Fractal

Το χρονικό μιας παθητικής ανταρσίας

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Χαν Γκανγκ «Η χορτοφάγος», Μετάφραση: Αμαλία Τζιώτη, εκδ. Καστανιώτη

 

Η ΓιόνγκΧιε φαινόταν να είναι μια συνηθισμένη γυναίκα. Τον άντρα, που παντρεύτηκε της τον έφερε ο πατέρας της. Αυτός την κατέκτησε αμέσως, γιατί είχε ένα βολικό χαρακτήρα, χωρίς να δείχνει εξυπνάδα. Αυτός μάλιστα είχε και τα προβληματάκια του. Είχε αποκτήσει κοιλίτσα κι επιπλέον το πέος του ήταν μικρό, γι’ αυτό και το κρυφό σύμπλεγμα κατωτερότητας. Σαν παιδί έπαιζε πάντα με μικρότερους του, γι’ αυτό έκανε πάντα τον αρχηγό. Δεν είχε πολλές φιλοδοξίες στη ζωή του.  Ήταν ικανοποιημένος μ’ αυτά που είχε. Δούλευε σε μια μικρή εταιρεία και αυτοί ήταν ικανοποιημένοι με τις περιορισμένες του ικανότητες. Οπότε και για το γάμο οι φιλοδοξίες του ήταν περιορισμένες. Μάλιστα όταν παντρεύτηκαν, η ΓιόνγκΧιε αμέσως ανέλαβε ευχαρίστως τον ρόλο της τυπικής συζύγου, όχι μόνο στο μαγείρεμα, αλλά συνεισέφερε και στα οικονομικά, αφού εργαζόταν σε δουλειές μερικής απασχόλησης. Ποτέ δεν του είχε ζητήσει να βγουν έξω, ούτε δυσανασχετούσε αν αυτός αργούσε τα βράδια να γυρίσει. Από τη μια δεν έδειχνε ιδιαίτερο ενδιαφέρον ο έγγαμος βίος, αλλά από την άλλη ο σύζυγος ένιωθε ευγνώμων, που δεν γκρίνιαζε και δεν προκαλούσε συζυγικούς καυγάδες. Η ΓιόνγκΧιε όμως είχε ένα περίεργο συνήθειο. Δεν φορούσε ποτέ σουτιέν με αποτέλεσμα να φαίνονται οι ρόγες της από τις λεπτές μπλούζες που φορούσε, ή αν καμιά φορά αναγκαζόταν να φορέσει, το ξεκούμπωνε αμέσως. Η δικαιολογία ήταν πως την έσφιγγε και δεν μπορούσε ν’ αναπνεύσει.

Ένα πρωινό γύρω στις τέσσερις η ώρα, ο άνδρας της σηκώθηκε για να πάει στην κουζίνα να πιει νερό. Έμεινε έκπληκτος να κοιτά τη γυναίκα του ν’ αδειάζει το ψυγείο και τον καταψύκτη από κρέατα, πουλερικά και ψάρια και να τα γεμίζει σε σακούλες σκουπιδιών. Τη ρώτησε γιατί το κάνει αυτό και του απάντησε ότι από εκείνη τη στιγμή σταματά να τρώει κρέας, επειδή είδε ένα όνειρο. Στο όνειρό της είχε δει πως βρισκόταν σ’ ένα σκοτεινό δάσος και μπήκε σε μια καλύβα που υπήρχε εκεί. Μόλις μπήκε είδε εκατοντάδες κατακόκκινα κομμάτια κρέας, που όταν πέρασε ανάμεσά τους, τα λευκά της ρούχα γέμισαν αίμα, τα χέρια της επίσης ήταν βαμμένα με αίμα, αλλά και το στόμα της ήταν ματωμένο. Ήταν τόσο ζωντανή η υφή του ωμού κρέατος που νόμιζε ότι ακόμα το μασούσε. Από τότε αποφάσισε να γίνει χορτοφάγος. Δεν υπήρχε στο σπίτι ούτε αυγό για να φάει ο άντρας της, αλλά δεν την πείραζε γιατί αυτός πολλές φορές έτρωγε έξω. Ο άντρας της σταμάτησε να της μιλά, γιατί έβλεπε πως δεν καταλάβαινε τίποτα κι εξακολουθούσε να τρώει μόνο χορταρικά και ρύζι, όμως αυτή αδυνάτιζε μέρα με την ημέρα, το δέρμα της φαινόταν χλωμό σαν άρρωστο και το σπουδαιότερο δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Τελικά ο άντρας της αποφάσισε να τηλεφωνήσει στους γονείς της και στ’ αδέλφια της μήπως και την συνετίσουν.

Βρέθηκε μία ευκαιρία και συναντήθηκαν όλοι μαζί στο σπίτι της αδελφής της στη Σεούλ. Πριν λίγες ημέρες είχε αγοράσει ένα καινούριο σπίτι και τους καλούσε να το δουν και να φάνε όλοι μαζί. Είχε ετοιμάσει ένα σωρό εδέσματα και μάλιστα είχε μαγειρέψει και στρείδια ειδικά για την ΓιόνγκΧιε επειδή της άρεσαν. Αυτή όμως δεν έφαγε τίποτα και κανείς δεν κατάφερε να την κάνει να φάει κάτι. Απελπισμένος ο πατέρας της σηκώθηκε να την ταΐσει, με το ζόρι της έχωνε κρέας στο στόμα κι αυτή το έφτυνε. Τότε της έδωσε ένα χαστούκι κι εκείνη αμέσως πήρε το μαχαίρι κι έκοψε τις φλέβες της. Την μετέφεραν στο νοσοκομείο. Ο άντρας της τρόμαξε πολύ με όλα αυτά και σκεφτόταν πως δεν θα ήταν εύκολο να συνεχίσει να ζει μ’ αυτήν την παράξενη γυναίκα. Αργότερα κατάφερε και τη έβαλε σε νευρολογική κλινική, γιατί είχε μείνει πετσί και κόκκαλο από την αφαγία. Όταν όμως βγήκε από την κλινική ο άντρας της την χώρισε. Πήγε για λίγο στο σπίτι της αδελφής της και όταν κάπως συνήλθε της νοίκιασε μία γκαρσονιέρα στην περιοχή.

Ο άντρας της αδελφής της ήταν καλλιτέχνης, ήταν ζωγράφος, αλλά έφτιαχνε και βιντεοταινίες καλλιτεχνικές. Είχε στη διάθεσή του ένα στούντιο που πήγαινε απογεύματα και Κυριακές για να δουλεύει τα έργα του. Κάποια μέρα πήγε να παρακολουθήσει μια παράσταση, που οι χορευτές χόρευαν ημίγυμνοι με ζωγραφισμένα λουλούδια στο σώμα τους. Από τον αυχένα μέχρι τα οπίσθια ήταν ζωγραφισμένα λουλούδια κόκκινα και μπλε με ελικοειδείς βλαστούς και πυκνές φυλλωσιές. Η εικόνα αυτή του προκάλεσε φόβο, έξαψη και δυσθυμία, διότι αφ’ ενός μεν δεν του άρεσε έτσι όπως το σκηνοθέτησε ο χορογράφος, αφ’ ετέρου δεν μπόρεσε να πιστέψει, πως έβλεπε την εικόνα που αυτός την είχε εμπνευστεί εδώ κι ένα χρόνο και τώρα την έβλεπε να την παρουσιάζει ένας άγνωστος χορογράφος.

Αυτός είχε δει στο σώμα του γιου του, όταν ήταν γυμνός μετά το μπάνιο, ένα σημάδι στο γλουτό του, τη μογγολική κηλίδα όπως την έλεγαν και ρώτησε τη γυναίκα του, πότε θα φύγει. Η γυναίκα του απάντησε πως δεν ξέρει, γιατί και η αδελφή της είχε και της έφυγε όταν ήταν δέκα εννέα ετών. Ακριβώς τότε του ήρθε η ιδέα στο μυαλό η εικόνα ενός μπλε λουλουδιού στα οπίσθια μιας γυναίκας και τα πέταλα ν’ ανοίγουν προς τα έξω. Άρχισε να ζωγραφίζει στο μπλοκ του αυτό που φαντάστηκε. Ένα μπλε λουλούδι στα οπίσθια μιας γυναίκας, όμως αμέσως φαντάστηκε την κουνιάδα του και μάλιστα όταν έβαλε ένα μικρό πέταλο μπλε στα οπίσθιά της ένιωσε στύση. Αμέσως άρχισε να ζωγραφίζει κι έναν άντρα χωρίς πρόσωπο να περνά τα χέρια του γύρω από το λαιμό της και φαντασιωνόταν ότι ο άντρας ήταν αυτός. Πώς όμως θα το γύριζε βίντεο, ποια γυναίκα θα έφερνε, θα μπορούσε άραγε να πείσει την κουνιάδα του να ερχόταν στο στούντιο;

 

Χαν Γκανγκ

 

Αποφάσισε να πάει στο σπίτι της. Αγόρασε φρούτα και πήγε. Της εξήγησε ότι ήθελε να γυρίσει μία βιντεοταινία καλλιτεχνική και την ήθελε να γίνει το μοντέλο του. Της εξήγησε ακριβώς τι ήθελε να κάνει, κι εκείνη δέχτηκε. Την άλλη μέρα βρέθηκε στο στούντιο. Ενώ η ΓιόνγκΧιε γδυνόταν αυτός άπλωνε κάτω ένα άσπρο υπόστρωμα. Όταν ετοιμάστηκε της είπε να ξαπλώσει μπρούμυτα. Όταν είδε την μογγολική κηλίδα δεν το πίστευε πως την είχε ακόμα. Πήρε τα πινέλα και τις μπογιές και ξεκίνησε από τον αυχένα να σχεδιάζει μισάνοιχτα μπουμπούκια κόκκινα και πορτοκαλιά. Στο δεξιό γλουτό ζωγράφισε ένα ολάνθιστο μοβ λουλούδι μ’ έναν κίτρινο ύπερο. Το μπλε σημάδι το κάλυψε με μια απόχρωση ανοιχτού πράσινου. Κατόπιν της είπε και γύρισε ανάσκελα και της ζωγράφισε ένα τεράστιο λουλούδι από την κλείδα μέχρι το στήθος της. Στο τέλος πήρε την κάμερα κι άρχισε να παίρνει κοντινά πλάνα, απ’ όλο της το σώμα. Όταν τελείωσαν την πήγε στο σπίτι και ξαναγύρισε στο στούντιο  να δει την ταινία. Διαπίστωσε πως ήταν καλύτερη απ’ ότι περίμενε. Ο φωτισμός, οι κινήσεις της, η ατμόσφαιρα, όλα έκοβαν την ανάσα με τον μαγνητισμό της. Αυτή θα ήταν η ταινία με την ονομασία «Μογγολική κηλίδα 1», ήθελε να ολοκληρώσει με την «Μογγολική κηλίδα 2», οπότε έπρεπε να βρει έναν άντρα. Πρότεινε σ΄ ένα φίλο του και συνεργάτη του τον Τσέι. Τηλεφώνησε πάλι στην ΓιόνγκΧιε και της είπε αν θα την πείραζε που αυτή τη φορά θα συμμετείχε κι ένας άντρας. Είπε ότι δεν είχε πρόβλημα οπότε πήγε πάλι την επομένη. Όταν έφτασε στο στούντιο ο γαμπρός της ζωγράφιζε το σώμα του Τσέι κι όταν τελείωσε της είπε να γδυθεί κι αφού δεν είχε χαλάσει τα λουλούδια να πήγαινε δίπλα στον Τσέι. Αυτή μόλις είδε τα λουλούδια στο σώμα του Τσέι αμέσως τα χάιδευε και τράβαγε το σώμα του κοντά της. Ο γαμπρός της μαγνητοσκοπούσε όλες τις στάσεις που έπαιρναν τα σώματά τους. Στο τέλος τους πρότεινε μήπως θα ήθελαν να το κάνουν στ’ αλήθεια, αλλά ο Τσέι αντέδρασε και σηκώθηκε επάνω, ντύθηκε κι έφυγε. Όταν ντυνόταν και η κοπέλα εκμυστηρεύτηκε στον γαμπρό της ότι ήταν υγρή. Αυτός τότε το εκμεταλλεύτηκε κι έπεσε επάνω της. Αυτή τον έσπρωξε και του είπε ότι δεν θέλει να κάνει κάτι μαζί του, αλλά ούτε με τον Τσέι, απλά την είχαν παρασύρει τα λουλούδια, που τα χάιδευε. Τότε της πρότεινε να ζωγραφίσει στο σώμα του λουλούδια και να γυρίσουν την ταινία μαζί. Αυτή απάντησε θετικά. Φεύγοντας από το στούντιο αυτός πήγε και βρήκε μια παλιά του φίλη ζωγράφο και την παρακάλεσε να του ζωγραφίσει λουλούδια στο σώμα του για μια ταινία που θα γύριζε. Μόλις ετοιμάστηκε κατευθύνθηκε προς το σπίτι της ΓιόνγκΧιε. Όταν είδε τα λουλούδια η κοπέλα άρχισε να τα χαϊδεύει. Έστησε αυτός το βίντεο χαμηλά, ρύθμισε το φωτισμό κι αφού ξάπλωσαν κάθε φορά άλλαζαν και στάση. Στην τελευταία σκηνή του σεξ, η κοπέλα έτριξε τα δόντια, στρίγκλισε δυνατά κι αφού του είπε να σταματήσει, άρχισε να κλαίει. Αυτός ήταν πολύ κουρασμένος και κοιμήθηκε αμέσως. Όταν ξύπνησε ήταν μία η ώρα το μεσημέρι. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Εκεί είδε τη γυναίκα του καθισμένη σε μια καρέκλα και μια βιντεοταινία πεταμένη στο πάτωμα. Προσπάθησε να της εξηγήσει, αλλά δεν ήταν σε θέση να καταλάβει. Είχε μάλιστα τηλεφωνήσει σε ψυχιατρική κλινική να στείλουν ασθενοφόρο να παραλάβουν δυο ασθενείς. Στο νοσοκομείο όταν έφτασαν διαπίστωσαν πως ο άντρας δεν είχε ψυχικό νόσημα και τον έστειλαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έγιναν έρευνες και όταν διαπιστώθηκε ότι αυτό που έκανε ήταν σχετικό με το επάγγελμά του τον άφησαν ελεύθερο. Την κοπέλα την κράτησαν και μάλιστα η διάγνωση που βγήκε πολύ γρήγορα ήταν σχιζοφρένεια με ανορεξία, διότι από τη στιγμή που μπήκε εκεί αρνιόταν να φάει.

Ο άντρας της ΊνΧιε δεν ξαναγύρισε στο σπίτι. Εκείνη προσπαθούσε να καταλάβει πώς και γιατί έφτασαν τα πράγματα εκεί. Δεν είχε κανένα παράπονο απ’ αυτόν, γιατί ήταν πάντα ευγενικός, όμως εκείνη δούλευε πολύ και γύριζε πάντα κουρασμένη, αλλά όμως δεν είχε καταφέρει να καταλάβει και την τέχνη του, γιατί δεν ήξερε καν πως υπήρχε η βιντεοτέχνη σαν τομέας τέχνης.

Όσο για την ΓιόνγκΧιε κλείστηκε στον εαυτό της και δεν μπορούσε να επικοινωνήσει μαζί της. Δεν καταλάβαινε πως σκεφτόταν όταν της έλεγε ότι ήταν δέντρο γι’ αυτό πρέπει να τρέφεται μόνο με νερό και γι’ αυτό πρέπει να στηρίζεται με τα χέρια κάτω, που είναι οι ρίζες και να είναι πάνω τα πόδια, που είναι τα κλαδιά. Οι γονείς της και ο αδελφός της την ξέγραψαν την ΓιόνγκΧιε και δεν πήγαν ξανά να τη δουν. Μόνο η ΊνΧιε της έμεινε, γιατί δεν ήθελε να την αφήσει, ήθελε να την προστατέψει, όπως έκανε όταν ήταν μικρή. Η αρρώστια της ήταν σοβαρή και δεν μπορούσε η ίδια η ΓιόνγκΧιε να το καταλάβει. Η αφαγία την έστελνε στον θάνατο. Οι γιατροί έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να την σώσουν, μέχρι σωλήνα της έβαλαν στη μύτη για να ρίξουν εκεί φαγητό, αλλά αυτή άνοιγε πολύ το στόμα της κι έκλεινε τον οισοφάγο και δεν μπορούσε να κατέβει η τροφή. Μάλιστα την τελευταία φορά που προσπάθησαν πετάχτηκε αίμα από το στόμα της. Τέλος ο γιατρός πρότεινε στην ΊνΧιε να την πάνε σ’ ένα μεγάλο νοσοκομείο στη Σεούλ, για να της κάνουν μία ένεση στην καρωτίδα για να κρατηθεί στη ζωή. Τους έβαλαν σ’ ένα ασθενοφόρο και κατευθύνονταν στο νοσοκομείο.

Οι σκέψεις της ΊνΧιε ήταν πολλές. Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κατάντησε έτσι η αδελφή της. Ίσως γιατί ήταν το θύμα του ξυλοδαρμού του πατέρα τους. Ο πατέρας τους έπινε και η ΓιόνγκΧιε ήταν υπάκουη, αθώα, αλλά και ανήμπορη ν’ αποφύγει την οργή του. Είχε απορροφήσει όλον τον πόνο μέσα της, ενώ εκείνη η πιο δυνατή αποφάσισε κι έφυγε από την οικογένεια και δούλευε σκληρά, όμως αυτό δεν ήταν σημάδι ωριμότητας, αλλά τακτική επιβίωσης. Ναι, δεν είχε κάνει τίποτε άλλο παρά μόνο να επιβιώνει, άρα δεν είχε ζήσει πραγματικά. Τελικά όσο φέρνει στο μυαλό της τα δυο σώματα με τα λουλούδια, τώρα δεν της μοιάζουν σαν κάτι το σεξουαλικό, αλλά κάτι το διαφορετικό. Ήταν σαν να μην ανήκαν στο ανθρώπινο είδος. Έμοιαζαν σαν να ήθελαν ν’ αφαιρέσουν το ανθρώπινο κέλυφος.

Το σασί του ασθενοφόρου τραντάζεται πάνω από μια λακκούβα. Φωνάζει η ΊνΧιε το όνομα της αδελφής της, αλλά δεν παίρνει απάντηση. Απλώνει το χέρι της και σχεδόν αμέσως μετά το αφήνει να πέσει. Της μιλά. Καμιά απάντηση. Το βλέμμα της είναι σκοτεινό κι επίμονο.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top