Fractal

Φιλοσοφική ενατένιση του ανθρώπου και του κόσμου: Η ποίηση του Αλέξιου Μάινα ως αποτύπωση διανοητικών βιωμάτων.

Της Ευσταθίας Δήμου // *

 

 

Η αναμέτρηση με την ποίηση του Αλέξιου Μάινα είναι μια διαδικασία ιδιαίτερα απαιτητική, συνάμα όμως άκρως ενδιαφέρουσα και γοητευτική. Κι αυτό γιατί το έργο του είναι γερά θεμελιωμένο πάνω σε ένα φιλοσοφικό υπόβαθρο που προϋποθέτει μια, πρωτίστως, διανοητική προσέγγιση η οποία, όμως, παρουσιάζει συχνά ρωγμές και στιγμές συναισθηματικής μέθεξης και ενεργής συμμετοχής από την πλευρά του αναγνώστη. Η ποιητική αυτή τάση, που αποτελεί, συγχρόνως, μια θέση και άποψη πάνω στο ζήτημα της ποιητικής δημιουργίας, φαίνεται πως συμβαδίζει με την επιταγή του μεγάλου δασκάλου της ποίησης, του Διονυσίου Σολωμού, ο οποίος, γνωστός για την αυστηρή κριτική και το έλεγχο που ασκούσε ο ίδιος στο έργο του, διακήρυσσε πως «πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους, κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί ό,τι ο νους εσυνέλαβε». Αυτό ακριβώς το δίδαγμα φαίνεται πως, συνειδητά, κάνει πράξη ο Μάινας, οι στίχοι του οποίου εκκινούν από μια εγκεφαλική σύλληψη, φιλτράρονται μέσα στο θυμικό του και καταλήγουν στη μετουσίωσή τους σε τέχνη. Χαρακτηριστική προς αυτή την κατεύθυνση είναι και η πρώτη ποιητική του συλλογή που κυκλοφόρησε το 2011, με τον μαθηματικής και λογικής φύσεως τίτλο Το περιεχόμενο του υπόλοιπου (εκδ. Γαβριηλίδης), κυρίως όμως η δεύτερη που εκδόθηκε τρία χρόνια μετά, το 2014, και τιτλοφορήθηκε με τον απρόσμενο για τα ποιητικά δεδομένα τίτλο Το ξυράφι του Όκαμ.

 

 

Το περιεχόμενο του υπόλοιπου, που συνιστά το πρώτο, νεανικό – στα 36 του χρόνια τότε – ποιητικό κατόρθωμα του Αλέξη Μάινα, φέρει αισθητά τα ίχνη μιας διανοητικής προσέγγισης του ανθρώπου και του κόσμου και καθίσταται μια απόπειρα προσδιορισμού και οριοθέτησης και του ενός και του άλλου. Όπως είναι φυσικό για μια νεανική συλλογή, κυρίαρχη θέση εδώ έχει η εμπειρία και το βίωμα, το οποίο τροφοδοτεί την έμπνευση και μετουσιώνεται σε λόγο, νοούμενο με την πρωταρχική και πρωτεύουσα σημασία του, ως λογική. Στα ποιήματα της συλλογής αυτής βρίθουν οι εικόνες που καταιγιστικά πολιορκούν τον αναγνώστη για να του μεταδώσουν μια διάθεση περισυλλογής και νοσταλγίας. Στους στίχους των ποιημάτων του ο Μάινας αναζητά τον εαυτό του, αλλά και τα διάφορα νοήματα που συνιστούν τη ζωή στο σύνολό της: το νόημα της ομορφιάς, της ευτυχίας και της δυστυχίας, του έρωτα, του χρόνου, το νόημα εν τέλει της ίδιας της ζωής: Θα ’θελα η ζωή να μην είναι/ αυτό το αύθαδες κορίτσι/ που είδαμε να κάθεται με τις φακίδες του/ και τη χοντρή πλεξούδα στη μάντρα/ κι ονομάσαμε σύμβολο/ γιατί κατεβαίναμε για μπάνιο/ μετά τη δύση του ήλιου/ και πλαντάζαμε μέσα μας/ γιατί ξέραμε ότι σημαίνει/ πως δεν είναι αυτό που δείχνει. («Η επιφάνεια του τοίχου»)

Η αναζήτηση αυτή πραγματοποιείται μέσω της ανάμνησης μιας νεότητας πρόσφατης, αλλά και περασμένης, και κάποιων στιγμών που έχουν συλληφθεί σαν φωτογραφικά στιγμιότυπα. Πάνω απ’ όλα, όμως, η ανάμνηση αποκτά τη χροιά μιας αίσθησης και μιας διάθεσης που επανέρχεται και φέρνει μαζί της εικόνες, πρόσωπα, στιγμές. Στη διαδικασία αυτή της ανάκλησης των αναμνήσεων εμπλέκεται και ο χρόνος, την ουσία του οποίου αναζητά ο ποιητής για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το παρόν είναι ουσιαστικά ο «τάφος» του παρελθόντος: Ο χρόνος αρκεί./ Τις κυρτώνει/ σαν φρυγανιές/ που βυθίζει κανείς/ στο γάλα. («Η μνήμη των υλικών»). Αντίστοιχα ο χρόνος, ιδωμένος από την πλευρά του μέλλοντος, λειτουργεί ματαιώνοντας το παρόν με τη βεβαιότητα της παρέλευσης και της οριστικής απώλειας των στιγμών, κατεξοχήν ερωτικών, που βιώνει στο «εδώ» και το «τώρα» ο ποιητής.

Η ποιητική ματιά του Μάινα, σε αρκετά ποιήματα της συλλογής αυτής, γίνεται κινηματογραφική, υπό την έννοια ότι παρακολουθεί την κίνηση, τη στάση, την τοποθέτηση στο χώρο των ανθρώπων, και όχι μόνο, και την αποδίδει περιγραφικά ακολουθώντας μια συγκεκριμένη φορά και πορεία που προσιδιάζει στον τρόπο και την μέθοδο της κάμερας. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Ο κόσμος μετά το βλεφάρισμα», στο οποίο ο ποιητικός φακός εστιάζει σε λεπτομέρειες και συλλαμβάνει τη μεταβολή τους μετά τη μεσολάβηση λίγων δευτερολέπτων: Μέσα στον ήλιο/ μια σαύρα/ πάνω στην πέτρα/ κάτω απ’ το βάτο.// Κάτω απ’ τον ήλιο/ πάνω απ’ την πέτρα/ μέσα στο βάτο. Οι εικόνες που ανακαλεί ή (ανα)δημιουργεί ο ποιητής, κάποιες φορές, συνδεόμενες άμεσα με κάποιο βίωμα ή κάποια ιδέα, συνθέτουν ολόκληρους πίνακες που μπορεί να αποτυπώνουν και συγκεκριμένους, υπαρκτούς τόπους, όπως η Σαντορίνη ή το Ναύπλιο: Το αλαργινό καταύγασμα/ οι ελιές της αλέας προς το μουράγιο/ και κάτω απ’ το γυάλισμα οι καρποί τους,/ και κείνα τα βήματα, πανωφόρια στο κόκκινο κρύο τους/ έτοιμα να χρωματίσουν τα ίδια στενά με τα παγωτάδικα/ δίπλα στ’ ανδρείκελα των προθηκών με τις μικρές πλακέτες. («Ναύπλιο»)

Ξεχωριστή θέση μέσα στη συλλογή έχουν τα ερωτικά ποιήματα, συνήθως ολιγόστιχα, που αποτυπώνουν στιγμές ερωτικού ηλεκτρισμού και συναντήσεων που μένουν μετέωρες ή ματαιωμένες: Ήταν νύχτα./ Το ελάχιστο κούνημα του τσιγάρου της/ ένας φάρος να κρατάει σε απόσταση/ τα καράβια. («Τα βράχια»). Άλλοτε πάλι ο έρωτας προβάλλεται σαν ανάμνηση και σαν αποτίμηση του προσώπου και της στιγμής: Ξεφυλλίζοντας ένα άλμπουμ με φωτογραφίες/ έπεσε το μάτι μου τυχαία/ στη Ζωή-που-δεν-έζησα. Παλιά βγαίναμε πού και πού/ ή κάναμε βόλτες με το πλοίο στο Ρήνο. Όταν προσάραζε στον ντόκο/ το καράβι κατεβαίναμε και πηγαίναμε/ σπίτια μας./ Δεν ήταν καν ψηλή. («Το όνομα της άλλης ζωής»). Ο έρωτας ως θύμηση και μνήμη επανέρχεται συχνά και αυτό ακριβώς καταδεικνύει την πρόθεση του ποιητή να περισώσει τις στιγμές αυτές μετουσιώνοντάς τις σε ποίηση και καταρτίζοντας, με τον τρόπο αυτό, ένα ποιητικό άλμπουμ ερωτικών στιγμών: Δεν ξέρω αν ένιωθα νοσταλγία ή θλίψη τώρα/ ή αν αυτά είναι λέξεις που ήθελα να σκεφτώ./ Άλλωστε εγώ το είχα επιλέξει./ Και ήταν βέβαιο πως κάτι θα έγραφα. («Το πόσο και το γιατί»). Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι το ποίημα «Αν ήσουν», στο οποίο ο έρωτας παρουσιάζεται ως σπαραγμός και, ταυτόχρονα, ως αναγέννηση: Αν ήσουν πουλί θα ’σουν βέβαια αετός – / όχι τόσο για το βασιλικό σου γένος/ και τα ξανθά σου μαλλιά/ όσο για το ράμφος σου στο συκώτι μου.

Από τη συλλογή δεν λείπουν βέβαια και τα ποιήματα στα οποία αποτυπώνεται η αγωνία του νέου ποιητή για την τύχη του έργου του αλλά και για τη θέση του ίδιου μέσα στο ποιητικό σύμπαν. Η αγωνία αυτή αποτυπώνεται έξοχα στο ποίημα «Η κόκκινη χτένα»: Τις αγαπούσα γιατί τις είχα δει στην εφημερίδα/ σε μια φωτογραφία ημερίδας ποιητών/ που έπιανε ασπρόμαυρη τη μισή σελίδα/ όπου στηρίζονταν μεταξύ τους χαρούμενοι όλοι/ με τους αγκώνες στους ώμους/ όσων είχαν προλάβει μια θέση.

Ο προβληματισμοί του ποιητή, είτε αφορούν την τέχνη, είτε τη ζωή, ανοίγουν ένα ευρύ πεδίο αναζητήσεων μέσα στο οποίο χωνεύονται βιώματα, ιδέες, αναμνήσεις, στοιχεία τα οποία ο Μάινας καταθέτει, μελετά και αναπλάθει με την καταλυτική συμβολή της τέχνης του. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι σε όλα γίνονται με έναν τρόπο που μαρτυρεί την προσπάθεια του ποιητή να μετατρέψει το πρώιμο σε ώριμο, την πρώτη του ποιητική απόπειρα σε ανεύρευση της ιδιαίτερης, καθαρά προσωπικής, φωνής και ιδιοσυγκρασίας του.

 

 

Η δεύτερη συλλογή του Αλ. Μάινα που έρχεται τρία χρόνια μετά, συστήνεται με τον φιλοσοφικής υφής τίτλο Το ξυράφι του Όκαμ (εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014). Η φράση αυτή αποδίδει ένα επιστημονικό αξίωμα η πατρότητα του οποίου ανήκει στον Γουλιέλμο του Όκαμ, έναν σχολαστικό φιλόσοφο, φραγκισκανό μοναχό και θεολόγο του 14ου αιώνα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια αρχή που μπορεί κάλλιστα να βρει εφαρμογή στη ζωή του ανθρώπου και η οποία συνίσταται στην παραδοχή ότι δεν πρέπει να κάνει κανείς περισσότερες εικασίες από αυτές που είναι απαραίτητες. Βλέπουμε δηλαδή και εδώ, όπως και στο Περιεχόμενο του υπόλοιπου, μια επιμονή του ποιητή σε θέματα λογικής και διανοητικής τάξεως και μια προσπάθεια να βάλει στον πυρήνα της ποίησής του αναζητήσεις και διαπιστώσεις φιλοσοφικής υφής. Αυτό ακριβώς κάνει το βιβλίο του να μοιάζει μεν πιο δύσκολο και πιο ερμητικό για τον ανυποψίαστο αναγνώστη, από την άλλη όμως προσφέρει ένα άρτιο εγχειρίδιο ζωής και έναν φιλοσοφικό οδηγό υψηλής διανοητικής στάθμης.

Ως προς τη δομή του βιβλίου, αξιοπρόσεκτο είναι το γεγονός ότι όλα τα ποιήματα υποτάσσονται σε ένα συνθετικό σχέδιο, αποτελούν δηλαδή στιγμές που συλλαμβάνει η συνείδηση του ποιητή μέσα στη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου. Η συνθετική αυτή σύλληψη καθιστά Το ξυράφι του Όκαμ μία μάλλον μοναδική στα σύγχρονα ποιητικά δεδομένα περίπτωση, αφού η συγκεκριμένη ποιητική πρακτική, η δημιουργία δηλαδή ποιητικών συνθέσεων, αντί ποιητικών μονάδων, αποτελούσε τακτική των ποιητών του παρελθόντος. Από αυτή την άποψη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρακολούθηση και η μελέτη του τρόπου με τον οποίο ο ποιητής διαμορφώνει αυτή την αλυσίδα των ποιητικών του σκέψεων και εμπνεύσεων που αποτυπώνει στο χαρτί.

Τα ποιήματα της συλλογής, (σχεδόν) όλα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, ανέρχονται σε εξήντα ένα τον αριθμό και τιτλοφορούνται με έναν τίτλο περιγραφικού ή αποφθεγματικού χαρακτήρα, που συνοδεύεται σχεδόν πάντα από τη δήλωση της χρονικής στιγμής, σε ώρες και λεπτά, την οποία αποτυπώνει. Ο χρόνος ξεκινά αόριστα πριν την ανατολή του ηλίου και κλείνει τον κύκλο του στις 06.09 π.μ., καλύπτει δηλαδή ένα ολόκληρο εικοσιτετράωρο που δεν συμπίπτει μόνο με τη διάρκεια ενός ημερονύχτιου, αλλά μπορεί να αντιστοιχεί και στον κύκλο της ζωής. Μέσα σε αυτόν το χρόνο ο ποιητής πραγματοποιεί μια περιήγηση στο χώρο, στα πρόσωπα, αλλά και στα συναισθήματα και τις ιδέες. Καλύπτεται δηλαδή μια μεγάλη γκάμα θεμάτων που ξεκινά από την ποιητική ενατένιση ζητημάτων φιλοσοφικών, που αποκαλύπτουν εμμέσως στοιχεία της βιοθεωρίας του ποιητή, συνεχίζει με ποιήματα για την ποίηση, τον ποιητή και τη διαδικασία της ποιητικής δημιουργίας, εκτείνεται σε αναμνήσεις και στιγμές καθαρά προσωπικές με κυρίαρχο το ερωτικό βίωμα, και καταλήγει σε προβληματισμούς κοινωνικοπολιτικής φύσης. Τα σύνορα, φυσικά, σε αυτές τις τέσσερις κατηγορίες ποιημάτων δεν είναι σαφή και ευδιάκριτα, αφού πολλές φορές δύο ή περισσότερες από αυτές συμπλέκονται, συνυπάρχουν και συλλειτουργούν μέσα στο ίδιο ποίημα.

Στην πρώτη ομάδα εντάσσονται τα ποιήματα που σχηματοποιούν, κατά κάποιον τρόπο, την κοσμοθεωρία του ποιητή, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται τον κόσμο, τον Θεό, τον χρόνο, την ανθρώπινη ύπαρξη και, κυρίως, τις ανθρώπινες σχέσεις. Η αντίληψη που έχει για την ανθρώπινη οντότητα προδίδεται στους στίχους που ακολουθούν και που μαρτυρούν μια μάλλον απαισιόδοξη οπτική, που έχει τις καταβολές της στην αρχαία ελληνική λυρική ποίηση: Ίσως νιώθουμε μερικοί και κουτσουρεμένοι/ γιατί είμαστε σύμβολα και μετωνυμίες κι εμείς οι ίδιοι/ αλλά είναι δύσκολο να πούμε τι συμβολίζουμε./ (Είμαστε ασκήσεις της φθοράς). («(18:24) Μολύβι για έναν»). Με τον ίδιο περίπου τρόπο αντιλαμβάνεται και την περίοδο της νεότητας του ανθρώπου, σαν κάτι δηλαδή που μοιάζει να μην υπήρξε ποτέ πραγματικά, αλλά και τα όνειρα ή τα σχέδια που αποδεικνύονται πως είναι χτισμένα πάνω σε σαθρό έδαφος, που αποτελείται από τα ερείπια των παλιών, ματαιωμένων ονείρων. Πρόκειται ουσιαστικά για ένα ντόμινο με το οποίο παρασύρονται η μια μετά την άλλη οι ελπίδες του ανθρώπου και οδηγούνται στην κατάρρευση και τον αφανισμό: Πάνω στα ερείπια των ονείρων μας/ πάνω στη διάβρωση/ χτίζουμε νέες επαύλεις./ Αλλά μένει η αίσθηση του ερειπίου./ Τα σκυλιά μας αφοδεύουν ανάμεσα στα κιονόκρανα. («(21:12) Ανάμεσα στη λήθη και την προβολή»). Η σχέση του ανθρώπου με το χρόνο προσεγγίζεται με έναν ιδιαίτερο τρόπο στο ποίημα «(05:27) Αν πας να σκεφτείς, πέφτεις και μεταβάλλεσαι», όπου οι δύο αυτές έννοιες συμπλέκονται σε τέτοιο βαθμό ώστε η μία να αντανακλά την άλλη, ο χρόνος να γίνεται άνθρωπος και ο άνθρωπος να ταυτίζεται με το χρόνο: Γιατί/ το μέλλον μάς ξεπερνάει/ δηλαδή εμείς ως άλλοι πια/ ξεπερνάμε τους εαυτούς μας.

Χαρακτηριστικό επίσης είναι το πρώτο ποίημα της συλλογής «(Πριν την ανατολή)» που διερευνά τη σχέση αλήθειας και ψέματος: Αν μόνο το ψέμα/ είναι ευτυχία/ τότε ας είναι αλήθεια/ μόνο ό,τι μας κάνει ελεύθερους. Το ίδιο ζήτημα απασχολεί τον ποιητή και στο ποίημα «(Μετά τη δύση) Όλη μέρα βράδιαζε», το οποίο έρχεται δώδεκα ώρες μετά, δώδεκα ώρες περισυλλογής και περίσκεψης, να ανατρέψει το πρώτο με μια μέθοδο και έναν τρόπο γνωστό στη φιλοσοφία, αυτόν της αναίρεσης της πρώτης άποψης και υιοθέτησης της ακριβώς αντίθετής της: Κι αν μόνο το ψέμα/ είναι ελευθερία/ τότε ας είναι αλήθεια/ αυτό που θα μας δίνει νόημα./ (Απελπίσου αλλά συμμάζευε).

Στη δεύτερη μεγάλη ομάδα ανήκουν τα ποιήματα ποιητικής, τα ποιήματα δηλαδή με τα οποία ο Μάινας καταθέτει τη δική του μαρτυρία για τη στιγμή της συγγραφής ενός ποιήματος, αλλά και τη δική του άποψη για την τέχνη του. Γράφω δεν θα πει δημιουργώ/ θα πει διαχειρίζομαι, επισημαίνω./ (Νεωτερισμοί και ανατροπές είναι έργα του αναγνώστη.)/ Γράφω σημαίνει ξαναγράφω, ομολογώ τι διάβασα./ Χαρτογραφώ ένα μονοπάτι – θα πει στο ποίημα «(7:12) Η πάλη της αντάρας με το σύθαμπο», στο οποίο αργότερα αναγνωρίζει την αδυναμία του ποιητή να ελέγξει το υλικό του. Αλλού πάλι αναφέρεται στη δυσκολία του ποιητή όχι μόνο να κατακτήσει, αλλά και να προσεγγίσει το ποιητικό αποτέλεσμα, στην παραίτηση που έρχεται αναπόφευκτα να δημιουργήσει ένα κενό το οποίο έρχεται να καλύψει η Μούσα που συντρέχει τους ποιητές: Το ποίημα γράφεται ενώ γράφω ένα άλλο/ που δε θα γραφεί./ Η συμβολή της μούσας στην ολοκλήρωση το έργου/ είναι το αίσθημα της παραίτησης. «(Για χθες) Θλίψις δευτέρα φύσις». Εδώ παρακολουθούμε μια αποδόμηση και μια απομυθοποίηση της παραδοσιακής άποψης για την ποιητική δημιουργία η οποία θεωρούνταν περισσότερο αποτέλεσμα οίστρου παρά σκληρής και επίπονης μάχης με τη γλώσσα και τις ιδέες.

Για τον Μάινα η ποίηση είναι το αποτέλεσμα μια αυτόφωτης ανάγκης, όπως λέει στο ποίημα «(09:45) Η γραμματική ως φυσιολογία». Αποπειράται μάλιστα να δώσει ο ίδιος έναν ορισμό της ποίησης ξεκινώντας αντίστροφα, υποστηρίζοντας δηλαδή ότι το ποίημα το ορίζει η αναγνωστική πρόσληψη: Δεν υπάρχει ποίηση/ υπάρχει μονάχα ποιητική πρόσληψη κειμένων./ Ποιητική πρόσληψη είναι ένα είδος/ ακουστικής προκατάληψης./ Είναι μια κατάφαση της μεταφυσικής/ μπροστά στα βαρετά κουφάρια των σημαινόντων. («(10:33) Ο Χαίλντερλιν και η ουσία της ποιητικής απόλαυσης». Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η ποίηση νοηματοδοτείται από τον αναγνώστη της, έτσι και η τέχνη νοηματοδοτείται και προσδιορίζεται ως τέτοια, κατά την πρόσληψη. Ιδιαίτερη θέση έχουν μέσα στη συλλογή τα ποιήματα τα οποία σφραγίζονται από τον προβληματισμό περί της σκοπιμότητας και της ανταμοιβής που προσφέρει η ποίηση και ολοκληρώνουν έτσι τη συζήτηση περί ποιήσεως.

Στην τρίτη κατηγορία εντάσσονται τα ποιήματα που συνθέτουν μια ημερολογιακής φύσεως ποιητική κατάθεση του αφηγητή-ποιητή, ο οποίος δεν διστάζει να μιλήσει για την πάλη με τον ίδιο του τον εαυτό, τη μοναξιά, τη θλίψη που σφραγίζει την ύπαρξη του, τις φιλικές και, κυρίως, τις ερωτικές του σχέσεις και τον τρόπο με τον οποίο αυτές διαμορφώνονται, συντηρούνται, αποδομούνται και μεταβάλλονται, για τον αντρικό εγωισμό που αδικαιολόγητα διέπει την συμπεριφορά του, για το πέρασμα του χρόνου που μετατρέπει τον άνθρωπο από παιδί σε φωτογραφία παιδιού. Οι ερωτικές στιγμές αποδίδονται έξοχα σε στίχους που συλλαμβάνουν όχι μόνο το συναίσθημα αλλά και την εκλογίκευσή του, ενώ, σε άλλα ποιήματα στο μικροσκόπιο μπαίνει η αγάπη και ο τρόπος με τον οποίο αυτή μπορεί να αγγίξει και να κατακτήσει τους ανθρώπους. Ξεχωριστή θέση έχει εδώ το ποίημα «(22:26) Μπράιγ για τα μάτια σου», στο οποίο παρουσιάζεται ο έρωτας ιδωμένος μέσα από το πρίσμα του πολέμου. Πάθος, πολιορκία, εκδικητικότητα και μια εικόνα ομηρικής προέλευσης συνθέτουν από κοινού το ποίημα αυτό: Αφού κάθισε ανάμεσά μας ο πόλεμος/ βγάλε τη λύρα/ εγώ θα κάνω τον Αχιλλέα/ εσύ κάνε τα τείχη. Άλλοτε πάλι ο έρωτας προβάλλεται ως ενοχή, άλλοτε ως κάτι το ανεξήγητο και ανερμήνευτο, άλλοτε ως έλλειψη, άλλοτε ως η δύναμη που διαλύει το φόβο και άλλοτε ως κάτι μάταιο που φέρει πάνω του τα ίχνη της διάψευσης και του κενού. Χαρακτηριστικοί αυτής της τελευταίας περίπτωσης είναι οι στίχοι από το ποίημα «(23:43) Σε ψάχνω απ’ το Ηώκαινο κι απ’ τα κνιδοσπορίδια»: Κι ο έρωτας: η τέχνη να υπόσχεσαι στον εαυτό σου/ μια πληρότητα διαρκώς αναβαλλόμενη. Οι τελευταίοι αυτοί στίχοι ανακαλούν ίσως τους αντίστοιχης θεματολογίας στίχους του Ντίνου Χριστιανόπουλου, ο οποίος ορίζοντας τον έρωτα λέει πως Είναι προπάντων επαλήθευση της μοναξιάς μας/ όταν επιχειρούμε να κουρνιάσουμε σε δυσκολοκατάχτητο κορμί («Έρωτας»)

 

 

 

Στην τέταρτη, τέλος, ενότητα ο Μάινας ανοίγεται σε άλλους ορίζοντες, ακραιφνώς κοινωνικοπολιτικούς. Εδώ θίγονται ζητήματα όπως η ανεργία των νέων, η τύχη των συνομήλικων του ποιητή, της γενιάς που βίωσε την κρίση με όλες της τις συνέπειες, η πτώση και η κατάπτωση της Ελλάδας, ο ευκαιριακός και χρησιμοθηρικός χαρακτήρας των προεκλογικών ενεργειών. Χαρακτηριστικοί της εικόνας που έχει ο ποιητής για τη σύγχρονη Ελλάδα είναι οι στίχοι: Βγήκα έξω. Μεγάλες μπαταρίες ήλιου./ Μου ’ρθε σχεδόν να μιλήσω με αγνώστους./ (Φθίνει η Αθήνα και τα μήλα. Η αγέρωχη πολίχνη./ Που φέραμε το φως στα κουνουπίδια.)/ Ω Ελλάδα/ ό,τι δεν είναι κάτω/ ό,τι ακόμα μένει. («Nova Atlantis (12:48), Μη γελάς θα υπάρχεις κι αύριο»). Μια αντίστοιχη εικόνα, μια εικόνα πλήρους και ολικής καταστροφής αποτυπώνεται και στο ποίημα «(Εξάχνωση πεζοδρομίου, 01:01) Μπροστά σου δεν υπάρχει οδός και πίσω σου χαλάει»: Πάνω απ’ τις στέγες η εκπνοή της στάχτης/ αναζητεί κάτι ακόμα να κάψει.

Σε αυτή την ομάδα ποιημάτων, ίσως περισσότερο από τις υπόλοιπες, συναντά ο αναγνώστης τους πιο δυνατούς, καίριους και καταλυτικούς στίχους της συλλογής, οι οποίοι, αν απομονωθούν από το ποίημα, καταδεικνύουν σε μεγάλο βαθμό την ψυχολογική φόρτιση και, συγχρόνως, το φορτίο που κουβαλά ο ποιητής και που το εναποθέτει μέσα στο ποίημα. Χαρακτηριστικοί είναι, για παράδειγμα, οι στίχοι: Νεαροί παππούδες. Πράσινα παγκάκια, ή Και τα μόνα πραγματικά ταξίδια είναι τα συναισθήματα, ή π.χ. Κι έτσι/ αυτό που σήμερα υποτιμάμε ως οξύμωρο/ αύριο θα το παραδεχτούμε ως διάψευση.

Σε όλη την έκταση της συλλογής και κυρίως στα ποιήματα εκείνα που είναι λιγότερο φιλοσοφικά, μπορεί να διακρίνει κανείς την περιγραφική δύναμη του ποιητή όχι μόνο σε πραγματικές καταστάσεις, αλλά και σε φανταστικές. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το ποίημα «(Felix aestheticus, 08:56) Επί τη βάσει άνυδρων νερόλακκων): Το φως του παντζουριού σχεδιάζει στο χαλί/ την κάτοψη ενός δάσους/ με εξωτικά πουλιά, έντονα έντομα/ και θεόρατες ρίζες που βγαίνουν απ’ το νερό. Αλλά και το ποίημα «(Ars est percipere, 18:55) Μονάχα η πλάνη είν’ η καρδιά» ξεκινά με μια εικόνα μοναδικής κίνησης, μια εικόνα καθαρά κινηματογραφική που αγκαλιάζει ένα σύνολο επιμέρους εικόνων που είτε συνυπάρχουν, είτε διαδέχονται η μία την άλλη: Όταν βρέχει το βράδυ και ξεβάφει η στίξη/ χοροπηδούν οι κισσοί στους πασσάλους/ το μπαζωμένο κήτος της ακτής φουσκώνει/ τα λιμάνια παραμονεύουν παραθαρρεύουν/ τα μυρμήγκια/ περισχοινίζουν το σάπισμα/ των καρπών παραβγαίνουν/ στα χρώματα που μουσκεύουν/ τα πλακάκια όπου ρίχνονται/ σύννεφα σκεπασμένα από σκόνη/ τ’ αγιόκλημα συστρέφεται/ στο υπόστεγο που απομονώνει/ ο άνεμος διαμηνύει. Η εικονοποιητική δύναμη του ποιητή δεν εκδηλώνεται μόνο στις πολύστιχες συνθέσεις, αλλά και στα ολιγόστιχα ποιήματα που χτίζονται πάνω στο σχήμα της παρομοίωσης, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο παρά η πιο συντομευμένη μορφή μιας εικόνας. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «(19:08) Έξι συνώνυμα του Γκέοργκ Χάυμ» που αποτελείται από δύο παρομοιώσεις, η πρώτη αντλημένη από τον κόσμο των πραγμάτων, η δεύτερη από τον κόσμο της φαντασίας: Μεγάλα ρόδια/ σαν καρδιές/ με ρωγμές/ σαν απογεύματα/ στα τέλη/ του λυκείου.

Αξιοπρόσεχτο επίσης είναι το γεγονός ότι ο ποιητής σε αρκετά από τα ποιήματά του αποπειράται να ορίσει κάποιες έννοιες, συνήθως αφηρημένες, και ο ορισμός αυτός συνιστά όχι μόνο τον πυρήνα, αλλά και την ουσία του ποιήματος. Τα νιάτα, η ομορφιά, ο έρωτας, ο λόγος και η πράξη, ο Θεός, φιλτράρονται μέσα από την ανατρεπτική ματιά του Μάινα και προβάλλονται στην αναγνωστική συνείδηση μέσα από την αποδόμηση και την εκ νέου σύστασή τους.

 

Το σύνολο της εκδεδομένης ποιητικής παραγωγής του Αλέξιου Μάινα αποδεικνύει περίτρανα ότι η ποίηση πάνω και πέρα από όλα είναι στοχασμός. Και είναι στοχασμός γιατί προϋποθέτει πρωτίστως τη λειτουργία της νόησης, ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες που διερευνώνται και προσεγγίζονται πλευρές του ασυνείδητου. Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι εξοβελίζονται ο συναισθηματισμός ή οι ποικίλες εκφάνσεις ενός έντονου ψυχισμού. Εκείνο όμως που επιχειρείται είναι η υπαγωγή τους σε μια λογική και, ακόμα περισσότερο, σε μια ηθική που έχει σημείο αναφοράς τη νόηση.

Πέρα από ένα σύνολο ποιημάτων που συναποτελούν μια διερεύνηση του εσωτερικού κόσμου του ποιητή και μια απολογία συναισθηματικής υφής, τα βιβλία αυτά συνιστούν και μια πρόταση καλλιτεχνικής δημιουργίας, μια αποκάλυψη δηλαδή του τρόπου με τον οποίο ο Μάινας αντιλαμβάνεται και τεχνουργεί τους στίχους του. Πολλά είναι τα ποιήματα εκείνα στα οποία προσφέρεται ένας οδηγός ποιητικής τάξης και μια περιήγηση στο εργαστήρι του ποιητή. Η φωνή του Αλέξη Μάινα είναι καθαρή, σαφής, ακριβής, είναι καίρια και γι’ αυτό ακριβώς καταλυτική. Ο ποιητικός του λόγος ξεχωρίζει γιατί έχει το χαρακτήρα μιας απόφανσης, συνάμα όμως και ενός προβληματισμού που θέτει υπό αμφισβήτηση και περαιτέρω συζήτηση την απόφανση αυτή.

 

 

 

* H Ευσταθία Δήμου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασσική και Νεοελληνική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών όπου εκπόνησε τη διδακτορική της διατριβή με θέμα τις θεατρικές διασκευές πεζογραφημάτων. Εργάζεται ως φιλόλογος στη Δημόσια Μέση Εκπαίδευση. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές Στη Σπορά των αστεριών (Νέος Αστρολάβος/Ευθύνη, 2011) και Σονέτα (Gutenberg, 2016). Άρθρα, διηγήματα και ποιήματά της έχουν δημοσιευθεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά λογοτεχνικά περιοδικά. Το 2011 ήταν υποψήφια για το βραβείο καλύτερου νέου ποιητή στο 32ο Πανελλήνιο Συμπόσιο Ποίησης.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top