Fractal

Διήγημα: “Ο εθελοντής”

Tης Διώνης Δημητριάδου //

 

(πίνακας: Edvard Munch, The night wanderer, oil on canvas, 1923-4)

 

 

Το παρατηρώ που περπατάει αργά και με λίγη αστάθεια –ή μήπως είναι αβεβαιότητα;– με κατεύθυνση από την πόρτα προς τον τοίχο. Υπολογίζω πως θα του πάρει αρκετή ώρα· με δεδομένες τις διαστάσεις του χώρου που βρισκόμαστε, μπορεί να κάνει και είκοσι λεπτά. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε και τις μικρές στάσεις που κάνει (λες και θέλει να σκεφτεί τις επιλογές διαδρομής που έχει), μπορεί να του πάρει λίγο περισσότερο για να φτάσει απέναντι.

Ανάβω τσιγάρο (στο διάολο οι γιατροί και οι απαγορεύσεις τους, σιγά μην έχουν καμιά σημασία τώρα πια), κάθομαι και κοιτάζω έξω από το παράθυρο. Όχι ότι έχω και σπουδαία θέα: ένα μικρό κομμάτι ουρανού, κάτι στέγες αμφίβολης αισθητικής, σκουπιδαριό, ένα τυπικό αθηναϊκό τοπίο υποβαθμισμένης συνοικίας. Όλα αυτά, για να είμαι ειλικρινής, δεν τα βλέπω· ξέρω όμως ότι υπάρχουν, από τις άπειρες φορές που αυτό το βασανιστικά ίδιο και απελπιστικά ακίνητο τοπίο έχει έρθει μπροστά στα μάτια μου. Στην πραγματικότητα το φως τέτοια ώρα δεν επαρκεί για να διακρίνω τι ακριβώς βρίσκεται εκεί έξω. Έχω, έτσι, τη δυνατότητα να φανταστώ την εικόνα που θα ήθελα.

Λοιπόν, για να δούμε. Το πλαίσιο του παραθύρου καδράρει όμορφα ένα κομμάτι ουρανού, με λίγα ανοιχτόχρωμα συννεφάκια, με ένα δέντρο πολύ ψηλό, πεύκο μάλλον, που διαταράσσει όμορφα το μπλε, εκείνο ακριβώς το μπλε που αγαπώ, με το δικό του πράσινο. Πιο μακριά ένα σπίτι, λίγο φαίνεται, άσπρο με πολλά λουλούδια στο μπαλκόνι του. Μια εικόνα που με ηρεμεί. Σβήνω το τσιγάρο στο πάτωμα (ένα είδος ελευθερίας, σκέφτομαι χαμογελώντας) και παρατηρώ την αργή πορεία προς τον απέναντι τοίχο. Έχει ακόμη αρκετό δρόμο.

Αλλάζω το σκηνικό. Τώρα θέλω μόνο τον ουρανό με τα σύννεφα χωρίς ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. Μήπως με ωφέλησε και τότε που υπήρχε; Στην καλύτερη περίπτωση αδιαφόρησαν, στη χειρότερη με ρουφιάνεψαν, τις περισσότερες φορές τάχα με συντρόφεψαν, με αγάπησαν, με πρόδωσαν, πες καλύτερα, ο καθένας με τον τρόπο του. Η εικόνα που φτιάχνω τώρα μου δίνει την αίσθηση της ελευθερίας. Ο ανοιχτός ορίζοντας, η φυγή… Μια ελευθερία ανέφικτη. Θλίψη.

***

Σκέφτομαι πως σε λίγο θα έρθει και θα περιμένει κάτι να του πω. Πάντα ένιωθα αμηχανία σε τέτοιου είδους στημένες, κατασκευασμένες εξομολογήσεις. Όσο για το αν έχω μετανιώσει… Όχι! Ό,τι έκανα, καλά καμωμένο ήταν· έτσι έπρεπε να γίνει. Όταν θα έρθει, θα του πω να φύγει. Υπολογίζω τότε να έχει φτάσει στον απέναντι τοίχο ο μικρός μου συγκάτοικος. Λογικά θα πρέπει να ανεβεί στον τοίχο με κατεύθυνση προς το παράθυρο.

***

Έφυγε, χωρίς να ακούσει από μένα τίποτα. Απογοητευμένος. Ίσως είχε συνηθίσει σε άλλου είδους αντιμετώπιση από ανθρώπους σαν εμένα. Τώρα δεν έχω και πολλά να περιμένω. Σε λίγο θα έρθουν οι άλλοι. Κι εγώ θα φύγω μαζί τους.

***

Σωστά υπολόγισα. Έφτασε στον τοίχο, ανέβηκε προς το παράθυρο. Στέκεται εκεί τώρα. Λογικά θα πρέπει να βγει έξω, αφού μπορεί να το κάνει. Όχι. Γυρίζει και αρχίζει να κατεβαίνει τον τοίχο, με κατεύθυνση πάλι προς το πάτωμα· ίσως πάλι να πάρει την ίδια πορεία προς τα πίσω, προς τον απέναντι τοίχο. Αυτός τουλάχιστον έχει επιλογές.

***

Ήρθαν. Το τελευταίο μου τσιγάρο το κάπνισα πριν λίγο, έτσι δεν θα χρειαστεί να το κάνω παρουσία τους. Με αυτούς μπροστά θα έχανα την τελευταία μου απόλαυση. Βγαίνοντας, ο ένας πατάει και λιώνει με το παπούτσι του το σκαθάρι. Λίγο ακόμα ήθελε για να φτάσει στα μισά της διαδρομής· από τον τοίχο που ήταν το παράθυρο ως τον απέναντι τοίχο του μικρού χώρου, εδώ που βρίσκομαι τους τελευταίους μήνες. Δεν πρόλαβε να φτάσει, αλλά κι εγώ δεν πρόλαβα να δω τι θα έκανε μετά, πού θα πήγαινε. Δεν βγήκε από το παράθυρο, δεν δραπέτευσε, ενώ μπορούσε. Επέλεξε να με ακολουθήσει με τη θέλησή του ως το τέλος. Κοινό τέλος και για τους δυο μας. Μόνο που εγώ δεν το επέλεξα. Έξω μόλις αρχίζει να χαράζει. Η πόρτα του κελιού τρίζει, καθώς κλείνει πίσω μας.

 

 

(σε μία πρώτη του μορφή το διήγημα είχε συμπεριληφθεί στη συλλογή «Το Ατελιέ», εκδόσεις Νοών, 2011)

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top