Fractal

Διήγημα: “Εντός”

Της Κατερίνας Kανάκη – Αξούγκα //

 

ben_010

 

Νύχτα. Όλη την ημέρα «σκυθρωπάζων επορευόμην».

Το πεζοδρόμιο απορροφούσε τους κραδασμούς από τις μαλακές μου σόλες. Περνούσα σκεφτικός, απαρατήρητος, μπροστά από ένα σκηνικό που αποτελούσε τη ζωή μου εδώ και δεκαετίες. Η οδός Μ……. ήταν ένας ήσυχος δρόμος. Τα σπίτια κολλημένα το ένα δίπλα στο άλλο, «παράλληλοι μονόλογοι» με ατάραχες προσόψεις.

Τη μονοτονία τους έσπαγε ο συρφετός των παιδιών από τα κοντινά Λύκεια σε συγκεκριμένες ώρες, κανένα έκτακτο γεγονός, όπως το ασθενοφόρο που ’παιρνε σε ανύποπτες στιγμές την ηλικιωμένη γριά της απέναντι μονοκατοικίας κι αυτές…, αχ αυτές οι καμπάνες του ναού, να μας θυμίζουν «τα πανάρχαια χρέη μας» κατά το λόγο του ποιητή.

Σπίτια μελαγχολικά με τον ουρανό πανωθέ τους, σκέπαστρο ανάστερο, καθώς τα φανάρια του δρόμου υπερείχαν στο θλιβό φωτισμό τους, ανάκατο μ’ οσμές από φαγητά και υγρασία, ένα μείγμα βαρύ που ίδρωνε τα μέταλλα των αυτοκινήτων. «Γιατί να ζητάμε χώρες ζεσταμένες από άλλον ήλιο; Ποιος εξορισμένος από τον τόπο του, φεύγει επίσης μακριά από τον εαυτό του;» Μισοχαμογέλασα. Να ’ταν φίδι λέει ο πόνος κι ύστερα από μεγάλο κόπο να γλιστρούσε κάτω από τις χαραμάδες στα κατώφλια. Κι όλα μαζί τα φίδια ν’ αντάμωναν και να κουλουριάζονταν, ως τα φρονιμότερα των θηρίων επί της γης, σ’ έναν ερωτικό τρελό χορό. Μα ποιος αντέχει σήμερα να ξεσκεπαστεί ο πόνος του σ’ ένα κατώφλι;

«Εις το εσπέρας αυλισθήσεται κλαυθμός». Τα παντζούρια μισόκλειστα κι όσοι ανήκουν στο ευλογημένο «υπόλειμμα» έχουν τη δύναμη να κοιτάζονται καταπρόσωπο και να συν-χωρούν τις ζωές τους κάτω από τα σκεπάσματα για μια ακόμη φορά με την ελπίδα ενός όρθρου φαεινού, γεμάτο προσδοκία. Περπατούσα με θυμωμένα βήματα πάνω στις πλάκες του πεζοδρομίου, κραυγάζοντας σιωπηλά: «ο καθένας ας γνωρίζει επιτέλους το δρόμο που πρέπει να πάρει!». Μα ξάφνου, μέσα στη διακοπή κάθε ανθρώπινου σημείου, στην άχρωμη απουσία κάθε θορύβου, ξεπρόβαλε τολμηρά στα μάτια των περαστικών ένα ολοφώτεινο παράθυρο μ’ ανοιχτές τις βελούδινες κουρτίνες του, σαν την υψωμένη αυλαία μιας μικρής σκηνής που θ’ αποκάλυπτε χωρίς προσχήματα τα εσώψυχα των πρωταγωνιστών της. Ήταν τόσο διαυγές!

Όλα πρόβαλαν στον εσωτερικό του κόσμο συναρμοσμένα, βαλμένα στη σειρά με τάξη κι ευπρέπεια. Το καφέ των ξύλινων επιφανειών και το κόκκινο της στόφας ζέσταιναν αυτόματα το βλέμμα! Τα τζάμια των ντουλαπιών με τα σερβίτσια αστραποβολούσαν και το βάζο με τα υπόλευκα -ίσως και ψεύτικα- λουλούδια φωτιζόταν κάθετα από το κρεμασμένο πολύφωτο που σταματούσε μισό μέτρο και κάτι από το κεντημένο σεμέν με τις σκουρόχρυσες φούντες του. Ένα μικρό, τετραγωνισμένο, ισόγειο δωμάτιο με τραβηγμένες κουρτίνες, απόλαυση στα μάτια των περαστικών σ’ αυτόν το δρόμο με τα σκονισμένα σπίτια, τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τους βιαστικούς περαστικούς. Μια έκπληξη βαθιάς τρυφερότητας, σ’ ένα νυχτοπερπατημένο σοκάκι, χωρίς ταυτότητα, ένα «στόμα» ανοιχτό που σε καλούσε να συνομιλήσεις μαζί του, να τρυπήσεις τα τζάμια και να χωθείς ευπρόσδεκτος επισκέπτης στη θαλπωρή των καναπέδων του, στη γιορτινή του ατμόσφαιρα, να κλέψεις λίγο από το φως και τη ζεστασιά κι ύστερα, παίρνοντας μαζί σου μερίδιο από την ευτυχία του, να συνεχίσεις τη ζωή στους χιλιοπερπατημένους δρόμους της πόλης.

Κι ήταν μόνο ένα δωμάτιο, ένα «ταμιείον» εσώτατης διεργασίας σε μια κατείδωλο πολιτεία, ένα αρχονταρίκι φιλοξενίας, σαν εκείνα των μοναστηριών που ξεμπαρκάρουμε θρησκευτικοί τουρίστες, όπου στον απόηχο της βυζαντινής τους ατμόσφαιρας σου ανοίγουν ένα παράθυρο μιας άλλης «κοινωνίας» και νιώθεις με τον πρώην άγνωστό σου και τώρα διπλανό σου, που μοιράζεσαι τον καφέ και το παξιμάδι, να είσαι αδελφός μέσα σε μιαν εύλαλη σιωπή, η οποία σε παροτρύνει να βγάλεις τον καλύτερό σου εαυτό και σε μια κοινή συντροφία να μοιραστείς τα τάλαντά σου.

Στο νου μου ήρθε ο πολυαγαπημένος ποιητής Ernesto Cardenal και ο λόγος του για το «κλειδωμένο δωμάτιο» που ο κάθε άνθρωπος διαθέτει, μα αγνοεί τις περισσότερες φορές την ύπαρξή του. Ένα δωμάτιο, τόπο κρυφό, για εσώτερο παράδεισο, όπου για να το ανακαλύψεις πρέπει να στραφείς εντός σου, να απεκδυθείς τις συνεχείς αποτυχίες των λόγων σου και μέσα στην αύρα της σιωπής να σύρεις το μάνταλο για τον Πολυαγαπημένο. Είναι Αυτός που στο Άσμα Ασμάτων «ιδού… οπίσω του τοίχου ημών, παρακύπτων διά των θυρίδων, εκκύπτων διά των δικτύων».

Κι ήταν μόνο ένα φωτεινό δωμάτιο, που η φωταύγειά του σ΄ έκανε να ζηλέψεις τη λαμπρότητά του σε αντίθεση μ’ εκείνο, το μυστικό δικό μου δωμάτιο, που μ’ έκανε να ξυπνώ τα βράδια, ανακαλύπτοντας ανάμεσα σε ενύπνιες εκλάμψεις, το «κάτι» που λείπει, το «κάτι» που χάσκει κενό και που τρομαγμένο μου φωνάζει κάτω από την κουβέρτα να του φωτίσω το σκότος. Είναι ζωντανό και θέλει να ζήσει, μα το κρατώ ατροφικό εξορίζοντας και πετώντας ό,τι δε συμφέρει στις υπόγειες φωνές μου και γίνομαι ακόμη ένα αυτοείδωλο περιφερόμενο στο ναρκισσευόμενο πολιτισμό μου.

Έτσι ξυπνώ και έτσι κοιμάμαι, δίνοντας αναβολές και προθεσμίες, χάρες και αναστολές, Εγώ, ο δικαστής εαυτός και κατηγορούμενος μαζί. Και το νου μου τριβελίζει εκείνος ο σοφός λόγος, παραφρασμένος επίτηδες: «όταν ένα πλάσμα υποφέρει, συνωδίνει όλο το σύμπαν!»

Συνέχισα να περπατώ με αλλοιωμένο το κάτοπτρο της ψυχής μου, λουσμένος από το φωτεινό μου συναπάντημα, άγνωστος μέσα σε αγνώστους και παρηγορημένος, για ν’ ανέβω τα σκαλιά του δικού μου οίκου, ν’ αφήσω ξέχειλο το ποτάμι των φωνών μου κι ως άλλος εραστής της ησυχίας να ικετεύσω ξανά και ξανά «φώτισον μου, φώτισον μου, φώτισον μου το σκότος», για ν’ ακούσω τον απόηχο εντός μου της Φωνής, που στον ασυνείδητο κόσμο των κυττάρων μου ήταν κληροδότημα εκείνης της πρώτης προσταγής: «Γεννηθήτω φως!» να επαναλαμβάνεται θριαμβευτικά στα σαράντα πέντε τετραγωνικά μου ενάντια στο θάνατο.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top