Fractal

Κυριάκος Αθανασιάδης: «Η “Μέλισσα” είναι η συγγραφική αναγέννησή μου»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Η Πράγα είναι η Θεσσαλονίκη όπως θα έπρεπε να είναι: οργανωμένη, καθαρή, ανθρώπινη. Μια πόλη χωρίς ματαιοδοξία, μια πόλη που δουλεύει, που σέβεται τους πολίτες της, και που τους επιτρέπει να ξεδιπλώνουν τις όποιες αρετές τους.» θα μας πει ο Κυριάκος Αθανασιάδης περίπου δέκα μήνες μετά.

«Ήταν σαν να μας έλεγε η πόλη, ”Φύγετε. Αφού δεν μπορώ να φύγω εγώ, φύγετε εσείς”».

Γύρισε πίσω για ένα τετραήμερο. Για να παρουσιάσει το καινούργιο του μυθιστόρημα «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα και το καινούργιο αστυνομικό του Αρσέν και της Φαντομά. Κι ήταν σα να του την είχαν στημένη, έπεσε σε φλέβα γεγονότων: Πάοκ «η πόλη ζει αυτή την περίοδο στον αστερισμό του αντιπάλου μας» ισχυρίζεται, ο ίδιος είναι αρειανός, Σαββίδης «Είναι πολύ πιο επικίνδυνος από όσο έχουν καταλάβει οι υποστηρικτές του».

Ο συγγραφέας, επιμελητής και συνιδιοκτήτης του amagi μίλησε στον Φιλελεύθερο για τα πάντα: για την λογοτεχνία και την κρίση, για τη ζωή στην Πράγα και τη ζωή στη Θεσσαλονίκη, για την καθημερινότητα και για τα συγγραφικά σχέδιά του: «Η κρίση δεν μπορεί να παραγάγει τίποτε καλό.», θα επιμείνει σ’ αυτό.

 

-Επιστροφή, περίπου δέκα μήνες μετά; Στη Θεσσαλονίκη που είναι και γενέθλια πόλη, στην Αθήνα όπου ζήσατε σχεδόν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σας, έχει αλλάξει κάτι, κύριε Αθανασιάδη;

Μπορεί από πριν να έβλεπα όλα τα κακά (και όλα τα καλά) της πόλης με ακρίβεια, και να το διατύπωνα με κάθε ευκαιρία, αλλά πλέον καθετί είναι ιδιαίτερα διακριτό, και σαν να απευθύνεται αποκλειστικά σε εσένα. Το ένιωσα μέχρι το μεδούλι μου. Η πόλη μού μιλούσε από την πρώτη στιγμή που ξαναπάτησα το πόδι μου εκεί. Αλλά όχι με τα καλύτερα λόγια.

 

-Αλήθεια, γιατί φύγατε; Εδώ έχετε δουλέψει πολύ και είστε γνωστός, είναι εξάλλου και το Αmagi, η Θεσσαλονίκη αλλά και η Αθήνα όπου είναι οι φίλοι σας, είστε πολυαγαπημένος, η σύντροφός σας είχε ήδη μια καριέρα στην τηλεόραση, μεγάλη απόφαση, κρίνετε αναγκαία;

Η Κίκα είχε να αντιμετωπίσει το μεγαλύτερο δίλημμα, καθώς εγώ «είμαι» η δουλειά μου, ενώ εκείνη ουσιαστικά άφηνε 15 χρόνια καριέρα στην τηλεόραση. Παρά ταύτα, ήταν μία υπόθεση «ή τώρα ή ποτέ». Δεν την πήραμε γρήγορα και εν βρασμώ. Και κάθε ημέρα επί ένα χρόνο περιμέναμε μην τυχόν και γίνει κάτι και μας αποτρέψει – κάτι καλό. Δεν έγινε. Εξακολούθησαν, αντιθέτως, να γίνονται πολλά άσχημα. Και πάλι, ήταν σαν να μας έλεγε η πόλη, «Φύγετε. Αφού δεν μπορώ να φύγω εγώ, φύγετε εσείς».

 

-Τι βρήκατε στην Πράγα που δεν υπήρχε πια στον τόπο μας;

Η Πράγα είναι η Θεσσαλονίκη όπως θα έπρεπε να είναι: οργανωμένη, καθαρή, ανθρώπινη. Μια πόλη χωρίς ματαιοδοξία, μια πόλη που δουλεύει, που σέβεται τους πολίτες της, και που τους επιτρέπει να ξεδιπλώνουν τις όποιες αρετές τους. Κυρίως, σέβεται τον χρόνο τους. Εδώ οι ημέρες μας έχουν πολύ περισσότερες από 24 ώρες, αν είναι δυνατόν. Η μισή μέρα είναι σχόλη – για εμάς, δηλαδή, δυνατότητα να κάνουμε κι άλλα πράγματα, καθώς δεν καθόμαστε ποτέ. Ούτε στη Θεσσαλονίκη καθόμασταν, μόνο που εκεί η κούραση πήγαινε στράφι. Η ζωή και η δουλειά τόσο πολλών καλών ανθρώπων, συντοπιτών μας, πάνε στράφι.

 

-Τι αφήσατε πίσω που δεν θα βρείτε σε καμία Πράγα;

Είναι η καλύτερη ερώτηση-πάσα για να πω κάτι εμπορικό, κάτι που να με συμφέρει. Ή κάτι συγκινητικό. Ότι η Θεσσαλονίκη, και η Αθήνα, και η Ελλάδα, είναι αναντικατάστατες, μέσα στην καρδιά μας κλπ. κλπ. Αλλά δεν μπορώ παρά να είμαι ειλικρινής. Το μόνο που άφησα εγώ πίσω, πέρα από τους ανθρώπους μου, είναι η δυνατότητα να είμαι κοντά στα βιβλιοπωλεία και στα τοπικά ΜΜΕ για να προβάλλω τη δουλειά μου όπως κάνουν όλοι οι άλλοι συνάδελφοι (και καλά κάνουν). Έκοψα σχεδόν κάθε φυσικό δρόμο επικοινωνίας με τους αναγνώστες των βιβλίων μου, ήτοι έχασα. Και θα εξακολουθώ να χάνω. Στη δουλειά μας η φυσική επικοινωνία παίζει μεγάλο ρόλο.

 

-Τι είναι «Οι τέσσερις εποχές της Μέλισσας» κύριε Αθανασιάδη; Μια άλλη εποχή δική σας;

Ακριβώς. Η νέα μου εποχή. Ανακάλυψα μέσω της «Μέλισσας» ότι μπορώ να γράψω κάτι που να ενδιαφέρει εξίσου εμένα και ένα μεγάλο κοινό. Η «Μέλισσα» είναι η συγγραφική αναγέννησή μου, και είμαι ενθουσιασμένος με όλο αυτό. Και, όντας στον Ψυχογιό, τον μεγαλύτερο και πιο δυναμικό ελληνικό εκδοτικό οίκο, και τον πιο άρτια οργανωμένο (είχαμε ετοιμάσει το εξώφυλλο έξι μήνες πριν την κυκλοφορία του βιβλίου, για να σας φέρω ένα παράδειγμα), είμαι διπλά και τριπλά ενθουσιασμένος.

 

 

-Η Πράγα σάς πήγε τελικά, σας καλοδέχτηκε. Ούτε χρόνος και ήδη βγήκανε τρία; τέσσερα βιβλία; Τα δυο με τον Αρσέν και τη Φαντομά, που αποτελούν ήδη φαινόμενο, η επιτυχία της Μέλισσας… η απόσταση και η μοναξιά ωφελούν, τελικά, τον συγγραφέα;

Οι συνθήκες τον ωφελούν. Από κει που κοιμόμουν αργά, λίγο και δύσκολα, τώρα είμαι όρθιος από τα χαράματα, και έχω μπροστά μου σχεδόν ατέλειωτες ώρες για να εργαστώ. Και πάλι, μου μένουν άλλες τόσες για να κάνω ό,τι άλλο πρέπει να κάνω. Η Ελλάδα συνιστά ένα πλήρως αντι-παραγωγικό πλαίσιο. Κι αν το λέω εγώ που δουλεύω μια ζωή περισσότερες ώρες από σχεδόν οποιονδήποτε άλλον ξέρω, έτσι είναι. Δυστυχώς.

 

-Και σαν τελική δικαίωση για την απόφαση, η υποδοχή στα πάτρια, Αρειανός εσείς με όλα τα παοκτσήδικα χουνέρια. Σαν σόου υποδοχής ένα πράγμα, το να είναι κάποιος αρειανός είναι στάση ζωής; Φιλοσοφία;

Ναι, η πόλη ζει αυτή την περίοδο στον αστερισμό του αντιπάλου μας. Δεν μπορώ να κάνω κάτι για αυτό – απλώς υπομονή. Ρόδα είναι και γυρίζει. Όσο για το άλλο, ναι, είναι όπως το λέτε. Ο Άρης είναι η ομάδα που έχει ιστορικά τη μικρότερη εξάρτηση από το κράτος, είναι μία ομάδα φιλελεύθερη αν θέλετε, που στηρίζεται στις δικές της δυνάμεις, στις δυνάμεις δηλαδή της αγοράς: των οπαδών της. Βέβαια, μέσα σε ένα στρεβλό, κρατικιστικό περιβάλλον όπως αυτό του ελληνικού ποδοσφαίρου, όταν το κάνεις αυτό, απλώς χάνεις και βρίσκεσαι εκτός νυμφώνος. Ό,τι λέμε στην πολιτική και στην οικονομία, ισχύει απολύτως και στην μπάλα.

 

-Η άποψή σας για τον Σαββίδη;

Είναι πολύ πιο επικίνδυνος από όσο έχουν καταλάβει οι υποστηρικτές του. Και δεν μιλώ καν για τα πιστόλια και τους προγλωσσικούς μπράβους, μολονότι όλα αυτά δίνουν φυσικά έναν τόνο και παρέχουν μια κάποια τάξη ηθικού μεγέθους. Η πόλη είναι πολύ ακριβή για να την αγοράσει ένας εθνικιστής ολιγάρχης που γεννήθηκε μέσα από τη μαφιόζικη ανάδυση της νέας Ρωσίας του Πούτιν. Οφείλει να αντισταθεί. Αν οι Έλληνες καταστράφηκαν οικονομικά και κοινωνικά επειδή τούς έταξαν μικρότερο ΕΝΦΙΑ, δηλαδή για ένα αδειανό κοντομάνικο πουκάμισο, οι Θεσσαλονικείς θα καταστραφούν πλήρως αν σταθούν να εξαπατηθούν από τις δήθεν δουλειές του Σαββίδη. Πλήρως: το εννοώ. Τα πράγματα δεν πάνε καλά. Η όλη κατάσταση θυμίζει περιβάλλον κόμικς. Και, μιας και μιλάμε (και) για το ποδόσφαιρο, οι οπαδοί της άλλης ομάδας της πόλης θα δουν τον σύλλογό τους να αφανίζεται μέσα σε ένα με δύο το πολύ χρόνια με αυτόν στο τιμόνι του. Κι αυτό δεν το θέλουμε ούτε καν εμείς.

 

-Η άποψή σας για την ελληνική λογοτεχνία; Έχετε απίστευτη ευχέρεια και μπορείτε να υπηρετήσετε όλα τα είδη: φανταστικό, αστυνομικό, υπαρξιακό, παιδικό, εφηβικό, περιπέτεια, κοινωνικό, ερωτικό, γράψατε έναν κατατοπιστικότατο οδηγό συγγραφής με χιούμορ και μεγάλη ακρίβεια και επιτυχία… ναι, η άποψή σας για τη δική μας λογοτεχνία…

Δεν είμαι ειδικός. Στ’ αλήθεια δεν είμαι. Κάνω όμως κάτι συλλογές παιδικών διηγημάτων τώρα (μου αρέσει η δουλειά του ανθολόγου), και οι ειδικοί του χώρου μού είπαν ότι θα δυσκολευτώ, λέει, πολύ να βρω αρκετούς καλούς συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας – εξεπλάγην. Αν δεν το έχουμε αυτό, δεν μπορούμε να έχουμε τίποτε. Όπως, θυμίζω, δεν έχουμε καν μεγάλη παραγωγή Young Adult λογοτεχνίας: οι έφηβοί μας απλώς δεν διαβάζουν. Πάλι καλά που κάποιοι νεαροί συγγραφείς του Αστυνομικού εμφανίζονται δειλά-δειλά, ενώ υπάρχει μεγάλη κινητικότητα στο Φανταστικό – αυτά είναι καλά σημάδια. Κακά σημάδια είναι πως ειδικά οι τελευταίοι δεν πουλάνε. Οι καλοί συγγραφείς γεννιούνται από την αγορά. Αν δεν πουλιούνται μαζικά τα βιβλία, αν δεν υπάρχει ανταγωνισμός σε υψηλό επίπεδο, δεν θα υπάρχουν συγγραφείς. Είναι θέμα στατιστικής.

 

-Η κρίση μάς έκανε καλύτερους συγγραφείς;

Η κρίση δεν μπορεί να παραγάγει τίποτε καλό.

 

-Καλύτερους ανθρώπους;

Ισχύει η ίδια απάντηση. Μόνο σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς χωρίς εκπτώσεις στις αξίες της φιλελεύθερης δημοκρατίας μπορεί κανείς να προοδεύσει. Ποτέ στην ιστορία της ανθρωπότητας δεν συνέβη μισό καλό σε περιόδους ένδειας, κακών κυβερνητών και κοινωνικής αναταραχής. Ο λαϊκισμός, η απολυταρχία, η εξουσία που προσπαθεί να καταπνίξει ό,τι την αντιπολιτεύεται, όλο αυτό που είναι (και δεν το κρύβει) η σημερινή κυβέρνηση γεννά μόνο τέρατα. Ποτέ στην ιστορία μας δεν είχαμε τέτοιου χαμηλού επιπέδου ηγέτες (ο Θεός να τους κάνει). Χρειαζόμαστε restart. Χρειαζόμαστε μια καινούργια, φρέσκια, δυναμική, φιλελεύθερη κυβέρνηση. Χρειαζόμαστε δουλειές, επενδύσεις, ανάπτυξη, ακαριαίες μεταρρυθμίσεις. Και τα χρειαζόμαστε όλα άμεσα – χθες.

 

-Πώς είναι αλήθεια το να είσαι συγγραφέας πλήρους απασχόλησης; Μπορείτε να μας περιγράψετε μια τυπική καθημερινή σας μέρα;

Ξυπνώ, όπως προείπα, στις 6, κάνω βόλτα με τον Αρσέν, βλέπω την αλληλογραφία μου, συντονίζω τις Σελίδες τού Facebook που διατηρούμε, και πιάνω δουλειά στις 8:30. Το μεσημέρι έχω τελειώσει τη δουλειά της ημέρας και μπορώ να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα πρότζεκτ που τρέχουν. Έχω πλέον πολλές ώρες για να δουλέψω, να διαβάσω, να γράψω κριτικές, ακόμη και να αρθρογραφήσω – αν και σταμάτησα να το κάνω αυτό, καθώς έχω αυτοβούλως αποκοπεί κάπως από τα πράγματα στην Ελλάδα, δεν είμαι επαρκής πια. Το βράδυ βλέπουμε ταινίες και σίριαλ, όπως όλος ο κόσμος. Στο ενδιάμεσο μαγειρεύω. Έχω πια χρόνο ακόμη και για να ζυμώνω ψωμί.

 

 

-Ένα μυθιστόρημα είναι έμπνευση, φαντασία ή εργασία;

Είναι 1% η ιδέα του. Το υπόλοιπο είναι χειρωναξία.

 

-Είχατε εκπλήξεις από τις «Τέσσερις εποχές της Μέλισσας;»

Όχι, γιατί πέτυχαν τους στόχους τους.

 

-Ο Μουρσελάς ισχυριζόταν ότι το μυθιστόρημα είναι οι ήρωες. Η δική σας Μέλισσα είναι τόσο ζωντανή και παρούσα, αν και σχεδόν έξω του κόσμου τούτου, να μας πείτε πώς τη σκεφτήκατε;

-Η ιδέα ανήκε σε μία φίλη: ένα πανέμορφο κορίτσι που βρίσκεται να στηρίζει την οικογένειά της και κακοποιείται από τον αδελφό της και τη μοίρα την εποχή του Μεσοπολέμου, σε ένα μικροσκοπικό νησί. Μου άρεσε πολύ που μπορούσα να φτιάξω έναν βολταιρικό χαρακτήρα, έναν αγαθό άνθρωπο, ενταγμένο σε μία ελληνική ηθογραφία. Έχω μάλιστα σούρει τόσο πολλά στην ηθογραφία εν γένει, που ήθελα να κάνω κάτι για να ισοσκελίσω την κατάσταση.

 

-Γενικώς όμως οι γυναίκες ηρωίδες σας σε όλα τα βιβλία σας, με το κανονικό σας όνομα και ψευδώνυμα είναι πολύ ευνοημένες, δυνατές, τα καταφέρνουν, δεν είμαστε, τελικά, κύριε Αθανασιάδη και τόσο το ασθενές φύλλο;

Είστε. Υπό την έννοια ότι αυτή η κοινωνία ακόμη (για όνομα του Θεού δηλαδή) έχει γερές βάσεις στην πατριαρχία και αναγκαζόμαστε να είμαστε φεμινιστές. Όπως αναγκαζόμαστε να είμαστε φιλοευρωπαϊστές, π.χ. Η ισότητα, όπως και η Ευρώπη σαν αυταξία έπρεπε να είναι πράγματα δεδομένα. Αλλά εδώ δεν είναι άλλα κι άλλα…

 

-Τα «παιδιά», ο Αρσέν και η Φαντομά, εγκλιματίστηκαν στην Πράγα;

Η μικρή ζει στο σπίτι, οπότε δεν είναι το μέτρο. Όμως ο Αρσέν, ναι: όχι απλώς εγκλιματίστηκε άμεσα, αλλά το απολαμβάνει. Σε αντίθεση με την Ελλάδα, εδώ είναι άγνωστη η λέξη «αδέσποτο». Οι ντόπιοι δεν καταλαβαίνουν τι εννοείς, νομίζουν πως η έννοια ταυτίζεται με το «τρώω σκύλο». Η δε πόλη είναι γεμάτη πάρκα. Ένας σκύλος ζει σε πολύ καλύτερο περιβάλλον από ό,τι οι άνθρωποι στις ελληνικές πόλεις. Ντρέπομαι κάθε μέρα από αυτή την πραγματικότητα, προσπαθώ να ελαφροπατώ στους δρόμους. Κι όμως όλα αυτά που έχουν εδώ είναι τσάμπα, δεν θέλει δουλειά ή κόπο για να τα έχεις – θέλει βούληση.

 

-Τι σας λείπει πολύ από την Θεσσαλονίκη;

Το πρόχειρο φαγητό.

 

-Τι είναι εκείνο που σας εξέπληξε ή ήδη αγαπήσατε στην Πράγα;

Οι άνθρωποι καλημερίζονται μεταξύ τους – εννοώ, άνθρωποι άγνωστοι μεταξύ τους. Και λένε διαρκώς «ευχαριστώ». Ακόμη και στις δημόσιες υπηρεσίες: «Σας ευχαριστώ πολύ [που σας εξυπηρέτησα]». Θυμίζει επιστημονική φαντασία.

 

-Η Θεσσαλονίκη ή η Πράγα είναι η-κατάλληλη-πόλη για τον συγγραφέα;

Ίσως αυτή να είναι η πιο εύκολο να απαντηθεί ερώτηση στην ιστορία των συνεντεύξεων.

 

-Τι γράφετε τώρα;

Μία σάγκα: την ιστορία μίας οικογένειας, και ιδίως δύο προσώπων, ενός πατέρα και της κόρης του, από το 1900 μέχρι το 1967. Αλλά είναι και μια ιστορία της Ελλάδας μαζί.

 

-Ενδεχομένως τι είναι εκείνο που θα γράψετε και μπορεί να γραφτεί μόνο στην Πράγα;

Το προφανές είναι μυθιστορήματα μυστηρίου, ποτισμένα στις σκιές της πόλης. Αυτό επιχειρούν και οι ντόπιοι συγγραφείς, άλλωστε. Αλλά εγώ έχω την ιδιαιτερότητα να πατώ σε δύο βάρκες – υπάρχει ελληνική κοινότητα εδώ, που γεννήθηκε υπό πολύ συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, όπως ξέρουμε όλοι. Αυτό ακριβώς θα είναι το θέμα του μεθεπόμενου μυθιστορήματός μου: ο Εμφύλιος, η Ελλάδα, η Τσεχία, το χθες και το σήμερα.

 

-Είμαστε λίγο καλύτερα ή χειρότερα απ’ όσο μας αφήσατε; Πρώτη φορά αριστερά, τι; Τι άλλαξε, τι χάλασε, τι έφτιαξε και τι παραμένει χάλια;

Είτε μένεις στην Ελλάδα είτε βλέπεις τα πράγματα από έξω, τα συμπεράσματα που βγάζεις είναι τα ίδια: μέρα με την ημέρα, ο ζόφος είναι πιο πυκνός. Όμως, υπάρχει και ένας αισιόδοξος τρόπος θέασης της κατάστασης: κάθε μέρα που περνά, μας φέρνει πιο κοντά στις εκλογές, στο κλείσιμο της αριστερής παρένθεσης και άρα στην ανάπτυξη, που είναι το βασικότερο αγαθό όλων, είναι αδελφή της ελευθερίας – και το μείζον εθνικό θέμα. Όλα θα πάνε καλά, εντέλει. Θα φτάσουμε να έχουμε τον όγκο της τσέχικης βιβλιοπαραγωγής. Θα ξαναγυρίσει ο κόσμος στα βιβλιοπωλεία. Και, αν κουραστούν από την καθημερινότητά τους οι Ευρωπαίοι, θα έρθουν να μείνουν στην όμορφη χώρα μας. Και δεν θα σπαράζει πια η καρδιά μας.

 

 

Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top