Fractal

Ποίηση για την πόλη, τα παιδιά και τον θάνατο

Γράφει η Δάφνη Μαρία Γκυ-Βουβάλη //

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή», εκδ. Μελάνι

 

Ένας ολόκληρος κόσμος. Ένας κόσμος και με τις δυό σημασίες της λέξης: Ένα σύμπαν, κι ένα κόσμημα. Καθώς φέτος συμπληρώνει 45 χρόνια ενεργού παρουσίας στο λογοτεχνικό στερέωμα της χώρας μας, η πολυβραβευμένη ποιήτρια Δήμητρα Χριστοδούλου, προικίζει την βιβλιοθήκη μας με ένα ακόμη ποιητικό βιβλίο αδιαμφισβήτητης ομορφιάς, ωριμότητας και μεστότητας. Ο λόγος για την δέκατη τέταρτη ποιητική συλλογή της, η οποία, με τον τίτλο «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή», κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μελάνι.

 

Ένας ολόκληρος κόσμος: Οι ολοκληρωμένοι κύκλοι νοημάτων, ξεκινούν από τον εντυπωσιακό συμβολισμό του τίτλου που παραπέμπει σε ένα εικοσιτετράωρο, ή αλλιώς, στους είκοσι τέσσερις χτύπους του ρολογιού. Αυτοί οι χτύποι υποδεικνύουν και τον αριθμό των στίχων του καθενός από τα 49 ποιήματα της συλλογής (το 50ό, που τοποθετείται κάπου ανάμεσα στα υπόλοιπα, εξαιρείται), ενώ το κάθε ποίημα συνεχίζει αυτούς τους ολοκληρωμένους κύκλους νοημάτων εξατομικεύοντάς τους: αποτελεί από μόνο του μια ολότητα, και υφαίνει την δική του ολοκληρωμένη ιστορία, μεταδίδοντας στον αναγνώστη μια αίσθηση πληρότητας.

Η ίδια η ποιήτρια, μας ενημερώνει σε εισαγωγικό σημείωμά της στην αρχή του βιβλίου, ότι η θεματολογία της συλλογής είναι η πόλη, τα παιδιά και ο θάνατος. Τρία θέματα που στέκουν αυτόνομα, ή και αναμειγνύονται δημιουργικά μέσα σε κάθε ποίημα.

Ποια είναι η πόλη;

 

«Πάλεψα, πάλεψα να την σηκώσω

Αυτήν τη νύχτα, πεσμένη κατάχαμα…

……………………………………..

 

Σπίτια που τα χαστούκισε η φλόγα.

Από ψηλά το ρολόι της Μητρόπολης

Κοιτάζει σαν μάτι με γλαύκωμα

Τ’ απομεινάρια της ρυμοτομίας.

Και μες στ’ αποκαΐδια ψάχνουνε

Οι υπουργοί τα βραβεία τους…»

 

(«Ο νόμος του στέμματος», σελ. 9). Η εικόνα μας φέρνει στο νου την πυρπολημένη Αθήνα του Μαΐου του 2010. Αλλά αυτή δεν είναι η μοναδική άποψη της πόλης. Τα πολλά πρόσωπά της διαγράφονται από την Δήμητρα Χριστοδούλου τόσο στο φως της ημέρας όσο και στο σκοτάδι της νύχτας, σκιαγραφούνται μέσα σε όλη τους την τσιμεντένια ασχήμια, αντιπαραβάλλονται με την γλυκύτητα της φύσης, κι όταν όλα γύρω μας μεταβάλλονται σε μια πικρή στάχτη από τις φλόγες, τότε

 

«Φυτίλια οι τόμοι της Παλιγγενεσίας μας.»

 

(«Αέναη πρεμιέρα», σελ. 11). Στάχτη οικοδομημάτων και αξιών, υλικών και άυλων πραγμάτων, της ίδιας μας της ζωής.

Ο θάνατος εδώ είναι μεταφορικός, ενώ συχνά η έννοια της πόλης επεκτείνεται και στην έννοια της πατρίδας. Διότι όταν τα «λάβαρα» είναι «φλεγόμενα», τότε

 

«Μπορώ πια να σ’ αγαπάω, πατρίδα

Σαν στομαχόπονο που με κόβει στα δυό.»

 

(«Φλεγόμενα λάβαρα», σελ.12). Το έλκος αυτής της αγάπης εκφράζεται με πόνο, πικρία και θλίψη. Μια θλίψη που προβάλλει διάχυτη σε όλα τα ποιήματα, ενώ σε πολλά, όπως στα «Εγκεκριμένα Θηράματα» (σελ. 30) όπου καυτηριάζεται η γραφειοκρατία, η ποιήτρια την εναλλάσσει με ειρωνεία και σαρκασμό:

 

«Σαν ζώο που ξυπνά από χειμέρια νάρκη

Αφού τράφηκε καιρό απ’ τον εαυτό του

Σηκώνει ο υπάλληλος τα μάτια πάνω μου…

…………………………………………..

Μα δεν μουγκρίζει «ελάτε αύριο», απλώς

Χάνεται με το κυλιόμενο κάθισμα

Σαν να έπεσε μέσα σε πηγάδι.

 

Μετά από τέτοια ξαφνική σωτηρία

Μπορώ να συνεχίσω τον δρόμο μου

Κόβοντας μπρος μου θεριεμένη βλάστηση

Με το κοινό μου κουζινομάχαιρο…»

 

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου

 

Άλλωστε επανειλημμένως εμφανίζεται στα ποιήματα της Δήμητρας Χριστοδούλου η καταγγελία της εξουσίας, του νόμου και της τάξης, από την βίαιη εφαρμογή των οποίων δεν εξαιρούνται ούτε οι μετανάστες, ούτε οι πρόσφυγες:

 

«Μόνο η φωνή του εξόριστου αρχαγγέλου

Που βάλθηκε να συμμαζεύει τα φτερά του

Σε αντίσκηνα, σε τρώγλες του θανάτου

Ενώ τα όργανα της τάξης αναγγέλλουν

Πως πρέπει να παραδοθεί ο δαρμένος

Ο σκύλος, ο φονιάς κι ο ξένος.»

 

(«Ρίμες του τυχερού για τον άλλο», σελ. 42).

Με την ίδια ευαισθησία ψυχής, ακόμη και με τρυφερότητα, η ποιήτρια προσεγγίζει και το θέμα των παιδιών, που τα παρουσιάζει μέσα σε όλη τους την αθωότητα, ως επί το πλείστον ως θύματα της σκληρότητας της ζωής και της κοινωνίας, και όσων δεν τα αγαπούν. Ακόμη και η πόλη μπορεί να θανατώσει την παιδική ηλικία:

 

«Το απόβροχο άπλωσε στην άοσμη πόλη.

Έπρεπε να εγκαταλείψει το ποδήλατο.

Να την διασχίσει με την ηλικία των ανδρών…

 

Εδώ περνώντας ένα αγόρι την διάβαση

Φθάνει ασπρομάλλης σ’ απαστράπτουσα χώρα.

Ή θρηνούν πίσω του συντρίμμια των τροχών

(Η σέλα, το φανάρι, το τιμόνι)

Ή μπρος του ανοίγονται κατάμαυρα φτερά.»

 

(«Δίλημμα νεαρού ποδηλάτη», σελ. 33).

Όπως βλέπουμε δε, ο θάνατος μέσα σε όλ’ αυτά είναι διάχυτος. Ο θάνατος ο μεταφορικός, αλλά, σε κάποια ποιήματα, και ο κυριολεκτικός. Η Δήμητρα Χριστοδούλου πολύ συχνά δεν διστάζει να τα βάλει ακόμη και με τον Θεό για τις συμφορές που ταλανίζουν όχι μόνο τούτη τη χώρα, αλλά και την ανθρωπότητα  ολόκληρη. Παράδειγμα το υπέροχο ποίημα «Το άσυλο του Παραδείσου» στη σελ. 35, από το οποίο παραθέτουμε εδώ δύο στροφές προς τέρψιν του αναγνώστη:

 

«Όταν το ρόδο θα είναι πια ανυπόταχτο

Και το άρωμα του ρόδου μια απορία

Τότε εκείνος ο θεούλης ο πάμπτωχος

Πικρά θα κλάψει που δεν μπόρεσε

Να φτιάξει πράγματι για δυο γυμνούς ανθρώπους

Έναν απολέμητο κήπο…

 

……………………………………

 

Κι όταν του κόσμου όλου η αναίτια ύπαρξη

Θα έχει από τον κρότο τρομάξει

Τότε θα με καταπραΰνει η αγάπη.

Εκείνη το πέρασμά μου συμπόνεσε

Την θεϊκή ανημποριά εκείνη

Τη φιλοξένησε σιωπηλά».

 

Άρα, υπάρχει αντίδοτο: Η αγάπη, η οποία εμφανίζεται σε πολλά ποιήματα ως η αξία εκείνη που θα προσφέρει τελικά την λύση, και το φως της γαλήνης. Και όχι μόνον αυτή, αλλά και η μουσική, και βέβαια η ίδια η ποίηση:

 

«Αχ, και να γνώριζα, τέτοιες στιγμές, κάποιο έγχορδο!

Τι όμορφα που μετράει το χρόνο μια κιθάρα!…

………………………………………………….

Δεν υπάρχουν ακόρντα θνητά.»

 

(Η παρηγόρηση των εγχόρδων» σελ. 27).

Κι εδώ επανερχόμαστε στον τίτλο του βιβλίου «Είκοσι τέσσερις χτύποι και σιωπή». Διότι η σιωπή δεν σημαίνει μονάχα τον θάνατο, σημαίνει και ακριβώς το αντίθετο: Την ελπιδοφόρα και λυτρωτική εκείνη διεργασία, η οποία παράγει την κραυγή της ποίησης:

 

«Κι ανάμεσα στις σφυρίχτρες των άστρων

Να αστράφτει ατσάλινη η βαριά μου σιωπή.»

 

(«Η τελευταία νεότης», σελ. 26). Ή, πάλι όπως λέει η ποιήτρια στο «Η παρτιτούρα των κελαηδισμών», στη σελ. 21,

 

«Κι όμως. Λαλώ με τα κόκαλα

Εκείνον τον αιωνόβιο ψίθυρο

Που μου έχει αναθέσει η φαντασία.

Λέω, γυμνός είναι ο βουβός, όχι ο πένης.»

 

Το 50ό ποίημα της συλλογής μάλιστα, το «Σχόλιο», το οποίο βρίσκεται στην σελίδα 25, και είναι το μόνο που δεν έχει είκοσι τέσσερις στίχους, δίνει το δικό του ξεχωριστό στίγμα, και μοιάζει να σχολιάζει επίσης με τον δικό του, και δη ειρωνικό τρόπο, την ζοφερή κοινωνικοπολιτική κατάσταση που αντιμετωπίζουμε όλοι σήμερα.

Όλος ετούτος δε ο κόσμος των ελευθερόστιχων ποιημάτων της Δήμητρας Χριστοδούλου υφαίνεται μέσα από εκπληκτικές εικόνες, παρομοιώσεις και προσωποποιήσεις, κι έναν λόγο από τον οποίο αναβλύζει πηγαίο το συναίσθημα, παρόλο που δεν είναι ρομαντικός. Αντίθετα, ο λόγος της είναι ρεαλιστικός και οι φράσεις και οι λέξεις που χρησιμοποιεί, καίριες. Βρίσκουν τον στόχο τους στην καρδιά του αναγνώστη, οικοδομώντας ένα υπέροχο σύνολο.

Θα ολοκληρώσουμε την παρούσα παρουσίασή μας με μια αναφορά στο τελευταίο ποίημα, το «Πάλι Καλά» (σελ. 58), που συγγράφεται με την μορφή επιλόγου σε ολόκληρη τη συλλογή, και με το οποίο η ποιήτρια κλείνει το βιβλίο απευθυνόμενη στους αναγνώστες της, γεμάτη αυτοσαρκασμό:

 

«Κυρίες, κύριοι, θα σας κληροδοτήσω

Σιδερωμένα παλιοκούρελα.

Γνωρίζω πως οι περισσότεροι

Θα προτιμήσετε τα δικά σας.

Δυο τρεις θα δουν τη Διαφορά.

 

Βέβαια, δεν σύχνασα σε εσπερίδες.

Α, ένα αίσθημα ντροπής το είχα.

Δάγκωσα χώμα στα κρυφά».

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top