Fractal

Μια στιγμή παραμυθιού, στου παρόντος χρόνου παρέα.

Γράφει ο Χρήστος Νιάρος //
Φωτογραφίες: Mary Gian //

 

 

 

 

Μια στιγμή παραμυθιού, στου παρόντος χρόνου παρέα.

 

Γειωμένος στην παραλία και στο μεταίχμιο των αναστοχασμών, σε μια μέθεξη απογεύματος, βρέθηκα να συλλέγω κοχύλια και σπασμένα βότσαλα. Σε αυτή την άκρη του ωκεανού, η ομορφιά συνεχίζει να με περπατάει. Λίγο πριν την πτώση μιας ομορφιάς ηλιοβασιλέματος, τα χρώματα από το βάθος τους, από εκεί που φτάνει η ματιά μας, έρχονταν στα σκιρτήματα των κυμάτων σαν γλαροπούλια χορτασμένα. Ως συνοδεία και φάρος μακρινός δείχνανε στην πορεία των βημάτων μου τα κατατόπια και μέχρι που μπορώ να πάω. Κάπου να με πάνε, κάπου να φύγουν με σιγουριά και αθόρυβα υπήρχαν. Στην πλάτη και εμπρός μου γύρο φέρνανε τα ταξίδια μας αλλά και οι αναχωρήσεις τους. Έχοντας ακόμη χρόνο και ακούγοντας τις επιστροφές των επισκεπτών και κατοίκων της περιοχής που αναχωρούσαν σιγά σιγά, το τοπίο συνεχώς άλλαζε. Αλλά και μακρινοί εκδρομείς με τις στιγμές τους χανόντανε, από δίπλα μου, το ηλιοβασίλεμα όλο και πιο πολύ πήγαινε πιο μακριά. Δεν είχα την δύναμη να το συγκρατήσω στα χέρια μου. Να ρίξω ένα δίχτυ, μια απόχη κάτι τέλος πάντων, να το φέρω πιο κοντά. Μάλλον ήτανε κοντά ή εμείς ήμασταν μακριά; Μείναμε μόνοι μας, εμείς, που βρεθήκαμε εκεί. Το ίδιο λέγανε, από πολύ κοντά και οι φωνές του Ρόμπερτ, της Τζένης, της Ελένης και της Μαίρης. Οι ψιθυρισμοί τους σαν γουλιές συμπληρώνανε την γεύση του τοπίου που το πίναμε και ότι γύρναγε στο ποτήρι της καρδιάς, σαν ηχώ στο χρώμα κατέληγε. Βλέπεις ό,τι βλέπω; Χίλιες φωνές το άπειρο, μας βλέπει ανέγγιχτα. Οι γραμμές του, την ώρα που βρίσκουμε τις λέξεις μας, σημάδια στην διαπασών του ιδρώτα, γινόντανε ένα με το κύμα. Χωρίς φόβο, στάζανε οι αναπνοές. Τίποτε τοις μετρητοίς, σαν άρρητο ευχαριστώ. Και από κεί ο ουρανός το ταξίδευε σε άλλα ξέφωτα και λιμάνια. Η άμμος και αυτή υπάκουη άκουγε επιθυμίες και προτάσεις. Μα με το αέρακι, σαν χάδι και αφορμή, χόρευε που και πού τα δευτερόλεπτα. Βουίζουν τα χρώματα, τα παράπονα, οι θαυμασμοί, η ρευστότητα και ότι υπάρχει ανάμεσά μας φτιάχνει την διάθεση και τις καλές προθέσεις. Άλλωστε όταν πας επίσκεψη και χτυπάς την πόρτα σε φίλους, γνωστούς και κολλητούς, πας και με καλή διάθεση και αγάπη αλλά όχι με άδεια χέρια και μίζερη ψυχή. Στην θάλασσα, που δεν έχει πόρτες το σπίτι της, ούτε τοίχους και κουδούνια, τα χέρια σου και όλο σου το είναι, όπως και να ‘ναι, γίνεται ευπρόσδεκτο. Το ηλιοβασίλεμα αυτό, αυτή την στιγμή, δεν μοιάζει με ότι έχω δει, στα μέχρι τώρα μου επαγγελματικά ταξίδια στο Βιετνάμ είπε ο Ρόμπερτ και η Ελένη συμπλήρωσε ότι όλα ταξιδεύουν όταν και όπως τα νιώθεις και με την ανάλογη παρέα χρωματίζονται. Ο καθένας βάζει τα χρώματα που θέλει στο ηλιοβασίλεμα και το πως το ακούει στα αυτιά του είναι πάντοτε διαφορετικό είπε η Μαίρη. Και συμφώνησε και η Τζένη με τα ένα νεύμα των ματιών της. Όλοι κάτι λέγαμε, από την κεκτημένη ταχύτητα των κυμάτων, στην νηνεμία των σπλάχνων και των εσώψυχων μας, στην άβυσσο και στον αφρό τους ακουμπούσαμε. Πειραγμένα και επικείμενα όνειρα και αλήθειες κάνουν και κάνουμε τον κύκλο τους. Θεμελιώδη είναι τα πάντα και δω κοντά στα κύματα, άνετα μπαρκάρουν και μπαίνουν σε μια άλλη σειρά. Ο καθένας μας με το τρόπο του ταξιδεύει. Γίνεται και είναι ταξίδι. Η διάρκεια και η ένταση του μπορεί να ποικίλει. Άλλη αίσθηση των στεριανών δρομολογίων και άλλων της αλμύρας. Εδώ, που δεν υπάρχουν ομπρέλες τα πλήκτρα της μνήμης, κάνουν συναυλία με όργανα τα χρώματα και χωρίς ξαπλώστρες απολαμβάνουν την θέα. Μέχρι να ρθεί και το φεγγάρι στην συντροφιά μας έχουμε ακόμη δρόμο. Ακίνητοι και με ένα στόμα το είπαμε αυτό όλοι μας. Δεν έπεφτε ακόμη η νύχτα και οι πετσέτες που είχαμε απλώσει δεν είχαν μαζέψει υγρασία. Η παρέα του απογεύματος συμφώνησε για το μετά, να το συμπληρώσουμε με ένα παγωτό. Στην παραλιακή έχει και άλλα μαγαζιά και για όλα τις προτιμήσεις. Δεν θυμάμαι πότε ειπώθηκε αυτό και πως. Και η όρεξη ανοίγει, κοντά στα κύματα. Και δεν ρωτάει. Όλα αυτά γίνονται με μορφή παραμυθιού, και οι χρόνοι του πηγαινοέρχονται. Μέχρι να ’ρθεί το μετά, το ηλιοβασίλεμα και οι αποχρώσεις του, άνοιγε πανιά. Ώρες ώρες, στιγμές τις στιγμές, απλά το παρατηρούμε. Είναι σαν την κουρτίνα και την βαλίτσα σου. Αν δεν την σύρεις δεν ξέρεις τι θα δεις και τι θα νιώσεις. Φαίνεται ότι τα λόγια και οι λέξεις, που θα προσθέσεις ή θα αφαιρέσεις σε αυτή την παράσταση που ανοίγεται μπροστά σου αλλά και δίπλα μας δεν χωράει σε κανένα σενάριο, σε καμία σκηνοθεσία. Υπάρχει και η έκπληξη του αυτοσχεδιασμού. Όλα είναι σχετικά ακόμη και αν τα σιωπούμε και τα μοιραζόμαστε. Ακόμη και αν σιωπούνε, τα χρώματα και οι πινελιές που αφήνουν αυτή την στιγμή το αποτύπωμά τους, στου ουρανού το μεγαλείο και την μέθεξη, καμία μα καμία φωτογραφία δεν θα τα αποτυπώσει πλήρως. Μια δεύτερη ευκαιρία σαν πνοή αστεριού τους δίνει νόημα. Το εισιτήριο του, δωρεάν, εξαργυρώνεται στους σταθμούς των ματιών και στην ίριδα τους. Ξυπόλυτες στιγμές, ξεσκέπαστο και το ταξίδι μας συνομιλεί. Στις, στροφές των σταγόνων του, αυτόματα και καταλυτικά, φτιάχνουμε σχήματα με τα δάχτυλα ευλαβικά στην αμμουδιά.

 

 

 

 

Έτσι λοιπόν συμφιλιωνόμαστε με ό,τι υπάρχει. Στην αυθόρμητη διάρκεια που μας χωράει, η εποχή των αναμνήσεων δείχνει τις αντοχές και τις συγκρίσεις της. Το αυθόρμητο δεν μυρίζει. Έρχεται από μόνο του και σε κερνάει. Τίποτε δεν είναι φλύαρο, στην παρέα των στιγμών. Μικρές ενότητες σε ένα μεγάλο κεφάλαιο βιβλίου και χαρμολύπης φλέβα που κάθε μια έχει την σημασία και την στοργή της. Λες και κάνουμε βουτιά στις αποχρώσεις του κίτρινου, χωρίς να το κατακτούμε. Λες και του κόκκινου οι εξεργέσεις, σβήνουν στα χείλη με του κρασιού το ρίγος. Λες και το ρούχο των χρωμάτων, το ξηλώνουμε και το ράβουμε ξανά και ξανά. Ό,τι και να πούμε, ξεδιψάμε, με αυτά που φέραμε, με αυτά που ταϊστήκαμε. Και τα κοχύλια στα δάχτυλά μας, ακόμη και στο μετά τους στην αυλή την σκεπαστή και στα χώματα με τις τριανταφυλλιές και την σκόνη του τραπεζιού, βρίσκουν το τρόπο να ταξιδεύουν.

Είναι η ειδησεογραφία αυτής της στιγμής, λοιπόν, που μας δίνει θέματα και αφορμές για τις κουβέντες και τις εξιστορήσεις μας. Για το τώρα και το μετά μας, για όλα αυτά που τρέχουμε, προλαβαίνουμε, στο πριν τους και στα δεν τους. Άλλοτε συμπερασματικές, άλλοτε κοφτές, άλλοτε αμήχανες οι ματιές και οι ουτοπίες μας ψάχνουν προλόγους και όρια. Η παρέα των στιγμών υπομένει με καλοσύνη τους χρωματισμούς και τα κινητά στο αθόρυβο δίνει και δίνουμε απαντήσεις. Είμαστε δηλαδή σε μια, τρόπο τινά όπως λένε και στα τηλεοπτικά δρώμενα, σε μια «ζωντανή σύνδεση» με τα γεγονότα, αυτής της στιγμής δηλώνουμε παρόν, το τι έγινε και τι δεν έγινε. Οι κυματισμοί της θάλασσας, μέσα στην καθημερινότητα, φτιάχνουν πολιτείες, μικρές, μακρινές, κοντινές. Και όλοι εμείς, οι νοικάρηδες του τόπου και του χρόνου, βλέπουμε το ίδιο έργο σε επεισόδια ή μια και καλή. Πιο μακριά όμως, από του καναπέ τα καλούπια η περιπλάνηση των ματιών, βρίσκει το άλλο της κομμάτι -που πάντοτε μας λείπει ή κάπου υπολειτουργεί – σε αυτή εδώ την πανδαισία του εκτός. Του έξω. Της εποχής και του θέλω και του θέλουμε. Η άλλη της αλμύρα μας περπατάει, όταν συναντιούνται οι παρέες με τα χρώματα, πιάνουν άλλες στεριές, για μια άλλη φορά επανάληψης, κατάνυξης και κάθαρσης. Η αγκαλιά του ουρανού και των χρωμάτων, είναι ανοιχτή και δέχεται τα πάντα. Χειμώνα καλοκαίρι. Και οι αισθήσεις απογειώνονται ανανεωμένες, δίπλα μας, στο πληθυντικό που περπατάμε και κατοικούμε. Σε όλα τα συν και πλην τους δίνουμε τον καλύτερο μας εαυτό και είμαστε παρόν. Σαν μεροκάματο και βόλτα, τα παραμύθια είναι αλήθειες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top