. Πιστός στις συναντήσεις με όλους μας. Κάθε μέρα με πήγαινε στο σχολείο χαρούμενος και κάθε μεσημέρι με περίμενε, για να με συνοδεύσει μέχρι το σπίτι. Κανονικός τζέντελμαν.

Δε θυμάμαι να τον είδαμε ποτέ θυμωμένο. Ακόμα κι όταν κάτι δεν του πήγαινε καλά, μπορούσε να ελέγχει το θυμικό του και δεν έκανε επιπολαιότητες που λίγο μετά θα μετάνιωνε. Ήξερε καλά πως μεγάλο προσόν ήταν ο αυτοέλεγχος και η αυτοσυγκράτηση και δεν μπορούσε κανείς να τον αποσπάσει απ’ αυτές τις αρετές.

Κι όμως άρχισε ο Θανάσης να αλλάζει συμπεριφορά μόλις στην πολυκατοικία, εγκαταταστάθηκε ένα ζευγάρι ή για ν’ακριβολογούμε όταν ήρθε ο Ηλίας, ο γαμπρός του κυρίου Κώστα που παντρεύτηκε την όμορφη κόρη του, την Αμαλία. Κατά έναν περίεργο τρόπο ο Θανάσης απ’ την πρώτη στιγμή δεν τον είδε με καλό μάτι. Τον ανεχόταν βέβαια στην καθημερινότητά του, αλλά δεν έδειχνε και καμιά ιδιαίτερη διάθεση να συνάψουν ιδιαίτερους δεσμούς φιλίας. Δε χρειαζόταν βέβαια,θα υποστηρίξει κάποιος, άλλωστε δεν συμπαθούμε όλοι όλους, αλλά για την περίπτωση του Θανάση ήταν μάλλον περίεργο, καθώς πάντα ήταν θετικός με όλους και με όλα.

Ο Ηλίας βέβαια, δεν ήταν κι ο πιο συμπαθής άνθρωπος για τους υπόλοιπους. Βλοσυρός, ανέκφραστος, μ’ ένα πολύ σκοτεινό βλέμμα σπάνια χαμογελούσε, δεν έλεγε δεύτερη κουβέντα σε κανέναν, προσπερνούσε με αυστηρή τυπικότητα τις υποχρεώσεις του απέναντι στους άλλους ενοίκους της πολυκατοικίας. Όλοι απορούσαν πως μια τόσο χαμογελαστή κοπέλα, η Αμαλία, ερωτεύτηκε έναν τόσο αντιπαθή άνθρωπο, σχεδόν μια δεκαετία μεγαλύτερό της, που η παραξενιά τον έκανε να δείχνει πολύ μεγαλύτερός της. Ακόμα κι ο κύριος Κώστας, αρκετά έξυπνος άνθρωπος πολλές φορές έδειχνε τη στενοχώρια του, γιατί στην μικρή πολυκατοικία ο γαμπρός του ήταν η μόνη «παραφωνία», αλλά δεν άφηνε και πολλά περιθώρια για να αρχίσουν τόσο νωρίς τα κουτσομπολιά και τα σχόλια.

Δεν άργησαν ωστόσο, να αρχίσουν οι προστριβές μεταξύ του νέου ζευγαριού. Οι τοίχοι του διαμερίσματός τους ήταν στενοί για να κρατήσουν εντός τους την ανοίκεια συμπεριφορά του αντιπαθούς Ηλία, αλλά και κανείς δεν τολμούσε να του ζητήσει και το λόγο. Ο κύριος Κώστας ολοένα και περισσότερο έδειχνε τη στενοχώρια του, βλέποντας τη μοναχοκόρη του απ’ τα πρώτα βήματα του έγγαμου βίου της να πέφτει θύμα της αφόρητης ζήλειας του άντρα της. Άλλωστε και ο ίδιος, αν και ποτέ δε συμπάθησε το γαμπρό του, δεν πρόβαλλε και κάποια αντίρρηση για τον γάμο, ίσως λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του Ηλία, που συνδύαζε την κοινωνική καταξίωση και την οικονομική επιφάνεια, αν και ο ίδιος ο κύριος Κώστας δεν ήταν άνθρωπος της ύλης και ποτέ δεν είχε δείξει δείγματα αλαζονείας ή έπαρσης.

Πέρασαν πέντε ολόκληρα χρόνια και στην μικρή πολυκατοικία η ζωή κυλούσε πάντα ίδια. Ο κύριος Κώστας φαινόταν να περνά μια περίοδο κατάθλιψης για τον ίδιο, αλλά με τρόπο διακριτικό, ώστε να μην τροφοδοτεί αφορμές για περαιτέρω σχόλια, το ζευγάρι του Ηλία και της Αμαλίας στην ακριβώς κατάσταση, με τη διαφορά πως το γεγονός ότι δεν είχε στη ζωή τους ένα παιδάκι, είχε κάνει τον μεν Ηλία περισσότερο τραχύ και απόμακρο, την δε Αμαλία πιο μελαγχολική και προβληματισμένη.

Εκείνος που παρέμενε σταθερός παρά το γεγονός ότι πλέον ήταν εμφανώς γερασμένος και πιο άτονος, ήταν ο Θανάσης. Όλοι στην πολυκατοικία αναγνώριζαν το σθένος του και τη διορατικότητά του να ρίχνει σε κάθε ευκαιρία δολοφονικά βλέμματα στον Ηλία προειδοποιώντας τον πως αν συνεχίσει έτσι θα έχει να κάνει μαζί του. Μόλις άκουγε τις συνηθισμένες φωνές απ’ το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, έβγαινε στο κλιμακοστάσιο, προαισθανόμενος κάτι κακό. Ήθελε να βρίσκεται πάντα σε ετοιμότητα, έστω κι αν αυτό χαλούσε την ησυχία του, έστω κι αν ο Θανάσης ζούσε μοναχός του. Παρόλη τη μοναξιά του, ήταν ο πιο κοινωνικός απ’ ττους ενοίκους της πολυκατοικίας, πανταχού παρών, όχι για να μάθει ή να ασκήσει κριτική, αλλά για να δημιουργεί σε όλους το αίσθημα της ασφάλειας ότι υπάρχει και κάποιος που αν και ζει μόνος είναι δίπλα και κοντά σε όλους∙ σε όλους, εκτός από τον Ηλία…

Σε μια άτυπη γενική συνέλευση που βρέθηκαν όλοι οι ένοικοι πλην του κυρίου Κώστα και του ζευγαριού του πρώτου ορόφου συζήτησαν την προβληματική συμπεριφορά του Ηλία προς τους ενοίκους, αλλά και τις ολοένα ηχηρότερες προστριβές του ζευγαριού που δεν προμήνυαν καλή έκβαση του γάμου τους, αλλά και της συγκατοικίας μαζί τους. Σ’ αυτήν την άτυπη γενική συνέλευση, όλοι οι ένοικοι αναγνώρισαν πως μόνο ο Θανάσης είχε καταλάβει τον Ηλία τι παλιάνθρωπος είναι και επίσης πως μόνο ο Θανάσης περιφρονούσε τα αξιώματα και εν γένει τη «δύναμη» του Ηλία και τον αντιμετώπιζε με τρόπο αποφασιστικό.

Θα ήταν μέσα καλοκαιριού, όταν στο διπλανό διαμέρισμα απ’ αυτό του Ηλία και της Αμαλίας, καθόταν οι ένοικοι του, ένα ζευγάρι συνταξιούχων παρέα με το Θανάση συζητώντας και με την τηλεόραση ανοιχτή να αναμεταδίδει για πολλοστή φορά τα χειμερινά σήριαλ. Κάποια στιγμή και μέσα στην απόλυτη ησυχία της θερινής νύχτας, άρχισαν πάλι οι διαπληκτισμοί από τον Ηλία και την Αμαλία, αν και για ν’ ακριβολογούμε πάντα ακουγόταν αυτός και όχι η κοπέλα. Ευθύς ο κύριος Στάθης, για χρόνια ένοικος της μικρής πολυκατοικίας χαμήλωσε την ένταση της τηλεόρασης για να ξεκαθαρίσει τους ήχους που ακούγονταν.

Τρεις ηλικιωμένοι ακούνε πλέον καθαρά τις φωνές που δεν αργούν να γίνουν χυδαίες ύβρεις εις βάρος της συζύγου του και ένα δυνατό χτύπημα που δέχεται είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Ο Θανάσης του το φύλαγε από καιρό∙ παρά την προχωρημένη ηλικία του πετάγεται στη βεράντα, ανεβαίνει στο ξύλινο τραπέζι που ήταν δίπλα στο χαμηλό διαχωριστικό και σαν αίλουρος βρίσκεται στη διπλανή βεράντα  του πρώτου ορόφου. Η πόρτα του μπαλκονιού καθώς είναι ανοικτή τον διευκολύνει στην καταδρομική του επιχείρηση.

Σε λίγα δευτερόλεπτα βρίσκεται πρόσωπο με πρόσωπο με τον Ηλία∙ τη στιγμή εκείνη δεν υπολογίζει αξιώματα και καθωσπρεπισμούς. Ο Θανάσης βλέπει την Αμαλία αναμαλλιασμένη σε κακή κατάσταση και τον Ηλία αφηνιασμένο σκυμμένο από πάνω της να ετοιμάζεται να της δώσει άλλο ένα χτύπημα στο πρόσωπο. Ο Θανάσης ορμά πάνω του, τον ακινητοποιεί απελευθερώνοντας την Αμαλία από το αδιέξοδό της. Αδύναμος ν’ αντισταθεί ο Ηλίας στην οργή του Θανάση ίσα που προλαβαίνει να βγει στο διάδρομο φωνάζοντας «βοήθεια, βοήθεια!», ενώ όλοι οι ένοικοι πλέον ανήσυχοι από τη φασαρία βρίσκονται στο χώρο.

Ο Ηλίας ντροπιασμένος, κάτωχρος, ταπεινωμένος, δέχεται ένα δυνατό χτύπημα απ΄τον κύριο Κώστα που ξεσπά πάνω του όλη την καταπιεσμένη από καιρό οργή του, για τα βάσανα της κόρης του. Λίγο μετά θα καταφτάσει η Αστυνομία για τα υπόλοιπα, ενώ οι πάντες αποθεώνουν τον «ήρωα» της βραδιάς, τον Θανάση, τον μοναδικό που εξαρχής κατάλαβε τον ανήθικο ένοικο της πολυκατοικίας που αναστάτωσε τους φιλήσυχους ανθρώπους της και εν τέλει αποδείχτηκε ένας αισχρός και βίαιος «άνθρωπος» κρυμμένος καλά πίσω απ’ τα αξιώματα και τις δάφνες της κοινωνικής του θέσης. Μόνο ο Θανάσης τόλμησε, έστω και την τελευταία στιγμή, να παραβιάσει το άσυλο της κατοικίας του, όταν κατάλαβε πως διέτρεχε κίνδυνο η Αμαλία!

Μόλις αποκαταστάθηκε η διαταραγμένη τάξη της μικρής πολυκατοικίας, όλοι πήραν στην αγκαλιά τους το γέρο-Θανάση∙ ήταν και η τελευταία ηρωική πράξη της ζωής του. Μετά από λίγες βδομάδες δεν υπήρχε πια και όλοι έκλαψαν το χαμό του. Οι ένοικοι της μικρής πολυκατοικίας βίωσαν την απώλεια του Θανάση, αφήνοντας μια σταγόνα δάκρυ ο καθένας τους στην ταφή του.

Το Θανάση τον ήξεραν από τότε, που μικρό κουταβάκι χώθηκε μια χειμωνιάτικη Κυριακή στο κλιμακοστάσιο της πολυκατοικίας γυρεύοντας λίγη τροφή. Από εκείνη την ημέρα έγινε ο πιο προσφιλής κάτοικός της. Τα γαβγίσματά του πρόδιδαν τόσο πολύ τα αισθήματά του που όλοι τον καταλάβαιναν σ’ αυτήν τη σκυλίσια γλώσσα, η οποία ενίοτε είναι πολύ πιο γλαφυρή από την ανθρώπινη. Αγαπούσε τόσο πολύ όλους τους ενοίκους της μικρής πολυκατοικίας, αφού αναγνώριζε σ’ αυτούς την ανεκτικότητά τους, ειδικά στην περίοδο της νιότης του, που ενώ τους αναστάτωνε συχνά με τα γαβγίσματά του, ποτέ κανείς  απ’ αυτούς δε διανοήθηκε να διαμαρτυρηθεί για την «επιπό- λαιη» στάση του.

Αγαπούσε μικρούς και μεγάλους, οι οποίοι του ανταπέδιδαν την αγάπη τους. Ένας αληθινός «κύριος», φύλακας-άγγελος για όλους. Μόνο τον Ηλία δεν ήθελε∙ και δικαίως όπως αποδείχτηκε!

Η απώλεια του Θανάση αποτέλεσε  για όλους μας μια προσωπική απώλεια, μια απώλεια ενός πλάσματος, που αν και δεν ήταν άνθρωπος, ήταν αξιαγάπητο, προικισμένο με όλες τις χάρες, τα αισθήματα και τα συναισθήματα που μας διδάσκουν πως η «ανθρωπιά» είναι λεκτική υπέρβαση της πραγματικότητας. Συχνά λείπει απ’ τους ανθρώπους και περισσεύει στα ζώα. Μια σταγόνα δάκρυ απ’ όλους τους ενοίκους της μικρής πολυκατοικίας ήταν λίγη για τον Θανάση…

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top