Fractal

Βρεττανικός φασισμός στα πρόθυρα του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

 

 

Patrick Hamilton, “Πλατεία Χανγκόβερ”. Μετάφραση: Κατερίνα Σχινά. Επίμετρο: Νίκος Μάντης. Εκδόσεις Στερέωμα, 2019

 

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, το όνομα του βρεττανού θεατρικού συγγραφέα και μυθιστοριογράφου Πάτρικ Χάμιλτον, ήταν γνωστό για τα δημοφιλή θεατρικά του έργα Βρόγχος (Rope, 1929) και «Gaslight» (1938) που έγινε γνωστό επίσης ως Angel Street, τα οποία είναι και τυπικά της συγγραφικής του παραγωγής. Ο Χάμιλτον (1904-1962) άρχισε να δημοσιεύει τα κείμενά του από τις αρχές της δεκαετίας του ’20 και το βιβλίο «Πλατεία Χανγκόβερ» (Hangover Square, 1941) ήταν το όγδοο μυθιστόρημά του. Όπως και στα προηγούμενα μυθιστορήματα, έτσι και το περιεχόμενο αυτού του βιβλίου έχει να κάνει με τα συνήθη θέματα που απασχολούσαν επίμονα τον συγγραφέα και τα οποία περιστρέφονταν από τοπογραφικής σκοπιάς στις ίδιες και γνωστές περιοχές. Είναι ένας κόσμος που ανήκει στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις και χάνει το χρόνο του χαζολογώντας, πίνοντας και καπνίζοντας σε πανσιόν, σε απόμερα μέρη του Λονδίνου του μεσοπολέμου, παμπ, κινηματογράφους και αίθουσες διαφόρων κοινωνικών εκδηλώσεων. Οι χαρακτήρες του, μιλούν ο ένας στον άλλο με αφόρητα συνηθισμένες λέξεις και καθημερινές εκφράσεις. Λίγα φαίνεται ότι εκστομίζονται  σε αυτές τις συνομιλίες, αλλά υπονοούνται μάλλον πολύ περισσότερα. Ο Χάμιλτον ενσωμάτωσε και συγκεκριμένες πτυχές της  προσωπικής  του ζωής στις αφηγήσεις των διαφόρων βιβλίων του. Ένα άλλο σημαντικό χαρακτηριστικό του χαρακτήρα του ήταν η υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ η οποία σταδιακά του προκάλεσε κίρρωση ήπατος από την οποία τελικά και κατέληξε. Οι σκηνές στις παμπ στα μυθιστορήματά του είναι προϊόντα της παρατήρησης και της στενότερης αντίληψής του για τους ανθρώπους και για τη γλώσσα που χρησιμοποιούσαν στο παρακμιακό περιβάλλον  τέτοιων χώρων. Για τον Χάμιλτον, η βρεττανική παμπ είναι ένας δημοφιλής κοινωνικός χώρος, αλλά την ίδια στιγμή αποτελεί και έναν μοναχικό χώρο και έτσι τα θέματα της ατομικής απομόνωσης και της αποξένωσης είναι πάντα παρόντα και δημοφιλή στα γραπτά του. Η «Πλατεία Χανγκόβερ», είναι για πολλούς το πιο αγαπημένο από τα μυθιστορήματα του Πάτρικ Χάμιλτον. Στη γνωστή συνοικία του Ερλ’ ς Κορτ του Λονδίνου, ο Τζωρτζ Χάρβεϊ Μπόουν, επιδιώκει με κάθε μέσο και τρόπο να κατακτήσει την καρδιά της τυχοδιώκτριας, και φιλόδοξης νεαρής στάρλετ, Νέττα Λόνγκντον. Αυτό που η ίδια και οι φίλοι της στα μπαρ εκείνης της γειτονιάς, συμπεριλαμβανομένου του πιο στενού Πήτερ, δεν συνειδητοποιούν, ειδικά στην αρχή,  είναι ότι ο Μπόουν βιώνει κάποιες νεκρές στιγμές στο κεφάλι του στις οποίες συνειδητοποιεί ότι πρέπει να σκοτώσει οπωσδήποτε τη Νέττα. Έτσι, η ψυχολογική ένταση στο κείμενο προέρχεται από την αναμονή της εν λόγω ακραίας πράξης εκ μέρους του Μπόουν.

Μπορεί ίσως οι δύο βασικοί χαρακτήρες της αφήγησης να είναι ο Τζωρτζ Μπόουν και η Νέττα Λόνγκντον, αλλά και ο Πήτερ διατηρεί κεντρικό χώρο και ρόλο στην όλη αφήγηση αφού αντιπροσωπεύει την ακροδεξιά πολιτική πτέρυγα στη Βρεττανία, τουλάχιστον πριν από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, μια πολιτική ιδεολογία που οι Βρεττανοί συγγραφείς φαίνεται να αγνοούν σε συνεχόμενη βάση.  Για την πολιτική τοποθέτηση του Χάμιλτον έχουν ειπωθεί κάποια πράγματα, όπως για παράδειγμα ότι ήταν μαρξιστής και αντικαπιταλιστής, αλλά ο ίδιος ήταν μάλλον απλός υποστηρικτής της σταλινικής σκέψης από την άποψη ενός συγγραφέα, χωρίς να υπάρξει ποτέ μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Η σύντομη διαδρομή, περίπου δέκα λεπτών, από το ξενοδοχείο όπου διαμένει ο Μπόουν στην περιοχή του Ερλ’ ς Κορτ μέχρι το διαμέρισμα της Νέττα, δίνει στον αναγνώστη κάποια ιδέα για την οικειότητα της περιοχής στους κύριους πρωταγωνιστές, μιας γεωγραφικής τοποθεσίας η οποία βέβαια έχει αλλάξει από τότε δραματικά. Η κενότητα των δρόμων αντικατοπτρίζεται στο κενό της ζωής όχι μόνο του κύριου χαρακτήρα, αλλά και των δευτερευόντων. Η εκσεσημασμένη κατανάλωση αλκοόλ είναι ο συνήθης και καθημερινός τρόπος διαβίωσης στην περιοχή, ο τύπος του χώρου που προσελκύει κατεστραμμένους χαρακτήρες όπως είναι όλοι αυτοί. Η φυσική περιγραφή του Πήτερ, το επώνυμο του οποίου δεν μας έδωσε ποτέ ο συγγραφέας, είναι ένας άντρας με το βαρύ μουστάκι του «εθνοφρουρού» το οποίο σε συνδυασμό με το τεράστιο περιφρονητικό του σαγόνι…», τον έκαναν να μοιάζει με έναν τρομερό, βλοσυρό, σκυθρωπό, και παράξενα μοχθηρό άνθρωπο ο οποίος είχε στο βιογραφικό του σημείωμα και κάποιες περιόδους σε φυλακές. «Είχε μπει δυό φορές σε  φυλακή. Την πρώτη φορά επειδή είχε επιτεθεί και είχε τραυματίσει έναν άντρα σε μια πολιτική συγκέντρωση, και τη δεύτερη επειδή είχε σκοτώσει έναν πεζό με το αυτοκίνητό του το οποίο οδηγούσε σε κατάσταση μέθης…».

 

Patrick Hamilton

 

Ο Πήτερ στο μυθιστόρημα,  μάλλον είναι, αφού δεν προσδιορίζεται με σαφήνεια στο κείμενο, μέλος της Βρεττανικής Ένωσης Φασιστών (British Union of Fascists). Για την ιστορία, να αναφέρουμε πως η οργάνωση, που ιδρύθηκε από τον Όσβαλντ Μόσλι (Sir Oswald Mosley, 1896-1980) το 1932, είχε στο αποκορύφωμά της κάπου είκοσι χιλιάδες  μέλη, αν και σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις οι αριθμοί ήταν πολύ μεγαλύτεροι και έφταναν τις πενήντα χιλιάδες. Όταν μάλιστα παντρεύτηκε ο ιδρυτής της, κουμπάρος ήταν ο Γκαίμπελς ενώ παρευρισκόταν και ο Αδόλφος Χίτλερ. Όσον αφορά την στολή και τις μεθόδους της Ένωσης, ο Μόσλι βασίστηκε περισσότερο στο ιταλικό παρά στο γερμανικό μοντέλο. Το Κόμμα ελάμβανε μέρος σε πορείες ενώ η προπαγάνδα του στόχευε στην κατώτερη και μεσαία τάξη που ανησυχούσαν περισσότερο για τις διαφαινόμενες απώλειες θέσεων εργασίας, ενώ παράλληλα χρησιμοποιούσε και τη βία για την προώθηση των ιδεών του βρεττανικού φασισμού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, οι βίαιες επιθέσεις κατά αντιφασιστών, όπως η γνωστή μάχη της οδού Κέιμπλ στο ανατολικό Λονδίνο. Σημειωτέον ότι το κόμμα της Βρεττανικής Ένωσης Φασιστών, ή της Βρετανικής Ένωσης Φασιστών και Εθνικοσοσιαλιστών, όπως μετονομάστηκε το 1936, πραγματοποίησε δύο μεγάλες πολιτικές συγκεντρώσεις. Η μία ήταν το 1934 στο εκθεσιακό κέντρο Ολύμπια του Λονδίνου και η άλλη τον Ιούλιο του 1939, στο Ερλ’ς Κορτ, όπου διαδραματίζεται, γεωγραφικά και χρονικά, και το παραπάνω μυθιστόρημα του Πάτρικ Χάμιλτον.

Έτσι, για να επιστρέψουμε εις τα καθ’ ημάς, η  πεποίθηση και η πίστη, στην ουσία, του Πήτερ για επίθεση εναντίον των υποστηρικτών της αριστερής  πτέρυγας,  αντανακλούν ακριβώς αυτή την περίοδο της δεκαετίας του τριάντα. Ο νεαρός άνδρας που φέρνει η Νέττα και ο Πήτερ στο Μπράιτον, παρουσιάζει μια πιο ακραία εκδοχή του Πήτερ. Ο Χάμιλτον τον περιγράφει ως ένα «κακοφτιαγμένο σουλούπι», αρρενωπό, κοντόχοντρο, με σημαδεμένο και ηλιοκαμένο πρόσωπο πυγμάχου ή παίκτη του ράγκμπι, με «… σαρκώδη χείλη και φλογερά καστανά μάτια που  έφερναν στο νου τον τραμπούκο της σχολικής τάξης». Αυτός ο χαρακτήρας φέρνει στην επιφάνεια ένα κοινό θέμα στο έργο του Χάμιλτον, δηλαδή εκείνο της αποτυχημένης μεσαίας κοινωνικής τάξης. Η βία του Πήτερ μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση της δυσαρέσκειας που αισθάνεται προς την κοινωνική του τάξη. Η στάση του απέναντι στον Τζωρτζ Μπόουν είναι η κλασσική αντιπάθεια. Και οι δύο ανήκουν στη μεσαία τάξη, αλλά ο καθένας ανταποκρίνεται σε αυτό το υπόβαθρο με διαφορετικό τρόπο. Ο Μπόουν διατηρεί μια προσεκτική στάση απέναντι στα χρήματα, επιδεικνύοντας τον σεβασμό για τη θεία του σε όλη την αφήγηση. Ο Πήτερ από την άλλη πλευρά, έχει λιγότερο σεβασμό στην κοινωνία, έχοντας έναν χαρακτήρα έντονα εκδικητικό και κάπως σνομπ. Αυτός ο θυμός είναι προϊόν μικρών προσωπικών του μειονεκτημάτων, όπως το ότι δεν είχε φοιτήσει μικρός σε κάποιο άξιο λόγου ιδιωτικό σχολείο. Η συλλογιστική του Πήτερ είναι ότι αφού ήταν αποκλεισμένος λόγω καταγωγής από την κοινωνική τάξη στην οποία με τόσο φανατισμό επιθυμούσε να ανήκει, δεν είχε στραφεί εξοργιστικά εναντίον  αυτής της συγκεκριμένης τάξης, ούτε είχε συνταχθεί με κάποια άλλη, γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ουσιαστικά παραδοχή της ήττας του. Ο Πήτερ επιδιώκει την ένταξη σε μια κοινωνία που δεν υπάρχει, τουλάχιστον σε μια μορφή που εκείνος θα αναγνώριζε. Πιστεύει ότι διαθέτει μεγάλη δύναμη, διάνοια ή ικανότητα, ενώ στην πραγματικότητα, είναι μέρος ενός μικρού κύκλου που καταναλώνει συνεχώς αλκοόλ σε μια μοντέρνα, αλλά και υποβαθμισμένη, γειτονιά του δυτικού Λονδίνου. Ανίκανος να αντιμετωπίσει τις αυταπάτες του, υποχωρεί σε μια κατάσταση απομόνωσης, τόσο σωματική όσο και ψυχολογική, χωρίς να αναγνωρίζει την κοινωνική του θέση. Δεν μπορεί να δει πώς η προσωπικότητά του περιορίζει τις όποιες ελπίδες για κοινωνική άνοδο και επαγγελματική πρόοδο. Δεν μπορεί να αλλάξει την εξωτερική του εμφάνιση και κατά συνέπεια δεν μπορεί να εξέλθει εύκολα από την περιοχή του Ερλ’ ς Κορτ μέσα στην οποία αισθάνεται και συμπεριφέρεται με έκδηλη άνεση.

Ο Χάμιλτον υποστηρίζει ότι η όποια «αποποίηση» του Πήτερ δεν καθορίζεται από πολιτικές δυνάμεις, αλλά από την οκνηρία του. Ο χώρος του Ερλ’ ς Κορτ, συμβολίζει αυτήν ακριβώς την αποποίηση, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει έναν αποξενωμένο χώρο εντός της ευρύτερης μητροπολιτικής περιοχής, έναν χώρο που δεν κατάφερε έως τότε να αποκτήσει τη φήμη όπως άλλες ζηλευτές περιοχές του Λονδίνου. Σε αυτόν τον απομονωμένο χώρο, είναι εύκολο για τους κατοίκους να παραδοθούν στην αίσθηση της απάθειας που προσφέρει η ανωνυμία στους γνωστούς  δρόμους.  Η αποξένωση που αισθάνεται ένας χαρακτήρας όπως ο Πήτερ, εκδηλώνεται ως πολιτική και κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι σε εκείνους που βρίσκονται στην εξουσία και οι οποίοι τού αρνούνται τόσο την έκφραση όσο και αυτό που αντιλαμβάνεται ως τη νόμιμη κοινωνική του θέση. Στο μυθιστόρημα, αυτή η δυσαρέσκεια και η μνησικακία είναι ένα στάδιο εμπειρίας που φτάνει στο τέλος του,  και εκεί, στο αποκορύφωμα του μυθιστορήματος ο Χάμιλτον προσφέρει μια ιδέα για το τί θα προσφέρει η συνέχεια  στους πρωταγωνιστές του.  Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή η σύγκρουση επισυμβαίνει στο τέλος εκείνης της δεκαετίας, όταν οι ευρύτερες αβεβαιότητες και οι σημαδιακές κοινωνικές αλλαγές που προκαλούνται από τις συγκρούσεις σε οικονομικά, εθνικά και πολιτικά κινήματα από το 1930, πρόκειται να φτάσουν κυριολεκτικά στην κορύφωσή  τους. Το μυθιστόρημα, έτσι, δεν αντιπροσωπεύει μόνο έναν συγκεκριμένο χρόνο και ένα μέρος, αλλά στην ουσία  ολόκληρη την εν λόγω δεκαετία. Μπορούμε να διακρίνουμε στον χαρακτήρα του Πήτερ την ανάγκη για δράση, μια επιθυμία να μιμηθεί το πνεύμα των μεγαλύτερης ηλικίας συμπατριωτών του που ενεπλάκησαν ενεργά στον προηγούμενο πόλεμο, το 1914. Αλλά απομονωμένοι μέσα σε συγκεκριμένους πολιτιστικούς ή φυσικούς τομείς, αυτός και η Νέττα, με παραμορφωμένες αντιλήψεις, ως αποτέλεσμα  των δικών τους φιλοδοξιών  και επιθυμιών, δεν είχαν αίσθηση της απτής πραγματικότητας. Οι επαγγελματίες ταραχοποιοί της Βρεττανικής Ένωσης Φασιστών, προσφέρουν στο Πήτερ ένα ριζοσπαστικό μοντέλο πολιτικού ακτιβισμού, ωστόσο, εκείνος δεν είναι επαγγελματίας, αλλά,  όπως αποδεικνύει στο τέλος η ιστορία, απλώς ένας μοιραίος παίκτης εκείνου του ύπουλου και ύποπτου παιχνιδιού.

 

 

Υπάρχει συσσωρευμένο σκοτεινό χιούμορ στην κορύφωση του μυθιστορήματος, όταν ο Μπόουν επιτέλους δολοφονεί τη Νέττα  και τον φίλο της. Δεν δολοφονεί «μόνον» τη γυναίκα που επιθυμούσε απεγνωσμένα να αποκτήσει και το φίλο της, αλλά στην ουσία σκοπεύει, σύμφωνα με μερικούς, να εξοντώσει ταυτόχρονα ένα ζευγάρι φασιστών. Καθώς βάζει τέλος στις ζωές τους, το ραδιόφωνο μεταδίδει την ανακοίνωση πολέμου του Τσάμπερλεϊν. Το βιβλίο τώρα προκαλεί εμμέσως τους αναγνώστες να αναρωτηθούν εάν, σκοτώνοντας αυτούς τους δύο φασίστες, ο Μπόουν είναι πραγματικά τρελλός.  Δικαιολογείται, λοιπόν,  η δολοφονία του Πήτερ και της Νέττα  λόγω των ακροδεξιών πολιτικών τους τάσεων και του απαράδεκτου, προκλητικού και απορριπτέου τρόπου με τον οποίο αντιμετώπισαν τον Μπόουν σε όλο το κείμενο; Δύσκολο το ερώτημα, αλλά περισσότερο δύσκολη η απάντηση. Αποτελεί η πράξη της δολοφονίας με οποιαδήποτε μορφή ηθικά λανθασμένη επιλογή για τον πρωταγωνιστή του μυθιστορήματος; Δεν είναι δεδομένο ότι ο ίδιος ο Πάτρικ Χάμιλτον ήθελε να δώσει μια εύκολη απάντηση σε αυτά τα διαχρονικά και αρκούντως αγωνιώδη ερωτήματα. Μπορεί να συμπάθησαν οι αναγνώστες του βιβλίου τον Μπόουν, τον εμπαιγμό και απαξίωσή του από την παρέα, και την ατομική του πράξη στο τέλος, αλλά μπορεί επίσης να τον δουν και ως ακραία μορφή εγωιστή, δεδομένου ότι σκότωσε δύο ανθρώπους για να ικανοποιήσει κάποιο ιδιωτικό ένστικτο, την ίδια στιγμή παρεπιπτόντως που  την κοινότητα θα εξυπηρετούσε πολύ  καλά και αποτελεσματικά η εξάλειψη μιας ιδεολογίας που θα κατέστρεφε  σε λίγα χρόνια  ολόκληρη τη γηραιά ήπειρο.

Είναι ένα μυθιστόρημα που γράφτηκε κατά τη χειρότερη περίοδο της βρεττανικής ιστορίας του εικοστού αιώνα. Είναι το τελευταίο μυθιστόρημα του Χάμιλτον με τελείως απαισιόδοξο τέλος. Τα υπόλοιπα μυθιστορήματά του θα προσπαθούσαν να βρουν κάποια θετική άθροιση και υφέρπουσα αισιοδοξία για τη ζωή εκείνων που εμπλέκονταν στην αφήγησή τους. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα, όπως γράφει στο ενδιαφέρον και άκρως κατατοπιστικό επίμετρο στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου ο Νίκος Μάντης, εντάσσεται κατά κάποιο τρόπο «…στην κοινή κραυγή απόγνωσης των λογοτεχνών της Ευρώπης απέναντι σε εκείνο που ερχόταν…», την ίδια στιγμή που αρκετοί πολιτικοί της γηραιάς ηπείρου περί άλλων ετύρβαζαν! Η επιλογή του εκδοτικού οίκου «Στερέωμα» να φέρει κοντά στους Έλληνες αναγνώστες  ένα ακόμα σημαντικό κλασσικό βιβλίο του Πάτρικ Χάμιλτον, μετά από το επίσης εμβληματικό «Οι σκλάβοι της μοναξιάς» (2017), που προηγήθηκε, απολύτως πετυχημένη και ευπρόσδεκτη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top