Fractal

Για το «Neverhome» του Λερντ Χαντ

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

 

Λερντ Χαντ, «Neverhome». Μετάφραση: Χρήστος Οικονόμου.  Εκδόσεις Πόλις. Αθήνα, 2021

 

Αυτό το μυθιστόρημα παρουσιάζει μια σκληραγωγημένη και απτόητη  γυναίκα που πολέμησε στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο ως άνδρας. Στο  ‘Neverhome’ του Λερντ Χαντ, ξετυλίγεται η ιστορία της Ας Τόμπσον, μιας νεοσύλλεκτης στο Στρατό της Ένωσης, ή Ομοσπονδιακό Στρατό κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου  πολέμου, όπως πληροφορούμαστε από την αρχή του βιβλίου. Πρόκειται στην πραγματικότητα για την Κόνστανς Τόμπσον η οποία  εγκατέλειψε το αγρόκτημα και τον σύζυγό της Βαρθολομαίο,  για να καταταγεί ως στρατιώτης στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο που βρισκόταν σε εξέλιξη. Στα πολλαπλά και μικρά  κεφάλαια την παρακολουθούμε καθώς μαθαίνει να μάχεται και να σκοτώνει ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα πόσο διπλοπρόσωπο μπορεί να αποδειχτεί, σε βάθος χρόνου, το αντίθετο φύλο. Μέσα από επεισοδιακές περιπέτειες που θυμίζουν όλες εκείνες που υπέστη ο Οδυσσέας κατά το μακρύ ταξίδι της επιστροφής του στην Ιθάκη, η Κόνστανς τελικά  εγκαταλείπει τον αγώνα και ξεκινά το δικό της μακρύ ταξίδι επιστροφής στο σπίτι. Η υπόθεση αποτελεί μια ενδιαφέρουσα και πειστική συνάμα ιστορία η οποία βασίζεται σε ιστορικά γεγονότα, δεδομένου ότι υπάρχουν περίπου τετρακόσιες  τεκμηριωμένες περιπτώσεις γυναικών που πολέμησαν ως άντρες κατά τη διάρκεια αυτής της ιδιαίτερα αιματηρής σύγκρουσης. Ο Χαντ ενσωματώνει επιδέξια την ιστορία στην αφήγηση, φέρνοντας στο φως ελάχιστα γνωστά στοιχεία σχετικά με τις δυσκολίες που βρήκαν μπροστά τους αυτές οι γυναίκες ως στρατιώτες και τις δοκιμασίες που βίωσαν ως αποτέλεσμα της περίεργης εξαπάτησης που διέπραξαν. Ένα από τα βασικά στοιχεία του βιβλίου είναι αναμφισβήτητα η απλή γραφή του Χαντ. Η δράση αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο από την Κόνστανς, στην οποία  ο συγγραφέας έχει δώσει ξεχωριστή φωνή. Αφού σκοτώσει για πρώτη φορά στρατιώτη της Συνομοσπονδίας, ένα βράδυ ενώ βρισκόταν  σε υπηρεσία, λέει ψιθυριστά:

«…Και τώρα στεκόμουν εκεί. Ήθελα να πάρω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα αφού ήξερα ότι σκέψεις όπως αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω. Κάποιοι από τους αντικαταστάτες μας με πείραξαν λίγο καθώς στάθηκα εκεί μια στιγμή, αλλά δεν τους έδωσα καμιά σημασία. Δεν είχαν σκοτώσει κανέναν εκείνο το πρωί. Όταν ο ήλιος ανέβηκε πιο ψηλά, είδα ότι ο νεκρός είχε γαλάζια μάτια». Η χρήση ενός αφηγητή που αφηγείται τις εμπειρίες του στην καθομιλουμένη απλή γλώσσα, χωρίς λογοτεχνικά φτιαξίματα,  μπορεί να αποτελεί πρόκληση για  κάθε συγγραφέα. Αν γίνει καλά, αυτή η φωνή μπορεί να δημιουργήσει μοναδικό στυλ και να μεταφέρει μια περισσότερο άμεση αίσθηση του χρόνου και της ατμόσφαιρας με τρόπο που σίγουρα αδυνατούν οι αφηγήσεις τρίτων προσώπων. Συχνά, όμως, είναι δύσκολο για έναν συγγραφέα να διατηρήσει αυτό το στυλ από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου του. Ο Χαντ, ωστόσο, δεν χάνει το ρυθμό αφού  η φωνή της Κόνστανς είναι συνεχόμενα αληθινή. Αν και η χρήση μιας τέτοιας λαϊκής φρασεολογίας προσθέτει νότα αυθεντικότητας στο πρόσωπο της Κόνστανς, εν τούτοις κάποιες φορές δυσκολεύεται η ανάγνωση, αποτελώντας εμπόδιο για ορισμένους, ή ενοχλώντας άλλους αναγνώστες. Παρά την ηρωΐδα που έκανε αυτό το μυθιστόρημα ξεχωριστό, διαφαίνεται πως η Κόνστανς ένιωσε υποχρεωμένη να καταταγεί στο στρατό των Βορείων χωρίς όμως να μας επιθυμεί να μας αποκαλύψει τους βαθύτερους λόγους, αν και πολλά σταδιακά υπαινίσσονται. Στο χάος που μαίνεται στην ατμόσφαιρα  καθώς ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος συνεχίζεται, η Κόνστανς θυμάται και ζει με την μνήμη της νεκρής μητέρας της, με τα λόγια και τις πράξεις της και, κυρίως, με το καταδικασμένο θάρρος της. Αυτή η ιδιότητα  είναι σημαντική γι’ αυτή που  την στηρίζει ο σύζυγός της, ένας τρυφερός, ευγενικός άντρας που της προσφέρει λουλούδια, και δεν πάει να πολεμήσει, κάτι στο οποίο προβαίνει η Κόνστανς. Όλα εξηγούνται στην αρχή του μυθιστορήματος από την αφηγήτρια ηρωΐδα η οποία μας δηλώνει ευθαρσώς ότι: «Ήμουν δυνατή, εκείνος όχι, έτσι ήμουν εγώ που πήγα στον πόλεμο για να υπερασπίσω τη Δημοκρατία».

Το  μυθιστόρημα ετούτο του Λερντ Χαντ είναι μια θαρραλέα επίδειξη τόλμης σε μια σκόπιμα πρωτοποριακή και ανάστροφη ομηρική ιστορία, τόσο αμφίρροπη όσο και η ίδια η ζωή, η οποία  αναζωογονεί την αμερικανική γλώσσα υπενθυμίζοντας σε κάποια σημεία την ‘Αγαπημένη’ της Τόνι Μόρρισον (1987). Η Κόνστανς είναι αναμφισβήτητα σκληραγωγημένος  χαρακτήρας. Έμαθε πώς να παλεύει στον προαύλιο χώρο του σχολείου, μπορεί να υπερηφανεύεται για τα εργατικά της χέρια με τα χοντρά δάχτυλα και είναι τόσο εύστοχη στους  πυροβολισμούς ώστε ο συνεσταλμένος σύζυγός της να την συμβουλεύει να αστοχεί κάθε τόσο, απλώς και μόνο για να αποφύγει τις υποψίες από τους πέριξ  συμπολεμιστές της. Αλλά η Κόνστανς, ως εκ της φύσεώς της, λειτουργεί  παρορμητικά. Ο πόλεμος μπορεί να την έκανε άστατη, αλλά   σταδιακά φαίνεται ότι είχε υποστεί κάποιο τραύμα πριν εισέλθει και εμπλακεί στις εμπόλεμες καταστάσεις του εμφυλίου. Ο συγγραφέας  απελευθερώνει σιγά -σιγά αρκετές πληροφορίες για να κάνει την παράξενη και προβληματισμένη ηρωΐδα του ενδιαφέρουσα, πειστική  και συμπαθητική.

 

Laird Hunt

 

«Πέρασα τα σύνορα από την Ιντιάνα στο Οχάιο… Ο αέρας ήταν ζεστός, κι’ έτσι  περπατούσα χωρίς πανωφόρι, με το καπέλο μου κατεβασμένο χαμηλά.  Δεν ήμουν η μόνη που ήθελε να καταταγεί και σιγά-σιγά γίναμε μπουλούκι. Οι αγρότες ζητωκραύγαζαν στο πέρασμά μας… Όλα όσα έχετε ακούσει για τις πρώτες μέρες, παρόλο που είχε περάσει ήδη ένας χρόνος από το Φορτ Σάμτερ και την πρώτη μάχη του Μπουλ Ραν και το Σάιλο είχε αρπάξει το μερίδιό του από τις ψυχές των νεκρών, και οι πρώτες μέρες είχαν πεθάνει πια κι’ αυτές, είχαν φύγει και χαθεί για πάντα». Και χρειάστηκε μια άλλη γυναίκα για να εντοπίσει τη γυναικεία ταυτότητα της Κόνστανς. Ο Χαντ επικεντρώνεται στην περιγραφή της πολεμικής ατμόσφαιρας και φαντάζεται και σκιαγραφεί λαμπρά την κόλαση των ατελείωτων χιλιομέτρων του καμένου τοπίου γεμάτη με νεκρούς, οστά που εξέχουν από τη βίαια σκαμμένη γη, ετοιμοθάνατους και μισότρελους που τριγυρνούσαν δεξιά και αριστερά, χωρίς σκοπό. Στην αρχή οι νέοι ανεκπαίδευτοι στρατιώτες είναι ευτυχισμένοι με την καινούργια εμπειρία  της περιπέτειας που βιώνουν. Έτσι, όταν ένας απ’ αυτούς πέταξε ένα κρανίο που βρήκαν καθ’ οδόν στα χέρια μιας ντόπιας καλλονής που συνάντησαν, «…αρκετοί από εμάς έβαλαν τα γέλια, όταν το έκανε αυτό. Όχι όμως και η καλλονή.  Δεν γέλασε, ούτε τσίριξε, ούτε πέταξε κάτω το μουσκλιασμένο εκείνο πράγμα, αλλά το περιεργάστηκε για λίγο  κι’ έπειτα γύρισε και το ακούμπησε προσεκτικά στο περβάζι του παραθύρου δίπλα της». Η Κόνστανς, φυσικά, παρακολουθεί τα πάντα. Μερικές φορές είναι σαν να βρίσκεται σε έκσταση και η αφήγησή της  ξεδιπλώνεται σε ζωντανές επεισοδιακές ακολουθίες που συχνά είναι περίεργα αυτοτελείς και απόμακρες, όπως οι μικρές ιστορίες που εμπεριέχονται ενδιαμέσως στο κείμενο. Συχνά μας περιγράφει  τα άγρια και σουρεαλιστικά όνειρα που είδε, αλλά όταν είναι ξύπνια και αισθάνεται τις νεκρές ψυχές γύρω της, είναι μια καλή ρεπόρτερ, χωρίς συγκεκριμένη παιδεία, αλλά πάντα με καθαρά μάτια και έτοιμη να ανταποκριθεί στη σοφία και την πολυμάθεια των άλλων δίπλα της.

Για τον πρώτο άντρα που σκοτώνει, η Κόνστανς θυμάται: «Είχε σγουρά σκούρα μαλλιά και κοντό γένι. Μεγάλο στόμα, ψηλά ζυγωματικά. Το βόλι τον είχε βρει λίγο πάνω από το αριστερό στήθος. Κάτι που έμοιαζε με καφετί λουλούδι ξεπρόβαλε μέσα από το ελαφρύ πανωφόρι  του… Είχα δει πολλούς νεκρούς, όπως ο καθένας μας, αλλά ποτέ όμως κάποιον που είχε πεθάνει από το δικό μου χέρι».

Ρωτά τη νεκρή μητέρα της αν είχε δει την συγκεκριμένη πράξη και αντιλαμβάνεται την καταφατική απάντησή της. Μάνα το είδες αυτό, ψιθύρισε, και εκείνη απαντά πως το είδε! Βοηθώντας ένα κορίτσι του οποίου τα ρούχα γίνονται κάποια στιγμή επικίνδυνα αποκαλυπτικά, η Κόνστανς κερδίζει ένα ψευδώνυμο, κι’ ένα τραγούδι. Μερικές φορές φαίνεται ότι η αφηγήτρια είναι μαγεμένη από τον  πόλεμο και ότι τροφοδοτεί κάποιο κενό μέσα της, όπως όταν περιγράφει  μια μονάδα ιππικού. Όσο η Κοστάνς πολεμάει και βρίσκεται μακρυά από το αγρόκτημα που φροντίζει ο σύζυγός της, σκέφτεται αυτόν και τη ζωή που μοιράστηκαν μαζί, η οποία ξεκίνησε με το να της δώσει εκείνο το λουλούδι. Ωστόσο, κάθε ήπια σκέψη αντιμετωπίζεται γρήγορα από μια άλλη βιαιότερη.  Η Κοστάνς στην πραγματικότητα βασανίζεται από κάτι. Ένας σωτήρας που συναντά στην πορεία την προδίδει.

Το προηγούμενο μυθιστόρημα του Χαντ, το ‘Kind One’ (2012) αναφερόταν επίσης στον Αμερικανικό Εμφύλιο Πόλεμο, αλλά το ‘Neverhome’ είναι πειστικότερο, με φινάλε άγριο και απελπισμένο. Ακόμα, το ‘Neverhome’ είναι ένα θαυμάσιο κατόρθωμα, γιατί λίγα μυθιστορήματα προσεγγίζουν την γλωσσική του έκφραση. Η περίεργη αφήγηση της Κόνστανς διαθέτει μια μοναδική δύναμη γιατί είναι η ιστορία μιας γυναίκας, με πολλές ανατροπές, αλλά είναι επίσης κι’ ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα στο οποίο ο πόλεμος ανάγεται σε μια δευτερεύουσα αλληγορία. Το  ‘Neverhome’ πιθανότατα θα βρει ένα ευρύ κοινό μεταξύ εκείνων που αρέσκονται στην ιστορική μυθοπλασία και η ακρίβειά του είναι βέβαιο ότι θα ευχαριστήσει τους ακραιφνείς οπαδούς της ιστορίας, καθώς φυσικά και τους λάτρεις της μυθοπλασίας του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου.

 

 

Απόσπασμα από το βιβλίο

«… το θέαμα εκείνων των υπέροχων καβαλάρηδων που ορμούσαν καταπάνω μας μέσα από τον καπνό ήταν στ’ αλήθεια πανέμορφο. Σ’ εκείνη την έφοδο έβλεπες το κομμάτι του Νότου που άξιζε να μείνει ζωντανό. Δεν ήταν το κομμάτι που οι αφέντες ανάγκαζαν τους σκλάβους να τους ξύνουν την πλάτη και να τους στρώνουν το κρεβάτι. Να δουλεύουν στα χωράφια τους. Να χτίζουν τα σπίτια τους. Να τους μαστιγώνουν όποτε τους έκανε κέφι. Όχι. Ήταν εκείνοι οι καβαλάρηδες που εφορμούσαν σκυφτοί πάνω στα άλογά τους, με το πιστόλι στο χέρι και υψωμένο το  σπαθί. Σαν ιππότες έμοιαζαν. Κι’ έμοιαζαν σαν να μην  είχαν πρόσωπα μαυρισμένα από το μπαρούτι αλλά να φορούσαν περασμένο στο μανίκι τους το σκουρόχρωμο μαντήλι μιας αρχόντισσας».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top