Fractal

Οι άνθρωποι παντρεύονται τον θάνατο που μισούν.

Γράφει ο Γιώργος Ρούσκας //

 

Ηλίας Κουρκούτας, «Ο σκύλος της αγάπης», εκδόσεις Τόπος, 2020: προσέγγιση μέσα από ανιχνεύσεις τόπων

(τα έντονα γράμματα και οι υπογραμμίσεις από εμένα).  

 

Για να υπάρξει σκύλος είτε αγάπη είτε και τα δύο, απαιτείται πεδίο παρουσίας, ήτοι χώρος, τόπος ή χρόνος, αφού δεν υπάρχει τόπος χωρίς χρόνο ούτε χρόνος χωρίς τόπο. Το ποιητικό τοπίο του Ηλία Κουρκούτα, απαρτίζεται από επιμέρους τόπους, όπως είναι τα σπίτια με τις αυλές τους που συνθέτουν ένα χωριό, γειτονικά χωριά μαζί με το γύρωθέ τους περιβάλλον που οριοθετούν τη φυσιογνωμία του κάμπου ή της πλαγιάς ενός βουνού, γειτονικοί κάμποι που συνθέτουν μία πεδιάδα ή γειτονικές πλαγιές μαζί με τις κορφές των βουνών που φτιάχνουν μια οροσειρά, κ.ο.κ. ώσπου να φτάσει κανείς στη γήινη σφαίρα και μετά αναγωγικά στο σύμπαν.

 

Το ποιητικό σύμπαν του βιβλίου είναι ρευστό, μιας και βασίζεται σε μεγάλο του μέρος στα ποτάμια και στην αέναη ροή τους, γυρίζοντας σαν ρόδα –όπως τη συρμάτινη τα μικρά παιδιά–, τον κύκλο του νερού. Τόσο ισχυρή η παρουσία τους εδώ, ώστε θα μπορούσε να καταλάβει και τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου και να υψώσει στη θέση του ένα πανό με το σύνθημα: «τα ποτάμια της αγάπης». Υπάρχουν πολλά. Πολλοί οι υδάτινοι τόποι. Ποτάμια θεοποιημένα, μέλη μιας άλλης κυκλικής αγιοποιημένης τριάδας (χώμα – βροχή – ποτάμια, σημειώνω δε την αλληλουχία ενικός – ενικός – πληθυντικός):

 

Οι γονείς, αρχαίοι άρχοντες, απλοί αγρότες /…/

δεν πίστευαν σε αλλότριους προστάτες

μόνο στο χώμα, στη βροχή και στα ποτάμια

 

Υπάρχουν ποτάμια περισυλλογής, διαλογισμού, μνήμης:

 

οι άντρες βλέπουν

στα ποτάμια

μόνο ήσυχα νερά,

ξεχασμένα αδέλφια

κι αγαπημένους φίλους

 

(τι να βλέπουν άραγε οι γυναίκες; γιατί ο διαχωρισμός;)

 

Ο άνθρωπος τοπο-θετείται (ιδού πάλι ο τόπος) στη μάζα(;), στον όγκο(;) του μεγάλου των ανθρώπων ποταμού, της κοινωνίας, της οποίας όχι μόνο αποτελεί μέρος, αλλά ταυτόχρονα και συνθετικό συστατικό, με το κοινωνικό ανθρώπινο ποτάμι να ρέει ανάμεσα στα στοιχεία της Φύσης:

 

Ορίστηκα και ζούσα

ανάμεσα στον ουρανό και το ηφαίστειο,

τον δαίμονα αέρα,

το κόκκινο βαθύ ανθρώπινο ποτάμι

 

Ηφαίστειο = φωτιά, αέρας, ποτάμι = νερό, λείπει η γη από την Τετρακτύ του Πυθαγόρα, από τη θεμελιώδη θεώρηση του κόσμου του Εμπεδοκλή. Στη θέση της μπαίνει ο ουρανός, ο Πλατωνικός αιθέρας, ώστε τα τέσσερα στοιχεία του ψυχικού κόσμου του ποιητικού υποκειμένου είναι φωτιά, αέρας, νερό, αιθέρας. Με αυτά τα τέσσερα καλείται να συνθέσει τη δικιά του αρμονική, αντιληπτή με λέξεις για όσο χρόνο ενσαρκώνεται στο γήινο πεδίο. Μήπως όμως το θηλυκό στοιχείο με το μητρικό του ένστικτο είναι προικισμένο να βλέπει ότι γη και ουρανός είναι ένα, οπότε συμπληρώνεται με το χώμα = γη απολύτως η Πλατωνική θεώρηση με τα πέντε στοιχεία;

 

παίζαμε με τις ρουφήχτρες,

τις θανάσιμες ώρες,

τις γιορτές των ψυχών,

τις αδελφές που έφυγαν

χωρίς να παντρευτούν,

την απουσία του πατέρα,

τη μάνα που δεν ξεχώριζε

το χώμα από τον ουρανό,

τις πόλεις απ’ τα κοιμητήρια.

 

Ρουφήχτρες. Χρόνου, μνήμης, ενσυναίσθησης.

Τις θανάσιμες ώρες. Χρόνος; Ποτάμι.

Γέφυρες χωρίς ποτάμι, χωρίς κίνηση, χωρίς νερό; Νεκρό τοπίο, χαμένος χρόνος:

 

Θα σου στρώσω το τραπέζι /…/

Θα βάλω και λίγα κρεμμυδάκια

από αλήτικα παιδιά

και γέφυρες χωρίς ποτάμια

και τον χαμένο

χρόνο

θα σου βάλω,

να σου θυμίζει

με το βουητό

τον μόχθο της γενιάς σου.

 

Χρόνο… να σου θυμίζει με το βουητό: χρόνος ίσον ποτάμι με τη βοή του.

 

Υπάρχουν όμως και ποτάμια επικίνδυνα, όπως οι θάλασσες, με τον θάνατο να καραδοκεί:

 

θα ’ναι αυτός ο θάνατος

απόσταγμα από σάλια

μεθυσμένων ναυτικών

που πνίγηκαν

σε θάλασσες και σε ποτάμια

 

αλλά και οιοσδήποτε θάνατος, όχι μόνο αυτός, μέσα από ένα ποτάμι περνάει,

το μεγάλο του Αχέροντα:

 

Τα ορμητικά ποτάμια

είναι οι καλύτεροι φίλοι του άντρα,

όταν τους συνοδεύουν στον θάνατο

 

με τη λέξη άντρας να μπορεί εδώ να σημαίνει άνθρωπος, γιατί ο θάνατος δεν ξεχωρίζει το φύλο.

 

Ηλίας Κουρκούτας

 

Αφού μνημονεύσω το αριστουργηματικό βιβλίο του αείμνηστου Γιώργου Γεωργούση «Τα ποτάμια», συνεχίζω στην ανίχνευση και άλλων ποιητικών τόπων στο βιβλίο. Υπάρχει ένας ανθρώπινης κατασκευής, διαστελλόμενος ή συστελλόμενος κατά το δοκούν τόσο πολύ, ώστε μπορεί κάλλιστα να εκταθεί από τον ουράνιο θόλο:

 

σχισμένο σεντόνι

ο ουρανός

και τα δέντρα πέφτουν

σαν αστέρια 

 

να σκεπάσει όλη τη γη, έτσι όπως την αγκαλιάζει η νύχτα:

 

όπως τα βράδια στη θερινή Μεσόγειο,

όταν η κοιμισμένη νύχτα

απλώνει ένα σεντόνι στη γη

 

και να συσταλεί ως το μέγεθος ενός κρεβατιού, σε ρόλο διπλό: κάτωθεν του τόπου αυτού να παρέχεται η δυνατότητα του καταφυγίου, η ελευθερία τού να κρυφτείς, του να μην είσαι αναγκασμένος να μιλήσεις:

 

είχαμε και τις σιωπές, /…/

σαν ασθένειες που κρύβουμε

κάτω από τα σεντόνια

 

και άνωθεν, επί του τόπου της σινδόνης, να παρέχεται η δυνατότητα, η ελευθερία του να μπορείς να μοιραστείς (άλλος ένας σημαντικός τόπος-πυλώνας στην ποιητική του Κουρκούτα, ο τόπος του μοιράζεσθαι) από γαλήνη ως πανικό:

 

μοιραστήκαμε /…/

το σεντόνι του ύπνου

και του πανικού

 

ώσπου να γίνει σινδόνη νεκρική, καταργώντας τον τόπο του σώματος:

 

Άντρες χωμένοι στις πολυθρόνες

σαν πτώματα απλωμένα

και πάνω τους άσπρα σεντόνια

σαν για να κρατάνε τη φρεσκάδα

του νεκρού

αυτοί ήταν οι πατέρες μας.

 

Το σεντόνι του χρόνου; Της ψυχής; Της ενσάρκωσης; Της βιοτής;

 

Για να υπάρξει βιοτή, ενσάρκωση, γήινος χρόνος, απαιτείται ο τόπος της μήτρας, κι αν βάλουμε ένα τόσο δα έψιλον, το μήτρας γίνεται μητέρας.

Ισχυρότατος εδώ ο τόπος της μητέρας, δε διαρκή διάλογο με τον εξίσου ισχυρό τόπο του πατέρα.

 

Θεωρώ ότι αξίζει να σταθώ ειδικά όχι στο πασίγνωστο χάρη στον Φρόυντ Οιδιπόδειο, αλλά στο ανάστροφό του, άμεσο είτε έμμεσο με προβολικά σύνδρομα συχνά ασύνειδων δράσεων. Ο τόπος της μητέρας, μπορεί να είναι μακριά από τόπους σαρκικού πόθου ή κοντά, μακριά από τόπους σαρκικής ή εξωτερικής εν γένει ομορφιάς ή κοντά, πάντοτε όμως ασκεί μια ανεξήγητη επίδραση πάνω μας, είναι γοητευτικός, και θα τολμούσα βγάζοντας το όμικρον, να πω γητευτικός:

 

χάσαμε το σώμα μας,

κάτω από τον βαθύ υγρό ουρανό

από μια συστάδα αστεριών

και σάρκες γυναικών,

αφόρητα χοντρές γυναίκες

γοητευτικές μητέρες.

 

Όμως δεν είναι λίγες οι φορές που –μάλλον– άθελά της η μάνα φορτώνει τα δικά της ανεκπλήρωτα στο γιο, του περνά τις δικές της αγκυλώσεις και τον χρησιμοποιεί προσπαθώντας να καλύψει δικές της ανάγκες:

 

Η μάνα μού έδωσε ένα φουγάρο

να αναπνέω τα δικά της όνειρα,

τις ενοχές

που δεν μπόρεσε να ξαποστείλει

σε κάποιον Άδη,

να φορτώσει σε κάποιον Κώστα, Γιώργο /…/

σε έναν άντρα, τέλος πάντων,

της αρεσκείας της

 

μη έχοντας απαλλαγεί από την αρχέγονα εδραιωμένη σκεπτομορφή ότι, αφού το παιδί προήλθε από το σώμα της, δικαιούται να έχει εξουσία πάνω του, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η εξουσία αυτή ασκείται τόσο ασφυκτικά, που φτάνει στο σημείο να το πειθαρχήσει-υποτάξει σύμφωνα με τα δικά της πρότυπα, αν όχι να το ευνουχίσει:

 

δεν διαμαρτύρομαι,

έμαθα να μη μιλάω,

να θάβω τον ουρανό,

να θρηνώ τη φωνή μέσα μου

η μητέρα έκανε καλή δουλειά

έτσι γινόταν στη Μεσόγειο τα παλιά χρόνια.

 

Η Μεσόγειος, άλλος ένας τόπος στο βιβλίο. Ανάμεσα σε πολλούς άλλους. Όπως: Πρόγονοι. Αδέρφια. Πατέρας. Δεν θα σταθώ στον πατέρα, είναι πασιφανή τα όρια της επικράτειάς του στην ποιητική σύνθεση (δεν είναι συλλογή, υπάρχει κεντρικό θέμα γύρω από το οποίο όλα κινούνται), θα πω μόνο ότι πατέρας σημαίνει άρρεν, αφού:

 

Ο κόσμος είναι γεμάτος πατέρες

που δεν έγιναν ποτέ πατέρες.

 

Θα ταξιδέψω μόνο για λίγο ως άνθρωπος στον τόπο του θανάτου, γιατί τώρα μπορώ, αφού δεν είμαι δέντρο:

 

Τα δέντρα πεθαίνουν

στο δάσος

που αγαπούν,

οι άνθρωποι παντρεύονται

τον θάνατο που μισούν.

 

Τι σχέση έχει η μοίρα με τον θάνατο;

 

μόνο θάνατος

υπάρχει στη μοίρα,

λένε οι σοφοί,

κι ένα νοικιασμένο δωμάτιο

από τον Δήμο

σε ένα υπόγειο

ενός άγνωστου Νεκροτομείου.

 

Οι άνθρωποι; Μπορεί να:

 

σπρωχνόμαστε και στριμωχνόμαστε

για να χωρέσει η ζωή

όσους ανώνυμους θανάτους.

 

Κοινό μυστικό ότι

 

Όλοι οι άνθρωποι βλέπουν

τον θάνατο σαν συνάντηση

παλιών συμμαθητών

κι απελπισμένων φίλων

 

αυτό όμως δεν τους εμποδίζει να ανακαλύπτουν τη ζωή:

 

και όλοι μαζί

απ’ την αγάπη κουρασμένοι

ανακαλύψαμε τη ζωή

αφού ξαπλώσαμε τον θάνατο

στη μέση στο κρεβάτι.

 

Έχουμε ένα μεγάλο δώρο, πέρα από το μέγιστο, του εαυτού μας: έχουμε τους άλλους, τη συμπόρευση, τη δυνατότητα να μοιραζόμαστε (εμφανέστατο στα ποιήματα):

 

Πέφτουμε και σηκωνόμαστε

σηκωνόμαστε και στεκόμαστε

για να ισορροπήσουμε

πιανόμαστε από τις χειρολαβές

των λεωφορείων

ακουμπώντας

στις καρδιές των άλλων

 

είτε είμαστε γυναίκες, αγγελιαφόροι του φωτός και γι’ αυτό ακριβώς θύματα της νοοτροπίας —όχι ευτυχώς όλων — των ανδρών:

 

Αιωρούμενη

στις τέσσερις γωνιές της καθημερινότητας,

με πράξεις ευγένειας, εντολές,

δόσεις λαγνείας

έτσι είναι η γυναίκα,

μια εξομολόγηση στο πουθενά,

μια ξαφνική χαρά,

ένα αστέρι μέσ’ στο χέρι

με λίγο γάλα, λίγο στήθος

τρέφει όλους τους τροπικούς,

θέλει να αγαπιέται μάταια

και παθιασμένα στο εδώ

και στο επέκεινα

γυμνό μοντέλο

κι αόρατη Αράβισσα,

δεν έχει λόγια να περιγράψει

τον τρόπο που υπήρξε θύμα

 

είτε είμαστε άντρες, ατρόμητοι εξωτερικά μα έσω τόσο φοβισμένοι:

 

και οι άντρες;

οι άντρες

είναι οντότητες παράξενες,

πνεύματα αμφίβολα,

όνειρα ηλεκτρισμένα

και κεραυνοί στη θάλασσα

σκοτώνονται για να σκοτώσουν

γιατί φοβούνται τη ζωή

και το μελάνι της αγάπης.

 

Το μελάνι της αγάπης. Κι αυτή η φράση θα μπορούσε να είναι ο τίτλος. Μελάνι αντί για σκύλος. Στην απόπειρα αποκρυπτογράφησης του τίτλου με τα δύο ουσιαστικά, ψάχνω ρόλους σκύλου στις σελίδες. Βρίσκω τα σκυλιά ως φύλακες πιστούς και ικανούς, συντρόφους των ανθρώπων:

 

Οι γονείς, αρχαίοι άρχοντες, απλοί αγρότες /…/

τις προσευχές τις κάναν μετά τη γέννα των παιδιών,

τα τάιζαν με γάλα γαϊδάρου

και τα φυλούσαν τα σκυλιά

 

βρίσκω σκυλιά άγρια, έτοιμα να κατασπαράξουν της καρδιάς τον θυμό:

 

θα κόψω τη θυμωμένη μου καρδιά,

θα ρίξω το κομμάτι στα πόδια

του ιμάμη και στα σκυλιά

 

σκυλιά τα οποία χωρίς λέξεις κατανοούν το βάθος της τόσο περίπλοκης, θαυμάσιας συνάμα σχέσης των ανθρώπων:

 

κι ένας άγγελος αυτιστικός

μιλάει με νοήματα

στα σκυλιά για την αγάπη

των ανθρώπων.

 

Υπέροχη εικόνα. Κι ο σκύλος της αγάπης; Δύο οι άμεσες αναφορές στο βιβλίο. Αμφότερες τον έχουν ως κατακλείδα μετά από έναν καταιγισμό ρημάτων. Στην πρώτη, μετά από την κίνηση, τη δράση των υποκειμένων σε χρόνο παρελθοντικό:

 

Μοιραστήκαμε, αλλάξαμε, ταυτιστήκαμε, αφήσαμε, σκάψαμε, κάναμε, μάθαμε, ξαπλώσαμε

 

αλλά και

 

δεν ανακαλύψαμε, δεν αναγνωρίσαμε, δεν ενοχληθήκαμε, δεν είχαμε, δεν ξεχωρίσαμε,

 

θυμόμαστε ότι:

 

κι έτσι ξαπλώσαμε

στη σκιά

κουλουριασμένοι

κι ο σκύλος της αγάπης

έγλειψε τις πληγές μας

(Ο σκύλος της αγάπης)

 

Στη δεύτερη, αφού προηγηθεί η δράση:

 

Μοιραστήκαμε, αγαπήσαμε, ψάξαμε, συμφωνήσαμε, αγαπηθήκαμε, είδαμε, βγήκαμε, απεχθανόμασταν, προσέχαμε, αναρωτηθήκαμε, ξύσαμε, αφήσαμε

έρχεται ο σκύλος στο παρόν, τώρα:

στο τέλος αναρωτηθήκαμε,

ξύσαμε λίγο από τον χρόνο,

ξύσαμε λίγο από τον πόνο,

αφήσαμε το αποτύπωμα

στον έρημο βράχο

που τώρα γλείφει

ο σκύλος της αγάπης

(Μοιραστήκαμε)

 

Ποιος είναι αυτός ο σκύλος της αγάπης; Ποιος είναι ο φύλακας πιστός και ικανός σύντροφος, έτοιμος να κατασπαράξει της καρδιάς τον θυμό, ικανός χωρίς λέξεις να κατανοεί το βάθος της τόσο περίπλοκης, θαυμάσιας συνάμα σχέσης των ανθρώπων;

Ο σκύλος του Αγίου Βερνάρδου που θα σε διασώσει στα δύσκολα; Ο Άργος, ο σκύλος του Οδυσσέα; Ο νόστος; Η προσμονή της επιστροφής στις παλιές καλές εποχές; Η επίγνωση; Η εμπειρία της αγάπης; Η χαρά του ότι αξιώθηκες να τη ζήσεις; Ως σκύλος της αγάπης η μνήμη; Η πορεία ως να τη δεις, να τη συναισθανθείς; Η Αλεξάνδρεια του Καβάφη;

 

Στο χέρι του αναγνώστη. Στο χέρι της καρδιάς του.

Ρωτώ μόνο: Μήπως το «της» στον τίτλο δεν είναι κτητικό, αλλά προσδιοριστικό; Μήπως η αγάπη έρχεται ως φύλακας πιστός και ικανός σύντροφος, έτοιμος να κατασπαράξει της καρδιάς τον θυμό, ικανός χωρίς λέξεις να κατανοεί το βάθος της τόσο περίπλοκης,θαυμάσιας συνάμα σχέσης των ανθρώπων;

 

Μήπως αυτός ο σκύλος είναι η ίδια η αγάπη;

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top