Fractal

«Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε, που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει»

Γράφει η Κασσιανή Μαρτινάκη // *

 

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου «Λιωμένος Χρόνος», εκδ. Ρώμη

 

Λιωμένος χρόνος λοιπόν. Και σε μια νοητική εσωτερική προβολή αναβοσβήνει σαν πινακίδα με νέον ένας πίνακας. Ένας αγαπημένος πίνακας, εκείνος ο γνωστός που φωνάζει υπερρεαλιστικά συνθήματα, σε μια ολοένα και πιο επίκαιρη διαδήλωση, ενάντια στη γραμμική λογική του εν εξελίξει. Ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά του υπερρεαλισμού άλλωστε ήταν και είναι η κατάλυση του πραγματικού και η κυριαρχία αυτού που θα μπορούσε να ονομαστεί ονειρικός χρόνος. Συνειρμικά και διόλου τυχαία, υποψιάζομαι, δημιουργείται μια αντιληπτική συνθήκη, μια νοητική εργαλειοθήκη για να καταδυθεί κάποιος στην καινούρια ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Αφήνω το ρολόι στην άκρη. Δεν θα μου χρειαστεί.

Σε οποιοδήποτε ταξίδι, όπως και σε οποιοδήποτε κουβάρι, το δύσκολο πάντα είναι να κάνει κάποιος την αρχή. Να βρει το πρώτο βήμα, να βρει την άκρη του νήματος. Βλέπετε, είναι δύσκολο κάποιος να ξεφύγει από το τρίπτυχο αρχή-μέση-τέλος, ακόμη και σε ένα ποιητικό σύνολο που υπόσχεται εξ αρχής ότι το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον περιδινούνται άναρχα γύρω από την ποιητική ύπαρξη, τυλίγοντας την ανθρώπινη εμπειρία σε ένα ασαφές, ονειρικό, αλλά όχι ονειρεμένο, πέπλο. Ως φυσικό αντικείμενο όμως ένα βιβλίο αναγκαστικά αποτελεί το τελικό αποτέλεσμα τέτοιων επιλογών, μιας προσεκτικής και διόλου αυθαίρετης ή υπερρεαλιστικής ιεράρχησης των κειμένων του.

Ξεκινάει λοιπόν το ταξίδι αυτό με μια οδηγία προς ναυτιλλόμενους:

Κοίτα μη χάσεις κι άλλη άνοιξη, μου είπε

κι ένιωσα εύπλαστο πηλό τον χρόνο μέσα μου

και με την αφιέρωση

σ’ όσους απόμειναν παιδιά

σαν ένα στίγμα, σαν ένα σημείο στον χρόνο, σαν την άκρη ενός από άπειρα πιθανά νήματα, σαν ένα καλό σημείο να ξεκινήσει κανείς. Σε μια άνοιξη με τα μάτια ενός παιδιού.

Παρ’ όλα αυτά, εισερχόμενη στο κυρίως μέρος της συλλογής βρίσκω τον ποιητή σε ώρες αγρύπνιας, σε μια αγωνιώδη προσπάθεια να υφάνει το ποιητικό του σύμπαν, κρατώντας στα χέρια μια κλωστή από το Άξιον Εστί του Οδυσσέα Ελύτη. Ώρα η πρώτη λοιπόν από την Γένεση, φόρος τιμής αλλά και μια δέηση. Στο πρώτο ξύπνημα στον κόσμο, όλα τα υλικά της δημιουργίας είναι εκεί, το χώμα, το νερό, το στερέωμα, το αίμα στις φλέβες, η φωνή, η παρουσία, το σθένος, μα εκεί είναι και η απορία, εκεί είναι και η δίψα εκεί και οι πληγές. Κάπως έτσι λοιπόν ματώνοντας σε μια στοίβα χαρτιά καταδύεται στον χρόνο που λιώνει. Εισέρχεται σε μια κατάσταση που ομοιάζει με ύπνο με όνειρα να εναλλάσσονται με εφιάλτες, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο, άλλοτε ως παρατηρητής. Κάποτε στρέφει συνειδητά το βλέμμα σε μνήμες που επιμένουν, τις ανασύρει ως αμυντικό μηχανισμό, ως θεραπευτικό μέσο, ως άλλες άγκυρες στο προσωπικό βίωμα, στη θάλασσα της εμπειρίας. Άλλοτε στέκεται ακίνητος, αποδέκτης υπερβατικών στιγμών και άλλοτε ονομάζει την θλίψη, της μιλά, περπατάει στα μονοπάτια της γυμνός.

Ώσπου όλα Ραγίζουν Κάποτε

Και ο ποιητής, έρχεται αντιμέτωπος με τα είδωλά του. Όλα εκφάνσεις ελλιπείς, μια σειρά από προσωπεία που αυθάδικα διεκδικούν ύπαρξη, χωρίς ψυχή ωστόσο μιας και εκείνη βρίσκεται ξεχασμένη

σε κάποιον έρημο σταθμό μέσα στη σκόνη

 

στη στοίβα των αποσκευών να καρτερά,

στην αποθήκη των παλιών απολεσθέντων

Ακολουθώντας αυτήν την μετωπική σύγκρουση, οι μνήμες αποκτούν πιο συγκεκριμένη εστίαση, με τα απολεσθέντα να καταγράφονται, να αποκτούν σάρκα και οστά. Μικρές και μεγάλες σιωπές, θρύψαλα σπασμένα παραμύθια, δάκρυα-πέρλες που πέφτουν και κυλούν, ήλιοι αθέατοι, κόσμοι που γκρεμίζονται, χέρια και λόγια που σιγούν και σβήνουν, σκορπισμένοι θησαυροί, μια αλήθεια ν’ αξίζει. Και το ποιητικό υποκείμενο χάνει την αρχική του ορμή, το ανυποχώρητο σθένος.

Ήρθα απ’ τη χώρα της Μεγάλης Ερημιάς, είπε ψελλίζοντας

ίσα που στέγνωσε η βροχή στα δυο μου χέρια

μα τη φωνή του πήρε ο άνεμος στο τρέμουλο

στο σούρσιμο των φύλλων στα χαλίκια

Κανείς δεν τον ακούει, κανείς δεν τον βλέπει, φασματικός σχεδόν, μετράει ανάμεσα στα υπόλοιπα απολεσθέντα και την ίδια του την ύπαρξη. Ακινητεί λοιπόν, αφουγκράζεται, αποστρέφει το βλέμμα από τη δίνη εντός και αφήνεται να μετατραπεί σε δέκτη, ολισθαίνοντας σε ασαφείς χρονικές διαδρομές. Μέσα από το πρισματικό του βλέμμα διαθλώνται αναλαμπές μνήμης, μια διαδικασία που επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά, έχοντας σχεδόν εξορκιστικό χαρακτήρα.

 

Δημήτρης Παπακωνσταντίνου

 

Κάπως έτσι φτάνουμε λοιπόν στην τρίτη ενότητα, που έχει και τον ομώνυμο τίτλο, και το νευραλγικό σημείο όπου ο λιωμένος χρόνος, υγρός και εύπλαστος, γίνεται χοή στον βωμό της ποιητικής δημιουργίας, ίδιος νερό, κρασί και μέλι. Στο κέντρο της περιδινούμενης ροής, ξετυλίγεται σε τρία ποιητικά μέρη, ενδύεται με χρώματα, σκιές και ήχους, εισβάλλει σε όλες τις πτυχές, σαν βροχή, λιμνάζοντας σε όνειρα απατηλά.

Λιωμένος Χρόνος (ΙΙΙ)

Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά,

που χάνεται μεμιάς, που επιστρέφει

που στάζει σαν βροχούλα στο παράθυρο.

 

(Tινάζεις την ομπρέλα στο χαλάκι

μουσκεύει το κορμί σου ως το κόκκαλο

βήχεις, φταρνίζεσαι τρελά,

ανατριχιάζεις.)

 

Είναι ο χρόνος που λιμνάζει μες στον ύπνο σου

βρέχεις τα πόδια, πλατσουρίζεις

δε σε νοιάζει.

Είσαι ακόμα δεκαοχτώ, κι ο κόσμος όλος σου γελά

είναι δική σου απ’ το πρωί

η κάθε μέρα.

 

Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε

που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει

που σ’ εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε

σ’ άφησε μόνο σου στα βράχια ν’ αγναντεύεις

το μοβ, το μαύρο του βυθού, τα σκόρπια ξύλα σου

κι ούτε ένα τοσοδά φτερό-πανί να φέγγει.

 

Λιωμένος χρόνος είναι αυτός που δε σε χόρτασε

ο χρόνος που σπατάλησες γελώντας

ο χρόνος που σου λείπει, που νοστάλγησες

αυτός που σ’ άφησε σοφό,

έρημο, μόνο.

 

Για ακόμη μια φορά η αποσταθεροποίηση της δομικής ακεραιότητας της ύπαρξης οδηγεί το ποιητικό υποκείμενο σε μια ενστικτώδη στροφή προς το απώτερο παρελθόν, προσπαθώντας να βρει δειλά δειλά το βήμα πατώντας στις πέτρες των φιλτραρισμένων και εξευγενισμένων παιδικών αναμνήσεων. Αναζητεί τα υλικά από την αρχή, λίγες στάλες παγωτό, ένα σπιτάκι με μπλε πόρτα, έναν βασιλικό, ένα κύμα, φωνές παιδικές, μάτια γεμάτα αγάπη, δυο παπούτσια πάνινα, έναν κήπο με πιπεριές και δυόσμο. Συνυφασμένα όμως και αυτά τα υλικά με την απώλεια.

Το υποκείμενο υπό αίρεση αναζητά άλλες άγκυρες, άλλα σημεία αναφοράς ώστε να επαναπροσδιοριστεί και αυτήν τη φορά στρέφεται στην αναζήτηση του «άλλου». Μέσα σε άλλοτε τρυφερές και άλλοτε οδυνηρές εκρήξεις του έρωτα αφήνει τη ματιά του να φωτογραφίσει εκφάνσεις της δικής του Άνιμα, της θηλυκής υπόστασης του προσωπικού του σύμπαντος. Σχεδόν με υπερρεαλιστική ματιά η Άνιμα προβάλλεται άλλοτε σχεδόν υπερφυσική, άλλοτε γήινη, φθαρτή, άλλοτε μακρινή και άλλοτε φέροντας συμβολικά ανιμιστικά στοιχεία.

Ανιμα

Το άλογο βοσκούσε στη μεριά της

αργά-αργά βημάτιζε στον ίσκιο της

απρόσμενα επέστρεφε

με κοίταζε

τίναζε μόνο μια φορά, λοξά τη χαίτη.

 

Μάτι μεγάλο καθαρό άστραφτε σ’ όνειρο

τόσο μακρόστενο γλυκό

βαθιά θλιμμένο.

 

Ποτέ δεν είχα τι να πω

κρυφά με δίκαζε

χαμογελούσα σαν κουτός, γι’ αλλού τραβούσα,

 

μα πάντα εκεί μες στο μυαλό,

λιμάνι γύρευα.

Την αναζητά σε ένα ποιητικό κρεσέντο που με τη σειρά του όμως καταλήγει κι αυτό σε απορία. Η ενότητα κλείνει με την παραδοχή:

Διάφανα κεριά

[…]

Κι όπως ο νους μας όλο γύριζε στις φλόγες του

και ορεγότανε τη θέρμη τους, τη λάμψη

στάχτη στα χέρια μας, στα μάτια μας, αθέατη

προσπέρασε η άλλη ομορφιά.

 

Αργά το μάθαμε:

Πως γεννηθήκαμε θνητοί

πως δε χορταίνεται

 

μ’ εξήντα τέσσερις αισθήσεις, καν,

η ζήση.

Η τέταρτη ενότητα με τίτλο «Της νύχτας δρώμενα» βρίσκει τον ποιητή στην άγρυπνη νύχτα του να συνομιλεί με την ύλη, τις σκιές, τις λέξεις και να στρέφει εκ νέου το βλέμμα στο χαρτί. Η ποιητική τέχνη βρίσκεται στο προσκήνιο με τις απορίες, τις αγωνίες της. Άλλοτε βάλσαμο, άλλοτε δηλητήριο, η ποιητική δημιουργία δεν είναι ποτέ απροβλημάτιστη. Όσο έρχεται κυματιστά, σε εκρήξεις και σε δίνες, άλλο τόσο τελματώνει. Υπάρχουν άραγε αυτά που δεν έχουν ακόμα ειπωθεί, ή μήπως είναι μια μάχη χωρίς νικητή, μια σκηνή με στομφώδεις παλιάτσους που αναμασούν και μηρυκάζουν όσα φαντάζουν στ’ αλήθεια ανυπέρβλητα; Πού στέκεται ο σημερινός δημιουργός σε σχέση με τα ιερά τέρατα της τέχνης του; Στερεύει άραγε εκείνη η θεϊκή πνοή που διαχέεται μέσα από την άκρη της πένας;  Ποιο είναι εκείνο το ποίημα, το ένα, αυτό που γεννιέται στις σκιές;

Το ένα

 

Να γράψω είπε

 

το ποίημα το ένα,

στερνό να είναι πρώτο

το καμωμένο μ’ αίμα,

με φως αχνό στα φύλλα

με χιόνι που δε λιώνει,

το ανθισμένο αγάπη,

φιλί απελπισμένο,

μαχαιρωμένο ως πέρα.

[…]

 

Η ποιητική δημιουργία συνοδεύεται από βαθιά μελαγχολία. «Τι έχεις άλλο να πεις;», μαχαιρώνουν οι λέξεις. Ο σταυρωμένος ποιητής, η συμβολική αυτή φιγούρα που δέχεται ακόμη και την χλεύη, ξέρει βαθιά μέσα του πως:

Χλεύη

[…]

Κι εγώ που μ’ αίμα γέμιζα την πένα μου χαράματα,

στη χλεύη τους θλιβόμουν για το ξίδι,

που πίνουν πάντα οι σταυρωμένοι ποιητές,

δίχως ποτέ παράπονο στα χείλη.

 

Γιατί το ξέρουν πως τον λύχνο αν δε βαστούν,

δε θα φωτίσει άλλος κανείς τα μονοπάτια.

H Ανάσταση ξανά θ’ αναβληθεί πριν τα μεσάνυχτα,

κι έρμοι μονάχοι κι αλειτούργητοι θα μείνουν,

 

οι ταπεινοί πιστοί του ονείρου που ξαγρύπνησαν.

Ξέρει πως πρέπει να «ποιεί και να μην αποποιείται» την ευθύνη, καθώς η ποίηση είναι μια αυθύπαρκτη οντότητα, ένα δώρο υπό αίρεση, κι εκείνος μοναχά ένας αγωγός, μια τυχαία συνείδηση μέσα από την οποία η ποίηση εκπορεύεται. Είναι άοκνος εργάτης, μύστης και λειτουργός συνάμα. Οι λέξεις είναι αυτές που έχουν την εξουσία, τον οδηγούν, τον παρασέρνουν στα ατέλειωτα ταξίδια.

Αφήστε με

Mε βόγκους κι αναφιλητά πέντ’ έξι λέξεις μου

χαράματα με πήραν απ’ το χέρι

κι όλο με μάλωναν σιγά στ’ αφτί μιλώντας μου

κι όλο με παίνευαν γλυκά και μου γελούσαν.

 

Στέρεψα μέσα μου, σωπάστε πια, αφήστε με

πόσο λιγόστεψε η ανάσα κι η φωνή μου

πόσες ρυτίδες χάσκουν πόνο στους καθρέφτες μου

πόσες σκιές παλιές τα όνειρα ξεφτίζουν.

Στο τελευταίο αυτό ποίημα ο ποιητής εκφράζει την επιθυμία να αφεθεί ήσυχος στη σιωπή. Στο φως των στίχων που προηγήθηκαν αυτό ίσως να ισοδυναμεί όχι μόνο με πραγματική λεκτική σιωπή ή ηχητική απομόνωση αλλά με την επιστροφή με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στη γαλήνη της πρωτούπαρξης, στη γαλήνη μιας συμβολικής ή κυριολεκτικής μήτρας όπου κατ’ ανάγκη ισχύουν οι δεδομένες αυτές συνθήκες. Δεν περιορίζεται όμως σε αυτές. Η επιθυμία αυτή συσχετίζεται άμεσα με την επιθυμία για ολότητα, ολοκλήρωση, επαναπροσδιορισμό, επανατοποθέτηση στο ασαφές χρονικό συνεχές. Η ψηλάφηση των παιδικών αναμνήσεων, ο πόθος για την πάντα διαλείπουσα άνιμα, η αγωνία για την άρθρωση του πρωτόπλαστου, αυθεντικού ποιητικού λόγου αποτελούν όλα διαδρομές του ασυνείδητου προς την πρόσκτηση αναγνωρίσιμης, σθεναρής φωνής, ενός ποιητικού Εγώ που θα αφήσει το αποτύπωμα του ανεξίτηλα στο στερέωμα της δημιουργίας. Ποια καλύτερη συνθήκη για να συμβεί αυτό παρά το τοπίο του ονειρικού χρόνου, το χρονικό ασυνεχές στο οποίο αποτυπώνονται με ποικίλη ένταση θραύσματα εικόνων, μνήμης, εμπειριών, ονείρων; Κι αν φαινομενικά οι στίχοι ηχούν στ’ αυτά του αναγνώστη ως παραίτηση, στον στίχο που κλείνει την ποιητική συλλογή,

Στέρεψα μέσα μου, τους είπα και το πίστεψα

διαφαίνεται ότι κατ’ ουσία η πτώση δεν είναι αληθινή. Είναι μια παραδοχή πως οι λέξεις, το χαρτί, η λευκή σελίδα, το πεδίο αιματηρών μαχών του ποιητή, μπορούν ενίοτε να πτοήσουν και την πιο στεντόρεια ποιητική φωνή. Μα τελικά είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε ότι η πίστη είναι αυτή που αλλάζει πολλές φορές πρόσημο και όχι η ίδια η φωνή.  Η πίστη που σαν άλλη λάμπα θυέλλης, κρατάει τον ποιητικό λόγο ζωντανό, μέσα από δύσβατα μονοπάτια, μέσα από τραχιές και ερημικές ατραπούς.

Τελικά, ο Λιωμένος Χρόνος είναι ο ποιητικός χρόνος. Είναι εκείνη η ιδιαίτερη συνθήκη που επιτρέπει να παραχθεί ο ποιητικός λόγος, το πεδίο της μητέρας των μαχών.

Η ποίηση του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου, ξεδιπλώνεται μέσα στις σελίδες μεταλλασσόμενη σε διάφορες μορφές, πατώντας στον λυρισμό, στον ρεαλισμό, τον υπερρεαλισμό, διατηρώντας σε κάθε περίπτωση τη μουσικότητα και τον ρυθμό που είναι χαρακτηριστικά της τέχνης του. Η νέα αυτή έκδοση, μεστή σε εικόνες και έννοιες, βαθιά στοχαστική και φιλοσοφική έρχεται να επισφραγίσει την έως τώρα ποιητική του πορεία, ως μια στιγμή σημαντική στον λογοτεχνικό κόσμο.   Με μια διεισδυτική ματιά προλογίζεται από τον Γιώργο Ρούσκα και το εξώφυλλο κοσμεί μια εμπνευσμένη δημιουργία του Διονύση Στεργιούλα. Μια ευτυχής συνύπαρξη λόγου και τέχνης, ο Λιωμένος Χρόνος του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου είναι εδώ και του ευχόμαστε να έχει μια όμορφη πορεία.

 

 

* Η Κασσιανή Μαρτινάκη είναι εκπαιδευτικός, πτυχιούχος του τμήματος Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αγγλική Λογοτεχνία και την Θεωρία Λογοτεχνίας. 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top