Fractal

✓ Άγγελος Χαριάτης: «Πίσω από κάθε όνομα βλέπω έναν αριθμό ή ένα χρώμα ή μια ψυχική κατάσταση. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έχω δώσει κάθε όνομα και κάθε επώνυμο μετά από πολλή σκέψη»  

Συνέντευξη στη Τζένη Μανάκη //

 

13+1 ερωτήσεις για ένα νέο βιβλίο και τον συγγραφέα του 

Άγγελος Χαριάτης: “Ο κύριος Χι  Εκδόσεις”, Εκδόσεις 24 γράμματα 

 

 

Ο Άγγελος Χαριάτης, γεννήθηκε στην Καλλιθέα Αττικής το 1975 και μεγάλωσε στις γειτονιές του Πειραιά. Έχουν εκδοθεί 10 βιβλία του και έχει συμμετάσχει σε 3 συλλογικούς τόμους. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε λογοτεχνικά περιοδικά, εφημερίδες και το διαδίκτυο.

Το νέο βιβλίο του από τις εκδόσεις 24 γράμματα, είναι ένα αθλητικό αστυνομικό μυθιστόρημα με στοιχεία νουάρ λογοτεχνίας, το οποίο επιφυλάσσει μια ενδιαφέρουσα πλοκή, χωρίς να ακολουθεί την πεπατημένη του είδους.

Η ποδοσφαιρική ομάδα του Ολυμπιακού βρίσκεται ένα βήμα πριν την επισφράγιση της κατάκτησης του Πρωταθλήματος και του Κυπέλλου. Πρόεδρος, προπονητής, παίκτες και οπαδοί είναι έτοιμοι να ανοίξουν τις σαμπάνιες για να το γιορτάσουν, όταν, ξαφνικά, η ομάδα αρχίζει να χάνει το ένα παιχνίδι πίσω από το άλλο. Στο ποδόσφαιρο όμως, όπως άλλωστε και στη ζωή η βεβαιότητα είναι μια αυταπάτη.

 

 

 

 

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

        Ο πορτιέρης είχε πιει τα πρώτα σφηνάκια της βραδιάς, έτοιμος όπως κάθε βράδυ, όχι για να υποδεχθεί τους ανύπαρκτους πελάτες, αλλά για να γίνει ολοκληρωτικά και χωρίς επιστροφή σκνίπα μέχρι να έρθει το ξημέρωμα. Ίδιος με σπίρτο. Έτοιμος να αναφλεγεί και να καεί ολοσχερώς με το πρώτο φως της νέας ημέρας. Πρώτα η σκιά και ύστερα η ύπαρξη του Σωτήρη Παπατριανταφύλλου έστριψαν στη γωνία. Σκυφτός και σκεφτικός, κοίταξε πρώτα δεξιά και ύστερα αριστερά και κάνοντας νόημα εν είδει καλησπέρας, πέρασε το κατώφλι και κατέβηκε τα δέκα σκαλιά που οδηγούσαν στον κυρίως χώρο. Ήταν αυτό που χρειαζόταν. Σκοτεινό, απαλή μουσική που μπορούσε να σε νανουρίσει, αλλά και να σε αποχαυνώσει, με λίγους πελάτες, μετρημένους στα δάκτυλα του ενός χεριού. Δεν θα έβγαζε το καπέλο που φορούσε, ούτε τον σκελετό γυαλιών μυωπίας, ούτε το ψεύτικο μουστάκι που είχε αδέξια κολλήσει στο χείλος του, ούτε την περούκα. Χωρίς να πει κουβέντα σε κανέναν, προσπέρασε τα κορίτσια που κάθονταν, κάπως αδέξια η αλήθεια ήταν, στα σκαμπό μπροστά από την μπάρα, και τράβηξε για να βρει το πιο απομονωμένο τραπέζι, στην πιο απομονωμένη γωνία, του πιο απομονωμένου μαγαζιού στην Τρούμπα.

     

 

 

-Κύριε Χαριάτη, μιλήστε για το νέο βιβλίο σας, ποιο ήταν το έναυσμα της συγγραφής του;  Χρησιμοποιείτε το όνομα μιας γνωστής ομάδας,  υπήρξαν ψήγματα πραγματικότητας που έδωσαν φωτιά στη φαντασία για τη δημιουργία της μυθοπλασίας σας;  

Παρακολουθώντας ένα εύκολο −όπως ορίζεται εντός αθλητικών πλαισίων− ποδοσφαιρικό παιχνίδι της ομάδας μου, ένα κυριακάτικο απόγευμα. Το τέλος του αγώνα βρήκε σχεδόν βέβαιο πρωταθλητή το ποδοσφαιρικό κλαμπ το οποίο υποστηρίζω. Κι εκείνη τη στιγμή, κοιτάζοντας κάπως αμήχανα, ή έστω αδιάφορα, το τελικό σκορ στον φωτεινό πίνακα μπήκε στο μυαλό μου εκείνο το «αν», η μεγαλύτερη υπόθεση, που πάνω της βασίστηκε η ιστορία μου. Τι θα γινόταν αν έχανε εκείνο το παιχνίδι; Συνεχίζοντας τη σκέψη μου: Αν η μία ήττα διαδεχόταν την άλλη μέχρι το τέλος της διαδρομής; Είναι λοιπόν βασισμένο στην υπόθεση της πραγματοποίησης του απίθανου. Επινόησα κατά μια έννοια την πραγματικότητα, ή έστω ένα μεγάλο μέρος αυτής.

 

χετε ασχοληθεί και στο παρελθόν με την αστυνομική λογοτεχνία. Δίνετε μεγαλύτερη βαρύτητα στο ψυχολογικό μέρος του έργου σας ή στην αστυνομική πλοκή;

Εστιάζω, επικεντρώνομαι κυρίως στο ψυχολογικό μέρος. Με ενδιαφέρει να δίνω «βάθος» στους ήρωές μου χωρίς όμως να αμελώ την πλοκή. Το «ποιος το έκανε;» καταλαμβάνει ασφαλώς ένα σημαντικό μερίδιο στα έργα αστυνομικής λογοτεχνίας, όπως κι η συνεχόμενη δράση, με λιγότερη ή περισσότερη συγγραφική δεξιοτεχνία, αδιαφορώντας εν πλήρει συνειδήσει, συγγραφικά εννοώ, για την ψυχοσύνθεση των ηρώων. Η αστυνομική ιστορία ως φόρμα μού δίνει την ευκαιρία να κινηθώ σε πολλαπλά επίπεδα. Είναι ένα είδος που έχει πολλά να προσφέρει, μιας και δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως «κλειστού τύπου», καταφέρνοντας να απεγκλωβιστεί από πλείστες συγγραφικές παγίδες.

 

 

Αν για να αποτυπώσει αληθοφανώς στο χαρτί ο συγγραφέας μια ιστορία, πρέπει κατά κάποιο τρόπο να τη βιώνει γράφοντας, εσάς  ποια σκηνή του έργου, σας προκάλεσε τη μεγαλύτερη δυσκολία στη γραφή;

Με βρίσκετε σύμφωνο. Βέβαια κατά τη διάρκεια της γραφής το λαλίστατο σε αυτές τις περιπτώσεις υποσυνείδητο παρεμβαίνει ουσιωδώς, συντροφεύοντας τον συγγραφέα στην πορεία του έργου. Κάθε σκηνή έχει την εγγενή δυσκολία της, γεννάει εκείνο το δημιουργικό άγχος που οδηγεί τον συγγραφέα στην κατασκευή μιας στιβαρής πλοκής. Οι τελευταίες σελίδες, η σκηνή του τέλους πιο συγκεκριμένα, με δυσκόλεψε περισσότερο, βασανίζοντάς με επί ημέρες. Ένιωθα μετέωρος, ανάμεσα στα «πρέπει» και τα «θέλω» μιας λύσης. Κι ασφαλώς ήθελα να σπάσω κατά μία έννοια τα δεσμά μιας εν τέλει συμβατικής λύσης.

 

Με τη συμμετοχή στο συλλογικό έργο “ Ο ιός” μ’ ένα διήγημά σας, είναι φανερό ότι η πανδημία άφησε το στίγμα στο συγγραφικό σας ένστικτο. Τι ακριβώς σας ενέπνευσε τη συγγραφή του διηγήματος και πως βιώσατε τον εγκλεισμό;       

Ήταν δύσκολες ημέρες. Ένας εχθρός αόρατος που δεν είχαμε τη δυνατότητα να πολεμήσουμε, αλλά ούτε καν να γνωρίζουμε τον τρόπο προφύλαξης, εισέβαλε ετσιθελικά στις ζωές μας, φέρνοντας τα πάνω-κάτω, προκαλώντας τριγμούς στον τρόπο που αντιμετωπίζαμε την καθημερινότητά μας. Ήταν όμως και μέρες περισυλλογής, αναλογισμού της έννοιας της ατομικής ευθύνης, μιας κάποιας στοιχειώδους κοινωνικής συσπείρωσης. Στο Ημερολόγιο Καταστρώματος εν προκειμένω αποτύπωσα −ελπίζω με επιτυχία− την αγωνία, τον φόβο για το άγνωστο, μέσα από τον εσωτερικό −κατά έναν τρόπο− μονόλογο του ήρωα, έχοντας υπό μάλης τη διάθεση της αυτοκριτικής και του απολογισμού πράξεων, λαθών και παραλείψεων.

 

 

 

 

-Στο προηγούμενο μυθιστόρημά σας “Η πόλη των γενναίων” μεταπηδήσατε χρονικά, δημιουργήσατε έναν νέο κόσμο εξίσου σκοτεινό με ό,τι βιώνουμε στο παρόν. Πιστεύετε ότι παρά την οποιαδήποτε φυσική καταστροφή ο άνθρωπος θα συνεχίσει να ζει με τον περίπου ίδιο τρόπο και ρυθμό; Ποιο είναι το στοιχείο που σας ελκύει περισσότερο, ώστε να ασχοληθείτε με τη νουάρ λογοτεχνία και τι είδους έρευνα προτιμάτε να κάνετε, εννοώ στο διαδίκτυο, σε βιβλιοθήκες σε ιστορικά αρχεία ή σε εφημερίδες, ή σε όλα αν χρειαστεί, και πόσο χρόνο είστε διατεθειμένος να ξοδέψετε προκειμένου να γράψετε ένα βιβλίο;

Προσπαθώ −σχεδόν ψυχαναγκαστικά− στις ιστορίες μου να κινούμαι και να δημιουργώ κάτι το διαφορετικό, θέλοντας να ξεφύγω από συνήθη μονοπάτια, αντιμετωπίζοντας κατά μέτωπο τη συγγραφική πρόκληση της δημιουργίας μιας νέας πραγματικότητας. Σχετικά με τις φυσικές καταστροφές, νομίζω πως το ανθρώπινο είδος έχει τη συναίσθηση να συνειδητοποιεί την κρισιμότητα της κατάστασης έστω και την ύστατη στιγμή, αναθεωρώντας, είτε προσαρμόζοντας το περιβάλλον στον τρόπο ζωής του, είτε αντίστροφα.

Όσον αφορά τη νουάρ λογοτεχνία, έχει αναντίρρητα το ενδιαφέρον της. Η σκοτεινή ατμόσφαιρα, το περιθώριο, η μη κανονική, μη λειτουργική ροή των πραγμάτων, οι θλιμμένοι, απογοητευμένοι, τραγικοί ήρωες, επιδρούν σαγηνευτικά στη δημιουργία των ιστοριών.

Κάθε βιβλίο θέλει τον χρόνο του. Είναι μυθιστορήματα τα οποία έχω ολοκληρώσει σε τρεις μήνες και άλλα που απαιτούν σαφώς περισσότερο χρόνο. Η άντληση των στοιχείων μπορεί να προέλθει από οποιαδήποτε πηγή. Εξαρτάται καθαρά από την ιστορία την οποία θέλω να αφηγηθώ.

 

Bασίζετε τους μύθους σε πραγματικούς ανθρώπους ή όλοι οι ήρωές σας είναι δημιουργήματα μυθοπλασίας; Πως επιλέγετε τα ονόματα των χαρακτήρων;  

Οι ήρωές μου είναι επινοημένοι. Ωστόσο κάποιοι εξ αυτών είναι, αν μου επιτρέπεται να το πω, κράματα πραγματικών ανθρώπων. Δανείζομαι από δω κι από κει χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης και στοιχεία του χαρακτήρα τους κι ως άλλος ντίλερ ανακατεύω και μοιράζω την τράπουλα.

Πίσω από κάθε όνομα βλέπω έναν αριθμό ή ένα χρώμα ή μια ψυχική κατάσταση. Μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έχω δώσει κάθε όνομα και κάθε επώνυμο μετά από πολλή σκέψη, έχοντας συνδυάσει πλήθος χαρακτηριστικών.

 

Εμπεριέχονται μέσα στα μυθιστορήματα ή τα διηγήματά σας κάποιοι κρυμμένοι κώδικες που μόνο κάποιοι επίμονοι αναγνώστες μπορούν να “αποκρυπτογραφήσουν” και  πόση βαρύτητα δίνετε σ’ αυτό; 

Θα ονόμαζα τους κώδικες συγγραφικές εμμονές. Υπάρχουν στοιχεία που οι επίμονοι και κυρίως οι συστηματικοί αναγνώστες των έργων μου θα αναγνωρίσουν. Σημαντικά μοτίβα τα οποία παρουσιάζονται στις ιστορίες είναι η μοναξιά, η αποξένωση, η απόγνωση, η φυγή, η μάταιη ελπίδα, χωρίς όμως η τελευταία να εμπεριέχει μοιρολατρικά στοιχεία.

 

Έχετε κατά νου κάποια ιστορική περίοδο που θα σας ενέπνεε, εννοώ η ατμόσφαιρά της, το κοινωνικό γίγνεσθαι, ακόμη και τα πρόσωπα που την χαρακτηρίζουν, ώστε να γράψετε ένα νέο βιβλίο;  

Προτιμώ να κινούμαι σε ιστορίες που αφορούν το παρόν. Επιλεκτικά, συμμετέχοντας σε ανθολογίες, έχω ασχοληθεί με την ιστορική περίοδο της ελληνικής επανάστασης.

Δεν σας κρύβω ότι θα με ενδιέφερε να αφηγηθώ μια ιστορία από τα χρόνια του μεσοπολέμου. Έχω κάνει μια μικρή προετοιμασία, η οποία ίσως με οδηγήσει στη συγγραφή ενός αστικού −θα το ονόμαζα− μυθιστορήματος.

 

Άγγελος Χαριάτης

 

 

-Υπάρχουν κάποιες ηθικές αρχές ή το αντίθετο που σας ελκύουν προκειμένου να δημιουργήσετε έναν ήρωα; Είναι οι κακοί τελικά πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες για τη δημιουργία μυθοπλασίας;           

Δεν ξέρω κατά πόσο οι ηθικές αρχές έχουν χώρο στο πλάσιμο των χαρακτήρων. Μάλλον ως τροχοπέδη λειτουργούν, βάζοντας στεγανά στη φαντασία του συγγραφέα.

Οι καλοί χαρακτήρες ασφαλώς είναι χρήσιμοι στη δημιουργία μυθοπλασίας. Αλλά συχνά βαρετοί, αν δεν υπάρχει το αντίπαλον δέος. Δεν με ενδιαφέρει να γράφω ηθικές ιστορίες για ηθικούς ανθρώπους. Δεν είναι αυτό που μου ταιριάζει.

Ενώ οι κακοί είναι μια άλλη υπόθεση. Αν και ομολογώ ότι χωρίς την καλοσύνη, έστω και ψήγματα αυτής, δεν έχουν την ικανότητα να δράσουν.

Θα έβρισκα περισσότερο ενδιαφέρον σε μια μίξη καλού και κακού. Άλλωστε οι απόλυτα κακοί ή οι απόλυτα καλοί βρίσκονται στα παιδικά παραμύθια, εκεί όπου επιτελούν άλλους σκοπούς, κυρίως ηθικοπλαστικούς.

    

-Θεωρείτε τη γραφή περισσότερο ως μία ευγενή ή ως μια πνευματική ενασχόληση; 

Μια ανελαστική ανάγκη θα έλεγα. Μια ανάδυση του ονείρου στον κόσμο της πραγματικότητας. Σίγουρα η συγγραφή μυθιστορημάτων εντάσσεται χωρίς δυσκολία στο πλαίσιο της χειρωνακτικής εργασίας, πέρα ασφαλώς από την πνευματική προσπάθεια που απαιτείται. Ο μυθιστοριογράφος είναι κατά μια έννοια εργάτης, αχθοφόρος των λέξεων.

 

-Μπορείτε να αναφέρετε μια εμπειρία σας μέσα από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γλώσσας;   

Κάθε φορά που διαβάζω ποίηση. Εκεί οι λέξεις νιώθω να έχουν άλλη βαρύτητα. Την ίδια στιγμή σε απογειώνουν και σε βυθίζουν στα έγκατα της ύπαρξης. Συμβαίνει συχνά να μένω ενεός στα ποιήματα του Σεφέρη, του Καβάφη και του Ελύτη.

 

-Θα σκεφτόσασταν ποτέ να γράψετε ένα έργο με ψευδώνυμο κι αν ναι, για ποιο λόγο θα το κάνατε;  

Νομίζω για την ανάγκη μιας διαφορετικής έκφρασης. Για να πειραματιστώ. Για να κρυφτώ σαν στρουθοκάμηλος από τον ίδιο μου τον εαυτό. Βοηθάει σε πλείστες περιπτώσεις.

 

χετε στενή φιλία με κάποιους άλλους συγγραφείς, κι αν ναι προσφέρει αυτή η φιλία βοήθεια στο να γίνει κανείς καλύτερος συγγραφέας; 

Υπάρχουν φιλίες στον χώρο μας και είμαι ευτυχής που έχω διατηρήσει τις περισσότερες εξ αυτών στο πέρασμα του χρόνου. Ο διάλογος, η ανταλλαγή απόψεων, η κριτική, αναντίρρητα και αναπόδραστα, σε ωθεί να γίνεις καλύτερος συγγραφέας. Είναι η ώσμωση ιδεών που επιδρά εν τέλει καθοριστικά.

 

Πείτε μια πιθανά πραγματοποιήσιμη ευχή για την Ελληνική Λογοτεχνία.

Να βρει τον δρόμο της προς τους αναγνώστες εκτός Ελλάδος. Είναι σημαντικό να ξεφύγει από τα στενά γεωγραφικά όρια. Ασφαλώς δεν υπάρχει μαγικό ραβδί. Θέλει υπομονή, επιμονή, θέληση, ταλέντο από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη.

 

Κύριε Χαριάτη, ευχαριστώ γι αυτή τη συνομιλία!

Ευχαριστώ κι εγώ θερμά !

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top