Fractal

Η βασική έννοια του πλήθους

Γράφει ο Σταύρος Σταμπόγλης //

 

Ντίνος Σιώτης: Ποιητική συλλογή ΜΑΡΘΑ, ΜΑΡΘΑ, με σχέδια Γιάννη Ψυχοπαίδη, Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2016

 

…………………………

 

«Μάρθα όπως είσαι και όπως δεν

είσαι παλίμψηστη στα όνειρά μου»

 

Επί σκηνής μονόλογος κι ένα φως αναμμένο. Δυο οντότητες σε μία. Η σιωπή της μιας ενισχύει τον ήχο της άλλης. Η απουσία της μιας ισχυροποιεί την παρουσία της άλλης.  Αυτός ο  αγαπητικός και με  διακριτικότητα διάλογος   ενισχύει την πρόθεση του ποιητή να ελαχιστοποιηθούν η οδύνη και  το κενό απ΄ την απουσία, την οριστική απουσία. Υπάρχει κάποιου είδους άρνηση απώλειας;  Όχι,  αλλά οι ελιγμοί κρίνονται επιτυχείς  και ο λυγμός σταματά πίσω απ΄ τις λέξεις, «…φαντάζομαι ότι κι εγώ σε κάποιο άλλο / θέατρο υποδύομαι τον Ντίνο Σιώτη  και / η Μάρθα είναι σε σκοτεινό διαμέρισμα // και με βλέπει από τον δέκτη καλωδιακής / τηλεόρασης ξαπλωμένη σε καναπέ τρώει / ξηρούς καρπούς πίνει χυμό βατόμουρου //  δοκιμάζοντας νέο ρόλο που τον έχει / επινοήσει ο εραστής της μετά από λίγο / θα κατέβει απ΄ την ολόφωτη σκηνή και / θα έρθει τρέχοντας να μου συστηθεί / ξεχνώντας το οτοστόπ πριν σαράντα / χρόνια σε δρόμο του Σαν Φρανσίσκο», απόσπασμα από το ποίημα ΜΑΡΘΑ. Ο ποιητής συγγράφει, σκηνοθετεί, σκηνογραφεί  και υποκρίνεται συγχρόνως με λόγο και κίνηση σ΄ επάλληλους και αλλεπάλληλους τόπους και χρόνο. Όλα διασταυρώνονται στις καμπυλώσεις μιας σκιάς. Στίχοι-εικόνες,  ή εικόνες- στίχοι. Ο ρυθμός συχνά  υποχωρεί,  βρίσκεται σε δεύτερο επίπεδο. Ο ρυθμός – ψίθυρος καθώς ατονεί ενισχύει τις περιγραφές ενός πρώην πλήθους.

Κι  αυτό για να μην εμποδίζει την αστραπιαία  αίσθηση της συντριβής. Η βραδύτητα των συναισθηματικών εξάρσεων θα κατέστρεφε τις εικόνες όπως η υγρασία τις φωτογραφίες. Υπονοείται δηλαδή η μοναξιά πίσω απ΄ τις δεσπόζουσες λέξεις για κάποιο πρώην πλήθος γεγονότων.

Παραμόρφωση χώρου και χρόνου, ετούτη η συμπύκνωση, που μοιάζει με υπερρεαλισμό αλλά δεν είναι ακριβώς υπερρεαλισμός. Όλα βρίσκονται στο τραπέζι. Τα  όρια της τεχνικής, ας πω καλύτερα της φόρμας,  καθίστανται ασαφή. Ωστόσο αυτή η ασάφεια, με την επικουρία της ελάχιστης σμίλευσης-επεξεργασίας επί του φυσικού, περιορίζεται αν δεν θεραπεύεται. Ατονικότητα  και  ποιητικός εξπρεσιονισμός αναφύονται  αλλά με την συνειδητή χρήση ρεαλισμού. Ωστόσο, συχνά λυρικές διαθέσεις βάζουν τις τελευταίες βελονιές του νυφικού. Κάπου κάπου  τσακίζονται ή ελαχιστοποιούνται τα μεγάλα λόγια του σχολιαστή καταπάνω στη λυρική διάθεση του ονείρου, «…όταν τα χείλη σου Μάρθα δε θέλουν / φιλιά βγαίνω στο δρόμο ν΄ ακούσω το / μουρμουρητό του φεγγαριού να δω τα // κίτρινα φώτα που τα παρασέρνει η / νύχτα να πω καλησπέρα στο δοξάρι /που πνίγεται σε δύσκολες παρτιτούρες».

Το μοντέρνο στον Ντίνο Σιώτη  δεν προδίδει ποίημα και ιδέα. Ο μοντερνισμός δείχνει πως μπορεί και οφείλει  να είναι επιλεκτικός καθώς ,τρυγά όλα τα διαφορετικά λουλούδια, όπως  η ελευθεριότητα μιας μέλισσας. Κι  αυτό όχι μόνο σε τούτη τη συλλογή του Σιώτη, τουλάχιστον μέχρι σήμερα. Στην εποχή του άυλου κόσμου, εν παραλληλία και διασταυρώσεις δραματικές με τον αργόστροφο υλικό κόσμο, το υλικό και το άυλο γίνονται εξ ανάγκης ένα, έστω σχεδόν ένα. Ο κόσμος αλλάζει. Ο χρόνος και ο τόπος αλλάζει. Ο διάλογος στο ποίημα χρειάζεται  φτερά. Η  ελπίδα  «ανδριάντας», από μόνη της, μονάχα νυφιάτικο από μόλυβδο μπορεί να ράψει, μονάχα γραφειοκρατικό πρωτόκολλο μπορεί να κρατήσει. Ο Σιώτης ξεπερνά με μαεστρία αυτήν την σκόπελο.

Εδώ, συχνά, η θλίψη  καλύπτεται με χιούμορ και γιατί όχι με παυσίλυπη ειρωνεία. Ο ποιητής μας ωθεί να σκεφθούμε και την πιθανότητα   πως η δική του συντριβή, και η σιωπή του άλλου απέναντι, θα μπορούσαν να μετασχηματιστούν σύντομα σε  απαντήσεις, σ΄ επικοινωνία, σε χάδια. Είναι φανερό πως δεν θέλει να μας κρατήσει έξω απ΄ το πένθος αλλά να μας προστατέψει από το υπερβολικό βάρος της δικής του απώλειας. Τα  διαστήματα των παύσεων, οι ανάσες,  δεν είναι παρά σημεία πυκνότητας χρόνου και τόπου. Ένας μονόλογος με σταθερό ρυθμό γεμίζει από στίγμα σε στίγμα 7 χρόνια. Από το 2004 έως το 2011. Μια στιγμή στην αιωνιότητα όπου με ενδιάμεσο σταθμό το 2016, όλα της αγάπης, το περιβάλλον της,  ο κοινωνικός περίγυρος, με συγκρατημένο παράπονο,    βγαίνουν στο φως.

Έχουμε  μια διακριτή και ιδιαίτερη στο στυλ ποίηση προερχόμενη από πυκνώσεις στοιχείων και γεγονότων συντροφικότητας και  επιβίωσης στις συνθήκες του σύγχρονου κόσμου. Σαράντα τρία ποιήματα για την απώλεια, αναλογιζόμενος και  μνημονεύοντας  λόγους και αιτίες ζωής.  43 ανταποκρίσεις διαφορετικών  τόπων σε ταυτόσημες υποθέσεις να διηγούνται χαρακτήρες. Κεκρυμμένες έννοιες απουσίας.  Ενθυμήσεις από τα πλήθη που δημιουργούνται γύρω από μια αγαπητική σχέση. Λόγια που αποδεικνύουν την ύπαρξη αγάπης μέσα από εικόνες απόψεων, εμπιστοσύνης και πόθου. 16  ποιήματα προς την νήσο Τήνο. 17 από την Αθήνα. 4 σε F/B. Άλλα 4 στη Βοστώνη. Μία στο Πεκίνο. Μία στη Νέα Υόρκη. Ωστόσο ο συνθέτης-ταξιδευτής μισοκρύβει  τις διαφορές από περιβάλλον σε περιβάλλον  πίσω από γεγονότα, απόψεις και θέσεις.  Προβολή έρωτα, αγάπης, αγωνίας, και κοινωνικής κριτικής σε μια ιδιαίτερη καθημερινότητα κάποτε. Εδώ το φώς ταιριάζει στην ομολογία. Η ομολογία υπερασπίζεται την αιωνιότητα της μνημοσύνης, «Έχουμε ξαναζήσει τέτοια χρόνια και / τέτοιες καταστάσεις έχουμε δει  παρό- / μοια περιστατικά οπλισμένα με σιωπή / και οίκτο κι ας έχουν στο μεταξύ περάσει / αιώνες επί αιώνων…» – απόσπασμα από το ποίημα Η ΜΑΡΘΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΡΙΑ ΜΗΔΕΝΙΚΑ.

Η αιωνιότητα δεν ανήκει στους ανθρώπους. Η αιωνιότητα δεν έχει ηλικία, άρα δεν αντιλαμβάνεται τον χρόνο όπως ο άνθρωπος. Ωστόσο η αιωνιότητα, η προσέγγισή  της,  ανήκουν στο ποίημα καθώς διεμβολίζει  την οθόνη τού ορίζοντα. Οι ορίζοντες μπορεί  να κινούνται  σε ρυθμό επανάληψης, αλλά η αφετηριακή λογική του μηδέν συστήνεται με  ανατολές. Όπου το κοινότοπο της ανατολής είναι η έκρηξη και όχι η κατάσβεση. Γνώση της έκρηξης σημαίνει μαντική ικανότητα πίσω απ΄ την επιφάνεια, πίσω απ΄ την καθημερινότητα. Έτσι παλεύει ο Ντίνος Σιώτης με τις λέξεις του: «Η Μάρθα ζούσε με ότι αφαιρούσε / απ΄ τους καρπούς των ημερών της / μ΄ αυτό το στέρημα της αφαίρεσης // περνούσε απ΄ τη σκόνη στη στάχτη /απ΄ τα στεγνά νερά του παρόντος / στα φλογερά ύδατα του μέλλοντος» – ποίημα με τίτλο ΖΟΥΣΕ. Ποιητική αποτυπώνοντας  στάση ζωής δεν είναι παρά γεννήτρια παραγωγής κατανοητών ιδεών και εικόνων. Το ποίημα εδώ αδιαφορεί για τις χρονολογίες, κι αν τις αναφέρει είναι μόνο σαν σημαδούρες στο πέλαγος και στους λαβύρινθους κι όχι επιπλέον έρμα πάνω στα βαρίδια  της ημέρας.  Στο κάτω – κάτω οι ημέρες υφίστανται μέσα απ΄ τα αισθήματα, τις τραυματισμένες αισθήσεις και τα γεγονότα, ενώ ο χρόνος πέρα απ΄ τ΄ ανθρώπινα παραμένει σταθερά πλησίον του μηδενός, αν δεν είναι το ίδιο το μηδέν. Εδώ το μηδέν του ποιήματος δεν είναι παρά  το ήθος του πένθους.  Ο ποιητής αντέχει την απουσία στηριζόμενος στο καλοήθες μιας υπερμνησίας.

Ενδιαφέρεται για  τις απώλειες, για την αγωνία τους ενδιαφέρεται το ποίημα. Και η αγωνία μοιάζει με την μοναξιά της, αν δεν είναι η ίδια η μοναξιά. Κι ο θάνατος και η σύλληψη και η γέννα, την μοναξιά έχουν ως μέτρο σύγκρισης.  Και οι στίχοι του ποιητή ψιθυρίζουν  σαν αρχαίες Σίβυλλες,  (το ποίημα  είναι θηλυκό εδώ μέσα κατά τη γνώμη μου), καθώς διηγούνται την παρουσία στην απόσταση,  στην απώλεια, στην συντριβή. Η απόσταση κατά βάθος  είναι απώλεια και τότε και τώρα ή όποτε  τέλος πάντων  ο αναγνώστης διαβάσει ετούτες τις ανταποκρίσεις – ποιήματα. Έτσι υπονοεί πίσω απ΄ τις λέξεις  και τις σημάνσεις του χρόνου ο ποιητής, χωρίς κραυγές οδύνης, χωρίς λυγμούς, χωρίς μελούρες, μονάχα με τις λέξεις που ορίζει το γεγονός της αλήθειας: «Έλα Μάρθα μια βδομάδα κάπου να βρεθούμε… // …το Σάββατο θα σβήσουμε την άμμο του ταξιδιού / την Κυριακή θα εξαντλήσουμε όλες τις μέρες / και θ΄ αρχίσουμε να σχεδιάζουμε καινούργιες»-απόσπασμα απ΄ το  ποίημα ΜΙΑ ΒΔΟΜΑΔΑ. Εδώ ορίζεται η άρνηση αυτής καθ΄ εαυτής της απόστασης. Πως η  απόσταση δεν είναι παρά  μοναξιά. Κι όμως η κόκκινη κλωστή, απ΄ την  άβυσσο ως την επιφάνεια, δείχνει έναν και μόνο τόπο γεμάτο από γεγονότα συναφή και έντονα. Μονάχα ο ποιητής γνωρίζει το πραγματικό όνομα του τόπου και  αφήνει σημάδια για τον αναγνώστη. Όπως στα παραμύθια για παιδιά όπου ο χρόνος είναι  με ενιαίο τρόπο ακατανόητος για την ωριμότητα. Ωστόσο ο ποιητής κινείται  σαν

«μετα-έφηβος»  εν ωριμότητα.  Η λοξή λογική της εικόνας. Μια παλίμψηστη εικονοποίηση και πάλλεται  τώρα, όχι χθες. Εδώ η ελλειπτικότητα δεν μας δυσκολεύει  «…να βάλεις το σκοτάδι στη θέση του και / να βγεις στους δρόμους και να φωνάξεις / για ό,τι σε καίει: το μαύρο γάλα της ζωής», –  ακροτελεύτια στροφή του ποιήματος ΤΟ ΜΑΥΡΟ ΓΑΛΑ, σελ, 47, (βλέπε σημειώσεις στη σελίδα 81- προσοχή, πρόκειται για τη σελ. 47 και όχι 37).

Δεν πρόκειται για 43  ερωτικά ποιήματα. Το ήθος της συλλογής ξεφεύγει, είμαι βέβαιος συνειδητά, από την τραγικότητα του προσωπικού.  Κάτι που διδάσκεται ως τεχνική απ΄ την εποχή που η ποίηση προήχθη σε θέατρο ή το αντίστροφο. Το ποίημα μπορεί να οριστεί και ως αρχική πλοκή για ένα σενάριο και ο ποιητής, ο φέρων προσωπείο και  κοθόρνους υποκριτής-αφηγητής, χορευτής εντέλει  αγκαλιά με την μνημοσύνη του.   Είναι μοιραίο να χάνουμε ότι αγαπούμε όλοι. Γνωρίζοντας πως μας περιμένει η απώλεια  στήριξης καθώς κυρίως σβήνει η πίστη  εκείνου που φεύγει, και αυτό πρέπει  να υπονοείται εδώ. Και ο τόπος; Μα το σφαιρικό  της Γαίας. Η παγκοσμιότητα μιας ποιητικής πάνω από  θάλασσες και στεριές με αόρατο μότο την πορεία από την αίσθηση της πληρότητας εν μνημοσύνη, στην ιδέα  της ελπίδας. Με το οχηματαγωγό  Πηνελόπη, του «τελευταίου πειρατή της Μεσογείου», ως την Βοστώνη, την Νέα Υόρκη, το Πεκίνο, την Αθήνα, την Τήνο. «Πειρατής», λέξη και έννοια με την ρομαντική εικόνα των «κλασσικών εικονογραφημένων» κι εμείς με τ΄ όνειρο να φεύγουμε σε ταξίδια μακρινά σαν φυγάδες ή εξερευνητές, το ίδιο είναι κατά βάθος. Ήρωες τύπου Τόμας  Σόγερ χέρι –χέρι με την Μπέκυ  Θάτσερ, (αχ να μπορούσαμε να τους παρακολουθήσουμε στην ωριμότητα τους πριν ωριμάσουμε οι ίδιοι),  και άλλους χαρακτήρες αιωνίου νεότητας μέσα στο άδικο και το πεπερασμένο   κατά  Μαρκ Τουέην. Πατρίδα ακριβή τα νιάτα μας. Πατρίδα πολύτιμη η αγάπη μας. Ταξίδιˑ η άλλη παρειά της επανάστασης. Ταξίδι, φυγή, διαφυγή, αλλαγή, συνέχεια, κίνηση αλλά και επιδιωκόμενη λύτρωση.  Η κίνηση μπορεί να έχει τόσες όσες έννοιες. Με χίλιους τρόπους η κίνηση ακριβώς εκεί που η απουσία δονείται στους στίχους του Σιώτη. Ακόμα και η κεκρυμμένη λαχτάρα της επιστροφής, στην γενική έννοια ΚΙΝΗΣΗ ανήκει. Τις χρησιμοποιεί ο Σιώτης όλες αυτές τις  συμπυκνώσεις  για την ύπαρξη, την επιβίωση, την ισορροπία εν ανισορροπία πίσω απ΄ τις λέξεις για αγάπη, για απουσία.

 

Ντίνος Σιώτης

 

Ο ποιητής δηλώνει γεννηθείς 1944, όταν το θειάφι  της εξέγερσης ήταν  τροφή  στις γειτονιές της πενίας  και η κίνηση είχε ισχύ όπλου ή τουλάχιστον στήριζε με αξιοπρέπεια την κάθε είδους πείνα ένθεν και ένθεν.  Ελπίδα μας να γίνουμε  Οδυσσείς  σε οδύσσειες προσωπικές και συλλογικές.  Μεταξύ άλλων πορφυρών και πολύτιμων ελπίδων, (ωθούν και προωθούν,  αν δεν πιέζουν, οι ελπίδες την κίνηση), μας περίμενε η σύντροφος, η μία,  ανάμεσα στις  προκλήσεις του κόσμου.  Και στο μέλλον η νήσος, μια insula, μια Τήνος, να αποκτά ερωτική διάσταση. «Το ταξίδι στα Κύθηρα» του ποιητή αν δεν κάνω λάθος. Γεννήτρια αγάπης. Εδέμ τρυφερότητας στα περάσματα των ανέμων. Καταβασία ειρμών από τις υπερβόρειες κορφές του Εύξεινου Πόντου, μια στάση στον Πάνορμο κι αγκαλιάζοντας την νήσο αμμουδιά την αμμουδιά ως την μεγάλη Αλεξάνδρεια κι  απέ  την ακτογραμμή ολάκερης της Μεσογείου ως την έξοδο στις Ηράκλειες Στήλες. Όλα τα πρωινά, του «μέχρι τώρα γνωστού κόσμου», στο ελάχιστο κέντρο  μιας κυκλάδας.   Και οι μητροπόλεις του κόσμου, μικρές και μέγιστες, Νέα Υόρκη, Βοστώνη, Πεκίνο, Αθήνα,  μαρτυρικής επιβίωσης συσσωρεύσεις, κερδίζουν την άφεση καθώς η αγάπη μετασχηματίζεται μνημοσύνη. Η μνημοσύνη ως  κεκαυμένη ζώνη. Η λαλιά της δεν είναι παρά μια αγαπητική κατάσταση, μια συνθήκη να ξεχωρίζει η ζωή απ΄ την κυριαρχία του θανάτου στο σύμπαν, «…έφυγες ξαφνικά για Βοστώνη / Βλαδιβοστόκ Βαλτιμόρη κοιμήθηκες / σε μια ευλογημένη κάμαρα αφήνοντας  //  ορθάνοιχτη την πόρτα των ονείρων / αλλά τα μεσάνυχτα μπήκαν εφιάλτες / και μετά βίας γλίτωσες το σεξ που // πάντα ονειρευόσουν: να σου γλείφουν / άγνωστοι την ταχυπαλμία πριν ξυπνήσεις / πριν ευοδωθούν οι ονειρώξεις σου πριν // γίνει ανασχηματισμός αισθημάτων / και βρεθείς χωρίς εμένα μόνη σε / ιλουστρασιόν ξενοδοχεία στα ξένα» -απόσπασμα από το ποίημα Η ΜΑΡΘΑ ΣΤΑ ΞΕΝΑ.

Επιμένωˑ με όλα αυτά δεν μπορώ να αποφασίσω, αν η συλλογή ΜΑΡΘΑ, ΜΑΡΘΑ –for Barbara, πρόκειται  κυρίως για ερωτική ποίηση ή είναι μία βίβλος για το έπος της κοινής ζωής, της συντροφικότητας κάθε είδους και κατηγορίας συμπεριλαμβανομένης και της εποχής όπου η απώλεια και η συντριβή που επιφέρει  ορίζουν την επιβίωση. Ωστόσο διακρίνω κάτι σαν ομολογία στα όρια ιερής εξομολόγησης, κάτι σαν οδηγίες  προς ναυτιλλόμενους για έναν ικανό  συνεταιρισμό αντιθέτων με ήθος αλήθεια και έρωτα. Ανάγκη η ηθική αλληλοκατανόησης και αλληλοϋποστήριξης. Ανάγκη το ήθος ως την άκρα ταπείνωση συγκοινωνώντας. Το πένθος συχνά μοιάζει με την ανακούφιση της  αβύσσου. Καθώς εκτινάσσεται η λάβα όλα περνούν σε μια άλλη διάσταση στην ίδια εποχή. Αυτό μπορούμε να το αποκαλέσουμε ανάλογα την περίπτωση Συνέχεια ή Ασυνέχεια, και praxis του κοινωνικού γίγνεσθαι καθώς κρέμονται στο φιλοσοφικό κλαδομάνι έννοιες κατά Χέγκελ και Μαρξ. Τέτοια στολίδια είναι ετούτα τα τόσο απλά ποιήματα, παρά τους βαρύτατους συμβολισμούς, καθώς τ΄ αγέρι της θάλασσας ανοίγει κουβέντα μαζί τους. Ακούς ήχους δεκάδων συνθετών μπαρόκ μουσικής και ξαφνικά όλα μεταπηδούν σε ταχύτητες Βιβάλντι ανατρέποντας το «κοινότοπο» της εποχής. Ακούς δεκάδες κλασσικούς και ρομαντικούς, τον κορυφαίο  Χάιντ,  και ξαφνικά εκτινάσσεται  νεύρο Μπετόβεν ανατρέποντας το «κοινότοπο» του μέχρι τότε κόσμου. Ακούς βιβλικές ρήσεις κατά Λουκά, κατά τα δώδεκα ευαγγέλια όλα της μεγάλης Πέμπτης, της Πέμπτης του μαρτυρίου. Εδώ η αγάπη αναπόφευκτα  δεν αποκλείει τη Σταύρωση, κι αυτό σημαίνει κυρίως άρωμα ουμανισμού εντός του μοντέρνου. Εδώ η αγάπη, σε αντίθεση με τον σφοδρό έρωτα, δεν χάνεται στη συνήθεια, αλλά ούτε στην απώλεια χάνεται. Εδώ ακριβώς είναι που το ποίημα συλλαμβάνει την αλλαγή καθώς αποδέχεται το αναπόφευκτο κι επιλέγει την μνημοσύνη μέσα στην εξέλιξη. Η αλλαγή ονομάζεται πένθος. Το πένθος στο ποίημα  είναι η δύναμη της μνήμης. Κι εδώ ακριβώς μνήμη δεν είναι παρά η αγαπητική κατάσταση που πρέπει να υπομένεις συνεχίζοντας, επιμένει ο ποιητής, «… γιατί το φόρεμά σου είναι ακόμα / κρεμασμένο ενώ Μάρθα έχεις φύγει / εδώ και χρόνια κι εγώ εδώ και χρόνια // διακρίνω μια διαφορά στην κλίση του / ορίζοντα στο ασάλευτο και παγερό / βλέμμα της αστάθειας που ίπταται…», απόσπασμα από το ποίημα ΔΥΣΚΟΛΟ. Μοιάζει ο τόπος του ποιήματος με αποτύπωση ονείρου ξεφεύγοντας από λυρικές εισαγωγές. Και ναι συχνά χρησιμοποιεί στις ανταποκρίσεις της μνήμης τον υπερρεαλισμό ο ποιητής, προσπαθώντας να μας εισάγει στο μέλλον, όπως ο ψαράς ρίχνει την αόρατη αλλά ομιλούσα πετονιά του μ΄  εκείνη την αποτελεσματική ηρεμία που αρμόζει στην έμπειρη  κίνηση. Νεύρο καμπύλης εκπεφρασμένης σε παραβολικά τμήματα κι ο συνεχής ήχος του συριγμού. Πορεία αντιφατικής και αμφίβολης  αποτελεσματικότητας μέχρι το βαρίδι να βυθιστεί στο λευκό χαρτί. Οι «λεξούλες» του Σιώτη δεν προέρχονται από απλά ευθύγραμμα τμήματα, ωστόσο η απλότητα των ήχων μάς κερδίζει παρά το ταπεινό, μέχρι λοξότητας ταπεινό, μιας τεθλασμένης σύνθεσης.

Τολμώ να υποστηρίξω, η κεκρυμμένη ελπίδα του Ντίνου Σιώτη,  το πείσμα της ζωής, διακρίνεται πίσω απ΄ το ένδυμα του λυρισμού απ΄ το πρώτο κιόλας μοντερνιστικό ποίημα της συλλογής καθώς απλές έννοιες και άβυσσος συμβολισμών ταξιδεύουν με πειρατικό στο ειρηνικό Ιόνιο ή στο αγριεμένο Αρχιπέλαγος των καλοκαιριών, πλεύση μ΄ ευθύνη γενναίων θαλασσινών. Προορισμός; Πλέουμε πάση δυνάμει προς Λίμνες Τήνου όπου το καλό νερό ερωτεύεται με το θαλασσινό, κάτω απ΄ την πράσινη ομορφιά της γης.  Δυο φορές αγάπη κάτω απ΄ το κυανό των ουρανών. Δυο ήρωες, αδιαφορώντας για το πλήθος που εντός του βρίσκονται, γράφουν  ένα ολότελα δικό τους σενάριο στηριγμένο σε τοπία ομορφιάς του φωτός και της σκιάς, συχνά της νύχτας μόνο, του παροιμιώδους και της παραβολής, σχεδόν υπερρεαλιστικές καταστάσεις της πραγματικότητας, που μόνο ένας ποιητής και η αγαπητική συνθήκη  δυο σωμάτων  σ΄ ένα σφοδρό έρωτα μπορούν να καταδεχτούν, «…να μας λέει παραμύθια της μακρινής Χαλιμάς / πριν έρθουν οι μεταφραστές συμβόλων και μας / πείσουν για τις μεταγραφές των εντυπώσεων // ελαχίστων έως τιποτένιων αποχρώσεων σ΄ / ενός τυφλού το δρόμο που δεν έχει μοίρα κι / ας του τα παίρνει του χωριού η ζωντοχήρα», -απόσπασμα από το ποίημα στις ΛΙΜΝΕΣ.

          Απαιτείται πάθημα, συναντίληψη και κυρίως αγάπη για να εκτιμήσεις ετούτη την ποιητική συλλογή καθώς υμνεί με απλά τραγούδια ουσίες του καθημερινού συμβάντος. Ουσίες της απώλειας. Οι συμβολισμοί και η ελεγχόμενη αυστηρά ελλειπτικότητα διευκολύνουν τον αναγνώστη. Η αμεσότητα της ανταπόκρισης, καθώς αναδύεται η αποδοχή από την άβυσσο των συναισθημάτων, καταργεί, κυριολεκτικά επαναστατικά, κάθε είδους αποστάσεις.  Έτσι κι αλλιώς όμως, και στο κάτω – κάτω της γραφής, επιτυχημένο ποίημα δεν μπορεί να είναι παρά  εκείνο το σώμα της ποιητικής έκφρασης  που παλεύει να ανήκει σε όλους, παρά την αφαίρεση, παρά το ιδιάιτερο άρωμα του επιλεγμένου στυλ, έστω και αν η κατάσταση του ρυθμού συχνά μοιάζει με στενό παπούτσι.

Ο ποιητής Ντίνος Σιώτης είναι ο μάστορας του απλού κατά το περίπλοκο της συνθετικής ικανότητας. Τα ποιήματα της συλλογής ορίζονται σε χωρόχρονο βασικών σχημάτων. Παραλληλόγραμμα και κύβοι. Όπου η φαινομενική πενία του λευκού σημαίνει συνθετότητα. Αυστηρή μείξη όλων των βασικών χρωμάτων. Στο ερώτημα αν συμβαίνουν θαύματα, εδώ κάπου βρίσκεται η απάντηση. Τις επαναστατικές συνθήκες του σύμπαντος, στη σύνθεση του φωτός και του λευκού ας τις ψάξουμε. Όπου αλλού, ελλοχεύει η φθορά της λήθης.  Φωςˑ τα κυρίως συνθετικά κατά την ανάλυση  στοιχεία του, νεότητα και κυματισμός. Ενότητα και γενεσιουργές κατακρημνίσεις  παντού σε τούτη τη συλλογή. Ο ποιητής μας δεν το ξεχνά 46 φορές  πως ο έρωτας, από την εποχή του πρωτοπόρου ρομαντισμού, έγινε αντιληπτός ως επαναστατική διεργασία. Ο Μοντερνισμός είναι τέκνο του Ρομαντισμού.

Ο καθένας μας αποτελεί ένα μικρό σύμπαν κι οι δυο ένα μεγάλο. Τα σύνολα υπερβαίνουν στη φύση και στη ζωή,  «Η Μάρθα κι εγώ αγαπιόμαστε τόσο / πολύ που περνούσαμε ώρες ακίνητοι / χωρίς να μιλάμε, χωρίς να λέμε λέξη» – ποίημα με τίτλο ΑΚΙΝΗΤΟΙ. Μια φαινομενική ακινησία αυτό το «ακίνητοι», αν συνειδητοποιήσουμε τους μυστικούς λαβύρινθους και διαλόγους της αγάπης. Μια καθημερινή αλήθεια, ένα καθημερινό προνόμιο, μια κοινοτοπία αγαπητική  που γίνεται ποίημα χάρις στη ποιητική του απλού. Ανταπόκριση από μία μέγιστη ανθρώπινη συνθήκη που συνειδητοποιήθηκε σε προσωπικό επίπεδο υποθέτω βασανιστικά και καταγράφηκε  την 1η Δεκεμβρίου του 2010 στην Αθήνα.

Το λευκό, η αλήθεια του λευκού, οι εκλάμψεις του λευκού, το τοπίο των κύβων, καθώς ο ένας όγκος  γεννά τον άλλον, δεν είναι παρά ένας ταπεινός μπάλος αθέατου πλούτου αντιφατικών και αντιθετικών κινήσεων, υπονοεί πάντα ο Ντίνος Σιώτης. Οι  αγάπες ορίζονται απ΄ το μέλλον τους. Οι αγάπες επιστρέφουν απ΄ το μέλλον  παρά το κόντρα πένθος παρόντος και παρελθόντος. Αν διάβασα σωστά, σκέπτομαι πως αυτά είναι που μένουν κυρίως, καθώς ακουμπώ  τη συλλογή για το πολύτιμο της παρουσίας  στο τραπέζι πλάι στην ξεθυμασμένη πίντα της μπύρας, ακούγοντας Τοm Waits και Blue Valentines  απ΄ τα μεγάφωνα του Law Rrofile Whisky Bar των Αθηνών. Αυτήν την μικρή πολυτέλεια κοινωνικότητας  που μου επιτρέπουν αι Αθήναι στην εποχή των απαγορεύσεων και της απουσίαςˑ τόσα όσα γεγονότα υπέρ της μοναξιάς κατά του γενεσιουργού πλήθους.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top