Fractal

«Φιλοσοφική αναδίφηση στο έργο της Ελένης Λαδιά»

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μπούρας // *

 

Ελένη Λιντζαροπούλου, “Η Φέγγουσα κόρη”. Κείμενα και μελετήματα για το έργο της Ελένης Λαδιά, εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2020, σελ. 274

 

Φιλίας εγκώμιον, θα μπορούσε να είναι αυτό το ψηφιδωτό μελετημάτων, πονημάτων, ποιημάτων, ιδεολογημάτων, προβολών, επισκιάσεων και άλλων οπτικών, νοητικών και πνευματικών φαινομένων. Είναι όμως κάτι ευρύτερο. Πρόκειται για οξυδερκέστατη φιλοσοφική αναδίφηση ενός λογοτεχνικού έργου ως να ήτο θείον σώμα. Πρόκειται για λεκτική αναδημιουργία του σαφώς ρηθέντος. Είναι ανά-χάραξις του στρωτού λόγου χωρίς να εκπίπτει ποτέ σε αναμάσημα. Αναγκάζομαι κι εγώ να χρησιμοποιώ εδώ την ποιητική οδό προκειμένου να εκφράσω τον ανυπόκριτο θαυμασμό μου για μια πνευματική συνοδοιπορία δύο φίλων με κοινό επιστημονικό πεδίο και παράλληλο εσωτερικό τοπίο. Είναι θεολόγοι και οι δύο, η κρινομένη όμως έχει σπουδάσει και Ιστορία-Αρχαιολογία ενώ η κριτής της κλίνει προς το θέατρο, εξ ου και το έντονο δραματικό στοιχείο του πρωτοπρόσωπου αφηγήματός της. Η Ελένη Λιντζαροπούλου συγγράφει μία πολυπρισματική μονωδία για το λογοτεχνικό αντικείμενο του υποκειμένου του πλατωνικού έρωτά της κι αυτό δεν λειτουργεί ως κατηγόρημα, όσο κι αν ενδεχομένως φιλοδοξεί και τείνει προς τούτο, αλλά μόνον ως προς το πρώτο επίπεδο. Πρόκειται μάλλον για “προληπτικό κατηγορούμενο” μιας δόξας που επιφυλάσσεται μόνον σε μεταστάντες ερευνητές του Φωτός, του Ανεσπέρου.

Όμως η μεγάλη συνεισφορά και των δύο, πέρα από τον νεοπλατωνικό κόσμο των Ιδεών, έγκειται στην γλώσσα και στην πλαστουργημένη καινοφάνειά της. Θηλυκή, γενναιόδωρη, πληθωρική η ιδιόλεκτος της Ελένης Λιντζαροπούλου, δεν φείδεται ουδενός επιθέτου και μηδεμιάς υπερβολής προκειμένου να αποθεώσει το φωτεινό αντικείμενο του πόθου της και να του ομοιάσει ενδεχομένως, αμιλλώμενη το ήθος και το ύφος της πολυβραβευμένης Ελένης Λαδιά. Με τη σειρά της εκείνη διαμορφώνει συν το χρόνω μια πλέον λακωνική, αρχαϊκή θα έλεγα ιδιόλεκτο, που κρύβει την δική της βουλιμία για το Άγνωστο, περιχαρακώνοντάς την όμως με άπειρες παραπομπές στο επιστητό.

Στον τίτλο του πονήματος το επίθετο “Φέγγουσα” αρχίζει με κεφαλαίο γράμμα ενώ η “κόρη” με μικρό, αν και πολλές φορές μέσα στο περίτεχνο συμπιληματικό κείμενο γίνεται συχνή αναφορά στην Κόρη της Ελευσίνειας Δήμητρας.

Ακόμα μία κριτική επισήμανση. Η φωτογραφία που επιλέχθηκε σε πολλαπλές απεικονίσεις και κοσμεί το εξώφυλλο δείχνει μια Ελένη Λαδιά με κλειστά μάτια, σαν τυφλός Όμηρος ίσως, σαν αντί-Οιδίποδας έστω, προβάλλει όμως μια κάποια απροσδιόριστη ανατολίτικης φύσεως έκσταση του Διονύσου ως Βάκχου, λίγο πριν συμπαρασύρει τον αφελή και αυτοκαταστροφικό Πενθέα στα δαιμονικά μονοπάτια του “σκοτεινού” Κιθαιρώνα.

Ως προς το “Κακό” στο έργο της Ελένης Λαδιά, που είναι και το θεωρητικό αντικείμενο της υπό επεξεργασίαν διδακτορικής διατριβής της Ελένης Λιντζαροπούλου, ελάχιστα ψηφία συνάξαμε από αυτό το πολυσέλιδο πόνημα που να το φωτίζει λιγάκι, ενώ αντιθέτως ερμηνεύεται και επεξηγείται ως ηρωϊκή άσκηση της ελεύθερης βούλησης κάθε παρέκκλιση, κάθε παράβαση της κρινομένης. Τελικά, αν ο Φιλεύσπλαχνος Θεός είναι η μόνη πραγματικότητα, μήπως το Κακό και το φίδι στον Κήπο της Εδέμ είναι δικές του επιλεγμένες ασκήσεις για προχωρημένους;

Ανυπομονώ να διαβάσω το τελικό σώμα της δημοσιευμένης διατριβής της Ελένης Λιντζαροπούλου προκειμένου να φωτιστώ και να αποκομίσω πράγματα που δεν ξέρω.

Η φιλία είναι καλό πράγματα, ακόμα κι όταν προσθέτει στα επτά πέπλα της Ίσιδας-Σαλώμης αντί να την από-καλύπτει.

Η ορφική γέφυρα μεταξύ Αρχαιότητας και Ορθόδοξου Χριστιανισμού με υποστύλωμα τα ελευσίνια μυστήρια, όπως τουλάχιστον έχουν περάσει μέσα από τους αιώνες κι έχουν ερμηνευτεί μέχρι τις ημέρες μας, δεν είναι επινόηση και ευρεσιτεχνία της Ελένης Λαδιά, την έχουν όμως όλ’ αυτά στιγματίσει και αποτελούν την μόνιμη πρώτη ύλη, την οποία αξιοποιεί ιδιοφυώς προς κοινόν όφελος εμπλουτίζοντας διαρκώς την ιδιόλεκτό της με ξεχασμένα στολίδια που αλλιώς θα είχαν απολεσθεί στη σκόνη του Χρόνου.

Διόλου αμελητέο το έργο και των δύο, συμπληρωματικό και παραπληρωματικό, απόρροια και απόσταγμα ενός διανοητικού δίδυμου σε στιγμές τρυφερής πνευματικότητας. Η φιλότητα είναι απολύτως χρήσιμη στις μέρες μας, ειδικά όταν προσεγγίζει την ανώτερη Αγάπη.

Όλα τα άλλα είναι καπνός, σποδός και άνευ σημασίας.

 

Ελένη Λιντζαροπούλου

 

Μόνο το λογοτεχνικό μένει, όταν αξίζει να διερευνηθεί, να αναδιαταχθεί, να αναδημιουργηθεί, να συνδημιουργηθεί και να εκσυγχρονιστεί προκειμένου να επηρεάσει ακόμα κι εκείνους που δεν θα έχουν την χαρά και την τιμή να συναντήσουν κάποια από τις δύο συν-γραφείς.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να ποιήσω στην έννοια “επιχώρηση” που τους ταιριάζει απόλυτα και  που μπορεί να προβληθεί πάνω στο αιθερικό φάσμα, στο “εγρηγορός” της όποιας συναυτουργίας τους.

Εν κατακλείδι, πρόκειται – κατά την ταπεινή μου γνώμη – για κείμενα και μελετήματα που πρέπει να ερευνηθούν παντοιοτρόπως, τόσο για την αναπόφευκτη διαπίδυση κριτού και κρινομένης, όσο και για την αδήριτη ψυχοπνευματική προσέγγιση δύο ανθρώπων τόσο διαφορετικών μεταξύ τους.

Το λογοτεχνικό έργο τής Ελένης Λαδιάς είναι εκεί για να κριθεί από φιλολόγους και ειδικούς της Λογοτεχνικής Θεωρίας και Κριτικής. Αυτό το “οικογενειακό λεύκωμα” δεν του αφαιρεί τίποτα. Απεναντίας, του προσθέτει την ανθρώπινη πλευρά δύο συνειδητών όντων που μάχονται για Γνώση, Αλήθεια, Ελευθερία.

Μήπως εν τέλει εκείνο το “κόρη” με μικρό αρχικό γράμμα στον υπότιτλο δεν ήταν ηθελημένο, αλλά ένα απολύτως εύστοχο lapsus linguae; Αναρωτιέμαι…

 

 

 

* O Κωνσταντίνος Μπούρας είναι ποιητής, θεατρολόγος και κριτικός (www.konstantinosbouras.gr)

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top