Fractal

«Μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία. Την επιβίωση.»

Γράφει η Τζίνα Ψάρρη //

 

Jaqueline Woodson «Κάτι αστραφτερό» , Μετάφραση: Άννα Μαραγκάκη, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 208

 

«Η βροχή είχε παραχωρήσει τη θέση της σε μια εκτυφλωτική λιακάδα», την ώρα που η δεκαεξάχρονη Μέλοντι ετοιμαζόταν για την τελετή ενηλικίωσής της. Οι νότες της ορχήστρας έβγαιναν από το ανοιχτό παράθυρο και σκορπίζονταν σε ολόκληρο το Μπρούκλιν. Η τρυφερότητα τη στιγμής δεν καταφέρνει να πάρει τη θλίψη από το βλέμμα της νεαρής έφηβης, ούτε από την ψυχή της υπόλοιπης οικογένειας. Το λευκό φόρεμα που θα φορούσε ήταν φτιαγμένο κατά παραγγελία, αλλά όχι για εκείνη, για μιαν άλλη τελετή ενηλικίωσης, αυτήν της Άιρις, της μητέρας της, η οποία δεν πρόλαβε να το φορέσει, έγκυος ήδη στη Μέλοντι.

Η Μέλοντι δεν αισθάνεται πως γνωρίζει βαθιά τη μητέρα της, πως το βρεφικό της δέσιμο μ’ εκείνη εξακολουθεί να υφίσταται. «Κάπου στην πορεία έγινα εχθρός σου», ψιθυρίζει η Άιρις, βάζοντας ταιριαστό υπότιτλο στις σιωπές, στις αντιθέσεις, στην απομάκρυνσή τους.

 

«Τώρα όμως ανακάλυπτα ότι υπήρχαν πολλοί τρόποι να κρεμαστεί κανείς στον σταυρό – η αγάπη μιας μητέρας για σένα, που μεταμορφώνεται σε κάτι ακατανόητο. Ένα φόρεμα που έχει στοιχειώσει τα όνειρα κάποιας άλλης γενιάς. Μια ιστορία φωτιάς, στάχτης και απώλειας… Και καθώς χορεύουμε, δεν είμαι η δεκαεξάχρονη Μέλοντι, δεν είμαι η άλλοτε εξώγαμη κόρη των γονιών μου – είμαι ένα αφήγημα, μια παραλίγο λησμονημένη ιστορία. Που τη θυμήθηκαν».

 

Η Άιρις πάντα απόμακρη, πάντα να φεύγει από το σπίτι, πάντα να επιστρέφει για λίγο μόνο. Ο Όμπρει, ο πατέρας της Μέλοντι, πάντα ανασφαλής, διστακτικός και βαθιά πληγωμένος από τη γυναίκα που λατρεύει και παρακολουθεί διαρκώς να ασφυκτιά, να μην θέλει οικογένεια και στενεμένα όνειρα. Η Άιρις θέλει να ζήσει, να σπουδάσει, να ταξιδέψει.

 

«Η Άιρις δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ένιωθε ευτυχισμένος. Πώς ήταν δυνατόν να του αρκούν όσα είχε. Ονειρευόταν ένα μέλλον μακρινό, όπου δεν θα ξυπνούσαν κάθε πρωί οι τρεις τους στριμωγμένοι σε ένα δωμάτιο. Ένα μέλλον πιο ευρύχωρο, όπου δεν θα ζούσαν στο πέτρινο σπίτι των γονιών τους. Πάνω απ’ όλα όμως, ποτέ δεν πίστεψε πως ο Όμπρει θα ήταν ο τελευταίος σταθμός της ζωής της. Δεν σκόπευε να περάσει μια αιωνιότητα μαζί του, κι ας του είχε πάρει την παρθενιά. Όταν άρχισαν να φτάνουν οι επιστολές από τα διάφορα κολέγια, διέκρινε σ’ αυτές μια ευκαιρία να αποδράσει από τη ρουτίνα. Διέκρινε μια διέξοδο».

 

Η Μέλοντι, ένα παιδί που ίσως ποτέ να μην έπρεπε να γεννηθεί, που λογιζόταν ως βάρος και ντροπή στην οικογένεια μα ήταν επιθυμητό από τη μάνα που το γέννησε. Όσο ήταν στην κοιλιά της ωστόσο. Κι ύστερα, μοιάζει σαν όλα να ανατράπηκαν. Σαν η αγάπη της μάνας να φτερούγισε μακριά απ’ την καρδιά της και τελικά να φώλιασε στην ψυχή του πατέρα και των παππούδων της. Η γιαγιά γίνεται μάνα, στη θέση μιας έφηβης που δεν είχε προλάβει ακόμα να κάνει την επανάστασή της, που δεν είχε προλάβει να ερωτευθεί βαθιά και ειλικρινά πριν δημιουργήσει οικογένεια.

 

«Κλαις όλη νύχτα, μέχρι να γδαρθεί ο λαιμός σου και να μην σου έχει απομείνει άλλος στεναγμός. Να μη σου έχουν  απομείνει άλλες κατάρες για τον Θεό και τον εαυτό σου. Κι έτσι, μολονότι νομίζεις ότι δεν θα ξανασηκωθείς από το κρεβάτι, σηκώνεσαι. Σηκώνεσαι, φορώντας το ακριβό κασμιρένιο παλτό σου, και αρνείσαι να αφήσεις την ντροπή να σταθεί δίπλα σου».

 

Jacqueline Woodson

 

Μέσα από διαρκείς αναδρομές, η οικογενειακή σάγκα τριών γενεών ξεδιπλώνεται μαζί με τον διαρκή αγώνα της ζωής και των τραυμάτων τους. Κυρίαρχη η απουσία αλλά και η συγκίνηση που προκαλεί η συγγραφέας στον αναγνώστη σελίδα τη σελίδα. Η μεταβολή της αφήγησης, πότε από την εξομολόγηση της πρωτοπρόσωπης, πότε από την καταγγελτική αποστασιοποίηση της τριτοπρόσωπης, δεν μειώνει στο ελάχιστο τη θελκτικότητα του κειμένου, αφού η γλώσσα και το ύφος της Woodson, παραμένουν γεμάτα ευθύβολη ζωντάνια, νοσταλγία και γλυκιά μελαγχολία.

Τρεις γενιές, πλημμυρισμένες από τις χαρακτηριστικές μουσικές της εποχής τους, από τον Ντιουκ Έλινγκτον στον Πρινς κι ύστερα στους καλλιτέχνες της ραπ και της χιπ-χοπ, περιτριγυρισμένες από τα ιστορικά γεγονότα που τις σημάδεψαν, όλα, στοιχεία που δημιουργούν την υποβλητική ατμόσφαιρα που χρειάζεται και συνθέτουν μια έξοχη ψυχογραφία χωρίς περιττούς μελοδραματισμούς.

Ένα βιβλίο για τις αναμνήσεις που, ακόμα κι αν το κορμί θέλει ν’ αποτινάξει, η ψυχή κρατά σαν φυλαχτό πολύτιμο την οικογενειακή κληρονομιά. Παρά το μικρό σχετικά μέγεθός του, θέματα σημαντικά όπως οι ταξικές διαφορές, ο ρατσισμός, οι ανθρώπινες σχέσεις, οι προσδοκίες, η αναζήτηση της σεξουαλικής – και όχι μόνο – ταυτότητας, η απώλεια, οι γονεϊκοί δεσμοί, αναλύονται εντυπωσιακά, με έναν τρυφερό λυρισμό και μια μουσικότητα που κόβουν την ανάσα.

Κύριο μήνυμα του πολυεπίπεδου αυτού μυθιστορήματος είναι κατά τη γνώμη μου το τίμημα που πάντα πληρώνει η ατομική ανεξαρτησία, εξαιρετικά δοσμένο με μια μόνο φράση της συγγραφέως:

 

«Μέσα στην απώλεια, πρέπει να κουβαλάς και πολλά άλλα πράγματα. Το φευγιό. Τη σωτηρία. Την επιβίωση».

 

«Κάτι αστραφτερό» που στραφταλίζει σαν διάσωση και σαν αληθινή ζωή, θα συμπλήρωνα, πριν συστήσω ανεπιφύλακτα ένα εξαιρετικό από πολλές πλευρές ανάγνωσμα.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top