Fractal

“Η έννοια, λοιπόν, είναι η σκιά των απομακρυσμένων λέξεων”

Γράφει η Άννα Ρω //

 

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής «Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα», εκδόσεις Κέδρος.

 

Κάποιες φορές για να κατανοήσει κανείς ένα ανάγνωσμα είναι καλό να γνωρίζει έστω και ελάχιστα για την συγγραφική ιδιοσυγκρασία τού δημιουργού του.

Στην περίπτωση της νέας εκδοτικής πρότασης του Φίλιππου Δρακονταειδή που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος, με τίτλο “Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα”, νομίζω πως αυτό κρίνεται απαραίτητο για τον εξής σπουδαίο λόγο: Ο Φ.Δ.  δεν δίστασε να αποκηρύξει σημαντικό μέρος του έργου του, εκδοτικής παραγωγής από το 1962 έως το 2010, με την αιτιολογία ότι “δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια ποιότητας που επιβάλει η εξυπηρέτηση της λογοτεχνίας”. Επιπλέον, θεωρεί την εναπομένουσα εργογραφία του ως  «έργο εν προόδω», έκφραση που σημαίνει πως όλα τα έργα του υπόκεινται αδιάλλειπτα  σε διορθώσεις, βελτιώσεις, προσθαφαιρέσεις ανάλογα με τη λογοτεχνική εξέλιξη του συγγραφέα στη ροή του χρόνου.

Σε όλα αυτά,  αν λάβει κανείς υπόψη του, την πολυπολιτισμική κουλτούρα του Φ.Δ., εξαιτίας των  έτερων ιδιοτήτων του ως συμβούλου πολυεθνικών επιχειρήσεων και διεπιστημονικού εμπειρογνώμονα σε έργα πολιτισμού, και οι οποίες του επέτρεψαν να επισκεφθεί επί 50κονταετίας, 35 χώρες ανά τον κόσμο, εύκολα αντιλαμβάνεται πως αυτά τα δύο γεγονότα λειτουργούν ως προστιθέμενη αξία στη συγγραφική του αυτοτέλεια.

Μακροσκελής αλλά απαραίτητος πρόλογος για να κατανοήσουμε πως το νέο ανάγνωσμα που καταθέτει στο αναγνωστικό κοινό ο Φ.Δ. εμπεριέχει σπάνιους σπόρους παγκόσμιας συγκομιδής, τους οποίους ο συγγραφέας έχει περάσει επανειλημμένα από ψιλό κόσκινο πριν τους εντάξει στη συγγραφική του φαρέτρα.

Στο δια ταύτα λοιπόν…

Το βιβλίο  αποτελείται από δύο ενότητες τιτλοφορούμενες «Τέσσερις γωνίες» & «Επτά θανάσιμα αμαρτήματα», υποδιαιρούμενες αντίστοιχα σε [4] και [7] σημειολογικής σημασίας κεφάλαια. Η αφήγηση – γλωσσοδέτης σε κάποια σημεία – παρασύρει τον αναγνώστη στον γρήγορο ρυθμό της, κι ενώ πολλές φορές εμποτίζεται με μια λεπτή ειρωνεία ενίοτε αποκτά φλεγματικό και σκωπτικό τόνο προκειμένου να χτίσει τον χαρακτήρα  μιας πολυποίκιλης θεματολογίας.

Και τι δεν υπάρχει, στο ιταμίν του Φ.Δ.!

Έντεκα ιστορίες – έντεκα ξεχωριστά μοτίβα, καμωμένα δεξιοτεχνικά με την υψηλή τέχνη τής κεντητικής των λέξεων, κοσμούν το “εργόγειρο” τού Φ.Δ., με πρώτο το «Σκόρδο». Τυχαία ή χάριν αποφυγής της βασκανίας; Η συνέχεια θα μας το πει, ή μάλλον θα μας το δείξει καθώς οι σελίδες θα εναλλάσσονται και οι ιστορίες θα ξεδιπλώνονται.

Στο πρώτο μοτίβο λοιπόν, παρελαύνουν δεισιδαιμονίες αρχέγονες & επίπλαστες, ο φημισμένος Μπορσαλίνο, ο αρχαίος Θαλής, πολιτικές ραδιουργίες, η προφήτισσα των Βαλκανίων Μπάμπα Βάνγκα, και πολλά – πολλά άλλα έτσι ταχτοποιημένα που σε οδηγούν σε άλλα αναγνωστικά κρυπτογραφημένα μονοπάτια,  όπου έκπληκτος κανείς θα αναγνωρίσει την  δυστοπία της «πανούκλας» του Καμύ και  την ποιητική ατμόσφαιρα από το «καθώς ψυχορραγώ» του Φώκνερ.

Ως τα τέλη του Σεπτέμβρη τα λιανά άχυρα που είχαν ξεμείνει στα σιταροχώραφα σέρνονταν ως τα μονοπάτια- τρίβονταν κάτω από τις πατημασιές μας-, τα πρωτοβρόχια χρωμάτιζαν σκούρα τη γη, ο ήλιος έκαιγε ακόμα∙ λοξός ήδη και κατακίτρινος έσερνε το σούρουπο στην κόκκινη δύση και πρόβαλλε το χάραμα σαν ασημένια πιατέλα γεμάτη χοντρή ζάχαρη που στραφτάλιζε κάτω από τις πρώτες ακτίνες της μέρας.σελ.,17,18

Και έπεται, το απερίγραπτο  «Το ψιλό και το χοντρό» αφιερωμένο στον Πολωνό εξπρεσιονιστή συγγραφέα Μπρούνο Σουλτς, με προμετωπίδα ένα δίστιχο από την ποιητική του Μ. Αναγωστάκη και  ένα  «άρωμα» που καθόλου δεν θα έθελγε τον σκοτεινό Γκρενουίγ, ήρωα του Ζίσκιντ στο ομώνυμο μυθιστόρημα. Ο λόγος και σε αυτό το κεφάλαιο  παρορμητικός κατά τα φαινόμενα, με καλά σκηνοθετημένες επαναλήψεις, ώστε να υψώνουν τόνο επίτασης,  παρασύρει στο πέρας του διάσπαρτα τα εκφερόμενα εκ των συμφραζόμενων νοήματα, μέσα σε μια «δύσοσμη» ατμόσφαιρα όπου πρωταγωνιστούν οι συλλέκτες ακαθάρτων ονομαζόμενοι Καπελάδες, για να καταλήξει τελικά σε μια  υπονοούμενη διαπίστωση δια στόματος του κυρίου καθηγητή και μία σιβυλλική φράση δια στόματος τού…;

… «εσύ Καπελά, η δουλειά που διάλεξες δεν έχει τελειωμό», είπε, «να πας στη δουλειά σου και να έρχεσαι κάθε μέρα, την πρώτη ώρα του μαθήματος, να μας λες τι είδες και τι έκανες, να μαθαίνουν οι συμμαθητές σου, να μαθαίνω κι εγώ», και το χιόνι λαμπύριζε σαν χρυσόσκονη, δεν είχε αρχίσει να βρωμίζει από τις πατημασιές των περαστικών, ήταν ακόμα νωρίς και κάθισα στητός στη θέση μου στο κάρο, τα άλογα ξεκίνησαν αργά, τα βαρέλια που είχα κληρονομήσει  έστεκαν στον τόπο τους το ένα δίπλα στο άλλο.

Δεν μπορώ να γεράσω. σελ., 38,39

Πρακτικά, το κεφάλαιο αυτό ασχολείται με τη  συγκομιδή των ακαθάρτων του ανθρώπου. Αφήνει όμως ανοιχτή την  προοπτική στον αναγνώστη να σκεφτεί: ποιου είδους  ακάθαρτα είναι εκείνα που αποτελούν τον βόρβορο του κόσμου; Ο καθείς και οι απαντήσεις του στο ερώτημα.

Κι ενώ, η μια ιστορία φέρνει την άλλη και καθώς απολαμβάνουμε ενδιάμεσα τις καίριες φωτογραφίες του Βασίλη Πρωτοπαπά, οι οποίες κοσμούν τις επωμιζόμενες τους τίτλους των κεφαλαίων  –  διηγημάτων  σελίδες,  διαπιστώνουμε πως ο συγγραφέας συνεχίζει να αφιερώνει τις ιστορίες του  σε έναν ακόμα μυθιστοριογράφο τον Felipe Alfau για “Το Καφενείο των Τρελών”, όπως ο ίδιος αναφέρει.

«Έφταιγαν τα πράγματα»  λοιπόν, και σε σχεδόν 15 σελίδες αναπτύσσεται μια  παρωδία με ακατάληπτη παραληρητική αφήγηση   όπου περιοδεύουν με τη μέθοδο αξελερέ, πράγματα, πρόσωπα, γεγονότα, πόλεις, αυτοκρατορίες, ιδέες, αιώνες και:

έχει μείνει μια λεμονιά να φτιάχνει λεμόνια που κανείς δεν μαζεύει και, όπως όλοι ξέρουμε, με θεμέλιο θανάτος φτιάχτηκε αυτός εδώ ο τόπος…σελ.,60

Φτάνοντας στο τέλος του 1ου μέρους συναντάμε την πιο προσωποκεντρική ιστορία με πρωταγωνιστή ένα παιδί που ακολουθεί τα βήματα του Μοντεχρίστου και βέβαια τα ανεμoμαζώματα   του χρόνου και της ιστορίας, ώστε εντελώς απροσδόκητα να εμφανίζονται στο εκράν ο Σκρουτζ, ο Μέγας Ναπολέων και ο στρατηγός Μιλτιάδης, οι Πέρσες και τόσοι άλλοι σύμμαχοι ή εχθροί. Όμως σε αυτή την ιστορία, το ανώτερο όλων είναι εκείνο το φωτεινό background του έρωτα, που δεσπόζει κυρίαρχο και επιπλέον σφιχτοδεμένο με  τα προαναφερόμενα ως μια γροθιά. Όλα αυτά λοιπόν, δρώντα και εμπλεκόμενα με το τρεμάμενο καντήλι της δικαιοσύνης, συνιστούν  μια ατμόσφαιρα άχρονη, ουτοπική και μεταφυσική.

Περνούσαν οι άλλοι με τη σειρά Τους άκουγα: “Να προλάβουμε να πάμε και στη Χρυσάνθη”, έλεγαν. Κοίταζα το ρολόι μου. Να τελειώσει η τελετή στην ώρα της, έλεγα μέσα μου, ο Μόστολος θα έχει τη σούστα έτοιμη ως τότε. Θα προλάβουμε. Με βρήκαν εκεί. “Συλλυπητήρια”,  μου είπαν. Για τη Χρυσάνθη. Μια μοναδική Αγάπη.σελ.,85

Έτσι, η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται και ενώ έχουμε νιώσει πως πιθανόν  αυτές οι τέσσερις γωνίες είναι οι αντηρίδες ενός κόσμου υπαρκτού, ανύπαρκτου, αόρατου ή ορατού πάντως κάποιου κόσμου εδώ, εκεί ή όπου γέρνουν τα  πέρατά του, εισαγόμαστε στη δεύτερη ενότητα, αυτή των επτά θανάσιμων αμαρτημάτων, αφού αρχικά γευτούμε ένα αμφίσημο απόσπασμα από τον διάλογο του Μπέκετ με τον φίλο του Τζ. Μόνταγκιου, ως απαραίτητο προσωρινό απολογισμό του πρώτου μέρους και ταυτόχρονα ως εισαγωγικό προνοητικό σημείωμα των ιστοριών που έπονται.

Τα επτά θανάσιμα αμαρτήματα: Αλαζονεία, Οκνηρία, Ζηλοφθονία, Λαιμαργία, Λαγνεία, Απελπισία, Οργή, αναφέρονται ως τίτλοι των αντίστοιχων μικρών αναγνωσμάτων, οπότε γίνεται ευθέως κατανοητό το θέμα με το οποίο καταπιάνεται η κάθε ιστορία, σε αντίθεση με την αφήγηση που την εξυπηρετεί, η οποία βρίθει αινιγμάτων & χρησμών, υπαρκτών και ανύπαρκτων προσώπων, ενώ το ταξίδι ανά τον κόσμο που περιγράφεται κατά την εξέλιξή τους,  φαντάζει σαγηνευτικό.

Γιατί τα πράγματα ξέρουν τον δρόμο τους, Ο ήχος τους είναι θριαμβικός: χα-στό-χά-μου- χα-νί! Εμπρός, εμπρός: χα στό χά – μου χα-νί! Χα-στό-χά-μου χα-νί! Σελ.,102

Από το Μάλι της Αλαζονείας οδηγούμαστε στην Μποχόριτσα της Οκνηρίας και την αναμονή ενός τρένου που δεν φτάνει ποτέ κι από κει στο Μπατούμι όπου εμπλεκόμαστε στον κυκεώνα της εξίσωσης Ζηλοφθονίας & Νίκης και της 7ης του Νοεμβρίου 1917 μιας μέρας που για κάποιους λόγους δεν θα την έγραφε η ιστορία  αλλά για κάποιους άλλους θα άξιζε να μείνει στην ιστορία ενώ στο τέλος:

…έπεσε με μιας στον κάλαθο της Ιστορίας, ποδοπατημένη από την επανάσταση, που τη δίκασε και την εξόρισε στην πλαγιά του Καυκάσου, εκεί όπου κόρακες έτρωγαν και δεν χόρταιναν το συκώτι του Προμηθέα Δεσμώτη.σελ.,123

Το τέταρτο θανάσιμο αμάρτημα της Λαιμαργίας λαμβάνει χώρα στα Σκόπια. Γιατί άραγε; Και πόσο συμπτωματικά είναι τα μερεμέτια στα διαμερίσματα του Μακεδονικού Έθνους που στεγάζεται στα μέγαρα του Δημοκρατικού Κόμματος και αλήθεια τι αξία έχει ένα κοκόρι μπροστά σε ένα καπόνι και τι κρίμα όλο αυτό να είναι η αιτία να μη σου πετύχει μια ωραία συνταγή που με τόση επιμέλεια έχεις σκεφτεί.

Και επιστρέφουμε στη γνώριμη διαδοχή ονομάτων, τοποθεσιών, γεγονότων που θα μας οδηγήσουν σε ένα απόσπασμα θεσπέσιας περιγραφής μιας συνεύρεσης κατά την κορύφωση της Λαγνείας.

Μέσα στη νύχτα, απαλά, ψιλή βροχή φθινοπώρου έπεφτε, κόλλησα δίπλα στη θεία μου και εκείνη μου ανοίχτηκε, είδα τη γέννηση του κόσμου.

 …Ώσπου πέσαμε στα νερά της θάλασσας και κολυμπήσαμε με απλωτές. Και ο τόπος είχε κλαδευτεί, τα δέντρα είχαν ανασάνει, όλα ντυμένα στην ανθοφορία τους. σελ.,137

Όμως ο τόπος αυτής της συνεύρεσης φέρει το όνομα Ευρώπη και δεν είναι άλλος από ένα Αθηναϊκό ξενοδοχείο, αυτό ως επισήμανση, σε περίπτωση που κάποιος διαστροφικός νους σκεφτεί πως ο συγγραφέας χρησιμοποιεί άκρατα τον συμβολισμό για να στηλιτεύσει γεγονότα και καταστάσεις του ιστορικού γίγνεσθαι.

Τι βροχή αδιάκοπη. Αιώνια! σελ.,143

Η Απληστία ως λέξη έχει μια μουσικότητα. Το ίδιο και η ιστορία που την αφορά. Βοηθάει ο αφηγηματικός λόγος γι` αυτό, βοηθάει και η βροχή. Επιπλέον η βροχή βοήθησε στον θάνατο του Παύλου της Μπάρδαινας αφού έκανε χαλασμό και πλημμύρισε ο τόπος και παρασύρθηκε ο έρημος από τα νερά, κατέληξε στη θάλασσα και άφησε πίσω του τον αναγνώστη να  διαβάζει και να ξαναδιαβάζει, να προσπερνά και να επανέρχεται για να απαντήσει σε ερωτήματα τα οποία εσαεί μένουν αναιτίως αναπάντητα.

Τέλος, ο Φ.Δ. επιλέγει το αμάρτημα της Οργής για να κλείσει τη δεύτερη ενότητα καθώς και ένα απόσπασμα από το ποίημα του Φρανσουά Βιγιόν «Μπαλάντα των κρεμασμένων» ως τελευταία προμετωπίδα, ενώ ο υποφαινόμενος συντάκτης τούτης της παρουσίασης, επιλέγει ως απόσταγμα αυτής της ανάγνωσης έναν σημαντικό “στοχασμό” από το περιεχόμενο της τελευταίας ιστορίας: «Αναμνήσεις από το σπίτι του κρεμασμένου».

Η χρήση των λέξεων δεν αποδίδει αμέσως την έννοιά τους. Χρειάζεται να μεσολαβήσει χρόνος, απροσδιόριστης διάρκειας κατά περίπτωση, ώσπου να πει κανείς στον εαυτό του τι εννοούσε τότε. Μπορεί αυτή η εξήγηση να μην είναι ακριβής, παραμένει όμως σε ισχύ, επειδή ο χρόνος της χρήσης έχει απομακρυνθεί, δεν είναι ορατός, έχει αφήσει όμως πίσω του σκιά.  Η έννοια, λοιπόν, είναι η σκιά των απομακρυσμένων λέξεων.       σελ., 153

Ανακεφαλαιώνοντας, θα ομολογήσω πως εντυπωσιάστηκα από την πολυσύνθετη οπτική του Φ.Δ. σχετικά με τα θέματα που πραγματεύεται. Θεωρώ πως αυτή η οπτική ως εργαλείο στα χέρια ενός έμπειρου πεζογράφου, του επιτρέπει να τολμά έναν εξεζητημένο αφηγηματικό ρυθμό και να οριοθετεί τοιουτοτρόπως την προσωπική του γραφίδα.

Αντί επιλόγου, θα επισημάνω πως από την ανάγνωση του βιβλίου: “Τέσσερις γωνίες και επτά θανάσιμα αμαρτήματα”, αποκόμισα πολλά  λογοτεχνικά τερτίπια, χρήσιμα εφόδια, για το συγγραφικό μου αποθετήριο και ως αναγνώστης επωμίστηκα το αμάρτημα της Απληστίας, αφού καθώς φαίνεται, δεν θα αρκεστώ στην απόλαυση της  μίας  ανάγνωσης.

 

 

Φίλιππος Δ. Δρακονταειδής

 

 

Λίγα λόγια για τον Φίλιππο Δρακονταειδή:

Ο Φίλιππος Δρακονταειδής εμφανίστηκε στα γράμματα το 1962 και έχει δημοσιεύσει μυθιστορήματα, νουβέλες και συλλογές διηγημάτων. Το δοκιμιακό έργο του αναφέρεται σε σύγχρονα προβλήματα, όπως η πολιτική του τρόμου στον 20ό αιώνα  (Φεβρουάριος αιών), η εξέλιξη της λογοτεχνίας από την Αναγέννηση ως τις μέρες μας (Παραμύθι της λογοτεχνίας), οι αλλαγές που κομίζει η τεχνολογία στην αντίληψη της προσωπικής και συλλογικής μνήμης (Μνήμη και μνήμη), η αντιμετώπιση του ερωτήματος τι; ως υποχρέωσης του σκέπτεσθαι (Λόγος ερειπίων), οι τάσεις της Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης και οι προοπτικές της (Εκτός πλαισίου). Έχει επιμεληθεί και σχολιάσει τα απομνημονεύματα του στρατηγού Νίδερ για την ελληνική εκστρατεία στην Ουκρανία (Kέδρος,1919, ISBN 978-960-04-4559-6) και το ημερολόγιο του στρατιώτη Χρήστου Καραγιάννη (1918-1922), Κέδρος 2013, ISBN 978-960-00-4341-7.Οι μεταφράσεις του, από τα γαλλικά και ισπανικά, φέρνουν για πρώτη φορά στο ελληνικό κοινό τα πλήρη και σχολιασμένα κείμενα των Μισέλ ντε Μονταίνι, Φρανσουά Ραμπελαί, Μπαλτασάρ Γκρασιάν, Φερνάντο Πεσσόα, Χουάν Ρούλφο. Μετέφρασε για το Θέατρο Τέχνης- Κάρολος Κουν το έργο του Ραμόν Μαρία δελ Βάγιε Ινκλάν Θεϊκά λόγια, το οποίο ανέβηκε στη σκηνή της οδού Φρυνίχου.

Προσωπική ιστοσελίδα: http://www.philipdracodaidis.gr/cv

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top