Fractal

Διήγημα: «Ο Παναγιωτάκης»

Της Ευαγγελίας Μουτούση //

 

 

 

 

«Ο Παναγιωτάκης»

 

Έμεινε για κάμποση ώρα ασάλευτος στο πλατύσκαλο. Ύστερα σηκώθηκε, με δυσκολία βέβαια, αλλά τα κατάφερε. Αφού ίσιωσε τα τσαλακωμένα ρούχα του έπιασε το τσακισμένο του κεφάλι σαν να ήθελε να βεβαιωθεί ότι ήταν στη θέση του. Το ματωμένο μαντήλι ήταν στο κεφάλι του. Προχώραγε τρεκλίζοντας.

Η νύχτα άρχισε να πέφτει για τα καλά. Μύριζε το χώμα. Φύσαγε ένας νοτιάς και άρχισε να ψιλοβρέχει. Καθώς πήγαινε είδε στο λιγοστό φως του φανοστάτη μία εφημερίδα πάνω σ’ ένα παγκάκι. Κάθισε, σταύρωσε τα πόδια και άνοιξε την εφημερίδα. Έκανε πως διάβαζε τα νέα και μετά έβαλε τα γέλια. Φυσικά και δεν έβλεπε τίποτα μέσα στο σκοτάδι. Ύστερα την έκλεισε και την έκανε πειρατικό καπέλο. Πως του ήρθε η ιδέα ούτε που ήξερε. Έβγαλε το ματωμένο μαντήλι και το έβαλε στην τσέπη του, φόρεσε το καπέλο και σαν καπετάνιος προς τους μούτσους φώναξε: «Βίρα τις άγκυρες». Δεν πρόλαβε να τελειώσει την φράση του όταν είδε κάτι να τον πλησιάζει.

Παραξενεύτηκε. «Τι είναι τούτο πάλι;» αναρωτήθηκε.

Ήταν ένας μαύρος σκύλος. Μόνο τα μάτια του γυάλιζαν στο σκοτάδι. Ο σκύλος πήγε προς το μέρος του και κάθισε ήσυχα στα πόδια του.

«Τι κάνεις ρε μούργο εσύ, εδώ;» του είπε και του χάϊδεψε το κεφάλι.

Έπειτα έβγαλε το καπέλο λες και συνομιλούσε με κάποιον επίσημο και το άφησε στο παγκάκι. «Καλησπέρα φίλε μου. Πώς είστε; Ούτε και εσύ μου απαντάς. Άιντε και εσύ άμοιρο ζωντανό που ξέπεσες εδώ», είπε στο σκύλο. Ο σκύλος του έγλειψε το χέρι. Η βροχή άρχισε να δυναμώνει. Δεν μπορούσε να μείνει άλλο εκεί. Πιο κάτω ήταν μία βάρκα μπαταρισμένη. Σηκώθηκε με νωθρά βήματα και κατευθύνθηκε προς τα εκεί. Ο σκύλος τον ακολούθησε. Μπήκε κάτω από τη βάρκα αλλά μπλέχτηκε με τα δίχτυα. Του πήρε λίγη ώρα να ξεμπλεχτεί και να βρει μια βολική θέση. Ο σκύλος τρύπωσε και αυτός κάτω από τη βάρκα. Έβρεχε πάρα πολύ.

Ο Παναγιωτάκης αγκάλιασε το σκύλο. «Αχού μούργο μου. Ξέμεινες και εσύ; Πού πήγαν οι άνθρωποι λέω; που πήγαν κι ήθελα να τους κεράσω τα χταποδάκια μου να τα φάμε σαν άνθρωποι και αυτούνοι με διώξανε. Ακούς να με διώξουν. Σκληροί και άκαρδοι, τι περιμένεις από δαύτους. Ήθελα να ανοίξω την καρδιά μου, να πω τον πόνο μου, να μιλήσω με άνθρωπο. Να φάμε και τα χταποδάκια όλοι μαζί, εκειδά στη χόβολη. Όλοι μαζί θα τα τρώγαμε. Ένα μεζέ κι ένα κρασί. Σαν άνθρωπος κι εγώ. Σαν άνθρωπος. Κανένας τους όμως δεν ήθελε, κανένας τους να μην καταλαβαίνει και όλοι να με διώχνουν – τι κακό πάλι και αυτό; Αχ, δεν ήμουν εγώ έτσι μούργο μου, αλλά έτσι τα φέρνει η ζωή. Κάποτε ήμουν σαν δαύτους και ακόμη καλύτερος. Είχα δύναμη και χρήμα εγώ. Όλοι λέγανε ο Παναγιώτης, ο δουλευταράς, το καλό και άξιο παλικάρι και κοίτα με τώρα πως έγινα ο Παναγιωτάκης και όλοι με διώχνουν. Γιατί; ρωτάω γιατί; δεν είμαι εγώ σαν τις αφεντομουτσουνάρες τους; Aχ, και να ήξερες μούργο μου τι λεφτά και πλούτη πέρασαν από τα χέρια μου και την Ευταλία την είχα μη βρέξει και μη στάξει. Μετά αυτή άλλαξε και ήθελε περισσότερα και δεν φχαριστιόταν με τίποτα. Τι να κάνω μούργο μου, τα πούλησα όλα για χάρη της και ξέρεις τι έγινε στο τέλος; έμπλεξα με τοκογλύφους και μου τα πήραν όλα. Τ’ ακούς; Tα ακούω να λες». Αυτά είπε και έσφιξε πιο δυνατά το σκύλο.

Η βροχή είχε δυναμώσει. Έτσι όπως ήταν μέσα στη βάρκα με το σκύλο αγκαλιά τον πήραν τα κλάματα. Δεν ήξερε πόσο καιρό είχε να κλάψει έτσι. Πέρασε η ζωή του σαν κινηματογραφική ταινία μπροστά από τα μάτια του. Πότε ήταν μικρός και μάζευε καβούρια, πότε μπάρκαρε, πότε παντρεύτηκε και πότε τα έχασε όλα. Τώρα δεν είχε τίποτα πια. Όλοι τον έδιωχναν και αυτό δεν το άντεχε. Δεν άντεχε να τον θεωρούν υπεύθυνο για ότι συνέβαινε στους άλλους. Δεν άντεχε. Αγκάλιασε το σκύλο πιο δυνατά. Έκλαιγε με αναφιλητά. Όταν τελείωσε το κλάμα είχε αρχίσει να ξημερώνει. Μία γλυκιά ζεστασιά πλημμύρισε την ψυχή του. Ένιωσε μία ευγνωμοσύνη για τη νέα μέρα. Ένα γλυκό ξαλάφρωμα. Τους είχε συγχωρέσει όλους. «Άνθρωποι του Θεού είναι και αυτούνοι. Λάθη κάνουν και δαύτοι» μονολόγησε και χάιδεψε το σκύλο στο κεφάλι. Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Έκλεισε τα μάτια.

Το πρωί τρία παιδιά έψαχναν για βατράχια κοντά στις βάρκες. Είδαν στο παγκάκι το νοτιασμένο χάρτινο καπέλο και λίγο πιο πέρα δύο πόδια να προεξέχουν κάτω από τη μπαταρισμένη βάρκα.

Έτρεξαν γρήγορα να το πουν στους μεγάλους. Το άψυχο σώμα του Παναγιωτάκη το έβγαλαν δύο μεγαλόσωμοι άντρες, οι οποίοι και τον αναγνώρισαν όταν στο καπηλειό το προηγούμενο βράδυ ήθελε να τους κεράσει τα χταποδάκια του.

«Τι είναι η ζωή..» είπε ο ένας και ο δεύτερος συμπλήρωσε: «Καλό παράδεισο να έχει ο φουκαράς».

Γρήγορα μαζεύτηκαν και άλλοι άνθρωποι και κοιτούσαν. Αυτό που τους παραξένεψε ήταν όταν είδαν έναν μαύρο σκύλο να ακολουθεί το νεκρό.

 

 

· Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από το διήγημα του Καραγάτση «Τα χταποδάκια».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top