Fractal

✩ «Μαντάμ Μποβαρί» του Γκυστάβ Φλομπέρ στο θέατρο «Αποθήκη»

Γράφει ο Παύλος Λεμοντζής //

 

 

 

Υπόθεση

Η «Μαντάμ Μποβαρί» διαδραματίζεται στην επαρχιακή βόρεια Γαλλία, κοντά στην πόλη της Ρουέν στη Νορμανδία -και γενέτειρα του Φλομπέρ. Ο Σαρλ Μποβαρί είναι ένας ντροπαλός, περίεργα ντυμένος έφηβος που καταφθάνει στο νέο του σχολείο, όπου και δέχεται κοροϊδίες από τους νέους συμμαθητές του. Μετά από τεράστια προσπάθεια, καταφέρνει να αποκτήσει πτυχίο Ιατρικής από μια σχολή δεύτερης διαλογής και διορίζεται στη δημόσια Υπηρεσία Υγείας της Περιοχής. Παντρεύεται τη γυναίκα που η μητέρα του επέλεξε γι’ αυτόν, τη δυσάρεστη αλλά πλούσια χήρα Ελοίζ Ντουμπούκ. Τότε, μετακομίζει το ιατρείο του στο χωριό Τοτ.

 

 

Όταν ο Σαρλ επισκέπτεται μια φάρμα της περιοχής,για να περιποιηθεί το σπασμένο πόδι του κτηματία, γνωρίζει την κόρη του, Έμα Ρουό. Η Έμα είναι μια όμορφη νεαρή γυναίκα, που έχει λάβει την «πρέπουσα» εκπαίδευση σε μοναστήρι. Έχει μια δυνατή όρεξη για ζωή με λούσα και ρομάντζο. Ο Σαρλ την ερωτεύεται αμέσως και επισκέπτεται τον ασθενή του πολύ περισσότερο από το αναγκαίο, οδηγούμενος από τη λαχτάρα του να την δει, μέχρι που η ζήλια της Ελοίζ βάζει ένα τέλος στις επισκέψεις του.

Όταν η Ελοίζ πεθαίνει απρόσμενα, ο Σαρλ περιμένει ένα αποδεκτό διάστημα προτού φλερτάρει την Έμα με σοβαρότητα.

Το μυθιστόρημα τότε μετατοπίζει την εστίασή του στην Έμα.

Μια μέρα, ένας πλούσιος γαιοκτήμονας με έκλυτη ζωή, ο Ροντόλφ Μπουλανζέ, φέρνει έναν υπηρέτη του στο ιατρείο του Μποβαρί. Το μάτι του πέφτει αμέσως στην Έμα, και πιστεύει πως θα μπορέσει εύκολα να την παρασύρει. Την προσκαλεί για ιππασία με πρόφαση την υγεία της και ο άνδρας της, ανήσυχος για αυτήν και καθόλου καχύποπτος απέναντί της, συμφωνεί αμέσως. Η Έμα και ο Ροντόλφ συνάπτουν κρυφό δεσμό. Αυτή, αναλωμένη από την ερωτική της φαντασίωση, ρισκάρει να αποκαλυφθεί με επισκέψεις και γράμματα στον εραστή της. Μετά από τέσσερα χρόνια του προτείνει να κλεφτούν. Ο Ροντόλφ, όμως, δε μοιράζεται τον ενθουσιασμό της και την ημέρα που έχουν κανονίσει να συναντηθούν για να διαφύγουν την χωρίζει, με ένα αυτοκαταστροφικό, απολογητικό γράμμα. Το σοκ πέφτει τόσο βαρύ, στην ήδη εύθραυστη ψυχολογία της Έμα, ώστε αρρωσταίνει βαριά και στρέφεται προσωρινά στον Θεό.

Όταν αναρρώνει τελείως, βρίσκεται στην όπερα με τον σύζυγό της μετά από προτροπή του, κάπου κοντά στη Ρουέν. Η όπερα ξυπνά τα κοιμισμένα πάθη της και εκεί συναντά τυχαία τον Λεόν, τον παλιό της γνωστό, νεαρό κι όμορφο φοιτητή Νομικής, πλέον μορφωμένο και εργαζόμενο στη Ρουέν. Ξεκινούν έναν δεσμό και συναντιούνται κρυφά, ενώ ο Σαρλ νομίζει πως η Έμα παρακολουθεί μαθήματα πιάνου. Η Έμα ταξιδεύει μέχρι τη Ρουέν κάθε βδομάδα. Στην αρχή ο έρωτας τους είναι αμοιβαίος, αλλά σύντομα ο Λεόν κουράζεται με τον υπερβολικό συναισθηματισμό της Έμα και το δείχνει. Παράλληλα, η Έμα αποκτά τεράστια χρέη, εξαιτίας της αδυναμίας της για τα είδη πολυτελείας.

Ούσα χρεωμένη σε τεράστιο βαθμό, ζητά δανεικά από όποιον γνωρίζει, μεταξύ των οποίων ο Ροντόλφ και ο Λεόν, και απορρίπτεται απ’ όλους. Βρισκόμενη σε απόγνωση, παίρνει αρσενικό και πεθαίνει αγωνιωδώς. Ο Σαρλ, απαρηγόρητος, παραδίδεται στη θλίψη και προσπαθεί να κρατήσει τη μνήμη της ζωντανή με κάθε κόστος. Μια μέρα, βρίσκει την αλληλογραφία της με τον Ροντόλφ και τον Λεόν, και μαραζώνει από θλίψη μέχρι που πεθαίνει. Η κόρη της Έμα και του Λεόν καταλήγει, δίχως οικογένεια, να εργάζεται ως υπηρέτρια σε μύλο.

 

 

Ανάγνωση

H “Μαντάμ Μποβαρί” είναι η ιστορία της Έμας, μιας όμορφης, απλής κοπέλας στη γαλλική επαρχία, η οποία ονειρεύεται μια ζωή ουτοπική, σαν κι αυτή που περιγράφεται στα ρομαντικά βιβλία γεμάτη έντονες συγκινήσεις, πολυτέλειες, πάθη και φλογερούς έρωτες. Όμως ο γάμος της με τον Σαρλ Μποβαρί, που είναι εξαιρετικά αφοσιωμένος και πράος αλλά βαρετός σύζυγος για κείνη, κάθε άλλο παρά ιδανικός θα αποδειχθεί και θα τη βυθίσει στην ανία και την πλήξη μιας ζωής πεζής και ανούσιας, όπως ορίζουν οι κοινωνικές συμβάσεις και οι συντηρητικές ιδέες της υποκριτικής επαρχίας. Η Έμα θα κυνηγήσει τη χίμαιρα, το όνειρο, τις φαντασιώσεις της για έναν μεγάλο έρωτα σε πρόσωπα που είναι, ωστόσο, δημιουργήματα του κόσμου,που περιφρονεί και απεχθάνεται.

Όταν οι μάσκες πέσουν καικείνη δει τη γύμνια και τη φτώχεια της ψυχής τους, ποιο μονοπάτι θα ακολουθήσει για να ανακαλύψει την προσωπική της αλήθεια;

Αμείλικτο σαν τραγωδία, βίαιο σαν δράμα, δηκτικό σαν κωμωδία σάτιρας, το κοινότοπο θέμα της μοιχείας αποκτά βαθύτατα ανθρώπινες διαστάσεις, στο έργο του Φλομπέρ.

Διαβρωτικό και ρηξικέλευθο, το αριστουργηματικό αυτό νατουραλιστικό μυθιστόρημα έφερε επανάσταση στον τρόπο γραφής της εποχής, συγκρούστηκε με τις φόρμες του ρομαντισμού και, με την άκαμπτη αντικειμενικότητά του, σφράγισε την απαρχή μιας νέας εποχής στη λογοτεχνία.

Ο Φλομπέρ, ρεαλιστικός και ωμός, σκιαγράφησε τα γρανάζια της γαλλικής κοινωνίας και τη θέση που έχουν σε αυτήν τα δύο φύλα. Η Έμα Μποβαρί, μια παθιασμένη γυναίκα που αναζητά τον έρωτα και τις αληθινές απολαύσεις με κάθε κόστος, παύει να είναι απλά ένα αντικείμενο διακοσμητικής θηλυκότητας και παλεύει γι’ αυτά που πιστεύει ότι της αξίζουν. Η μητρότητα δεν είναι γι’ αυτήν η απόλυτη ευτυχία και το αίσθημα καταξίωσης δεν είναι αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο. Με τη δημοσίευση του έργου του ο Φλομπέρ πέτυχε να αναστατώσει τις συντηρητικές κοινωνίες και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που υπήρχαν στη Γαλλία.

 

 

Η παράσταση

 

 

 

Πολύ καλό συντονισμό και καθοδήγηση ηθοποιών έχει κάνει η σκηνοθέτις στην παράσταση, έχοντας την αρωγή της εξαιρετικής δουλειάς στη διασκευή του έργου τής Έλσας Ανδριανού, ώστε αντιληφθήκαμε οι γνώστες της υπόθεσης , πως η Λίλλυ Μελεμέ δεν πίστευε στο νατουραλισμό που παρουσιάζει την επιφάνεια της ζωής, αλλά στο ρεαλισμό που είναι η αλήθεια του περιεχομένου. Κεντρικός πυρήνας της διδασκαλίας της, πιστεύω, ήταν η ουσία τής μεθόδου των σωματικών ενεργειών, το πώς δηλαδή ο ηθοποιός πρέπει να φτάσει μέσα από συνειδητούς δρόμους στο υποσυνείδητο και στο εσώτερο είναι, για να επιτύχει την έμπνευση που τον οδηγεί στη σκηνική αλήθεια.

Έτσι, αποδίδει θεατρική ροή, δύναμη και κορυφώσεις στις σελίδες του μυθιστορήματος, με το τελικό αποτέλεσμα να ξεχωρίζει, ως αυτόνομο θεατρικό επίτευγμα.

Εντυπωσιακός είναι ο τρόπος που ξαναδιαβάζει το κείμενο, ως κραυγή για σωτηρία αυτής της γυναίκας που αντιπαλεύεται για χρόνια τους δαίμονές της και τον κοινωνικό καθωσπρεπισμό. Αντί να παρασυρθεί από τον ρομαντισμό και τις ευγενείς επιταγές της περιόδου (που, ωστόσο, ακυρώνονται από την ίδια την οπτική του συγγραφέα), επιλέγει μια εξπρεσιονιστική έκφραση που συνταράσσει, επειδή εκπλήσσει στη σκηνή ο εσωτερικός κόσμος της ηρωίδας, πολύ μακριά από την περίεργη συμπεριφορά της.

Ο αντιρομαντισμός του έργου είναι επίμονος και σκληρός, καθώς ο Φλομπέρ καταρρίπτει τα κουρασμένα κλισέ στα οποία διεξάγονται τέτοιες υποθέσεις, αλλά αν η Έμα είναι επιρρεπής στα κλισέ, δεν γίνεται η ίδια κλισαρισμένη φιγούρα. Η κατάστασή της δεν απέχει πολύ από το να είναι μοναδική. Οι απογοητεύσεις της πηγάζουν λιγότερο από την έμφυτη ματαιοδοξία και την ανοησία, παρά από τις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώνουν τις γυναίκες της εποχής της, δηλαδή, την επικράτηση της αστικής τάξης στην Ευρώπη.

Αλλά, αν ο κατάλογος των φανταστικών γυναικών που τιμωρούνται, επειδή επιθυμούν περισσότερα από τον καθορισμένο κλήρο τους, περιλαμβάνει την AnnaKarenina, τη LadyDedlock του CharlesDickens, τη LilyBart της EdithWharton, την BeckySharp του WilliamThackeray και άλλες, η EmmaBovary είναι μια πραγματική απόκλιση στην ιστορία της γυναικείας μοιχείας.

Παρά τις συνεχείς συγκρίσεις, η Έμα μοιάζει ελάχιστα με την Καρένινα- ηρωίδα του Τολστόι, η οποία κατηγορείται για συζυγική παράβαση από την οργή του συζύγου της και από τα δικά της αισθήματα ενοχής. Η Έμα δεν τιμωρείται από τον σύζυγό της ούτε εξοστρακίζεται από τους πολίτες, οι οποίοι γνωρίζουν τις υποθέσεις της. Δε δείχνει σημάδια μεταμέλειας κι ο μόνος φόβος της είναι αν ο Σάρλ ανακαλύψει ότι το περιεχόμενο του σπιτιού του κατασχέθηκε από την τράπεζα. Όμως, ξέρει ότι θα τη συγχωρήσει. Αν αυτό αφήνει σκοτεινά τα ακριβή κίνητρα της αυτοκτονίας της, αναμφίβολα εξηγεί γιατί ο Φλομπέρ οδηγήθηκε σε δίκη για «προσβολή στα δημόσια ήθη και τη θρησκεία». Τελικά, αθωώθηκε και, μάλιστα, γρήγορα.

Η εξαιρετική Πέγκυ Τρικαλιώτη, ώριμη πια ηθοποιός, ξέρει να δουλεύειάριστα τα εκφραστικάτης μέσα, κερδίζει το κοινό ως απείθαρχο κορίτσι και ως γυναίκα εμμονική και εγωίστρια. Άγουρη φεμινίστρια, θα έλεγα, αλλά και γυναίκα χωρίς μεγάλες προσδοκίες από τον γάμο της, δυστυχώς όμως, οι ανεκπλήρωτες βαθύτερες ανάγκες της την οδηγούν στην αυτοκαταστροφή. Αξιοθαύμαστη ερμηνεία.

 

 

Ο Κώστας Βασαρδάνης, στον ρόλο του συζύγου Σάρλ, υποδύεται πειστικά έναν άνδρα που αγαπά μεν τη γυναίκα του, όμως είναι παθητικός αποδέκτης της προδοσίας της και ανίκανος να συνδεθεί μαζί της. Όλο αυτό είναι ένα κομμάτι από τα προβλήματα του γάμου τους. Η συνομιλία του με την ΄Εμα είναι τόσο επίπεδη, όσο ένα μακρύ πεζοδρόμιο.

Η σκηνοθεσία, πιστεύω, ότι δε θέλει να μας αρέσει η Έμα ως γυναίκειο καταπιεσμένο πρότυπο, αλλά ως προϊόν ενός τόπου, σε μια συγκεκριμένη εποχή, παρά τις υπαινικτικές φάσεις στις σκηνές σεξουαλικής εκμετάλλευσής της από τους εραστές της. Ακόμα και ο συμβολαιογράφος την εκμεταλλεύεται και, πάρα την αντίδρασή της σ’ αυτόν ότι δεν είναι προς πώληση, δεν έχει ούτε εξουσία ούτε αυτάρκεια ή αυτονομία.

Ο Ανδρέας Νάτσιος, ο Πάρης Θωμόπουλος και ο Γιάννης Εγγλέζος, ηθοποιοί με ερμηνευτική διαύγεια και έντονο ταπεραμέντο, παιγνιώδεις ως αφηγητές και εύστοχοι στους ρόλους τους, ενδύονται και απεγδύονται μια σειρά χαρακτήρων – όπως τους εραστές της Μποβαρί, Ροδόλφο και Λεόν- που προωθούν την πλοκή του έργου, κερδίζοντας το στοίχημα να τους φέρουν ευδιάκριτα στη σκηνή.

Στο τρίτο μέρος της παράστασης αντιλαμβανόμαστε τη συνένωση των γεγονότων, το κλείσιμο όλων των συνεπειών των άστοχων πράξεων της Εμα, τα ψέματά της και την τεράστια αντιπάθεια που συγκέντρωσε.

Δεν είναι εκτυφλωτικά όμορφη γυναίκα, πρόδωσε τον άντρα της, ο οποίος δεν την καταλάβαινε αλλά την αγάπησε με τον δικό του τρόπο, απέρριψε την κόρη της και αντιμετώπισε τους γύρω της με περιφρόνηση. Είναι η αρχιτέκτονας της δικής της πτώσης, αλλά είναι και θύμα ασύνειδων ανδρών, κοινωνικών κανόνων και συμβάσεων που απέτυχαν σε γυναίκες σαν αυτήν και δεν τους έδιναν καμία διέξοδο.

Είναι μια δύσκολη ηρωίδα η Μαντάμ Μποβαρί αλλά, σίγουρα, μας ικανοποίει το αποτέλεσμα, επειδή τα τεχνικά μέσα είναι ελάχιστα και στην ουσία μόνο τα φώτα και τρία μεγάλα κινητά πλαίσια που παραπέμπουν σε καθρέπτες ή και παράθυρα γενικά, οριοθετούν τον χώρο της δράσης – αφήγησης. Μεγάλη διάρκεια, μεγάλη απόλαυση. Σπάνιο, αλλά αληθές. Το επίτευγμα πιστώνεται σε όλους τους συντελεστές.

 

 

Επίλογος

Με τη Μαντάμ Μποβαρί, εμβληματικό πρότυπο του σύγχρονου μυθιστορήματος, η πεζογραφία διαχωρίζεται με τρόπο ξεκάθαρο από την ποίηση, παύει να μεταρσιώνει, να μεταπλάθει την πραγματικότητα, παύει να τη βλέπει στην προοπτική της έξαρσης, παύει να αναζητά και να ξεθάβει τη βαθύτερη μεγαλοσύνη και δραματικότητά της, παύει να επιδιώκει την ποιητική της ανάταση. Η λογοτεχνία προσγειώνεται στο έδαφος της πικρής αλήθειας της καθημερινής ζωής, στην απεικόνιση της άνυδρης πραγματικότητας, τέτοιας που είναι και που καθημερινά βιώνεται γύρω μας και μέσα μας.

Η νέα αυτή λογοτεχνική πραγματικότητα εστιάζει στην περιγραφή της ζωής με την εγγενή της κακουχία, στην παρουσίαση των άτεγκτων νόμων του κόσμου, χωρίς διαφυγές, χωρίς ψηλοπετάγματα, χωρίς λύτρωση. Με τη Μαντάμ Μποβαρί ο Φλομπέρ εγκαινίασε μια νέα εποχή στη λογοτεχνία, την περίοδο του ρεαλισμού. Ταυτόχρονα, όμως, πράγμα παράδοξο γι’ αυτόν που πίστευε στο στυλ γραφής ως αυτοσκοπό, άφησε στις γενιές που ακολούθησαν τη μορφή της Έμα Μποβαρί, αιώνια και αγέραστη.

 

 

Συντελεστές

  • Κείμενο-Διασκευή: Έλσα Ανδριανού
  • Σκηνοθεσία : ΛίλλυΜελεμέ
  • Μουσική: Ειρήνη Σκυλακάκη
  • Κίνηση: Κική Μπάκα
  • Σκηνικά Νατάσσα Παπαστεργίου
  • Κοστούμια : Βασιλική Σύρμα
  • Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
  • Βοηθός σκηνοθέτη: Λίνα Οικονόμου
  • Βοηθός ενδυματολόγου: ΛίληΖωγραφάκη
  • Βοηθός σκηνογράφου: Μαριάνθη Ράδου
  • Ηθοποιοί: ΠέγκυΤρικαλιώτη, Κώστας Βασαρδάνης, Ανδρέας Νάτσιος, Πάρης Θωμόπουλος, Γιάννης Εγγλέζος
  • Φωτογραφίες παράστασης: Γιώργος Καλφαμανώλης
  • Παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top