Fractal

Ο αινιγματικός συγγραφέας και ο σαρκοβόρος Τόπος: «Γιατί ο Τόπος είναι και όσοι έζησαν κάποτε εκεί»

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

John Killian «Νεκρή πόλη», εκδ. Bell, σελ. 383

 

Υπάρχουν τόποι που ευνοούν το κακό;

Ο Ταρκόφσκι στην «Θυσία» του μετά από επίπονο και επίμονο ρεπεράζ, σκηνοθέτησε σε μια σκηνή ονείρου, την δολοφονία του Ούλωφ Πάλμε που ακολούθησε χρόνια μετά. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, με τον τρόπο του «προφητικού» πια ονείρου. Κι όταν τον ρώτησαν οι δημοσιογράφοι για το συμβάν, είπε ακριβώς αυτό:

«Υπάρχουν τόποι που ευνοούν το κακό».

Έναν τέτοιο, ακριβώς, Τόπο περιγράφει ο John Killian στη «Νεκρή πόλη». Αυτό είναι η Νεκρή Πόλη.

Εκείνη που χτίστηκε «δεξιά και αριστερά του Μεγάλου Μονοπατιού Τέλικο, εκείνου που μετά από πολλές γενιές θα μεγάλωνε, θα ασφαλτοστρωνόταν και θα το έλεγαν πια Αυτοκινητόδρομο 27». Εκεί όπου κάποτε ζούσε παλιά, πολύ παλιά, η Γιάχου που διέφερε από τα άλλα κορίτσια των Τσερόκι.

Σήμερα, τώρα, ο ίδιος τόπος έγινε το Φόλσβιλ του Κεντάκι: η «γραφική κωμόπολη αγκαλιασμένη από έναν ήρεμο ποταμό», το ιδανικό ησυχαστήριο για έναν λαβωμένο Νέοϋορκέζο ντετέκτιβ, «κουρασμένο από το ασταμάτητο κυνήγι απαγωγέων και δολοφόνων μικρών παιδιών».

Αυτό τον τόπο γνωρίζουμε στη «Νεκρή πόλη». Κι αυτό τον ντετέκτιβ, τον Μπέν Λόγκαν. Να φτάνει μια νύχτα βροχερή, να γνωρίζει το μπαρ στη Μέιν Στρητ, να τρώει στο εστιατόριο «το καλύτερο φαγητό της Πολιτείας», να συναντά τη Σάμερ, την ελκυστική ιδιοκτήτρια της πανσιόν, να βρίσκει το απόλυτο καταφύγιο στο σπίτι του φίλου του και να ευελπιστεί ότι εκεί η λαβωμένη του καρδιά θα ιαθεί, μέχρι που μαθαίνει πως έχει εξαφανιστεί, τελικά, εκείνο το κορίτσι. Η Όμπρεϊ, δεκαέξι ετών, η οποία θα βρεθεί εγκλωβισμένη σε μια φυσική παγίδα των βράχων νεκρή. Οι κάτοικοι της κοινότητας θα το θεωρήσουν ατύχημα, δεν έχουν «κακό» στη μικρή τους πόλη, είναι όλοι μια οικογένεια, είναι «κοινότητα». Αλλά η Όμπρεϊ, όμως, έχει κόψει η ίδια το πόδι της προσπαθώντας για να σωθεί. Κι ο ιερέας είναι σα να το ήξερε όλο αυτό από πριν:

«Ακούσατε τι είπε στην εκκλησία ο αγαπητός της; Ο καλός της; Ο Ιησούς; Ακούσατε;» Διάβασε πάλι από τη Βίβλο: «Ομορφιά μου, έλα μαζί μου. Περιστέρα μου, στα καταφύγια του βράχου, μέσα στις σχισμές του γκρεμού, άφησέ με να σε δω και να ακούσω τη φωνή σου, γιατί η φωνή σου είναι γλυκιά και η όψη σου ωραία». Σήκωσε τα μάτια του και σάρωσε με το βλέμμα του το σιωπηλό εκκλησίασμα. «Στα καταφύγια του βράχου, μέσα στις σχισμές του γκρεμού». Κανείς δεν μιλούσε. Κανείς δεν ανέπνεε καν. «Στα καταφύγια του βράχου, μέσα στις σχισμές του γκρεμού», επανέλαβε, με ένα σπάσιμο στη φωνή. «Μέσα στις σχισμές του γκρεμού».

Όλα καλά μέχρι εδώ, και η δυναμική του τόπου, ξεκινά απ’ την αρχή: Η ομίχλη, το κακόβουλο που βασιλεύει αόρατο στους λόφους. Και το αισθάνονται τα παιδιά, γιατί «Τα παιδιά είχαν ένστικτο- πρωτόγονο και αλάθητο. Και έτρεμαν αυτό που παραφυλούσε εκεί έξω, κουκουβισμένο ανάμεσα στις σκιές. Και πέρα στους λόφους. Κάτι μυστικό, αρχαίο και κακόβουλο. Μια δύναμη που έπαιζε μαζί σου για να τραφεί: της άρεσαν τα δάκρυα, η αγωνία και η πίκρα. Η βεβαιότητα της αδυναμίας. Η παράδοση στο τέλος. Α, ναι, πέθαινε γι’ αυτά. Εκείνη η δύναμη».

Όμως από τους μεγάλους, δεν το βλέπει ή δεν θέλει να το δει κανείς: «Μπεν, είμαστε πολύ πιο μίζεροι απ’ όσο νομίζεις. Δεν προλαβαίνουμε να κάνουμε κάτι τόσο κακό, γιατί βουλιάζουμε κάθε μέρα και περισσότερο στη μιζέρια μας. Μικραίνουμε, φτωχαίνουμε, αποδεκατιζόμαστε, ζούμε τα πάντα σε επανάληψη, ξανά και ξανά, ξανά και ξανά, πατώντας πάνω στα βήματά μας. Πατώντας… πώς να σου το πω… στις ίδιες λάσπες. Στις ίδιες λάσπες από τότε που θυμάται ο καθένας από μας τον εαυτό του.»

Γιατί η κοινότητα είναι πια ένα σώμα, η κοινότητα μπορεί να σε τυφλώσει, μπορεί να σε καταπιεί ή να σε εκδικηθεί αν της πας κόντρα, αν τολμήσεις να βγεις έξω απ’ αυτήν.

Και, βεβαίως, μιλάμε για ένα εξαιρετικό νουάρ που έχει όλα τα στοιχεία της σπουδαίας λογοτεχνίας εξ αρχής: επεξεργασμένη, υπέροχη γλώσσα, ατμοσφαιρική περιγραφή, σασπένς και δυναμική, χαρακτήρες αντιφατικούς και σάρκινους απολύτως συμβατούς με τις πράξεις τους κι έναν Τόπου ο οποίος κυριολεκτικά πρωταγωνιστεί. Δίνοντας στο νουάρ μια χροιά θρίλερ, μια εσάνς Τρόμου που θυμίζει Στήβεν Κίνγκ. Με τον Πεσσόα και «Το βιβλίο της ανησυχίας» να είναι πάντα εκεί και το φινάλε να δικαιώνει τον ποιητικό πρόλογό του και τους μύθους των Τσερόκι. Γιατί ο Τόπος είναι και όσοι έζησαν κάποτε εκεί.

Αλλά η μεγάλη έκπληξη παραμένει, και αν δεν είχε από τις πρώτες πρώτες σελίδες του δηλωθεί, δεν θα μπορούσε ποτέ από κανέναν απολύτως αναγνώστη να προβλεφθεί:

«Πίσω από το όνομα John Killian βρίσκεται ένας γνωστός Έλληνας συγγραφέας.» Και «Η σειρά περιπετειών θρίλερ “Στα Άκρα”θα φιλοξενήσει και άλλα μυθιστορήματά του, που όλα τους διαδραματίζονται στην Αμερική».

Όχι, για τα αποκαλυπτήρια του αινιγματικού συγγραφέα, είναι νωρίς. Αλλά πίσω από τον θάνατο της ‘Ομπρεϊ έχει στηθεί ολόκληρη σταυροφορία, και ο Τόπος που όλα τα καταπίνει, βρίσκεται πάντα Εκεί.

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top