Fractal

Τα συγκεχυμένα περιγράμματα των κόσμων μας

Γράφει η Χαρά Νικολακοπούλου // *

 

Σπύρος Λ. Βρεττός “Ένας αόριστος άνθρωπος”, διηγήματα, εκδ. Γαβριηλίδης 2016

 

«Είναι που είχα νιώσει από το πρωί μιαν αοριστία»

σελ 40

 

Τον  Σπύρο Βρεττό τον γνωρίζουμε ως ποιητή και αυτή είναι η πρώτη του εμφάνιση στον χώρο του διηγήματος, έναν χώρο που γνωρίζει τη δίκαιη αγάπη και προτίμηση του κοινού τα τελευταία 2- 3 χρόνια. Σε μια καλαίσθητη έκδοση των εκδόσεων Γαβριηλίδη, με σχέδιο εξωφύλλου του Λάμπρου Βρεττού, περιλαμβάνονται τα 12 διηγήματα κάτω από τον πολύ ενδεικτικό τίτλο ‘Ένας Αόριστος άνθρωπος’.  Στην πραγματικότητα είναι ένας τίτλος που κρύβει παγίδες. Ένας τίτλος αμφίσημος και πολυεπίπεδος.

Γιατί αόριστος; Θέλει να δηλώσει το πεπερασμένο και το ξεπερασμένο της ανθρώπινης ύπαρξης υπό την έννοια της χρονικής βαθμίδας; Ή εστιάζει στο αόριστο, ασαφές, πολύπλοκο  περίγραμμα των ανθρώπινων συναισθημάτων και εμπειριών; Αυτό μένει να το ανακαλύψουμε σύντομα  ο καθένας χωριστά. Και είναι τελικά μόνον ένας ο αόριστος άνθρωπος; H μήπως η περιρρέουσα αοριστία απλώνει τα πλοκάμια της σε πιο υπόγειες διαδρομές;

Τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και το ονειρικό στοιχείο είναι ασαφή στα διηγήματα του Βρεττού, οι αφηγηματικές τεχνικές και εστιάσεις εναλλάσσονται και φωτίζουν από πολλαπλές γωνίες την συγκεχυμένη, κατακερματισμένη ανθρώπινη περιπέτεια μέσα στη σχετικότητα και την απροσδιοριστία της. Με έξυπνο τρόπο ο συγγραφέας δεν παύει να υπονομεύει τη λογοτεχνική συνθήκη αλλά και την ανθρώπινη κατάσταση μέσα σε έναν κόσμο όπου τα σύνορα έχουν καταρρεύσει και που έχει απολέσει προ πολλού τα ερείσματα και τις βεβαιότητές του.

Εκείνο  που διατρέχει όλα τα διηγήματα του είναι η πρωτοτυπία των θεμάτων, ένα ευφυές χιούμορ και η δύναμη της φαντασίας και της γλώσσας, μια δύναμη που καθηλώνει. Παρόλο που μπορεί ο αναγνώστης να θεωρεί ότι ακούει πράγματα που έχει ξανακούσει, ο Βρεττός καταφέρνει να πετύχει αυτό που κάθε συγγραφέας οφείλει να επιτυγχάνει: να τα αφηγείται μέσα από μια  καινούρια οπτική, να τα κάνει πρωτοφανέρωτα και πρωτάκουστα.  Και όλα αυτά μέσα από το απόλυτα προσωπικό του ύφος.

Ο αμοραλισμός, ο κυνισμός των ΜΜΕ, που με πρόσχημα την αντικειμενική ενημέρωση του κοινού δεν διστάζουν να θυσιάσουν με απάθεια και απανθρωπιά ανθρώπινες ζωές,  ξεσκεπάζεται ανελέητα μέσα από τον χειμαρρώδη μονόλογο μιας ρεπόρτερ που κατηγορείται για πλαστό ρεπορτάζ στη Συρία. Ο κοντός ασήμαντος ανθρωπάκος που αυτοσαρκάζεται και σχολιάζει το μικρό του μέγεθος είναι και αυτός ένας αόριστος άνθρωπος. Πάσχοντας από ηρωική απροσδιοριστία (είναι που είχα νιώσει από το πρωί μιαν αοριστία, εξομολογείται ο ίδιος) και επιθυμώντας να χρεωθεί μια ηρωική πράξη, θα αναδειχθεί στο τέλος σε ήρωα της ημέρας προβαίνοντας σε μια δυσανάλογη για το μικρό του ύψος γενναία όσο και ακατανόητη πράξη. Ευελιξία και πρωτοτυπία και εδώ στην πλοκή.

Ποτέ δεν ξέρεις πού θα σε οδηγήσει η περιπέτεια της γραφής. Ο συγγραφέας σε οδηγεί με σίγουρο χέρι στην έκβαση που ποτέ δεν  υποψιάζεσαι ποια θα είναι. Αν μπορεί να πει κανείς κάτι με σιγουριά είναι πως τίποτα δεν είναι προβλέψιμο στα διηγήματα του Σπύρου Βρεττού. Δεν πατάς σε σίγουρα και πεπατημένα μονοπάτια. Αφήνεσαι απλά σαν το παιδί που αντικρίζει τον κόσμο μέσα από μια καινούρια οπτική γωνία που δεν περίμενες ότι υπάρχει.

Είναι άραγε αόριστος άνθρωπος και ο επίσημος Μάκης που κάνει τα πάντα για να φωτογραφίζεται ανάμεσα στους επισήμους και δίνει αόριστες απαντήσεις όταν τον ρωτούν γιατί το κάνει;

Ή μήπως η μυστηριώδης γυναίκα Χαρά Μαγδαληνού, που ρίχνει μπουκάλια στην παραλία με μηνύματα που απευθύνονται στον αφηγητή, είναι κι αυτή μια αόριστη γυναίκα; Τα κίνητρά της παραμένουν ασαφή, τα περιγράμματα των χαρακτήρων σκιώδη.

Η οικονομική κρίση, η τρομοκρατία, το δράμα των προσφύγων γίνονται άλλοτε το κεντρικό θέμα σε μερικά διηγήματα και άλλοτε αχνοφαίνονται στο φόντο, άλλοτε κάνουν εκκωφαντική την παρουσία τους και άλλοτε βάζουν απλώς την πινελιά που χρειάζεται στην εξέλιξη της ιστορίας.

Αφηγητές στο διήγημα Φωτιά στο Γκαράζ είναι τέσσερις επιβάτες σε ένα καράβι που καίγεται πλέοντας στην Αδριατική. Οι δύο είναι πρόσφυγες, η τρίτη είναι μία μητέρα με το παιδί της και ο τέταρτος επιχειρεί να βγάλει τα χρήματά του στην Ελβετία. Σχόλια ευθύβολα και οξυδερκή για την κρίση, που πολλοί μπορεί να τα έχουμε σκεφτεί αλλά σε αφήνουν  άφωνο με την αμεσότητα και την ευθύτητά τους.

Ψεύτικες σχέσεις και επαφές, όπως τις έμαθες κι εσύ στα χρόνια τα καλά της ευμάρειας και του πλούτου, τότε που η κρίση γεννιόταν και ήταν φανερό ότι κάποτε θα ξέρναγε τα αποτελέσματά της. Την έζησα λοιπόν την κρίση, μην πω ότι τη δημιούργησα κιόλας. Δεν είμαι λαός για να αποσείσω τις ευθύνες μου λέγοντας πως ο λαός ποτέ δεν φταίει. Είμαι μόνο ένας και δεν μπορώ να πω ότι δεν φταίω. Φταίω τουλάχιστον για τη δική μου ζωή, για τη δική μου κρίση.» (Φωτιά στο γκαράζ)

Το κομματιασμένο σώμα, στη θέαση του οποίου επιμένει ο συγγραφέας, είναι άραγε το σύμβολο του κατακερματισμένου εαυτού, το φρικιαστικό σύμβολο μιας Ευρώπης κομμένης στα δύο από σύνορα και φράχτες;

 

Σπύρος Λ. Βρεττός

 

Ο Σπύρος Βρεττός είναι φανερό πως έχει επεξεργαστεί στο έπακρο τη λιτότητα και τη δύναμη των εκφραστικών του μέσων και προφανώς σε αυτό συνετέλεσε  η μακρόχρονη θητεία του στον χώρο της ποίησης. Στιβαρή γραφή χωρίς μελοδραματισμούς και πλαδαρούς συναισθηματισμούς, χωρίς κηρύγματα και ηθικοδιδακτικά σχόλια. Η συγκίνηση και το σοκ πολλές φορές προκύπτει από τη δύναμη της γραφής και όχι από τη φτηνή εκμετάλλευση των κατώτερων συναισθημάτων του οίκτου και της λύπησης. Λόγος κοφτός και άμεσος, λέξεις που καρφώνονται στο μυαλό σαν καρφιά και που σίγουρα δεν θα τις πάρει με τίποτε ο άνεμος.

Το ομώνυμο διήγημα Ένας αόριστος άνθρωπος αφηγείται μια παραλίγο τραγωδία ανάμεσα σε ένα ερωτικό τρίγωνο, με μια μεγάλη πεινασμένη αράχνη να δεσπόζει τρομακτική και να πλέκει τον ιστό της γύρω από τον άβουλο πρωταγωνιστή και τα αόριστα, ασαφή, μπερδεμένα αισθήματά του για την ερωμένη του. Ο ήρωας νιώθει ερωτευμένος με μία δεσμευμένη γυναίκα η οποία ολοένα του διαφεύγει. Όμως εδώ ο συγγραφέας κάνει την εξής καίρια παρατήρηση: “κι ένιωσε καλά μέσα στον ανεκπλήρωτο έρωτά του που δεν τον έβαζε σε κανέναν κίνδυνο. Ένιωσε καλά μέσα στην ωραία του φαντασία.» (Ένας αόριστος άνθρωπος)

Οι ήρωες του Βρεττού διακατέχονται συχνά από περίεργες εμμονές και εδώ υπεισέρχεται ένα υπόγειο, λεπτοφυές όσο και ευφυές χιούμορ. Ο κύριος Κ. για παράδειγμα θα ζήσει μια μέρα αντάξια καφκικού εφιάλτη, τον οποίο ο ίδιος επιθυμεί με όλη του την καρδιά να βιώσει και εν τέλει σκηνοθετεί εν αγνοία του τα γεγονότα με τέτοιον τρόπο ώστε η εξέλιξή τους δεν μπορεί παρά να τον δικαιώσει.

«Από το πρωί που ξύπνησε ο Κ. ήθελε να νιώσει καφκικά. Αν όχι να μεταμορφωθεί σε σκαθάρι, να του συμβεί κάτι πρωτόγνωρο που να του σφίγγει τη ζωή, να τον γεμίζει άγχος τι άλλο φοβερό θα ακολουθούσε. Ηθελε λοιπόν να του συμβεί κάτι σαν αυτό που συνέβη στον Κ., τον ήρωα της ‘Δίκης’ του Κάφκα. Να κατηγορηθεί χωρίς να φταίει και να προσπαθεί μάταια να ξεμπλέξει, ή τέλος πάντων κάτι τέτοιο.» (Γυαλιά τύπου Ρέιμπαν.)

Στον Υπαρκτό  Ιαγουάρο τα απελευθερωμένα ζώα ενός ζωολογικού κήπου που περιφέρονται στην πόλη δημιουργούν μια υπερρεαλιστική ατμόσφαιρα με κινηματογραφικές αναφορές που συνδέεται επιδέξια με την απελευθέρωση των άγριων ενστίκτων μας κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τους δανειστές μας και τη σύνοδο κορυφής.

Τα όνειρα και ο ομιχλώδης τόπος του υποσυνειδήτου παίζουν βασικό ρόλο στην πλοκή κάποιων από τις ιστορίες του. Μερικές φορές μάλιστα δεν μπορείς να ξεχωρίσεις τον ονειρικό κόσμο από εκείνον της απτής πραγματικότητας.

Στο τελευταίο του- πραγματικά απολαυστικό- διήγημα Τάκης… τι Τάκης ρε γαμώτο;  αναφέρεται στη διαδικασία γραφής μιας ιστορίας . Ο συγγραφέας υπονομεύει έξυπνα  τον εαυτό του, παίζει διπλό παιχνίδι με τον αναγνώστη, σαν να του κλείνει το μάτι για να τον κάνει συνεργό του στο αέναο γοητευτικό παιχνίδι της ανάγνωσης και της αφήγησης. Παίζει ακόμα και με το όνομά του και αφήνει αιχμές για περαιτέρω αναγνώσεις και συμπεράσματα.

«Τώρα που έγραψα το πρώτο μου διήγημα, θα πρέπει οπωσδήποτε να βρω τον Βόμβη. Δεν θα τον αναζητήσω όμως ως Σπύρο Βόμβη, αφού είναι φανερό πως ο Βόμβης είναι επώνυμο φανταστικό, αλλά ως Σπύρο… τι Σπύρο, ρε γαμώτο; Κατεβαίνω στην καμπίνα μου για να κοιμηθώ κι έχω την πεποίθηση ότι στο πλοίο υπάρχει ένας φανταστικός τρομοκράτης. Φανταστικός;»

Είχα την έντονη αίσθηση διαβάζοντας το βιβλίο ότι ο συγγραφέας αποκρύπτει στοιχεία, σπέρνει υπόνοιες, κρατάει μυστικά, αφήνει σκοπίμως ασαφές και απροσδιόριστο το τοπίο και τις αληθινές προθέσεις των ηρώων του. Ότι εν τέλει μιλά σωπαίνοντας και αφήνοντας περιθώρια στη συμμετοχική και ενεργό παρέμβαση του αναγνώστη.

«Να αφηγείσαι σωπαίνοντας, γράφει ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, μέσα από υπαινιγμούς που μετατρέπουν το μυστικό σε προσδοκία και σπρώχνουν τον αναγνώστη να επέμβει ενεργά στην ανάπτυξη της ιστορίας με εικασίες και υποθέσεις είναι ένας από τους πιο συνήθεις τρόπους που διαθέτουν οι αφηγητές για να βλαστήσουν τα βιώματα στις ιστορίες τους, για να τις προικίσουν με δύναμη πειθούς.» (Επιστολές σε ένα νέο συγγραφέα)

Κλείνοντας, να πω ότι το βιβλίο αυτό είναι από εκείνα τα οποία επιδέχονται πολλαπλές αναγνώσεις προκειμένου να ξεκλειδωθούν νέοι ορίζοντες και να διαγνωστούν τα πολλαπλά επίπεδα νοημάτων που κρύβονται κάτω από την επιφάνεια.

 

* H Χαρά Νικολακοπούλου είναι φιλόλογος – συγγραφέας.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top