Fractal

«Με μουσική το χάος καταργείται»

Γράφει ο Παναγιώτης Νικολαΐδης // *

 

Σχόλια πάνω στην ποιητική συλλογή «Τα καναρίνια» του Θανάση Γαλανάκη, εκδ. Σμίλη

 

Όπως καταδεικνύει ο συγκεκριμένος στίχος που αποτέλεσε τον τίτλο του παρόντος κειμένου, αλλά και όπως πολύσημα υποδεικνύει ο τίτλος της συλλογής, ο βασικός λόγος για τον οποίο αποφάσισα να αναφερθώ στα καλαίσθητα εκδοτικά Καναρίνια (Σμίλη 2020) -πέρα φυσικά από το εξόφθαλμο γεγονός ότι αποτελούν μια αξιόλογη, παρθενική εκδοτική εμφάνιση- είναι ότι η προτεινόμενη ανάγνωση μας δίνει την ευκαιρία να προβληματιστούμε ξανά πάνω στην ποιητική πρόταση για «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου»,[1] που αποτελεί κύρια τάση της ποίησης σήμερα και έχει επηρεάσει τόσο παλαιότερους όσο και νεότερους ποιητές. Ο λόγος, λοιπόν, για τον πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή Θανάση Γαλανάκη, από τον οποίο δεν λείπει η λογιοσύνη, καθώς πέρα από την ποιητική του ιδιότητα είναι ιδιαίτερα πολυσχιδής. Αδιάψευστο δείγμα των ικανοτήτων του είναι η ψηφιακή Ανθολογία Νέοι ποιητές ενός νέου αιώνα που τρέχει από τον Φεβρουάριο του 2019.

Παρά το νεαρό της ηλικίας του, ο Γαλανάκης αποδεικνύεται χωρίς αμφιβολία στην ανά χείρας συλλογή γνώστης της παραδοσιακής ποιητικής μας παράδοσης, γεγονός που του επιτρέπει να ανοίξει έναν αμφίστομο δημιουργικό διάλογο. Ο νέος αυτός ποιητής, λοιπόν, δεν είναι μόνο δεινός χειριστής-τεχνίτης του μέτρου και της ρίμας, αλλά παράλληλα ανοίγεται με αιρετική διάθεση σε μια δημιουργική διεύρυνση ή ανίχνευση των ειδολογικών και μορφολογικών ορίων του ποιητικού λόγου με τρόπο που το μοντέρνο να νυμφεύεται το παραδοσιακό. Πιο συγκεκριμένα στα ‘αμιγώς’ προσωδιακά Καναρίνια του Γαλανάκη, που όπως ορθά επισημαίνει ο Κώστας Κουτσουρέλης «Το βιβλίο του είναι ένα ευρετήριο τρόπων της κλασικής προσωδίας»,[2] εντοπίζουμε, βεβαίως, την κατά κράτος επικράτηση της παραδοσιακής ποιητικής και τη δεσπόζουσα παρουσία του σονέτου, αλλά παρατηρούμε ταυτόχρονα την έντονη πειραματική διάθεση του ποιητή που διαφαίνεται στον λειτουργικό συνδυασμό λυρικού και αφηγηματικού, στην παιγνιώδη χρήση της ψευδορίμας ή ρίμας καλαμπούρι (με τη σύζευξη, μάλιστα, ελληνικών και ξένων λέξεων), αλλά κυρίως στην παρουσία ποιημάτων πιο σύνθετης αρχιτεκτονικής, όπου η παντοδυναμία της ισοσυλλαβίας του κάθε στίχου και του μέτρου ραγίζει περίτεχνα σε αρκετές περιπτώσεις από την έλλειψη ομοιοκαταληξίας και τη διαβρωτική δράση του διασκελισμούˑ στοιχεία που καταδεικνύουν ότι η επιστροφή στην παραδοσιακή ποιητική δεν γίνεται με κανένα τρόπο με μια παρωχημένη νοσταλγική ή μιμητική διάθεση.

Θεματικά τώρα, και στα δύο μέρη της συλλογής ο ποιητής επιτυγχάνει να μιλήσει τόσο για τα διαχρονικά θέματα του ανθρώπου όσο και για το ποιητικά βιωμένο αποπνικτικό, καταπιεστικό και χωρίς νόημα αστικό σήμερα. Η συχνά ειρωνική, παιγνιώδης και άλλοτε σαρκαστική, αυτοσαρκαστική ή σατιρική και ερωτικά προκλητική ποιητική γλώσσα που χρησιμοποιεί δεν απομυθοποιεί αποκλειστικά και μόνο κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις ή πρακτικές εστιάζοντας στην πραγματικότητα (π.χ. το οικονομικό αδιέξοδο, την αλλοτρίωση, τη γιγάντωση του άστεως), αλλά επεκτείνεται παράλληλα και σε χώρους υπαρξιακούς, συχνά αυτοαναφορικούς και εσωτερικότερους, ανακινώντας στην επιφάνεια διαχρονικά ανθρώπινα προβλήματα. Με άλλα λόγια, παρά την ξεκάθαρη στροφή προς την παραδοσιακή ποιητική, ο Γαλανάκης απορρίπτει τη μονόχορδη σύσταση μιας τετριμμένης, ρομαντικής λυρικότητας, ανάγοντας τις περισσότερες φορές τη σύγχρονή του χαώδη, χωρίς συνεκτικό νόημα περιβάλλουσα πραγματικότητα σε αντικειμενικό υπαρξιακό βίωμα, στο οποίο συχνά δεσπόζει η δραματικότητα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η έντονη μουσικότητα του ποιητικού του λόγου δεν αμβλύνει με κανένα τρόπο τα ιστορικοκοινωνικά και υπαρξιακά βέλη της ποίησης, αλλά αντίθετα τα καρφώνει κατευθείαν στον στόχο τους, καλύπτοντας τον φριχτό συριστικό ήχο του κινούμενου βέλους με μουσική. Κι έτσι:

Με μουσική το χάος καταργείται.

Τραγούδια λέει στη γέννα η μαμμή.

Κι ο στίχος έμμετρα κανοναρχείται.

θα γράψει προγραμματικά ο Γαλανάκης στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής που φέρει τον τίτλο «Μουσική».

 

Θανάσης Γαλανάκης

 

Σημαντικό, επίσης, στοιχείο ως προς την ιδιάζουσα γλωσσική ταυτότητα του βιβλίου αποτελεί το γεγονός ότι αυτή η αίσθηση της απώλειας της ενότητας του μεταμοντέρνου κόσμου, δεν εκφράζεται με μια νηφάλια, στοχαστική, κατακερματισμένη και σκοτεινή ποιητική έκφραση διαμορφωμένη κατά το μοντερνιστικό παράδειγμα του Σεφέρη, αλλά αφενός με τη στροφή στην παραδοσιακή ποιητική και αφετέρου με μια βίαιη, ειρωνική συναρμογή γλωσσών και μια προκλητική ετερομιξία υλικών μέσα στο ίδιο το ποιητικό σώμα. Η ανά χείρας ποιητική συλλογή, επομένως, ενώ φαίνεται να απορρίπτει αξιωματικά την μοντερνιστική σκοτεινότητα και να προκρίνει την καθαρότητα του νοήματος (όσο κι αν προσπαθήσω, το ανείπωτο/ του μοντέρνου μου φέρνει τη θλίψη), επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά τη ριψοκίνδυνη προσέγγιση της ποιητικής γλώσσας, καθώς και την υφολογική της πολλαπλότητα. Πιο συγκεκριμένα η ετερομιξία  διάφορων και ανόμοιων υλικών στη γλώσσα συνιστά πρώτα απ’ όλα ένα γλωσσικό καθρέφτη της ετερομικτικής νεοελληνικής κοινωνίας και ταυτότητας. Είναι στην ουσία ένα κειμενικό πεδίο από σπασμένες εικόνες και διάσπαρτα ερείπια λόγου, όπως ο σημερινός Έλληνας και η σημερινή Ελλάδα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ενώ το σκληρό περίβλημα του ποιήματος παραμένει τις περισσότερες φορές μορφολογικά-προσωδιακά συμπαγές, η γλωσσική μορφή του ποιήματος  έρχεται σε αντιστοιχία με αυτή την τραυματική και άναρθρη αίσθηση του κόσμου, γεγονός που επιβεβαιώνει τη δραστική επίδραση της καρυωτακικής ποιητικής. Σημαίνουσα, πάντως, για μια τέτοια ποιητική συναρμογή είναι ασφαλώς η συχνή εναλλαγή καθημερινού και ποιητικού, γραπτού και προφορικού ύφους και άρα η συμπαράθεση ή ακριβέστερα η συγκρουσιακή σύζευξη ιδιωμάτων που τονίζουν τη διάσταση της γλωσσικής μνήμης. Η δημιουργική σύζευξη, επομένως, λέξεων από διάφορα γλωσσικά περιβάλλοντα (αρχαιοελληνικό, ευαγγελικό, καθημερινό, λυρικό, επιστημολογικό, ειρωνικό, ξενικό κ.ά.) προετοιμάζουν τον αναγνώστη για τη μύησή του σε ένα απαιτητικό ποιητικό ιδίωμα, δείγμα της γλωσσικής ευπορίας του ποιητή, στη μορφή του οποίου φαίνεται να συντίθεται και να αποσυντίθεται ο λόγος της παράδοσης.

Τα καναρίνια, λοιπόν, με τον μελωδικό, ξεκάθαρο νοηματικά και ευχάριστο ήχο που βγάζουν όταν τραγουδάνε μέσα στο κλουβί, παραπέμπουν αλληγορικά στην κοινωνική λειτουργία μιας μουσικής ποίησης που κελαηδεί -περιορισμένη στο μέτρο και τη ρίμα- την αποξενωμένη, χωρίς νόημα, χαώδη και αλλοτριωμένη, μεταμοντέρνα πραγματικότητα. Μια τέτοια ερμηνεία, εξάλλου, υποδηλώνει και το μότο της συλλογής από Τα δεκατετράστιχα του Παλαμά «το τραγούδι, χρυσό κλουβί στ’ απόσκια/ και ξωτικό εσύ μέσα καναρίνι».

Συνοψίζοντας, Τα καναρίνια του Θ. Γαλανάκη αποτελούν μια ευπρόσωπη εκδοτική παρουσία από έναν πρωτοεμφανιζόμενο ποιητή, ο οποίος με τη γνώση της παραδοσιακής και της μοντέρνας ποιητικής παράδοσης, αλλά κυρίως με τον διάλογο που ανοίγει με την ποίηση εν γένει, μας αναγκάζει να παραμείνουμε στο ακουστικό. Κι αυτό είναι νομίζω το κύριο ζητούμενο μιας πρώτης συλλογής. Επιμέρους επιφυλάξεις για την απώλεια και διάχυση της προσωπικής φωνής μέσα στο αυστηρό μετρικό πλαίσιο και για τη μη λειτουργική παρουσία διακειμενικών αναφορών στο ποιητικό σώμα υπάρχουν, αλλά δεν αποτελούν με κανένα τρόπο τον κανόνα. Ο νέος αυτός ποιητής έχει διαμορφώσει πλέον το τοπίο που θα συντελεστεί το άλμα της επόμενής του συλλογής. Διά του λόγου το αληθές, κλείνω το κείμενο παραθέτοντας το δεύτερο μέρος του ποιήματος «Επαίτης».

 

Ο ΕΠΑΙΤΗΣ ΙΙ.

 

Πατήσια ή Άγιος Ελευθέριος, συμπάθα με

καλέ και άξιε αναγνώστη μου, το ξέχασα,

μιας κι η κατάσταση που εκεί αντιμετώπισα

λίγα μου άφησε για μνήμες περιθώρια

(σαμπώς και τούτα που σου γράφω όντως γίνανε;

Πώς να τα ελέγξεις αν δεν ήσουνα στο πλάι μου;

Μα κι άμα ήσουνα, δεν είσαι στο κεφάλι μου

-ό,τι σκεφτώ θα γράψωˑ αν θέλεις ακολούθα με…)

Ανοίγει η πόρτα κι η κοπέλα που όλο κοίταζα

στρίβει και βγαίνει απ’ το βαγόνι –μένω σύξυλος-

ενώ του πόθου την τόση απογοήτευση

ευθύς αμέσως το κουδούνισμα απάλυνεˑ

αναγγελία πως ο χώρος κλιματίζεται

(είχα ιδρώσει απ΄ την τόση εγκαρτέρηση

κι ήμουνα θέαμα οικτρό – του πάθους άνθρωπος).

 

 

 

* Ο Παναγιώτης Νικολαΐδης είναι ποιητής και κριτικός. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές και τρεις μελέτες για τη λογοτεχνία. Η πιο πρόσφατη ποιητική του συλλογή είναι Η νύφη του Ιούλη (Σμίλη 2020).

 

______________

[1] Βλ. τις ενδιαφέρουσες απόψεις του Βαγενά για την κρίση του ελεύθερου στίχου και την εισαγωγή του όρου «επαναμάγευση του ποιητικού λόγου» στο Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία, Πόλις, Αθήνα 2002, σσ. 73-89. Βλ. επίσης Νάσος Βαγενάς, «Η επαναμάγευση του ποιητικού λόγου», Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008.

[2] Κ. Κουτσουρέλης «Είναι η ζωή μου στο βουνό ένα λουλούδι», Bookpress, Παρασκευή, 8 Μαΐου 2020.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top