Fractal

Παις πεσσεύων στη μήτρα του λόγου

Γράφει η Ελένη Στεφανοπούλου // *

 

Μαρία Σύρρου, “λογότυπα”, Εκδόσεις Ηριδανός

 

Το ποίημα έρχεται όπως ένας χρησμός. Ένας χρησμός αμφίσημος, παράδοξος, διφορούμενος. Ένα νόημα κλειδωμένο που θέλει το κλειδί του. Κι έτσι το ποίημα συναντάει τους παλαιούς προγόνους του.

Δεν είναι τυχαίο που οι χρησμοί γεννήθηκαν σ’ ένα ναό. Ναός είναι κι η ποίηση, που σε καλεί να μυηθείς στα μυστήριά του. Γι’ αυτό το ποίημα διαβάζεται αργά, ήσυχα, τελετουργικά, και χωνεύεται το ίδιο αργά και τελετουργικά όπως η τροφή. Και φωναχτά, γιατί καλεί όλες τις νοητικές δυνάμεις, τη γλώσσα, τις αισθήσεις, την ψυχή να εγερθούν. Το ποίημα θέλει να σταθείς μπροστά του ξέστηθος, άφοβος, γυμνός. Όπως η γυναίκα στο εξώφυλλο των λογότυπων. Με ανοιχτά τα σκέλια στο ερωτικό του κάλεσμα και το πρόσωπο σκυφτό, στραμμένο στην καρδιά. Η γυναίκα-λογότυπο, η γυναίκα-ποταμός, αυτό το θηλυκό ποτάμι που κυλώντας με ένστικτη, εγχάρακτη στις φλέβες του τη μνήμη και τη γεύση όλου του κόσμου, ανοίγει δρόμο προς τις εκβολές του για να χυθεί στη θάλασσα. Σ’ αυτόν το συμβολικό ναό της ποίησης, της γλώσσας, σ’ αυτή τη μήτρα του λόγου. Γι’ αυτό η ποιήτρια την προκαλεί. Την προκαλεί ανοιχτά, παραπονετικά, μα υπερήφανα: Σε συμβουλεύω/ συνετίσου θάλασσα/ …λύγισε στα χτυπήματα. εγώ πώς λύγισα; (ενότητα «αποτυπώσεις» / «υπαναχώρηση») εκφράζοντας όλη την αγωνία και την οδύνη του ποιητικού υποκειμένου. Γιατί σ’ αυτό το καθ’ οδόν πρέπει να λυγίσουν τα βουνά, να σαλέψουν οι δίνες, οι κοίτες ν’ αναμοχλευθούν, οι λάσπες, τα σαρίδια τους, τα φυτοφάρμακά τους να εξαερωθούν, να φοβηθούν την ήττα τους.

Το ποίημα είναι γέννημα μιας ιερής τελετουργίας, μιας ιερής ερωτικής πράξης. Και αναδύεται όπως αναδύεται η Αφροδίτη από τα κύματα της θάλασσας. Όταν τα νερά στις εκβολές των ποταμών βρίσκουν την ψυχή τους. Εκεί η Αφροδίτη και ο Άρης φιλιώνουν. Πλην της ηδονής/αρχαιότερη τέχνη η καταστροφή («άρης και αφροδίτη ενάντιοι») λέει η ποιήτρια στις «αντιλογίες», το πρώτο μέρος της ποιητικής της συλλογής.

Εκεί, σ’ αυτήν τη μήτρα της ζωής και του λόγου, η Μαρία Σύρρου γίνεται παις πεσσεύων. Δοκιμάζεται, παίζει με τις λέξεις, με τα γράμματα και τις αναπνοές τους: μια δρασκελιά είναι να βρεθείς στο λάμδα από το κάπα, μια τόση δα πνοή (ενότητα «αποτυπώσεις» / «αναστοχασμοί»). Γίνεται λογοκόπος, λογοκλόπος, ξεκλειδώνοντας τις πρώτες μας συλλαβές. Ταπεινός ψαράς που αλιεύει τα «αδιάβαστα», τα αμνημόνευτα, τα ξεχασμένα. Τα θαμμένα στις κοίτες των λέξεων.

Τα ποιήματα της Μαρίας Σύρρου είναι πράγματι λογότυπα. Δηλαδή συμπυκνωμένα, οικονομημένα, α-φλύαρα, όπως πρέπει να είναι το ποίημα-σώμα όταν πρόκειται να μιλήσει αυτό που δεν μιλιέται, αυτό που μας υπερβαίνει. Και οπωσδήποτε αντιλογικά, υποδόρια σαρκαστικά και αυτοσαρκαστικά.

Η γλώσσα της ποίησης δεν μπορεί παρά να είναι αντιλογική. Γι’ αυτό και «αντιλογίες» ο τίτλος της πρώτης από τις δύο ενότητες της συλλογής. Η ποιήτρια δηλώνει λοιπόν εξαρχής την πρόθεσή της να εναντιωθεί στη λιμνάζουσα λογική των λέξεων. Κι επειδή η γλώσσα συναρτάται με όλη τη ζωή και την ίδια την ύπαρξη, η εναντίωση αυτή, όπως είναι φυσικό, εκτείνεται και στον ίδιο τον εαυτό και σε ό,τι μας περιβάλλει. Γι’ αυτό και προσέρχεται σαν άγραφος χάρτης — «tabula rasa» είναι το πρώτο της ποίημα, στο οποίο μαρτυρείται η αγωνία της ποιητικής συνείδησης στη διαμάχη της με τα αντίθετα και στην προσπάθειά της να βρει τη θέση της στην πρόταση. Στριφογυρίζοντας στον τροχό της ρισκάρει ανανήψεις, παίζει με τις φόρμες, τις στενεύει, τις πλαταίνει, σπάει τη σιωπή, βγάζει στο φως της πρότασης αυτοσχέδιες μαρτυρικές καταθέσεις, σκιά γίγαντας γίνεται, επιστρέφει στο σκότος, το ζυγίζει, αναμετρά εξαπατήσεις, σκιά νάνος γίνεται. Τι λύση δίνει η ποιήτρια; Γυρίζω σελίδα/ γδύνω τους φθόγγους/ αφήνομαι/στο μεσουράνημα μιας νύξης. Τι είναι αυτή η νύξη στην οποία αναφέρεται; Μήπως το νεύμα, η υποβόσκουσα μιλιά των λέξεων κάτω από τον ακριβή ορισμό τους; Και πώς συλλαμβάνεται αυτό το νεύμα, αυτή η μιλιά αν όχι με μια επιστροφή στην πρώτη μας γεύση του κόσμου; Και μήπως ακόμα οι νέες σημασίες, που ζωογονούν τις έννοιες, δεν είναι γεννήματα αυτής της γεύσης;

Συνεπής λοιπόν στην ποιητική λειτουργία, η ποιήτρια επιχειρεί ένα ενδοσκοπικό «flash back», μια κάθοδο στη συσσωρευμένη υποκειμενική της εμπειρία, που ορίζεται πάντα από τη θέρμη, τις πρώτες συγκινήσεις των αισθήσεων, τα πάθη, τα τραύματα, τις σκοτεινιές μας. Ιχνηλατεί τις ηδονές που την κομμάτιασαν, θρηνεί ξεθωριασμένα πάθη («flash back»), ψαύει τα άδηλα της μνήμης τα κτερίσματα («προκαταλήψεις»), πενθεί αλήθειες («παραπλανήσεις»), βυθίζεται στο άναρχο συναίσθημα, ψηλαφεί το μίτο του έρωτα («σπουδή στην περιπλάνηση»), αμφισβητεί βεβαιότητες («ενδοσκόπηση»). Ορθωνόμενη σε ορθογώνιο τρίγωνο, αλλά οπωσδήποτε ένα υβριδικό τρίγωνο που εμπεριέχει όλα τα γεωμετρικά σχήματα με τις πολυφωνικές τους γωνίες και ανισομέρειες («τροχοδρόμηση»), βυθίζεται στα αρχαιότερα στρώματα της γλώσσας: …— λοιπόν. λάμδα. λέγε λέξεις/ — λα, λα, λόλα. Βιάζει τις λέξεις ασθματικά, επιτακτικά να τινάξουν από πάνω τους τη σκόνη των συμβάσεων, να αποκαλύψουν τις νέες σημασίες, αναποδογυρίζει τις έννοιες, τα νοήματα: …— λέγε./ …— λέξεις λαιμαργίας. λέγε./ …— λέξεις λύτρωσης. λέγε…/ — λέγε, λέγε, λοιπόν… Και πώς ορίζεται τώρα η λέξη λαιμαργία; Λιπόσαρκοι λωτοφάγοι λικνίζουν λιμνάζουσες λογικές. Πώς η λέξη λύτρωση; Ληξιπρόθεσμα λόγια λαοπλάνων λαξεύουν/ λαιμαριές λαπάδων, λάκκους λεόντων, λυκοφιλίες…

Κι έτσι οι λέξεις ησυχάζουν. Απελευθερωμένες πια από την απόλυτη κυριαρχία του λόγου βρίσκουν πάλι την ποθούμενη εγγύτητά τους με τα πράγματα, τη μιλιά και την αλήθεια τους. Και επιστρέφουν. Στο όλον, στη μήτρα που τις γέννησε. Στην ολότητα της σκέψης, της ομιλίας. Κι αν μέσα στο όλον χάνουν την ατομικότητά τους, τον ακριβή ορισμό τους, τα όριά τους, ωστόσο λάμπουν μέσα στη φαινομενικά αντιθετική πολυσημία τους, στη βαθύτερη ενότητά τους, στο είναι τους, και οι έννοιες, ως συνάρθρωση αυτών των σημασιών, αποκτούν μια πιο αυθεντική αλήθεια.

Με αυτόν τον τρόπο ορίζεται η συμμετοχή του υποκειμένου στο αντικείμενο, στη διαμόρφωση της αντικειμενικής πραγματικότητας, στη νοηματοδότησή της. Πράξη καθ’ εαυτή πολιτική, αφού προϋποθέτει μια συνείδηση αφυπνισμένη και εγρήγορη, μη υποταγμένη στη μαζική αντίληψη και στον κυρίαρχο λόγο στον οποίο είναι παγιδευμένη η γλώσσα. Ρήματα μεταβατικά του υποκειμένου/ κυοφορούν την αμφισβήτηση, λέει η ποιήτρια. Ρήματα των οποίων η ενέργεια μεταβαίνει στο αντικείμενο και τα οποία γεννούν/ στίγματα μιας και μόνης μοίρας/ στο δυσανάγνωστο όλον του αντικειμένου.

 

Μαρία Σύρρου

 

Η λέξη δεν είναι μόνο συμβολική παράσταση αλλά και χρώμα, αίσθημα. Η αρχέγονη θέρμη, η επιθυμία είναι το γιατί, το κίνητρο της σκέψης, το κίνητρο για την αποτύπωση της εμπειρίας. Κι αυτή που μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πολυσημία των λέξεων, που δομεί τις έννοιες. Η γλώσσα, όπως λέει ο Έλιοτ, είναι ένα αναθεωρημένο πάθος. Αλλιώς καταλήγει μια προκρούστεια κλίνη που ακρωτηριάζει τη σκέψη. Τότε, και σε οποιαδήποτε ανισορροπία, είτε υπέρ της μιας πλευράς είτε της άλλης, το ά-λογο, το παράλογο εκδικείται. Βγαίνει στους δρόμους και περπατάει ξυπόλυτο, αίσθημα που είναι κυρίαρχο στις μέρες μας. Γι’ αυτό και η ποιήτρια ζητάει από τον οπτικό της δύο φακούς, τον κοίλο που ξυπνάει το θυμικό και τον κυρτό, της λογικής, γιατί, όπως λέει, λίγη αντικειμενικότητα δεν βλάπτει. Με τους δύο αυτούς φακούς, που κρατάνε τα μάτια της ανοιχτά σε όλα τα χρώματα, φέρει το υποκείμενο σε διαλεκτική σχέση με το αντικείμενο. Και, μολονότι η ανίχνευση του είναι της ύπαρξης και των πραγμάτων είναι καθ’ εαυτή πολιτική πράξη, όπως προαναφέρθηκε, ωστόσο δεν λείπει η ρητή αντιλογική κοινωνική και πολιτική ματιά, όπως άλλωστε και στις «αποτυπώσεις», τη δεύτερη ενότητα της ποιητικής συλλογής, όπου η ποιήτρια στρέφεται στην εξωτερική πραγματικότητα. Με μια ευαίσθητη κοινωνική και πολιτική συνείδηση μιλά για την παρακμή του πολιτικού σκηνικού, τη νύχτα του πολιτισμού, τον εφησυχασμό, τον συμβιβασμό των συνειδήσεων.

Αν, λοιπόν, στις «αντιλογίες» η ποιήτρια βάζει το περίγραμμα της ποιητικής της πρόθεσης και ταυτότητας ανιχνεύοντας το είναι της ύπαρξης, στις «αποτυπώσεις», κοιτάζοντας τον κόσμο με τον κυρτό φακό της λογικής, αποτυπώνει την αντικειμενική πραγματικότητα με τις νέες σημασίες τις οποίες εκμαίευσε με τον ανατρεπτικό κοίλο φακό της, που αναποδογυρίζει το κάθε τι που βλέπει, βάζοντας το σημάδι, το ίχνος του είναι, που βρίσκεται στη ρίζα της ύπαρξης και του κόσμου. Πράγμα που αγνόησε ο δυτικός πολιτισμός. Και το ίχνος αυτό συναντά την οικονομική κρίση που βιώνουμε, τη φτώχεια που αποποιήθηκε τα όριά της και που τώρα βαφτίζεται πορεία σπαραχτική μιας αναβάπτισης («μετάλλαξη»), υπαινισσόμενη την πολυδιάστατη φύση της κρίσης. Τη θλίψη για τους ανώνυμους άστεγους που προσπερνά — δωροδοκία των λέξεων και σιγή, υποταγή στην αγέλη, το όνομά της («homo sapiens»). Μια ανθρώπινη τηλεφωνική συνομιλία με υπάλληλο γνωστής στατιστικής υπηρεσίας — άγραφη σύμβαση απ’ αυτές που δεν θα λήξουνε ποτέ («εχεμύθεια»). Της ανεμώνης την απόγνωση («esperanto»), την απόκοσμη σιγή των κοτσυφιών που στροβιλίζονται σ’ ατέρμονο χορό («τελετουργία»), το βασανιστικό λυγμό του σκύλου που εκλιπαρεί για συντροφιά — δύσκολο να την αντέξεις την ελευθερία σου («ιδιοτροπίες»). Κι ακόμα, το ίχνος αυτό συναντά τον ομηρικό Ελπήνορα, αυτόν που παντοτινά τη λήθη πλανεύει («αναστοχασμοί»).

Η ποίηση είναι ράπισμα. Εκτόξευση βλημάτων στη λήθη της συνείδησης. Και ηχεί σαν άγριο τύμπανο μέσα στη ζούγκλα, όπως λέει ο Σεφέρης. Μήπως και η λέξη τύμπανο δεν προέρχεται από το ρήμα τύπτω που σημαίνει κτυπώ, από το οποίο προέρχονται και οι λέξεις λογότυπο και αποτυπώσεις. Γι’ αυτό και η ποιητική συλλογή σφραγίζεται με ένα «refresh», της μνήμης και των αλλεπάλληλων εγώ της ποιήτριας, που ξαναδένουν κάθε τόσο την αλήθεια.

Η Μαρία Σύρρου φτιάχνει ένα σύμπαν ολιστικό, ενωτικό, όπου οι αντίθετοι πόλοι μέσα στην αντιθετικότητά τους αναγνωρίζουν τους δεσμούς αίματος που τους συνδέουν. Στα μετόπισθεν όμως αυτής της διαμάχης, που διεξάγεται μόνο στο επίπεδο της περιορισμένης ανθρώπινης συνείδησης και συνιστά το κορυφαίο δράμα της, στο βάθος βάθος του εαυτού υπάρχει μια περιοχή απρόσβλητη, την οποία η ποιήτρια με ένα άνοιγμα της συνείδησης αναγνωρίζει, όπου η μέρα διαδέχεται τη νύχτα, ο ήλιος τη σελήνη, η λιακάδα τη συννεφιά φυσικά, ακριβοδίκαια και ειρηνικά. Εκεί μόνο η ποιήτρια ησυχάζει, όπως ησυχάζουν οι λέξεις μέσα στην ενότητά τους. Σ’ αυτήν τη στιλπνή ανωνυμία, διαθέσιμη και αδιάθετη ταυτόχρονα, μεταβατική και αμετάβατη, που απλώς ΕΙΝΑΙ είναι ΜΕΝΕΙ. Ως ένα καθαυτό ποιητικό λογότυπο.

 

 

* [Το παρόν κείμενο αναγνώστηκε στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής λογότυπα, στο Αίθριο της Στοάς του Βιβλίου (Polis Art Café), Τετάρτη 17 Απριλίου 2019.]

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top