Fractal

Διήγημα: «Σίδερο»

Της Μιχαέλλας Χατζηαγγέλου // *

 

 

 

 

Σίδερο

 

Έχω να σιδερώσω χρόνια. Μιλάμε για εικοσαετία. Εδώ πάλι είχα πιάσει σίδερο στα χέρια μου. Στην Αθήνα απλά δεν σιδέρωνα τα ρούχα μου. Σε όσους το είχα αναφέρει ξαφνιάζονταν αλλά είναι αλήθεια. Νιώθω εδώ πως είναι ταιριαστό να το κάνω. Η γυναίκα είναι να έρθει σε 5 μέρες και βγάλαμε τα χειμωνιάτικα. Τα πλύναμε κι έχουν μαζευτεί ντάνες στο δωμάτιο υπηρεσίας και ξαφνικά με αφορά και με νοιάζει. Όταν ερχόμουν για διακοπές δεν με ένοιαζε, δεν κουνούσα καν το δαχτυλάκι μου, θεωρούσα αυτονόητο πως θα έκαναν οι άλλοι τα πάντα για μένα. Τώρα όλα έχουν αλλάξει και δεν μου πάει να τη χρησιμοποιώ σαν τη μανούλα που φροντίζει για όλα. Είμαστε στη φάση της αντιστροφής των ρόλων. Πώς γέρασε η μάνα μου έτσι; Δεν με είχε απασχολήσει ποτέ το αν θα έφτανε στα 80 της. Κάποτε δεν σκεφτόμουν το μέλλον. Η αδερφή μου της έχει εγκαταστήσει για ευκολία ένα υπερυψωμένο κάθισμα στην τουαλέτα. Είναι μανούρα να το βάζεις και να το βγάζεις κι έτσι κατουράω κι εγώ στον θρόνο. Έχει γίνει για μένα ιδιόρρυθμη, τρόπον τινά, η ανάγκη απόρριψης των σωματικών περιεχομένων μου. Όποτε έρχεται η αδερφή μου φέρνει κι από ένα αξεσουάρ προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες διαβίωσης της μητέρας μας. Εγώ δεν έχω τέτοιες ιδέες, δε συμμετέχω. Απλά όποτε επισκεπτόμουν μια τον χρόνο τη μαμά μου, έβλεπα τις αλλαγές. Η αδερφή μου έρχεται 1 φορά το μήνα. Καλή κόρη. Σπούδασε, βρήκε δουλειά, παντρεύτηκε, χάρισε εγγόνια, φροντίζει όλες τις πρακτικές λεπτομέρειες για τη ζωή της μάνας και αν δεν βρισκόμουν εδώ, εν τέλει θα την έπαιρνε μαζί της στη Θεσσαλονίκη. Έτσι θέλω να πιστεύω τουλάχιστον. Νιώθω να γερνάω. Μέχρι τώρα απλά ωρίμαζα, τώρα νιώθω πραγματικά να γερνάω. Στρώσαμε τα χαλιά. Ξαφνικά εδώ με αφορούν πράγματα όπως το στρώσιμο των χαλιών και το σίδερο. Είναι πολύ νωρίς, δεν ξέρω γιατί το ενθάρρυνα. Μάλλον δεν ήθελα να έρθει η αδερφή μου και να κάνει κάποιο σχόλιο. Δεν ξέρω τι με έπιασε στ’ αλήθεια. Χαλιά της γιαγιάς μου και χαλιά αγορασμένα από τη μαμά μου με τη βοήθεια της Πρόνοιας επειδή ήταν δημόσιος υπάλληλος. Χαλιά περσικά και χαλιά Ιωνίας. Χαλιά που χώνονται οι πατούσες μου μέσα τους και χαλιά υφαντά που όταν περπατάω πάνω τους νιώθω το παρκέ από κάτω. Το σίδερο περνάει πάνω από τα λουλουδάκια της ρόμπας της και τα ζωντανεύει ένα-ένα. Πού είσαι; Με σκέφτεσαι άραγε μέσα στη μέρα; Πάνω από το στήθος παλεύω να φτιάξω όμορφη τη λεπτομέρεια της δαντέλας επιμένοντας να την ισιώσω με το καυτό σίδερο. Μπαίνω κάθε μέρα και τσεκάρω τα email μου. Ήταν ο τελευταίος τρόπος με τον οποίο επικοινώνησα μαζί σου και κάπως έχω θρέψει στο μυαλό μου την προσδοκία πως αν κάποτε φανείς, από αυτό το μέσο θα το κάνεις. Τα μανίκια είναι δύσκολα. Πώς το καταφέρνουν κάποιοι και δεν κάνουν τσαλακωματιές; Θυμάμαι το Μέριτο που ψέκαζαν οι μανάδες μας τα πουκάμισα και τα σεντόνια. Ξαφνικά το να έχει κάποιος ταλέντο στο σιδέρωμα μοιάζει τρομερό επίτευγμα στα μάτια μου. Τα πουκάμισά σου ήταν πάντα καλά σιδερωμένα αλλά μύριζαν μια ανεπρόκοπη φοιτητίλα. Την κλεισούρα ενός σπιτιού που οι κάτοικοί του καπνίζουν αρειμανίως. «Τι μυρωδιά έχω;» με είχες ρωτήσει εκείνο το τελευταίο απόγευμα που σε είδα και σε άγγιξα. Τα ρούχα σου δεν μύριζαν απορρυπαντικό, είχαν ποτίσει τσιγάρο και απελπισία από το σώμα σου. Περίμενες μια άλλη απάντηση, μια και μόλις πριν είχες κολακέψει τη μυρωδιά μου, τη γλύκα, αλλά δεν ανταποκρίθηκα. Δεν είναι όλες οι ρόμπες της μακρυμάνικες και τη μαλώνω. Μέσα στον χειμώνα φοράει δηλαδή κοντομάνικα; Μου λέει πως ζεσταίνεται. Τα μάτια της είναι τόσο φωτεινά γαλάζια. Θεέ μου, δεν έχει χάσει τίποτε από τη λάμψη του το βλέμμα της. Πώς τα καταφέρνει; Είναι ακόμη παιδί, γι’ αυτό. Κάθεται στον διπλό καναπέ που της είχα αγοράσει πριν 15 χρόνια. Την ανακουφίζει η καθημερινή ιεροτελεστία της. Ξυπνά στις εννιά πια, έχει βάλει από το βράδυ τάιμερ προκειμένου να γράψει σε βιντεοκασέτα τις 90’s σειρές σε επανάληψη, βλέπει τις σειρές και με ικανοποίηση προχωράει τις διαφημίσεις (πολύ της αρέσει η εφεύρεση του forward), μετά βλέπει μεσημεριανές εκπομπές, διάλειμμα για σύντομη ξεκούραση όπου θα ξεφυλλίσει την τοπική εφημερίδα, σειρά ελληνική ή τούρκικη, ο καιρός (βασικό) κι έπειτα κατάκλιση. Μου φαίνεται παράλογο το ότι παρακολουθεί τόση τηλεόραση ενώ μένει σε αυτό το σπίτι μπροστά στη θάλασσα. Έχει τόσο όμορφη θέα αυτό το σπίτι. Νότια η θάλασσα, βόρεια το Βουνό. Κάποτε το είχα λατρέψει, τώρα δε με ενδιαφέρει στο ελάχιστο. Ούτε θέλω να το διεκδικήσω με οποιονδήποτε τρόπο. Κατάφερα να αποδεσμευτώ από την ανάγκη μου να επιβεβαιώνομαι μέσα από τα υλικά πράγματα. Δε με ορίζουν. Τέρμα. Ούτε το βιενέζικο σαλονάκι, ούτε οι πίνακες, ούτε οι μπουχάρες, ούτε τα είδη γραφείου που έχουν μείνει ακόμη στα συρτάρια του μαθητικού μου γραφείου. Το ψηλοτάβανο σπίτι με τις γύψινες μπορντούρες και τις απλίκες με αφήνει αδιάφορη. Δεν ξέρω αν πρέπει να σιδερώσω και τις κάλτσες. Όχι, με διαφωτίζει η μαμά μου, αλλά εγώ το κάνω έτσι κι αλλιώς. Ένα σωρό μανταρισμένες κάλτσες, λες και δεν μπορεί να αγοράσει άλλες. Έχει σημάδια στα πόδια της. Τα ξύνει με ό,τι βρίσκει, αγαπημένο της εργαλείο ένα μαχαιράκι με μπλε πλαστική λαβή που η λάμα φαίνεται πολυκαιρισμένη και καθόλου κοφτερή. Με αυτό ξύνει πόδια, πλάτη και όποιο σημείο του σώματός της φτάνει. Με φρικάρουν όλα αυτά, αλλά είναι η ρουτίνα της. Έχει κι έναν βήχα που δεν καταλαγιάζει. Ο γιατρός μάς έχει πει πως είναι σαν νευρικό τικ. Δεν έφυγε ποτέ, ακόμη κι όταν έκανε χημειοθεραπείες πριν καμιά δεκαριά χρόνια. Η αδερφή μου για κάποιο λόγο περίμενε πως η χημειοθεραπεία θα θέριζε μαζί με τα κύτταρα και το νευρικό βήχα της. Είμαι σχεδόν βέβαιη πως δεν στηρίζεται σε κανένα σημείο επιστημονικά αυτή η προσδοκία της. Εσώρουχα, νυχτικές και ρόμπες είναι τίγκα στη δαντελίτσα και το λουλουδάκι. Τα σιδερώνω με αγάπη και νιώθω πως είναι όντως μια πράξη αγάπης, μια απάντηση για τα χρόνια που έλειπα ή για το ότι ποτέ δεν ήμασταν κοντά. Πόσο σκληρό για μένα ως παιδί και άλλο τόσο γι΄αυτήν τώρα, στα γεράματα, να αδυνατώ να της δείξω στοργή. Δεν ξέρω αν θα το βρούμε ποτέ. Έχει νόημα; Τι να της καταλογίσω σε αυτή την ηλικία; Λουλουδάκια παντού, ακόμη και στο κάλυμμα της σιδερώστρας. Μαζεύω τα σύνεργα και ψάχνω να βρω πού στην παλιά ξύλινη ντουλάπα βολεύει τι. Ακόμα και η ντουλάπα έχει σκαλισμένα λουλούδια στην πόρτα της. Στα συρτάρια οι κάλτσες και οι πετσέτες. Τα ανοίγω και αφήνουν αυτό το σούρσιμο του ξύλου σε ξύλο των παλιών επίπλων. Αναρωτιέμαι αν για κάποια μικροσκοπικά πλάσματα, τα σώματά μας αφήνουν το ίδιο σούρσιμο όταν εφάπτονται. Όταν χάιδευα ασταμάτητα το πρόσωπό σου ή όταν ψιλάφιζα το δέρμα της κοιλιάς σου, εκεί που κάνει ζάρες από τη λιποσαρκία και τα 47 σου χρόνια. Μια ιδέα ήταν όλο. Η παρουσία μου στη ζωή σου ήταν μια διερεύνηση. Έψαχνες να βρεις την αγάπη, να τη νιώσεις και ήμουν απλά μια λανθασμένη επιλογή. Κι εγώ; Το συρτάρι κολλάει και με ζορίζει. Το ξύλο τσιρίζει καθώς σφηνώνει και προσπαθώ να το φέρω στα ίσα του για να κλείσει σε ευθεία. Μα γιατί επιμένει να χρησιμοποιεί αυτά τα παλαιολιθικά συρτάρια; Εγώ σε άφησα να με πείσεις, είχα ανάγκη να δουλέψει το μεταξύ μας γιατί μου άρεσες πολύ. Από τότε που σε είδα για πρώτη φορά 22 χρόνια πριν με εκείνο το δερμάτινο μπουφάν και το μαλλί ροκαμπίλι. Με καμιά δεκαριά ρολά μουσαμάδες τυλιγμένα παραμάσχαλα. Ήταν ο καιρός που δούλευες με λαδομπογιές. Πριν το γυρίσεις στη χαρακτική κι έπειτα απλά στο εμπόριο και την κριτική. Τότε ακόμη ήσουν ένας επίδοξος καλλιτέχνης, όπως όλοι μας. Ακόμα και οι μεντεσέδες της πόρτας της ντουλάπας τσιρίζουν. Δεν υπάρχει περίπτωση να χρειαστεί ένα ρούχο και να μην ακουστεί μέχρι τη θάλασσα, έξω από την αυλή. Βολεύω τα ρούχα και πάω να βάλω σ’ ένα βαμβάκι λάδι, να κάνω τους μεντεσέδες να το βουλώσουν. Έκπληκτη διαπιστώνω πως δεν κάνει και μεγάλη διαφορά. Τι στο καλό; Πώς είναι δυνατόν να συνεχίζουν να σκούζουν με αυτή την ένταση; Μου ζητάει να της τρίψω τα πόδια γιατί πονάνε. Μου δίνει την αλοιφή για τα ρευματικά. Απορώ πώς τα έβγαζε πέρα τόσα χρόνια μόνη της. Νιώθω ενοχές για την απουσία μου. Είμαι σχεδόν 4 μήνες εδώ και της τα τρίβω μια φορά τη βδομάδα σίγουρα. Της αξίζει αυτή η φροντίδα. Μπροστά στην τηλεόραση τρώει πασατέμπο ανάλατο και δεν σχολιάζει τίποτα. Συχνά δακρύζει. Πότε γέρασε; Σκατά. Δεν αναγνωρίζω τίποτε από τη μητέρα των αναμνήσεών μου. Είναι μια άλλη γυναίκα αυτή. Το έχω συνηθίσει πάλι το σπίτι. Είναι μια αίσθηση που δεν μπορώ να την εξηγήσω. Έχω ζήσει σε τόπους και σπίτια πολλά και κουβαλώ πια σαρκίο και πνεύμα πολυκαιρισμένα, πολύ-χρησιμοποιημένα και εξαντλημένα μα δεν περίμενα ποτέ να προσφέρεται να με ξεκουράσει κάτι που τόσο μίσησα. Κάτι καινούργιο πίστευα θα μου το χαρίσει αυτό. Έχουν σβηστεί όλα. 24 χρόνια δεν έζησα τίποτα, μια παρένθεση. Αυτή η αίσθηση με κάνει να αναρωτιέμαι και να τρομάζω συνάμα. Στην προηγούμενη εμπειρία διαμονής μου ήμουν μέλος μιας οικογένειας από την οποία ανυπομονούσα να αποκοπώ. Ο πατέρας μου ζούσε ακόμη όταν δεχόμουν όλες εκείνες τις πιέσεις να περάσω στο πανεπιστήμιο. Το έκανα και ήταν το εισιτήριό μου για την Αθήνα. Μόλις αποφοίτησα, πέθανε. Λες και τα είχε όλα κανονισμένα για να με βγάλει στη ζωή με ένα πτυχίο τουλάχιστον. Κι έπειτα, ελευθερώθηκα. Τα γάμησα όλα και στα 22 μου έγινα αυτό που πάντα ήθελα να γίνω. Ιδιότητα: Ελεύθερη. Όχι, δεν ήταν κάποιος τύρρανος ο πατέρας μου. Ο φόβος μου να μην τον απογοητεύσω με φυλάκιζε. Και μια περηφάνεια που παραδόξως με υποδούλωνε. Αυτή την περηφάνεια που είχαν εντοπίσει κάποιοι καθηγητές στο σχολείο και την είχαν αναφέρει στους δικούς μου. Ο τρόπος που μου το μετέφεραν ήταν λες και μιλούσαν για μειονέκτημα. «Μας είπαν πως η κόρη σας είναι πάρα πολύ υπερήφανη. Επίσης κάνει παρέα με περιθωριακά άτομα του σχολείου». Για χρόνια προσπαθούσα να καταλάβω τι στο διάολο εννοούσαν. Μάταια προσπαθούσα να τους εξηγήσω πως το πιο πιθανό ήταν να είχα πάει στην τουαλέτα και να με είδε κάποιος από τους μαλάκες καθηγητές να επιστρέφω ή να μιλάω με κάποιον κι έβγαλε το συμπέρασμα πως ξημεροβραδιαζόμουν στο καπνιστήριο, ψέκαζα με σπρέι τα πλακάκια και κλοτσούσα τις πόρτες μέχρι να σπάσουν. Ο πατέρας μου ένιωθε πως είχε αποτύχει με μένα. Έφταιγε που ζωγράφιζα και μου έπαιρναν το μυαλό διάφοροι που επαινούσαν το ταλέντο μου. Η ζωή δεν βρίσκεται στην Τέχνη. Έπρεπε να έχω κάτι χειροπιαστό, ένα πτυχίο, κάτι που να μπορεί να με πάει μπροστά και θα με εξασφαλίσει. Κι όταν έφυγε, έφυγε από πάνω μου κι εκείνο το πέπλο. Έδωσα Καλών Τεχνών με τη μία. Δε μου λείπει ο μπαμπάς μου. Δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ. Δε μου λείπει. Άφησε άλλωστε παρακαταθήκη. Ο φόβος της ατίμωσης δεν εξαλείφεται έτσι εύκολα. Σαν ίσκιος άρχισε να με επισκέπτεται μόλις πέρασαν τα πρώτα χρόνια αναρχίας. Ένα κράτημα, ένα φρένο. Οι προσδοκίες των άλλων, που λέει η Μαρία. Κι έπειτα η απόσταση που κρατούσε εν ζωή αλλά και η απουσία με τον θάνατό του έπαιξαν ρόλο στην ανικανότητα δημιουργίας ουσιαστικών σχέσεων. Δεν ξέρω αν έχω αγαπήσει πραγματικά κάποιον άνθρωπο. Ούτε τον εαυτό μου. Καψουρεύομαι, τρέχω χωρίς να ξαποσταίνω 100άρια στον έρωτα, μα την τέχνη τού να το φροντίσω και να το κάνω αγάπη δεν την έχω γνωρίσει, ούτε μου βγαίνει έμφυτα. Δεν ξέρω ποια είμαι ούτε που πηγαίνω. Είμαι παντού και πουθενά. Δεν έφτιαξα σχέσεις να έχω ανθρώπους να φροντίσω. Και θέλω τόσο να φροντίζω. Απλά τα σκατώνω. Τώρα έχω τη μάνα μου. Ξανά. Δεν έχω βρει θεραπευτή ακόμη. Αλλά μια φορά το μήνα κάνω βιντεοκλήση με τον ψυχιατρό μου. Έβρεχε εκείνη τη μέρα, θυμάσαι; Κι εμφανίστηκες αργοπορημένος όπως πάντα, με μια υπέροχη μεγάλη μαύρη ομπρέλα στα χέρια. Κατάλαβα αμέσως πως δεν ήταν δική σου. Αποκλείεται να είχες φροντίσει για ομπρέλα. Μπήκα, όμως, από κάτω της, γιατί ούτε εγώ είχα δική μου, δεν έχω ομπρέλες. Πιαστήκαμε αγκαζέ χαζογελώντας και μπήκαμε στο καφέ του πάρκου. «Θέλω να γεράσουμε μαζί», μου είπες. Εγώ δεν το είχα σκεφτεί ποτέ έτσι. «Δεν πρόκειται να γεράσεις», σου είπα γελώντας. Κι έσκυψες στο αυτί μου για να το ψιθυρίσεις, «Σ’αγαπώ».

 

Απόσπασμα από τη νουβέλα «Kasbah», εκδ. Ενύπνιο

 

 

* Η Μιχαέλλα Χατζηαγγέλου γεννηθηκε το 1978. Σπούδασε θέατρο στην Αθήνα και το Λονδίνο. Στη συνέχεια εργάστηκε ως διευθύντρια σκηνής στις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου κ.α.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top