Fractal

«Μετουσίωση με εντιμότητα και καθάρια ποιητική φωνή»

Γράφει η Κατερίνα Λιάτζουρα // *

 

Αντώνης Δ. Σκιαθάς «Κατασκοπεία του Χρόνου», εκδόσεις ΑΩ, 2021

 

Αιχμαλωτισμένο το βλέμμα από το εξώφυλλο του βιβλίου, σκαλώνει στο βλέμμα ενός κοριτσιού. Ενός κοριτσιού που κοιτά τον αναγνώστη | την αναγνώστρια από τα πλάγια, κάπως περιπαιχτικά, βαμμένο θεατρινίστικα, με χείλη κατακόκκινα που μειδιάζουν ανεπαίσθητα. Όλη η φιγούρα -σε αποχρώσεις του κίτρινου και του πράσινου- εκπέμπει κάτι γκροτέσκο. Στα χέρια του ένας παιδικός τροχός. Στον τροχό καθισμένο ένα μπλε-μαύρο κοράκι. Σε δεύτερο επίπεδο και σε ασπρόμαυρο φόντο, φιγουράρουν μέλη ενός θιάσου. Μια χορεύτρια και ένας τσαρλατάνος ίσως, περιτριγυρισμένοι από περιστέρια και κλαδάκια ελιάς. Όλο το σκηνικό κάπως απόκοσμο και ανατριχιαστικό. Και κάπου στο βάθος ακούγεται σχεδόν η φωνή τον ντελάλη να τριγυρνά στις γειτονιές και να διαλαλεί:

Ελάτε λοιπόν όλοι στο τσίρκο μας. Τσίρκο τα 7 Θαύματα του κόσμου  Όπου όλοι κάνουν τους κλόουν Με μάσκα πολύ απατηλή…. Και πρόσωπο στην εντέλεια μασκαρεμένο Μισό αγγέλου Μισό λύκου. Περάστε κύριοι! Περάστε κύριοι Εδώ μάγοι, ταχυδακτυλουργοί, ζογκλέρ Παίζουν το παιχνίδι του θανάτου… Ίσα-ίσα πάνω απ’ το κεφάλι Εδώ κύριοι, βλέπετε λιοντάρια Αφρικάνικα Που θρέφονται με χλόη και κυλάν παιδικούς τροχούς Περάστε κυρίες και κύριοι περάστε.

Τι να συμβολίζει ο πίνακας της καλής ζωγράφου Σμαράγδας Παπούλια; Και γιατί τον επέλεξε ο ποιητής να κοσμήσει ετούτο δω το ποιητικό βιβλίο; Σκοπός ίσως του ποιητή να λειτουργήσει το εξώφυλλο της συλλογής ως προοικονομία, δίνοντας το στίγμα του περιεχομένου, προετοιμάζοντας μας κατάλληλα και φυσικά, για όσα επόμενα θα ακολουθήσουν. Ένα τσίρκο ίσως ο κόσμος όλος. Ένας περιοδεύοντας θίασος που κυνηγά τον χρόνο με σκοπό να τον τιθασεύσει, να τον δαμάσει, να τον αποτυπώσει, να τον αποθανατίσει. Ίσως και να είμαστε απλώς οι θεατές σ’ ένα θέατρο του παραλόγου.

Μα και ο τίτλος της ποιητικής συλλογής του Αντώνη Δ. Σκιαθά Κατασκοπεία του Χρόνου εξίσου αινιγματικός. Δίνει αφορμή για προβληματισμό και θέτει ερωτήματα που ίσως μείνουν αναπάντητα. Τι είναι ο χρόνος; υπάρχει; και αν ναι, πως προσδιορίζεται; πως οροθετείται; πού βρίσκεται το παρελθόν και πού το μέλλον; υπάρχει άραγε παρόν; και πως κατασκοπεύεται αυτός ο χρόνος; Μήπως πάλι συμβαίνει το αντίστροφο; ο χρόνος σε ρόλο κατασκόπου, να παρακολουθεί άγρυπνα όλες τις κινήσεις του ποιητή, να καταγράφει όλη του τη βιωτή; Ποια η εμμονή του ποιητή με την έννοια του χρόνου;

Όσο και αν η εμπειρία υποδεικνύει ότι ο χρόνος κυλά πάντα με τον ίδιο τον ρυθμό και μόνο προς μια κατεύθυνση, από το παρόν δηλαδή προς το μέλλον, όσο και αν θέλουμε να νοούμε τον χρόνο ως το σύνολο μιας ακαθόριστης κίνησης που όμως προσδιορίζει στην μνήμη την ύπαρξη του ανθρώπου και των βιωμάτων του στον κόσμο, δεν παύει να αποτελεί ένα μυστήριο, που απασχόλησε και απασχολεί φιλοσοφικά τον άνθρωπο. Έτσι και ο Αντώνης Δ. Σκιαθάς στην πρώτη από τις τρεις ενότητες της συλλογής του με τίτλο Χρόνος πιάνεται από την μεταφορική έννοια ενός χρόνου που ρέει και κυλάει προς μια και μόνο κατεύθυνση. Και αυτή δεν είναι άλλη από την μία και μόνη, την μοναδική και μονόδρομη διαδρομή. Αφετηρία η γέννηση. Προορισμός ο θάνατος. Ο ποιητής καταγράφει αυτήν τη διαδρομή με λόγια απόλυτης συνειδητότητας. Γνωρίζει το εφήμερο της ζωής και το ευάλωτο της ανθρώπινης φύσης. Γνωρίζει ποιο είναι το τέλος, όπως γνωρίζει και την αρχή. Η αρχή είναι ένα αίνιγμα, ένα μυστήριο, εμπεριέχει όμως και μαγεία. Καθώς εκεί, στην αρχή κρύβεται η έναρξη της ζωής∙ μόνο που καταγράφεται πια σε παρελθόντα χρόνο. Και ο ποιητής κατανοεί την μαγεία της αρχής, κατανοεί πόσο αέναη είναι αυτή η μετάβαση από το παρελθόν στο παρόν, γνωρίζει πόσο πολύτιμη είναι για το επερχόμενο του χρόνου. Ο Σκιαθάς δημιουργώντας το δικό του πολύ πολύ προσωπικό ποιητικό τοπίο, ένα ολάκερο ποιητικό σύμπαν, αγωνιά και συμπάσχει με τον άνθρωπο της σύγχρονης εποχής. Με τον σημερινό άνθρωπο και τις αρχέγονες υπαρξιακές του ανησυχίες. Ζωή και θάνατος. Θάνατος και φθορά. Φθορά και ερήμωση. Ερήμωση και απώλεια. Απώλεια και μοναξιά. Όλες οι διαδρομές του νου και της ψυχής. Όλες οι δαιδαλώδεις διαδρομές των προσωπικών αλλά και των συλλογικών τραυμάτων μιας κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που γνωρίζει το εφήμερο του πράγματος. Μιας κοινωνίας που αρέσκεται όμως στα ματαιόδοξα όνειρα της. Ο ποιητής αγγίζει με την γραφή του την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης και καταγράφει την ματαιότητα των πράξεων της. Είτε στις καθημερινές σιωπηλές στιγμές της μικρής ζωής των ανθρώπινων πλασμάτων, είτε σε εκείνες τις στιγμές που κάποτε μεγεθύνονται λες και ο μικρός ο άνθρωπος γίνεται ξάφνου θεός και το σύμπαν φιλοδοξεί να ορίζει.

Στην δεύτερη ενότητα του βιβλίου με τίτλο Κατασκοπεία, ο ποιητής τολμά να μεταβεί σε ένα ριψοκίνδυνο παιχνίδι. Στο παιχνίδι της κατασκοπείας. Κοιτάζει από την κλειδαρότρυπα, μέσα από μια σχισμή φωτός, και παρατηρεί τον κόσμο γύρω του, όπως πολύ παραστατικά απεικονίζουν και οι φωτογραφίες της Penny Delta. Όχι όμως στοχεύοντας απλά και μόνο στην προσωπική τέρψη, αλλά αποσκοπώντας στον διαμοιρασμό των εικόνων και των συναισθημάτων που προκαλούν αυτές στους συν-ανθρώπους του. Και μας καλεί με εγγύτητα να συμμετέχουμε∙ φυσικά όχι ως ηδονοβλεψίες ούτε και ως κουτσομπόληδες, αλλά ως ουσιαστικά αναπόσπαστο, συμμετοχικό και ισότιμο κομμάτι της άνωθεν διαδικασίας. Ο Σκιαθάς αποκτά πρόσβαση στα απόρρητα της ζωής. Παρατηρεί, παρακολουθεί, καταγράφει. Παρατηρεί το παράλογο, παρακολουθεί τον παραλογισμό, καταγράφει το παράδοξο. Δεν ζητάει την άδεια κανενός. Και καταβυθίζεται -ως γνήσιος ποιητής ή/και ως γνήσιος κατάσκοπος- στις καλά καμουφλαρισμένες και απόρρητες περιοχές του εχθρού. Διεισδύει μέσα από τις χαραμάδες και τις ρωγμές του χρόνου και μεταφέρει σε εμάς -τους αναγνώστες ή/και θεατές- χαρακτηριστικά του θεάτρου του παραλόγου. Όπως και στο πρωτοποριακό αυτό είδος του θεάτρου, έτσι και ποιητής μέσα από την γραφή του, χρησιμοποιώντας παράδοξα και φανταστικά μέσα, αναπαριστά το παράλογο της ανθρώπινης ύπαρξης στον δίχως νόημα κόσμο μας. Δίχως να ακολουθεί τις παραδοσιακές διαδρομές του νου, δεν αποδέχεται κανέναν απολύτως ρεαλισμό, κινείται στη φαντασία, κινείται σε ρευστά τοπία και σε ρευστό χρόνο, κατακρημνίζει την σχέση αίτιου- αιτιατού, και αρνείται εν τέλει να χρησιμοποιήσει την σκέψη του για πραγματικά ενδεχόμενα και στιγμιότυπα ζωής. Του αρέσει το παράλογο. Του αρέσει το παράδοξο. Και το υπηρετεί επάξια. Σταχυολογώντας λίγα μόνο παραδείγματα, όπως αυτό της Θεοδώρας Μακάροβιτς, της κόρης των αθίγγανων που έκλεβαν ζαχαρωτά από τα σπίτια των Σπαρτιατών (Καραμέλες Μέντα, σελ. 35) ή του ιχθυέμπορα που σάπιζε μαζί με μια αρμαθιά με κοκκινόψαρα, υπό των ήχων ασμάτων για την ξενιτιά από τον αοιδό Στέλιο Καζαντζίδη  (Σάπια ψάρια, σελ. 39) ή του πρώτου αναρρωτηρίου για νοσούντες από έλλειψη χαράς, όπου ορίστηκαν ως θεράποντες πρώην ζαχαροπλάστες, ανθοπώλες και οι μικροπωλητές σε πανηγύρια (Αναρρωτήριο, σελ. 40), διαπιστώνει κανείς τον ευφυέστατο τρόπο του Σκιαθά, να εκφράζει την απογοήτευση του για τον χρόνο που παρήλθε, καθώς και τον ευφάνταστο τρόπο του να καταθέτει την ανασφάλεια του για τα μελλούμενα. Ο ποιητής εξάλλου δεν φοβάται να παραδεχτεί -πρώτα ο ίδιος στον εαυτό του και έπειτα μεγαλόφωνα σε μας- πως το μακελειό των αδελφών Κάιν και Άβελ  (γένους θηλυκού εδώ!) έγινε για μια κόκκινη καραμέλα (Απολογία Β, σελ. 37). Βαθιά είναι η επίγνωση του ποιητή για την εξέλιξη του κόσμου και το παράδοξο αυτού. Στιγμές ιστορικές του ανθρώπινου είδους, καταγραφές της βαναυσότητας και του παροξυσμού του ανθρώπου μέσα στην πάροδο του χρόνου, δεν τον αφήνουν αδιάφορο. Για τον παραλογισμό του ανθρώπου να εκτοπίζει και να αφανίζει το ίδιο του το είδος γράφει με σύνεση και απόλυτη ευσυνειδησία ο ποιητής. Γράφει αντανακλώντας την φιλοσοφία ίσως ενός άλλου, ενός διαφορετικού Καμύ, τον δικό του όμως Μύθο, τον αποκλειστικά δικό του Σίσυφο.

 

Αντώνης Δ. Σκιαθάς

 

Η ποιητική συλλογή του Αντώνη Δ. Σκιαθά ολοκληρώνεται με την τρίτη ενότητα του βιβλίου υπό τον τίτλο Οι εμμονές, Ιστορίες για την γενέθλια πόλη που είναι αφιερωμένη στους γονείς του ποιητή, Ράμπελα και Δημήτρη. Και είναι αυτή η ενότητα που αποδεικνύει αδιαμφησβήτητά τον χρόνο που έχει περάσει ο ποιητής πιάνοντας το νήμα της ζωής του και με τα δυο του χέρια, οδεύοντας ετούτη τη φορά όμως ανάποδα, από το παρόν προς το παρελθόν. Και είναι αυτή η ανάδρομη πορεία που καταδεικνύει το Είναι του ποιητή Σκιαθά, καθώς χωρίς τις μνήμες και τις ενθυμήσεις, την καταγραφή στα παιδικά μάτια και την αθώα ψυχή της νιότης του, την φιλοσοφική επεξεργασία της παρουσίας των δυο γονιών, δεν θα μπορούσε να είναι αυτός που είναι σήμερα ο ποιητής. Από απόσταση πια και σε ώριμη ηλικία, γυρίζει πίσω να κοιτάξει σε αυτό το καθρεφτάκι της ζωής που όλοι μας κουβαλάμε στο μέρος της καρδιάς∙ και οι αντανακλάσεις οι προγονικές, ανεξίτηλα σημάδια στο μνημονικό, καθοριστικής σημασίας για την διαμόρφωση της παρουσίας μας στον κόσμο αυτό. Όσο παιδικά όμως κι αν είναι τα ματάκια που παρακολουθούν, όσο αθώες κι αν είναι οι ψυχούλες που καταγράφουν, έρχεται -όταν φυσικά ωριμάσει ο άγουρος χρόνος- η στιγμή της [ψυχ-]ανάλυσης και της ερμηνείας των πράξεων των γονέων και των στάσεων τους απέναντι στην κοινωνία και την ζωή. Και δεν είναι εύκολη δουλειά αυτή καθόλου! Να σταθείς απέναντι δηλαδή στο παρελθόν σου, να ορθώσεις το ανάστημα σου σε εικόνες που σε κατατρέχουν μια ζωή και να θέσεις ερωτήματα που ίσως φοβάσαι να ακούσεις τις απαντήσεις που θα δοθούν. Έτσι και ο καλός ποιητής Αντώνης Σκιαθάς, αναμοχλεύει στην τελευταία ενότητα του βιβλίου, τις μνήμες του για την γενέθλια πόλη. Κάπου στις δυτικές συνοικίες της Αθήνας, μεταξύ Αιγάλεω και Περιστέρι, την δεκαετία του ’60. Δύσκολη πολιτικά η εποχή εκείνη, οι πληγές της Γερμανικής κατοχής ακόμη νωπές, οι πληγές του αδελφοκτόνου εμφυλίου ακόμη ανοιχτές. Οι αριστερές πεποιθήσεις απαγορευμένες, και όσοι δραστηριοποιούνταν στον αριστερό χώρο, το καθεστώς του κράτους και του παρακράτους φρόντιζε να είναι κυνηγημένοι, κατατρεγμένοι, βασανισμένοι και ενίοτε δολοφονημένοι, όπως ο Γρηγόρης Λαμπράκης. Πως να μην αφήσει βαθιές χαρακιές στο παιδικό μυαλό του ποιητή, η εικόνα του πατέρα -όντας γραμματέας της Νεολαίας Λαμπράκη- να πετιέται μετά από πολυήμερα βασανιστήρια από τους ασφαλίτες «χαρτί τσαλακωμένο στον κήπο» και η εικόνα της μάνας που «ζωγράφιζε με κομπρέσες αλουμινόνερου την μοναξιά που της επέβαλε η γειτονιά στα σάπια της σάρκας» (Ο Κήπος με το Αγιόκλημα, σελ. 60) ή αλλού εκείνος «να έρχεται, χελιδόνι ξέπνοο, από την άκρη του δρόμου» και εκείνη να στέκεται «κεράκι αναμμένο δίπλα του, μέχρι τη δύση τους» (Η εφημερίδα, σελ. 61-62). Είναι αξιοσημείωτος ο σεβασμός που αποπνέει η γραφή του Σκιαθά σαν γράφει για τους γονείς του∙ σεβασμός και θαυμασμός. Θαυμασμός και εκτίμηση και απέραντη αγάπη. Ωστόσο ο ποιητής κοντά στην πολιτική καταγραφή των χρόνων εκείνων, σκιαγραφεί έντεχνα και την πιο καθημερινή ζωή της εποχής. Οι αλάνες και το ατέρμονο παιχνίδι των παιδιών σε αυτές, το τρανζιστοράκι για την ενημέρωση και την ψυχαγωγία των ενηλίκων, οι χωματόδρομοι και τα μικρά φτωχικά σπιτάκια (που αργότερα δόθηκαν για αντιπαροχή), οι κήποι γεμάτοι λουλούδια και μυρωδιές, οι γιορτές και οι τελετουργίες των εορτασμών τους, σπιτικό ραβανί πασπαλισμένο με καρύδα, σοκολατάκια μαργαρίτες σε φοντανιέρα, χύμα λικέρ μπανάνα από το μπακάλικο για το κέρασμα, «Το τηλέφωνο από μαύρο βακελίτη με το τεράστιο ακουστικό και το πλεχτό καλώδιο» για τις ευχές (Το χάρτινο κουτί, σελ. 63-65). Αλλά ο ποιητής μνημονεύει και άλλα πρόσωπα της φαμίλιας του που έρχονται και τον επισκέπτονται στον ύπνο του, όπως για παράδειγμα ο μικρότερος αδερφός που πάθαινε κρίσεις άπνοιας, η γιαγιά Δέσποινα που έφτασε στην Χίο ντυμένη καλογριά, η Ελένη η κόρη του Κωνσταντή και θεία του ποιητή «Η Ελένη που χάθηκε στον μεγάλο πόλεμο, πεινασμένη στην κατοχή» (Το καρβουνιάρικο, σελ. 66-69). Και έτσι ο ποιητής εξορκίζει το κακό του παρελθόντος του μέσα από τις εμμονές του. Μόνο σαν καταπιαστεί μαζί τους, τις απαριθμήσει, τις καταγράψει και τις κοιτάξει κατάματα, αυτές καταλαγιάζουν, εξαϋλώνονται και χάνονται.

Ιδιαίτερη μνεία ωστόσο οφείλουμε στο τελευταίο κείμενο της συλλογής του Αντώνη Σκιαθά με τίτλο Καλλιγραφία Θανάτου. Στο απόγειο της αυτογνωσίας του ο ποιητής καταγράφει την επιθυμία του ποιητικού του Εγώ, να αποχαιρετίσει τον εδώ κόσμο και να φύγει από την ζωή καλαίσθητα και συνειδητοποιημένα. Για την απολογία του τέλους, όπως αποκαλεί ο ποιητής το αποχαιρετιστήριο σημείωμα του, διάλεξε χειροποίητο χαρτί και πένα Montegrappa καθώς θέλει «να συμμετέχουν στην επιθυμία για το επέκεινα με τον τρόπο που ορίζει ένα αξιολογημένο πρωτόκολλο ζωής: εφήμερες σκέψεις για τα κτερίσματα του βίου σε εφήμερες καταγραφές ματαιοδοξίας για τους επόμενους» (σελ. 71). Σε λίγες μόνο γραμμές, ο ποιητής Σκιαθάς συμπυκνώνει «ως συλλέκτης της ζωής» (σελ. 73) όλη του την κοσμοθεωρία. Παραδοχή εσωτερική ότι «ο χρόνος στο ενεχυροδανειστήριο της δικής του ζωής -επαρκής και σύννομος με τις αρχές του- όρισε και τους κώδικες της τελετής λήξης. Πρέπει να αποχαιρετιστούν όλοι και όλα με τον τρόπο που η καταγωγή του ορίζει» (σελ. 75). Και είναι ορατές όλες εκείνες οι υπόγειες διαδρομές που έχει ακολουθήσει η ψυχή του ποιητή, και γίνονται αισθητές όλες εκείνες οι λεπτεπίλεπτες διαδικασίες που εφάρμοσε στην ζωή του, πιστός στα πιστεύω του, υπηρέτης των αξιών του, για να φτάσει, στο παρόν, στο σήμερα, στο εδώ και τώρα και να δηλώνει αμετανόητος για τις επιλογές του, αμετανόητος για την στάση του, ευγνώμων για το δώρο της ζωής, ευγνώμων για το πέρασμα του από τον εφήμερο κόσμο μας. Απόλυτα συνειδητοποιημένος για την εφήμερη μας υπόσταση, έρχεται και μας δηλώνει καταλυτικά ότι «Το τέλος του κόσμου είμαι εγώ ο ίδιος που όρισα κάποτε τον κόσμο ως μνήμη ζωής, ως μνήμη εικόνων για το επέκεινα. Μόνο που το επέκεινα είναι ζεύγος ερωτικό με το τώρα, που γίνεται μετά και πάλι τώρα και στη συνέχεια μετά.» (σελ. 76). Και πόσο δίκαιο έχει.

Η ποιητική γραφή του Αντώνη Σκιαθά -άλλοτε ελλειπτική και με αφαιρέσεις και άλλοτε περιγραφική και αφηγηματική- μετασχηματίζει την σκέψη του σε ποιητικό λόγο και τον μεταφέρει στις αισθήσεις του αναγνώστη | της αναγνώστριας με αξιοζήλευτη άνεση. Άλλες φορές παραστατικά και με πλούσιες εικόνες και άλλες φορές με απλότητα και οικονομία λόγου. Τα συναισθήματα που προκαλεί βαθιά ανθρώπινα. Η ενσυναίσθηση πανταχού παρούσα. Ηχηρά παρούσα. Ζητούμενο στην ποίηση του Σκιαθά. Επιδίωξη του η μετουσίωση. Έντιμα την επιδιώκει και με καθάρια φωνή. Να οδηγηθεί θέλει ο ίδιος και να οδηγήσει το αναγνωστικό του κοινό στην κορύφωση των συναισθημάτων, στην απόλυτη ικανοποίηση, σε αυτήν την πολύ ιδιάζουσα ψυχική κατάσταση που ονομάζουμε κάθαρση. Και είναι πολυπόθητη αυτή η κάθαρση. Και γίνεται πολύτιμη σαν επιτευχθεί. Δεν το κατορθώνει κάθε ποιητική γραφή. Του Αντώνη Δ. Σκιαθά όμως, αναδεικνύοντας το πραγματικό μεγαλείο της ποιητικής του φωνής, το κατορθώνει περίτρανα.

 

 

* Η Κατερίνα Λιάτζουρα είναι ποιήτρια και μεταφράστρια (https://katerinaliatzoura.gr/)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top