Fractal

«Δεν μπορείτε να υπηρετείτε τον Θεό και τα πλούτη»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Eric Vuillard «Ο πόλεμος των φτωχών», Μετάφραση: Γιώργος Φαρακλάς, εκδ. Πόλις

 

«Στοχεύουν μόνο στο να κάνουν να αντηχήσει μέσα μας η φωνή που μας ταλαιπωρεί, η φωνή της τάξης, με την οποία είμαστε κατά βάθος τόσο δεμένοι που υποκύπτουμε στα μυστήριά της και της παραδίδουμε τις ζωές μας».

O Eric Vuillard με τον «Πόλεμο των Φτωχών» φέρνει στην επικαιρότητα, με ένα λογοτεχνικό κείμενο πιστό στην Ιστορία, εμπλουτισμένο όμως με αρκετή υποκειμενικότητα αλλά και ποιητική αύρα, το διαχρονικό αίτημα των κατώτερων οικονομικά τάξεων για άρση της ανισότητας. Με λέξεις – καρφιά σε ώτα διαχρονικά μη ακουόντων, η αφήγησή του γίνεται επιτακτικό αίτημα των αφημαγμένων από ελπίδες και βεβαιότητες λαϊκών μαζών, κρούει τον κώδωνα κινδύνου στους κατέχοντες εξουσία, επισημαίνοντας ότι πλησιάζει η ώρα των μεγάλων λαϊκών εξεγέρσεων. 

Μέσα στη θύελλα των θρησκευτικών αντιπαλοτήτων που έστελναν τα έθνη στον πόλεμο και τους ανθρώπους στην πυρά, ο πολυβραβευμένος σπεσιαλίστας των σύντομων ιστορικών αφηγημάτων, συγγραφέας του “Κογκό” και της “ Ημερήσιας διάταξης”, με τον “Πόλεμο των φτωχών” εστιάζει σε μία μακρά παρελθοντική περίοδο με κορύφωση τη  δράση του ιερωμένου Τhomas Muntzer ενάντια στο κατεστημένο της Εκκλησίας και της εξουσίας των αρχόντων, με πάγιο αίτημα την άρση της ανισότητας. 

Όσοι προγενέστερα ηγήθηκαν των λαϊκών εξεγέρσεων βρήκαν φρικτό θάνατο, όπως και ο πατέρας του Μύντσερ, τον κρέμασαν. Αιωρήθηκε σαν ένας σάκος γεμάτος σπόρους. Ο Μύντσερ στα δεκαπέντε του είχε ήδη ιδρύσει μια μυστική εταιρεία ενάντια στον αρχιεπίσκοπο του Μαγδεμβούργου και την Εκκλησία της Ρώμης. Θυμόταν πάντα τον πατέρα του, τη σορό του πατέρα του, με την τεράστια πρησμένη γλώσσα που έμοιαζε με μια μοναδική ξεραμένη λέξη. 

Ο Μύντσερ σπούδασε στη Λειψία έγινε παπάς  μετά αρχιερέας που ζυμώθηκε με τους ακόλουθους του Λούθηρου  και το 1520 ορίστηκε ιεροκήρυκας στο Τσβικάου, κάπου έξω από τα όρια της Σαξωνίας. Η πόλη είναι χωρισμένη στα δύο, στη μία εκκλησία οι πατρίκιοι και στην άλλη πληβείοι. Και εδώ αρχίζει να ματώνει η πληγή του.

«Δεν μπορείτε να υπηρετείτε τον Θεό και τα πλούτη», ερμηνεύει ένα εδάφιο από το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, απευθυνόμενος στους υφαντουργούς, στους εργάτες των ορυχείων, στις γυναίκες τους και σ’ όλη τη φτωχολογιά του τόπου, γιατί ο Μύντσερ πιστεύει ακόμη σε μία χριστιανοσύνη αυθεντική και αγνή. Πιστεύει πως ο απόστολος Παύλος έχει γράψει ό,τι ήταν να γραφτεί και πως τα Ευαγγέλια μας προσφέρουν ό,τι χρειαζόμαστε.

Το εκκλησίασμά του αναμοχλεύει τους λόγους του, αναρωτιέται γιατί ο Θεός των φτωχών ήταν αενάως με το μέρος των πλουσίων… Γιατί τους έλεγε να εγκαταλείψουν τα πάντα μεσ’ από το στόμα εκείνων που είχαν αρπάξει τα πάντα; 

Τον Μύντσερ τον διώχνουν από τον τόπο. Βρίσκεται στη Βοημία που μόλις συνερχόταν από το Μεγάλο Σχίσμα, τις αλλεπάλληλες αιρέσεις, τη μετάφραση στα τσέχικα του βιβλίου του Γιαν Χους, Τριάλογος, το κάψιμο της Πράγας, τον τραγικό θάνατο του Γιαν Χους που η μνήμη του μένει ζωντανή και οι ιδέες του υπέρ της μεταρρύθμισης της Εκκλησίας δεν παύουν να διαδίδονται.

           

Éric Vuillard

 

Όλων αυτών των αναταραχών, προηγήθηκε -δυο αιώνες πριν- το μεγάλο άλμα του Τζων Ουίκλιφ με τις ιδέες του ότι οι ιεράρχες περιττεύουν. Πρέπει η Βίβλος να μεταφραστεί στα αγγλικά, να υπάρχει απ’ ευθείας σχέση μεταξύ ανθρώπων και Θεού.

Οι πάπες να κληρώνονται. Η δουλεία είναι αμαρτία. Ο κλήρος πρέπει να ζει φτωχικά όπως και ο Ιησούς. Θέλοντας να γίνει πραγματικά δυσάρεστος σε όλους, απέρριψε τη μετουσίωση, θεωρώντας ότι αποτελεί παραλογισμό. Και εν κατακλείδι κατέβασε την τρομαχτικότερη ιδέα του, υποστηρίζοντας ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι.

Ακολούθησαν εξεγέρσεις που πνίγηκαν στο αίμα, η Ρώμη καταδίκασε τον Τζων Ουίκλιφ, νέοι κεφαλικοί φόροι, αλλά και νέοι μπροστάρηδες των φτωχών που κατέληξαν όπως ο πρωτοστατήσας. 

Στη διαιρεμένη, μετά χιλιάδες νεκρούς, σε χουσίτες, θαβωρίτες και άλλους ζηλωτές Βοημία καταφθάνει ο Τόμας Μύντσερ ο ανυπότακτος, όπου για εικοσιπέντε χρόνια το Καθαρτήριο  είχε αποσυρθεί, τα θανάσιμα αμαρτήματα είχαν ανακληθεί, η μοναρχία είχε αντικατασταθεί από τη βασιλεία του Θεού και μόνο, και ήταν ζωντανό το αίτημα για κατάργηση του κράτους και μοίρασμα των αγαθών. 

Ο Μύντσερ γράφει το “Μανιφέστο της Πράγας” που μεταφράζεται στα τσέχικα. Διακατέχεται από οργή για τους ισχυρούς και την Εκκλησία, επιθυμεί να καταργήσει κάθε τι πομπώδες και πολυτελές, η κακία τον κάνει ράκος, ο πλούτος επίσης, θέλει να φοβίσει.

Λίγους μήνες αργότερα εγκαταλείπει την Πράγα, περιπλανιέται για έναν χρόνο, περίοδο, από την οποία σώζονται κάποιες επιστολές του, μέσα από τις οποίες η σφοδρότητα του πάθους του τρομάζει τους άλλους θεολόγους, μένει μόνος, και γράφει τη Διαμαρτυρία του.

«Μόνον ο πόνος μας επιτρέπει να υποδεχτούμε τον λόγο του Θεού. Είναι το δρεπάνι που ξεχορταριάζουμε την ψυχή, που κόβει τα ζιζάνια και ο Μύνστερ επικαλείται τον πικραμένο Ιησού. «Δεν έφαγαν ακόμη ολόκληρη την Ιεζάβελ οι σκύλοι». Έτσι γράφει. Ο πικραμένος Ιησούς είναι η πιο αποτρόπαια εικόνα του και η πιο συγκινητική».

Ακολούθως εναντιώνεται στον ορθό λόγο, η ζωή γι αυτόν είναι ο Σταυρός, η ψυχή του ανθρώπου για έρθει κοντά στον Θεό πρέπει να είναι πεντακάθαρη, να υποστεί την οδύνη. Αντιτίθεται στο τελετουργικό, πιστεύει ότι μόνο το πνευματικό βάπτισμα υπάρχει. Με τη Διαμαρτυρία του απευθύνεται στους Εβραίους, τους παγανιστές, τους Τούρκους, θέλει να τους προσηλυτίσει, ενώ καταφέρεται εναντίον του ισλάμ, του ιουδαϊσμού, του παγανισμού. Απευθύνεται σε ολόκληρο τον κόσμο.

Στο Άλλστεντ, ο Μύντσερ κάνει τη λειτουργία του στα γερμανικά, από την μεταφρασμένη από τον Λούθηρο Βίβλο. Όσοι δεν γνωρίζουν ανάγνωση, όλοι οι εργάτες, ένας ολόκληρος αμόρφωτος πληθυσμός έρχονται για πρώτη φορά σ’ επαφή με τον λόγο του Θεού στη γλώσσα τους. Ο άρχοντας της περιοχής θυμώνει, απαγορεύει την προσέλευση των υπηκόων του στην εκκλησία,  όμως ο λαός θέλει να ακούσει τον λόγο του Θεού στη γλώσσα του. Η οργή του Μύντσερ καταλήγει σε μια αιχμηρή επιστολή προς τον κόμη: Καταστροφέας των απίστων. Δεν σταματάει όμως εδώ, αναφέρεται στους ανωτέρους, κατηγορώντας αυτούς που εκφοβίζουν με τη ρομφαία τους τον λαό αντί να αποζητούν την αγάπη του. «Σε διαφορετική περίπτωση η ρομφαία θα τους αφαιρεθεί και θα δοθεί στον οργισμένο λαό».

Στους ηγεμόνες δεν αρέσουν οι απειλές. Και όσο πιο ομόφωνα φαίνεται να επιβάλλεται η εξουσία, τόσο πιο μοναδικές είναι οι φωνές. Ο Μύντσερ είναι μία φωνή. Φωνάζει ότι όλους, άρχοντες κι υπηρέτες, πλούσιους και φτωχούς, ο Θεός μάς έπλασε από την ίδια λάσπη του βόθρου και μας σκάλισε στο ίδιο σανταλόξυλο.

Ο Μύντσερ κατορθώνει να συνασπίσει όλο το πλήθος των δυσαρεστημένων, είναι ανυποχώρητος, έτσι  ξεκινά ο ξεσηκωμός του απλού ανθρώπου. 

Οι άρχοντες είναι εξίσου ανυποχώρητοι από τις δικές τους θέσεις και πιο δυνατοί. Ο Μύντσερ είναι πλέον στην ίδια θέση με τον πατέρα του, αλυσοδεμένος στη μέση του πλήθους. Πολλοί λένε ότι αμφέβαλλε, ότι μεταστράφηκε. Ο Vuillard  γράφει ότι αγνοεί τι σκεφτόταν ο ήρωάς του. 

«Δεν έχει σημασία. Επειδή δεν ήταν καλός στο να μισεί, επειδή είχε αναζητήσει τους λόγους της ύπαρξής του τόσο μακριά από τον εαυτό του και είχε μεταμορφώσει το μίσος του σε μια πικρή πίστη, επειδή είχε αισθανθεί τόσο σταθερά τη δύναμη του σημείου  = , κι επειδή μόνο αρπάζοντας, αυτό το σημείο αποκτά κανείς περισσότερο ψωμί ή περισσότερη ελευθερία, γι’ αυτό έχει καταλήξει εδώ».

Το ολιγοσέλιδο αυτό βιβλίο, πλούσιο σε ιδέες και λογοτεχνικότητα δικαίως βρέθηκε στη βραχεία λίστα των βραβείων international Booker. Με φράσεις λιτές, λυρικό και ανατρεπτικό, χωρίς να καταφεύγει στο κήρυγμα, κάνει προσιτή στον αναγνώστη μια ταραγμένη ιστορική περίοδο και φέρνει στο φως το διαχρονικά ζητούμενο ανατροπής της ανισότητας.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top