Fractal

Η ανάγκη να μας φυλάνε

Γράφει ο Δημήτρης Τανούδης // *

 

Μάνος Γεωργουδιός, «Εκεί που αναφτεριάζει», εκδ. Σμίλη 2020

 

Παρά το γεγονός ότι ο συγγραφέας κάνει λόγο για «Τεχνίτες», «Πρωτόκολλο», «Συμβούλια», αποκρύπτοντας έτσι την ονοματολογία του Χριστιανισμού και κρατώντας στη σφαίρα της αοριστίας όλες τις βιβλικές αναφορές που θα μπορούσε να έχει ένα τέτοιο βιβλίο, αναγκάζομαι –για τη γνωσιακή οικονομία του σημειώματος– να αποκαλύψω ότι το φτερωτό ον που συναντά ο αφηγητής ήδη απ’ το πρώτο κεφάλαιο είναι ένας άγγελος, ένα μεταφυσικό πλάσμα, επιφορτισμένο με την αποστολή να προστατεύει τον ήρωα αυτής της αφήγησης, να τον συντρέχει, να του παραστέκεται – δηλαδή να τον φυλάει.

Η ιδέα πως ένας άγγελος λειτουργεί προστατευτικά στις κρίσιμες στιγμές της ζωής μας δεν χρειάζεται να αναλυθεί περισσότερο. Στηρίζεται στη χριστιανική θεολογία, όπως και σε προγενέστερες κοσμολογίες: η Τζούνα και ο Τζένιους στους Ρωμαίους, ο Δαίμων στην κλασική αρχαιότητα. Εκείνο ωστόσο που ο Μάνος Γεωργουδιός εισάγει στην προσωπική του μυθοποιία είναι η σκέψη πως μια ανθρώπινη ζωή μπορεί να γίνει αντιληπτή μόνο εάν συνδέσουμε ορισμένες χρονικές στιγμές κατά τις οποίες η ζωή αυτή βιώθηκε με ιδιαίτερη πυκνότητα. Αντίθετα έτσι απ’ τη χριστιανική κοσμοθεωρία, όπου ο χρόνος νοείται ως ευθεία γραμμή από ένα αρχικό σ’ ένα τελικό σημείο, βρίσκουμε εδώ την ιδέα της διακεκομμένης γραμμής, σύμφωνα με την οποία αυτό που απομένει από τη ζωή μας είναι οι αιφνίδιες εκείνες στιγμές υπαρξιακής πυκνότητας.

Στην πραγματικότητα όμως, οι δώδεκα αυτές στιγμές, οι οποίες έχουν μάλιστα τοποθετηθεί με τυχαία σειρά –ο ενήλικας ξαναγυρνά στο παιδί και ο ηλικιωμένος επιστρέφει στο βρέφος, έτσι που κάθε έννοια γραμμικότητας καταλύεται ακόμα πιο φανερά–, δεν φέρουν στ’ αλήθεια κάποια υπαρξιακή πυκνότητα. Είναι περισσότερο οι επισκέψεις του αγγέλου που δίνουν ένταση και βάθος σε ορισμένες καταστάσεις, οι οποίες, αν εξεταστούν από μόνες τους, χωρίς δηλαδή την άνωθεν παρέμβαση, δεν μοιάζουν ούτε μοιραίες ούτε δραματικές ούτε φτιαγμένες εν πάση περιπτώσει από συμβάντα που έχουμε ταυτίσει με τις μεγαλειώδεις εμπειρίες ενός ανθρώπου στον κόσμο. Εδώ όμως πιστεύω ότι κρύβεται η λογοτεχνική ευφυΐα του βιβλίου.

Κόντρα στη ρομαντικής καταβολής σύλληψη ότι, λίγο πριν αφήσουμε τη ζωή, αναβιώνουμε τα σημαντικότερα συμβάντα της, το μόνο που βρίσκουμε εδώ είναι καταστάσεις καθημερινές, απολύτως τετριμμένες. Μια επίσκεψη σε φάρμα αλόγων. Ένα αγόρι που κατασκοπεύει τον παιδικό του έρωτα. Η καθημερινή ρουτίνα του συνταξιούχου. Η νυχτερινή σκοπιά του φαντάρου. Μια τυχαία συνάντηση στο λεωφορείο. Οι μονότονες ώρες του εργαζόμενου μέσα στο μποτιλιάρισμα. Ο ηλικιωμένος που χάνει τη νοητική του διαύγεια. Τίποτα στ’ αλήθεια αξιομνημόνευτο.

Μ’ ένα λοιπόν κλείσιμο του ματιού, το οποίο περιέχει όλη την πεζογραφική εμμονή στην ασήμαντη πλευρά της ζωής, η αφήγηση αυτή παραδίδει έναν ανθρώπινο βίο χωρίς συμβάντα υψηλής δραματικής έντασης, χωρίς καταστροφικά πάθη, χωρίς τραγικότητα. Και τον παραδίδει μάλιστα μ’ ένα ύφος που, έχοντας επίγνωση της ασημαντότητας, μοιάζει παιγνιώδες και ανάλαφρο: το ύφος ενός παιδιού που εκπλήσσεται διαρκώς από τη ζωή αλλά και ποτέ δεν την παίρνει στα σοβαρά.

Το παιδί αντηχεί πάντα στη φωνή αυτής της αφήγησης. Ακόμα και λίγο πριν το θάνατο του ήρωα, το παιδί ορίζει την κατάσταση ενός ανθρώπου που, χωμένος κάτω απ’ το κρεβάτι, παίζει με τα αντικείμενα της ζωής του. Δεν νομίζω πως υπάρχει πιο ασήμαντη σκηνή σ’ ολόκληρη τη νουβέλα. Και συγχρόνως δεν υπάρχει σ’ αυτό το βιβλίο πιο σπαραχτική αποτύπωση της κωμωδίας που είναι εν τέλει η ζωή μας. Θεωρώ ότι η σκηνή αυτή πρέπει να διαβαστεί με προσοχή, απλώς και μόνο γιατί κάποτε θα έρθει η ώρα να τη ζήσουμε κι εμείς.

Κλείνοντας το σημείωμα, αναρωτιέμαι πώς μια μεταφυσική αλληγορία παρουσιάστηκε τελικά ως κάτι οικείο, κάτι που θα μπορούσε να συμβεί και σ’ εμάς. Ενδεχομένως η απάντηση να βρίσκεται στις συνθετικές μεταφορές, οι οποίες δημιουργούν κάποια γέφυρα ανάμεσα στον αιθέριο κόσμο των αγγέλων και στο επίγειο περιβάλλον.

Στη σελίδα, για παράδειγμα, 35: «Πριν καταλάβω τι σημαίνει το χαμόγελό του, ανοίγει διάπλατα τις φτερούγες και παίρνει ανάσα, μια ανάσα τόσο βαθιά που, για μια στιγμή, ήταν σαν να σταμάτησε εντελώς ο άνεμος. Έτσι φαίνεται πως σταματούν οι άνεμοι – με τις βαθιές τους ανάσες». Και λίγο πιο πριν, στη σελίδα 25: «Αν υπάρχουν νεκροταφεία για βράχους, μου φαίνεται πως τώρα διασχίζω ένα. Είναι χτισμένο και στις δυο πλευρές του δρόμου –με τους τάφους του αντικριστά– σαν επίτηδες, σαν για να κοιτιούνται μεταξύ τους. Μου φαίνεται όμως ότι όλοι τώρα κοιτούν εμένα. Ναι, με κοιτούν καθώς διαβαίνω τον κόκκινο δρόμο, με κοιτούν σαν κάποιον που πατάει στο αίμα τους».

Το να φαντάζεται λοιπόν κανείς ότι οι ανάσες των αγγέλων προκαλούν νηνεμία ή να βλέπει πάνω στους βράχους το αίμα των νεκρών είναι σαν να ενώνει αισθητικά το γήινο και το μεταφυσικό – σαν να κατεβάζει τον ουρανό πιο κοντά στο φυσικό περιβάλλον της ζωής μας.

 

Μάνος Γεωργουδιός

 

Ένας αντίστοιχος τρόπος για να επιτευχθεί αυτή η απομάγευση του ουρανού είναι και το γεγονός ότι οι εμφανίσεις του αγγέλου τοποθετούνται πάντα σε κάποιο πλαίσιο από καθημερινά μικροπράγματα. Ο χαρταετός, το ποδήλατο, η μπάρα με τα ποτά, το τιμόνι ενός αυτοκινήτου, ο πίνακας με τους Ιταλούς αγρότες, το εφηβικό μπουφάν… Είναι λοιπόν η γειτνίαση του υλικά γνώριμου με κάτι τόσο απόκοσμο όσο η φανέρωση ενός αγγέλου, είναι αυτή η περίτεχνη συνάφεια που μας κάνει να δεχόμαστε τόσο φυσικά το πέρασμα από τον συμβολισμό στον ρεαλισμό.

Πάνω απ’ όλα όμως, θεωρώ ότι είναι όσα λέγονται σ’ έναν από τους διαλόγους του ήρωα με τον φύλακα-άγγελό του. Σελίδα 62:

«Πες μου τουλάχιστον: Γιατί είσαι μαζί μου; Γιατί εσύ και όχι άλλος;»

«Σύμφωνα με το Πρωτόκολλο, σε ανέλαβα επίσημα τότε, τη μέρα της βάπτισής σου, εδώ, λίγο πιο πάνω, στην εκκλησία σας. Αλλά οι διαδικασίες αυτής της Ανάθεσης είναι κάτι πολύ διαφορετικό απ’ όσα θα μπορούσες να καταλάβεις, κάτι που σωστά τελικά εσείς ονομάζετε “μυστήριο”. Αν πάλι πιστέψεις μόνο την καρδιά σου, είμαι εδώ γιατί κάποιος σε αγαπά πολύ. Κι αν στο τέλος δεν πιστέψεις τίποτα απ’ όλ’ αυτά, εγώ θα ’μαι και πάλι μαζί σου».

«Mα τι είδους ανάθεση είναι αυτή; Δεν θα ’πρεπε να ’σαι συνέχεια εδώ να με προσέχεις; Εσύ έρχεσαι σαν σε βάρδια και μονίμως βιάζεσαι να φύγεις. Αν σε έστειλε “κάποιος που με αγαπά”, όπως λες, γιατί σε παίρνει πάλι πίσω;»

«Γιατί πιο πολύ από καθετί στον κόσμο αγαπάς τη μοναξιά σου».

«Και πού είναι η θέλησή μου, η δική μου θέληση, μέσα σ’ όλ’ αυτά;»

«Η θέληση είναι η μοναξιά σου. Κανείς δεν μπορεί να σου την πάρει, όχι πάντως για πολύ. Από αυτήν είσαι φτιαγμένος».

Παρότι μια μεγάλη αλήθεια κρύβεται στην αντίληψη πως είμαστε φτιαγμένοι από τη μοναξιά μας και πως εκεί, μέσα στη μοναξιά μας, βρίσκεται η ίδια μας η θέληση, πρέπει επίσης να ομολογήσουμε ότι όλοι έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε στο μυστήριο: στη μυστηριώδη σχέση μ’ έναν άνθρωπο ο οποίος έχει την αποστολή να μας προστατεύει.

Εκείνο λοιπόν που ενώνει την αλληγορία του βιβλίου με τις ζωές μας είναι τελικά μια συναισθηματική ανάγκη, μια ανάγκη τόσο προσωπική όσο και η πίστη ότι κάποιο πρόσωπο φτερουγίζει διαρκώς γύρω μας και μας φυλάει. Κι ακόμα κι όταν το πρόσωπο αυτό δεν γίνεται να μας εξηγήσει τους μυστηριώδεις λόγους πίσω από την αποστολή του, εμείς έχουμε πάντα την αίσθηση ότι το ακούμε να μας ψιθυρίζει: «Κι αν στο τέλος δεν πιστέψεις τίποτα απ’ όλ’ αυτά, εγώ θα ’μαι και πάλι μαζί σου».

 

 

 

* Ο Δημήτρης Τανούδης μεταφράζει και επιμελείται λογοτεχνικά κείμενα, ενώ παραδίδει σεμινάρια γραφής κατά τα τελευταία 15 χρόνια. Έχει εκδώσει μυθιστορήματα (ενδεικτικά: Σπασμός, Νεφέλη ’11 και Η ανάγκη τού να είναι κανείς βάρβαρος, Ο Μωβ Σκίουρος ’20). Έλαβε το Βραβείο Νέων Λογοτεχνών του ΕΚΕΒΙ (2011).

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top