Fractal

‘Όταν ο μύθος συγχέεται με την Ιστορία

Γράφει ο Αθανάσιος Βαβλίδας //

 

Αντρέας Πολυκάρπου, “Μυθιστορείν” (ποίηση), εκδ. Βακχικόν, 2019

 

Ο λόγος του Αντρέα Πολυκάρπου είναι μια εύρωστη ποιητική φωνή που ξεθάβει  και αναμοχλεύει μυθικά και ιστορικά στοιχεία, για να μας μιλήσει παραστατικά για το σήμερα.

Ήδη από την βραβευμένη, προηγούμενη ποιητική του συλλογή “Απρόσωπα Φαγιούμ” είχαμε διακρίνει το έντονο ενδιαφέρον του ποιητή για το κοινωνικό γίγνεσθαι και τις ιστορικές του αναλογίες , για την κατακρήμνιση του ανθρώπου μέσα από πράξεις βίας και διαδικασίες φθοράς, για την ομορφιά της ελληνικής φύσης και τις  επιδράσεις  της. Ωστόσο, τα ποιήματα εκείνης της συλλογής είχαν  μικρότερη έκταση , βραχείς στίχους και πυκνότερη δομή σε σχέση με το “Μυθιστορείν”.  Εδώ, ο λόγος του ποιητή αποκτά ευρύτερες διαστάσεις από κάθε άποψη, σαν πουλί που ξεδιπλώνει τα φτερά του για να πετάξει με τον άνεμο της διαχρονίας.

Με τον ευρηματικό τίτλο “Μυθιστορείν”,  ο Πολυκάρπου μας εισάγει στην ουσιαστική λειτουργία του ποιητικού του λόγου.  Ο μύθος εμπλέκεται με την ιστορία  και τα δυο μαζί αφηγούνται την πορεία του ανθρώπου δια μέσου των αιώνων.  Ο ποιητικός του λόγος έχει αναφορές στον Τρωικό Πόλεμο, στην κλασική αρχαιότητα, στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στη βυζαντινή εποχή, στις σύγχρονες εκφάνσεις των πολεμικών δεινών στην Κύπρο , στις προσφυγικές ροές.

Ο απίστευτος πλούτος που φανερώνει το λεξιλόγιό του, οι συνεχείς μυθολογικές και ιστορικές αναφορές και η συνειρμική ποιητική αφήγηση, δίνουν στα ποιήματα ένα δυναμικό χαρακτήρα που δε γίνεται εσωστρεφής αλλά μεταδίδει το πάθος του στον αναγνώστη. Ο τελευταίος  καλείται να ερευνήσει μόνος του τις διάφορες αναφορές (δεν υπάρχουν παραπομπές ή επεξηγηματικά λήμματα) και να ακολουθήσει τις  πολλαπλές διαδρομές του ποιητικού λόγου (δεν υπάρχουν σταθερά σημεία αλλά άξονες που λειτουργούν παράλληλα ή διαδοχικά).

Με  την έννοια που περιγράψαμε παραπάνω, ο  ποιητής  πετυχαίνει να προάγει   σε σημαντικό βαθμό στοιχεία που προέρχονται  από την ποίηση τόσο του Καβάφη όσο και  του Παπατσώνη. Δηλαδή, σε σχέση με τον πρώτο, διατρέχει ιστορικά γεγονότα (όχι απαραίτητα της ελληνιστικής εποχής)  χωρίς κανέναν διδακτισμό και σε σχέση με τον δεύτερο, προσδίδει  στην θρησκευτική και φιλοσοφική του έκφραση  συγκριτικά  χωροχρονικά στοιχεία.   Η ανάγνωση των ποιημάτων απαιτεί  συχνά την επαναφορά μας, όχι επειδή μας δυσκολεύει ο λόγος του ποιητή, ούτε επειδή μας περιπλέκουν οι μυθικές/ιστορικές αναφορές , αλλά διότι  η  νοηματοδότηση  έχει πάντα κάτι  νέο να μας φανερώσει.

Αξίζουν  ν’ αναφερθούν  κάποια κοινά στοιχεία που επανέρχονται ή σηματοδοτούν  στη βάση τους τη διασύνδεση μυθικών και θρησκευτικών στοιχείων, τις εκφάνσεις  τους  με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά καθενός . Δε μπορεί να είναι τυχαίο ότι η συλλογή ξεκινάει με αναφορά στον μεγάλο  ραψωδό, τον ‘Ομηρο και τελειώνει  με αναφορά στις Μούσες, σα να επικαλείται ο ποιητής την έμπνευσή τους. Τον Όμηρο θα τον ξανασυναντήσουμε στην ποιητική μας περιήγηση, ενώ  συχνά εμφανίζονται οι Μαινάδες, οι Σειληνοί, οι οργιάζοντες Βάκχοι, οι πυροβάτες , όσοι έχουν καταληφθεί από θεϊκή μανία και βιώνουν το επέκεινα. Στη χωρία αυτών των ξεχωριστών υπάρξεων συγκαταλέγεται ο Αίας με τη μανία που τον κατέλαβε πριν αυτοχειριαστεί και  ο Βελλερεφόντης που θέλησε από έπαρση να πετάξει με τον Πήγασο στα ουράνια.

Στο ποίημα “Το Κίτιον Κίμωνι των Αθηναίω”  διαβάζουμε:

“Και άλλοι τόσοι, πιστοί ήσαν στου Διονύσου τα όργια

τότε που οι Βάκχοι κατέκτησαν την Ινδία

φέροντας το φαλλό και της αμπέλου το κλήμα.

Τους κουβάλησε ο Όμηρος στις ραψωδίες του

μα αυτοί όλο και επέστρεφαν στο νησί τους.

Όλο και επέστρεφαν.

Δεν τους ένοιαζε το ταξίδι,

ούτε οι μεθυστικοί λωτοί και τα ερωτικά της Καλυψούς χάδια.

Αυτή η ενάλια και καυσωμένη τούς ένοιαζε γη.

Αυτά τα υγρά βράχια με τις βαθιές ρίζες

που τα έκαιγε το αλάτι της θάλασσας και τα διάβρωνε το κύμα”.

 

Αντρέας Πολυκάρπου

 

Από την άλλη πλευρά, θα συναντήσουμε, μαζί με τον ποιητή, τη “γη των Μακάρων” όπου στις ξέρες αντίκρυ της “σωρεύονται οι λεπρές και καταραμένες ψυχές”,  τους “ξεροκέφαλους Ρωμιούς” που “ακόμα κοιτάνε σε Δύση και σε Ανατολή”, τις “Μαινάδες των ενστίκτων” να λιποψυχούν ” όταν “το σύμβολο είδαν του Σταυρού”,  το Σεράπειο με  τους Δώδεκα του Ολύμπου “που σαν τους Αποστόλους/ εξορίστηκαν σε τοιχογραφίες και σαρκοφάγους”,   τη “Νήσο των Αγίων Αχαιών” που στο ξύλο από τα πεύκα της “αγιογράφησαν των Αχαιών τα πάθη οι περιπλανώμενοι Ρωμιοί”, τον Προμηθέα, αυτόν τον   “Εωσφόρο της μυθολογίας/ που σταυρώθηκε στο Γολγοθά των ειδωλολατρών”.

Έπειτα η Ρώμη, με τον ποιητή να “σχολιάζει” το κτίσιμό της”,  τις εκστρατείες της,  τις κατακτήσεις και τις τυραννικές της εκτροπές. Ο Πολυκάρπου δεν αποφεύγει ούτε περιφέρει με καλλιλογίες τα πολιτικά του σχόλια. Στην έξοχη “Πτώση της Δημοκρατίας” περιγράφει με ηχηρούς στίχους  την επικίνδυνη μεταστροφή που μπορεί να λάβει η δημοκρατία. Στη φαρέτρα του δε μπορούσε παρά να έχει και τόξα προς τη  δεινοπαθούσα Κύπρο, αρκεί να διαβάσει κανείς  το “Θρόνο του Μονοσάνδαλου/15η Ιουλίου”,  τον “Χαμό της Σινώπης”  ή το συγκλονιστικό και γεμάτο πικρή ειρωνεία “Τώρα μπορούμε να σας θάψουμε” για τους αγνοούμενους της Κύπρου.

Υπό αυτό το πρίσμα, αποκτά καινούργιες αποχρώσεις τόσο το “ένας δούλος στην αρχαία Αθήνα”, που εξακοντίζεται κάτω απ’ τον ίσκιο της σύγχρονης Ακρόπολης,  όσο το “κι απέμεινες γέρος”  που κουβαλάει πάνω του  τα σημάδια του μαρτυρίου και της φθοράς  από την αρχαία τυραννία ως τη σύγχρονη εξορία,  τόσο  “ο καθρέφτης του Νάρκισσου” που αντανακλά τη ματαιόδοξη φύση του στα λιμνάζοντα νερά της σύγχρονης νεολαίας, όσο κι ο “νέος ποιητής εν Αθήναις” που χωρίς επαίνους και τυμπανοκρουσίες βουτάει τη γραφίδα του στην αφρισμένη θάλασσα και  ο ίσκιος των στίχων του διαποτίζει  τις Μούσες ερωτικά.

Στο ποίημα “κι απέμεινες γέρος” διαβάζουμε:

 

 

“Το σακάκι σου σκίζεται μα τα συνθήματα χαμένα, λησμονημένα.

Τι να σου κάνουν κι αυτά;

Από τόσα που πέρασαν στόματα βεβηλώθηκαν, φθάρηκαν.

Οι γλώσσες τα πετσόκοψαν και τα τύπωσαν σε χαρτάκια μιας χρήσης.

Δεν χωρούσαν στις τσέπες σου.

Τα αποτύπωσες σε τοίχους εγκαταλελειμμένων σπιτιών

και ετοιμόρροπων κτιρίων.

 

Οι πόλεις, όμως, αναδομήθηκαν.

Οι παλιοί κατεδαφίστηκαν τοίχοι

παίρνοντας στον όλεθρο και τα δικά σου συνθήματα.

Οι μπογιές δεν είναι ανεξίτηλες, πόσο μάλλον οι ψυχές.

Εμψυχωμένοι παρέμειναν μόνο όσοι ξεψύχησαν.

Χαράματα. Στημένοι στο απόσπασμα με ένα γαρύφαλλο στο πέτο.

Ο κρότος του όπλου σκόρπισε τα πέταλα στην ιστορία.

Το σακάκι φθαρμένο, τα συνθήματα ξεπλυμένα απ’ το χρόνο, απ’ τη βροχή.

Κι εσύ απέμεινες για πάντα γέρος”.

 

Οι στίχοι του Αντρέα Πολυκάρπου είναι σαν τις σπίθες της φωτιάς: ξεπετάγονται έτσι μες απ’ το ποίημα, άλλοτε αφήνοντας μια λάμψη, άλλοτε δημιουργώντας νέες εστίες πυρός. Κι ο αναγνώστης μένει μαζί τους, άλλοτε για να φωτίσει το περιβάλλον του άλλοτε για να νιώσει τη ζεστασιά τους μέσα στο ιστορικό γίγνεσθαι. Εδώ ο μύθος συγχέεται κάποτε με την ιστορία, παραμένοντας, ωστόσο, γοητευτικός, ειδικά για τον απαιτητικό αναγνώστη και για εκείνον που αναζητά κάτι διαφορετικό στους ποιητικούς χείμαρρους που διαχέονται στη λογοτεχνική μας πεδιάδα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top