Fractal

«Κανείς δεν ήθελε πλέον αυτό που είχε να προσφέρει»

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

Τζόναθαν Κόου «Ο κύριος Γουάιλντερ κι εγώ», Μετάφραση: Αλκηστις Τριμπέρη, Εκδόσεις Πόλις

 

«Αν γίνει τεράστια επιτυχία παίρνω εκδίκηση από το Χόλυγουντ. 

Αν είναι παταγώδης αποτυχία, παίρνω εκδίκηση για το Άουσβιτς»

 

Ο Τζόναθαν Κόου εγκαταλείπει, προσωρινά ελπίζουμε, την πολιτικοκοινωνική σάτιρα – βασικό στοιχείο της μέχρι τη «Μέση Αγγλία» μυθιστοριογραφίας του, για να μας χαρίσει μέσα στη μαυρίλα της περιόδου που διανύουμε μία παρηγορητική διαφυγή σ’ έναν άλλο κόσμο, στον κόσμο της τέχνης του κινηματογράφου, και τα σπλάχνα της, με κεντρικό πρόσωπο μία εξέχουσα μορφή, τον διάσημο σεναριογράφο και σκηνοθέτη του Χόλυγουντ Μπίλι Γουάιλντερ. Διατρέχοντας την περίοδο της μεγάλης ακμής του, εστιάζει στη φάση της ζωής του, γύρω στα 70 του χρόνια, και στη δημιουργία της τελευταίας του ταινίας Fedora, που αναγκάστηκε να γυρίσει στην Ευρώπη με γερμανικά κεφάλαια, δεδομένου ότι τα αμερικανικά στούντιος δεν τον χρηματοδοτούσαν πλέον,  θεωρώντας τον ξεπερασμένο.

Η αφήγηση διαπνέεται από μία μελαγχολική νοσταλγία. Πρόκειται για  ένα σαγηνευτικό γλυκόπικρο μυθιστόρημα που υπογραμμίζει την αξία της τέχνης σε καιρούς ζοφερούς, όπως η περίοδος που διανύουμε.

Οι Μπίλι Γουάιλντερ- σκηνοθέτης- και ΄Ιζ Ντάιαμοντ- σεναριογράφος της Fedora, στενοί φίλοι και μόνιμοι συνεργάτες, βρίσκονται σε μία καθοδική φάση της καριέρας τους, ωστόσο δεν το βάζουν κάτω, συνεχίζουν να έχουν όραμα για την τέχνη τους και επιμένουν να την υπηρετούν.

«“Όσο δύσκολα κι αν είναι αυτά που σου συμβαίνουν”, είπε , “η ζωή δεν θα πάψει ποτέ να έχει κρυμμένες χαρές να σου προσφέρει. Και πρέπει να τις αδράξεις”».

Το πρόσθετο ενδιαφέρον για τον Έλληνα αναγνώστη είναι ότι η αφηγήτρια, της οποίας παρακολουθούμε τη ζωή, παράλληλα με την ιστορία του Μπίλι Γουάιλντερ, η Καλλιστώ, είναι μισή Ελληνίδα από πατέρα Ελλονοσλοβένο και μητέρα Αγγλίδα.

Η δράση ξεκινάει από το Λονδίνο, όπου η Καλλιστώ, συνθέτρια μουσικής ταινιών, 60 ετών πλέον, παντρεμένη με τον Τζέφρι που εργάζεται ως μοντέρ στη βιομηχανία του κινηματογράφου, προσπαθεί να διαχειριστεί το πρόβλημα της Φραν, μιας από τις δίδυμες κόρες της, που μία ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη απειλεί να την αναγκάσει να παραιτηθεί από τις πανεπιστημιακές της σπουδές, ενώ αποχαιρετά την άλλη που αναχωρεί για μουσικές σπουδές στο Σίδνεϊ. Η συγκίνηση του αποχωρισμού της φέρνει στο νου τη δική της μητέρα, όταν η ίδια σε πολύ νεαρή ηλικία, το 1976, είχε αποφασίσει να ταξιδέψει στην Αμερική. Εκεί, σ’ έναν σταθμό λεωφορείων γνωρίζει την Τζιλ, μια νεαρή αγγλίδα με τον ίδιο χαμηλό βαθμό αυτοπεποίθησης, και ταξιδεύουν μαζί για Λος Άντζελες. Η Τζιλ, είχε κανονίσει δείπνο με κάποιον φίλο του πατέρα της, στο Μπέβερλυ Χιλς, και ζητά από την Καλλιστώ να την συνοδεύσει. Φθάνουν ατημέλητες στο κλασάτο τότε ρεστοράν Bistro, της n. Canon dr, και διαπιστώνουν ότι το ραντεβού ήταν με τον βασιλιά του Χόλυγουντ Μπίλι Γουάιλντερ, που γευμάτιζαν παρέα με τον σεναριογράφο Ιζ Ντάιμοντ και τις συζύγους τους, οι οποίοι βρήκαν χαριτωμένη και ενδιαφέρουσα την παρέα την νεαρών κοριτσιών, αν και άσχετων με τα κινηματογραφικά δρώμενα.

 

 

«Θα βοηθούσε αν ήξερα έστω κάτι μικρό για τον κύριο Γουάιλντερ ή για τις ταινίες του. Η εικόνα που είχα στο μυαλό μου για έναν σκηνοθέτη ήταν ενός νεαρού με φόρμα και καπελάκι που φωνάζει ”Cut” και  ”Action”, σκυμμένος πίσω από την κάμερα σε κάποια αθλητική στάση. Ο κύριος Γουάιλντερ θύμιζε περισσότερο συνταξιούχο καθηγητή πανεπιστημίου ή χειρουργό του Μπέβερλι Χιλς, σε μια κερδοφόρα επιχείρηση με ακριβοπληρωμένα λίφτινγκ.»

      Η Τζιλ με κάποιο πρόσχημα αποχώρησε για να συναντήσει τον αγαπημένο της και έμεινε η Καλλιστώ με την συντροφιά των διασημοτήτων, που κατέληξε μεθυσμένη στον καναπέ του ζεύγους Γουάιλντερ. Όταν ξύπνησε οι οικοδεσπότες έλειπαν, η υπηρέτρια της έδωσε ένα σημείωμα του σκηνοθέτη μαζί μ’ ένα αντίτυπο του σεναρίου πάνω στο οποίο δούλευαν “Μάλλον δεν θυμάσαι, αλλά χτες βράδυ μας έλυσες ένα πρόβλημα του σεναρίου”. Η Καλλιστώ άφησε ένα  ευχαριστήριο σημείωμα, με την υπογραφή της και τη διεύθυνση των γονιών της στην Αθήνα, στην οδό Αχαρνών.

Σ’ αυτό ακριβώς το σπίτι στέκεται η μνήμη της Καλλιστώς.  Σκέφτεται τους γονείς της και τις πρώτες απλοποιημένες εκδοχές κλασικών μουσικών έργων που έπαιζε στο πιάνο, συχνά πιάνοντας τη μελωδία με το δεξί μου χέρι και προσθέτοντας άγαρμπα τις συγχορδίες με το αριστερό. 

Επιστρέφοντας από την Αμερική συνέθεσε μια μελωδία που την ονόμασε “Μαλιμπού” που διαρκούσε περίπου τέσσερα λεπτά, ως μια υπενθύμιση της αίσθησης που είχε καθισμένη στην παραλία του Μαλιμπού διαβάζοντας το σενάριο που της είχε δώσει ο κ. Γουάιλντερ, τη “Fedora”. Θέμα της ήταν η ιστορία μιας παλιάς σταρ του κινηματογράφου που έχοντας παραμορφωθεί από τις πολλές πλαστικές εγχειρίσεις αναγκάζει την κόρη της να πάρει τη θέση της, υποδυόμενη την ίδια.

Περίοδος χούντας στην Ελλάδα, οι ταινίες του Χόλυγουντ δεν προβάλλονταν στην ελληνική τηλεόραση. Σ’ ένα ταξίδι στο Λονδίνο το ’76, η Καλλιστώ προμηθεύεται κάποια βιβλία για το σινεμά τα οποία μελετούσε συστηματικά, οπότε οι γνώσεις της σχετικά, που της δημιουργούσαν ντροπή για την αφέλεια των ερωτήσεων και απαντήσεων εκείνης της σημαντικής βραδιάς με τον διάσημο σκηνοθέτη, είχαν βγει από την ανυπαρξία. Η ζωή της συνεχίστηκε σε μια θολούρα σχεδόν υποφερτής βαρεμάρας, μέχρι τη μέρα που ειδοποιήθηκε από την ελληνική εταιρία παραγωγής της ταινίας Fedora, ότι ο κύριος Γουάιλντερ επιθυμεί να επικοινωνήσει μαζί της.

Έτσι βρέθηκε στο αεροπλάνο για Κέρκυρα, ως μέλος του κινηματογραφικού συνεργείου με την ιδιότητα της μεταφράστριας, που άλλαξε κυριολεκτικά την πορεία της ζωής της.

Πρώτος σταθμός γυρισμάτων η Κέρκυρα. Η Καλλιστώ βρίσκεται ανάμεσα σε έναν άλλο κόσμο. Η αφήγηση είναι κινηματογραφική, τα πάντα εκτυλίσσονται γύρω από τα μεγάλα ονόματα της διεθνούς κινηματογραφικής βιομηχανίας, ο αναγνώστης νιώθει ότι ζει ανάμεσα στον Μπίλι Γουάιλντερ, τον Ίζ Ντάιαμοντ, τη Μάρθα Κέλλερ που έχει τον ρόλο της Fedora, τον Ουίλιαμ Χόλντεν, τον Μελ Φερέρ, τον Αλ Πατσίνο που τον σνομπάρουν για τις αποκλειστικά αμερικάνικες προτιμήσεις του στο φαγητό. Το συνεργείο μεταφέρεται στο Νυδρί. Οι σχέσεις  μεταξύ τους γίνονται λιγότερο τυπικές. Μεγάλα κομμάτια της ζωής του Μπίλι Γουάιλντερ παρεισφρύουν στην αφήγηση, η σχέση του με τον Ίζ παρά τις αντιρρήσεις του τελευταίου για την εξέλιξη της ταινίας δεν δοκιμάζονται, η φιλία που τους ενώνει είναι άρρηκτη. Διάφορα αστεία επεισόδια διαδραματίζονται, παρελθοντικές μνήμες έρχονται στην επιφάνεια και δημιουργούν θυμηδία, και πάντα ακολουθεί διασκέδαση μετά κάθε γύρισμα.

Επόμενος σταθμός το Μόναχο, η Καλλιστώ αναλαμβάνει χρέη βοηθού του Ίζ.

 

Jonathan Coe

 

Ο Μπίλι Γουάιλντερ θυμάται την εποχή της φυγής από την πατρίδα του, αναρωτιέται για τη συλλογική ευθύνη όλων αυτών που συνέβησαν στον πόλεμο, καθώς έρχεται σε επαφή με τους  Γερμανούς χρηματοδότες. Θυμάται τις ταινίες μικρού μήκους που γυρίστηκαν στα στρατόπεδα και καθώς τις παρακολουθούσε προσπαθούσε ανάμεσα στους νεκρούς να διακρίνει τη μητέρα του, κατακρίνει τους αρνητές του ολοκαυτώματος, γιατί αν το ολοκαύτωμα είναι ψέμα, που είναι η μητέρα μου; 

  «Αχ, δεν αναφέρομαι στις ηγετικές μορφές, στους εγκεφάλους. Ασφαλώς κι αυτοί πήραν αυτό που τους άξιζε. Εννοώ τους άλλους, καταλαβαίνετε. Τους συνηθισμένους ανθρώπους. Εκείνους που επέτρεψαν να συμβεί όλο αυτό. Μπορεί να μην το αντιλαμβάνεστε σε αυτό τον βαθμό επειδή ζείτε εδώ, αλλά όταν έρχεσαι σε μια πόλη όπως το Μόναχο από το εξωτερικό βλέπεις τους ηλικιωμένους, ξέρετε, και σκέφτεσαι, εντάξει, τι έκανες εσύ το 1942, το 1943, όταν εξελίσσονταν όλα αυτά τα πράγματα, όλα αυτά τα φριχτά πράγματα;»

Ο Μπίλι Γουάιλντερ σε μια μακρά αφήγηση σε μορφή απόλυτα κινηματογραφική (screenplay) αναφέρεται σε στιγμιότυπα από τις ταινίες του και σε διάφορα περιστατικά της προσωπικής του ζωής.

Η Καλλιστώ σε μέλλοντα χρόνο παρακολουθεί τα κλιπς από συνεντεύξεις του Μπίλι στη διάρκεια των γυρισμάτων και σχολιάζει:

«Όταν το κλιπάκι έφτασε στο τέλος του κοίταξα την παγωμένη εικόνα του προσώπου του Μπίλι στην οθόνη: το πρόσωπο ενός άντρα που έτρεφε μια βαθιά, προσωπική, άσβεστη απογοήτευση. Κανείς δεν ήθελε πλέον αυτό που είχε να προσφέρει». 

      Μετά το Μόναχο το συνεργείο μεταφέρεται στη Νορμανδία. Η Καλλιστώ έχει μια πολύ όμορφη εμπειρία που μοιράστηκε με τον Μπίλι, δοκιμάζοντας σε μια φάρμα το περίφημο γαλλικό τυρί brie de Meaux που συνόδευσαν με pinot noir. Ο Ίζ βασανίζεται από πόνους στην πλάτη, βρίσκει το σενάριο για εκείνον σχεδόν αδιάφορο, χωρίς καθόλου χιούμορ, ο Μπίλι συνεχίζει με τη σκέψη ότι σκηνοθετεί ένα σοβαρό έργο. Κατά την Καλλιστώ μία ταινία απίστευτης ομορφιάς ένα έργο που αντιμετωπίζει πολύ σπλαχνικά τους χαρακτήρες: ιδιαίτερα τους ηλικιωμένους χαρακτήρες – είτε είναι άντρες είτε είναι γυναίκες- που αγωνίζονται να βρουν έναν ρόλο στον κόσμο, ο οποίος νοιάζεται μονάχα για τα νιάτα και τη φρεσκάδα.

     Το βιβλίο έχει ένα πολύ τρυφερό τέλος!

Οφείλω να ομολογήσω ότι το αγάπησα πολύ! Όλα τα ανείπωτα, τα εσωτερικά μιας τέχνης που όλοι λατρεύουμε μέσα σ’ ένα βιβλίο! Με κατέκλυσαν άπειρες τρυφερές αναμνήσεις εκείνης της εποχής που παρακολουθούσα τις ταινίες του Γουάιλντερ, και πολλές άλλων σκηνοθετών που αναφέρονται στο κείμενο. Πολλές επίσης από την περιδιάβαση της Καλλιστώς στο Λος Άντζελες που επισκέπτομαι συχνά. Μου έφερε στο νου την τελευταία φορά που γευμάτισα στο ρεστοράν Spago που μετατράπηκε το “Bistro”, με μοναδική παρουσία στην παρέα από τον χώρο του κινηματογράφου, τη φίλη μου Άμπερ, ιδιαιτέρα γραμματέα του Λεονάρντο ντι Κάπριο, όταν σ’ ένα τραπέζι διακρίναμε τον Αλ Πατσίνο με αντροπαρέα.

Άλλα χρόνια τότε… το Bistro ήταν το αγαπημένο ρεστοράν του Μπίλι, της Ελίζαμπεθ Τέηλορ και πολλών διασημοτήτων.

Ένας αλλιώτικος Κόου, σε εξαιρετική μετάφραση της Άλκηστης Τριμπέρη, πάντα με χιούμορ, τρυφερή μελαγχολία, ειλικρινή σπλαχνική διάθεση για τους ηλικιωμένους, που βλέπουν τα όνειρά τους να σβήνουν. Αιχμηρός μόνο απέναντι σ’ εκείνους που πλούτισαν μέσα από τον πόλεμο και εκεί όπου το χρήμα είναι ο μόνος θεός και που για χάρη του σκοτώνουν τ’ άλογα όταν γεράσουν. 

     Ένα ευαίσθητο πορτρέτο μιας προσωπικότητας της τέχνης που αγαπήσαμε και συγχρόνως μια ιστορία ενηλικίωσης που αποδίδεται αλλά και καταλήγει τρυφερά.

     Το προτείνω ανεπιφύλακτα σε όσους αγαπούν τον κινηματογράφο, σε όσους γέλασαν με την καρδιά τους με τους ήρωες του “Μερικοί το προτιμούν καυτό», σε όσους αγάπησαν “Sunset boulevard”, την “Γκαρσονιέρα”, πολλές άλλες ταινίες και πολλούς από τους πρωταγωνιστές ενός χαρισματικού δημιουργού, του αξέχαστου Μπίλι Γουάιλντερ!                                                                       

 

 

O Jonathan Coe γεννήθηκε στο Μπέρμιγχαμ το 1961. Σπούδασε φιλολογία στο Trinity College του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ και είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Γουόρικ (αντικείμενο της διατριβής του αποτέλεσε το έργο του Henry Fielding Tom Jones). Δίδαξε στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ και εργάστηκε παράλληλα ως μουσικός, συνθέτοντας τζαζ, και ως δημοσιογράφος. 

Από τις εκδόσεις ΠOΛΙΣ κυκλοφορούν επίσης τα βιβλία του: 

Οι νάνοι του θανάτου (1990) Τι ωραίο πλιάτσικο! (1994), [Βραβείο John Llewellyn Rhys Prize και Βραβείο καλύτερου ξένου βιβλίου στη Γαλλία]. Το σπίτι του ύπνου (1997) [Βραβείο Writers’ Guild Award και Βραβείο Medicis στη Γαλλία]. Η λέσχη των τιποτένιων (2001) [Βραβείο Bollinger Everyman Wodehouse Prize]. O κλειστός κύκλος (2005). Σαν τη βροχή πριν πέσει (2007). Ο ιδιωτικός βίος του Μάξουελ Σιμ (2010). Ο σπασμένος καθρέφτης (2012). Expo 58 (2013). Αριθμός 11 (2018). Μέση Αγγλία (2019) [Prix du livre européen και Costa Novel Award] 

Φωτογραφία εξωφύλλου: Ο Billy Wilder με τον I.A.L. Diamond

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top