Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Απομίμηση”

Του Κυριάκου Αθανασιάδη // *

 

mellonathanasiadis

 

Δεξιά και αριστερά απλώνονταν σαν μύκητες ψηλοί αγκαθωτοί θάμνοι γεμάτοι μικροσκοπικούς κόκκινους καρπούς. Τα ρούχα της πιάνονταν συνέχεια στα κλαδιά τους, αγκιστρώνονταν, τα μπράτσα της είχαν γδαρθεί, και μια μεγάλη κατακόκκινη σταγόνα αίμα κρεμόταν τρέμοντας στον καρπό της. Την τίναξε και βιάστηκε να βγει από κει. Το σκοτάδι δεν ήταν πρόβλημα, ήξερε πως όπου να ’ταν θα ξημέρωνε, αλλά ο χρόνος και οι μονάδες της τελείωναν και δεν θα το είχε σκοτώσει.

Βγήκε σε ένα πλάτωμα, λαχανιασμένη. Το χέρι της πονούσε. Δεν είχε καταλάβει πόσο βαθύ ήταν το σκίσιμο από το αγκάθι. Κοίταξε ολόγυρα στενεύοντας τα μάτια για να μπορέσει να διακρίνει μέσα στις σκιές και τα δέντρα. Τίποτε. Δεν ήταν εδώ. Ακούμπησε τον κοχλία στον κρόταφό της και τον χάιδεψε με τον δείκτη και τον μέσο, όπως της είχαν πει την πρώτη μέρα και πλέον είχε μάθει καλά. Την επόμενη στιγμή βρέθηκε σε κάτι που της θύμιζε εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο, ή ίσως αποθήκη — κάτι πελώριο και άχαρο. Γυμνοί τοίχοι, σκουπίδια, μια αχανής έκταση από τσιμέντο, μία συστοιχία από εκατοντάδες σωλήνες ο ένας επάνω στον άλλο που δεν ήξερε για ποια δουλειά είχαν φτιαχτεί ή μεταφερθεί εκεί. Παραπεταμένα στρώματα κρεβατιών, σπασμένες καρέκλες, ακαθαρσίες αρουραίων, παράθυρα με σπασμένα τζάμια σαν ανοιχτά, γεμάτα δόντια στόματα τυφλών θαλάσσιων τεράτων, σκιές, αχρηστεμένα μηχανήματα μιας ξένης εποχής. Ζόφος. Ερημιά. Και παρακμή.

Προχώρησε ξεκρεμώντας τη βαλλίστρα της από τον ώμο. Το βέλος με την πριονωτή αιχμή ήταν περασμένο και ασφαλισμένο στην κοίλη αύλακα του στελέχους, έτοιμο. Πίεσε απαλά αλλά σταθερά τη σκανδάλη και προχώρησε δίχως να βιάζεται, σηκώνοντας μικρά συννεφάκια σκόνης που κατακάθονταν στις αρβύλες της λερώνοντάς τες. Μέσα από μία χαμηλή σιδερένια πόρτα στο τέλος της αίθουσας και αφού ανέβηκε μια απότομη σιδερένια σκάλα που στέναζε από την αχρησία, πέρασε σε ένα άλλο επίπεδο, γεμάτο μεταλλικά ερμάρια χωρισμένα από διαδρόμους, και σκαλωσιές που χάνονταν ψηλά. Δεν μπορούσε να δει την οροφή. Η ίδια εγκατάλειψη κι εδώ, ο ίδιος ζόφος. Το παρελθόν. Ο χώρος τής θύμισε έναν τυχαία φτιαγμένο λαβύρινθο, αν και δεν μπορούσε να θυμάται κάτι τέτοιο, δεν το είχε καν ξανασκεφτεί ποτέ. Σημείωσε στο μυαλό της να ζητήσει να καταγραφεί το εργοστάσιο, ή ό,τι υπήρξε κάποτε, στη βάση δεδομένων — της άρεσε μάλλον, ίσως να το ξαναχρησιμοποιούσε. Από κάπου έσταζε νερό: κυλούσε, χτυπούσε πάνω σε μέταλλο και τιναζόταν με μικρούς πίδακες διαθλώντας το κουρασμένο, θαμπό φως που έμπαινε στο χώρο με μια ακατάδεχτη αριστοκρατικότητα. Το μέρος εδώ ήταν παρηκμασμένο και νεκρό. Γοητευτικό, ωστόσο. Μια ωραία πίστα.

Κάτι έτριξε κάτω από τη φτέρνα της, ένας ήχος σαν από αρχαίο όστρακο που θρυμματίζεται. Έσκυψε, με ένα καρδιοχτύπι. Ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου. Ο ένας φακός είχε διαλυθεί, και ο μπλε ρουαγιάλ σκελετός από απομίμηση ξύλου είχε στραβώσει. Τα ήξερε εκείνα τα γυαλιά. Χαμογέλασε και έσφιξε λίγο ακόμη τη σκανδάλη, νιώθοντας το κοντό βέλος να δονείται, σαν να απευθυνόταν σε κείνη προσπαθώντας να της μεταφέρει την αδημονία του. Πόσο ρομαντικό, σκέφτηκε. Πόσο παλιό. Ένα βέλος που λαχταρά να τιναχτεί. Χαμογέλασε κι άλλο με την υπερβολή —ποτέ δεν θα της ερχόταν μια τέτοια άκομψη μυθιστορηματική σκέψη στην πραγματική ζωή— και συνέχισε να βαδίζει.

Κι έπειτα το είδε. Όχι ολόκληρο: μια κίνηση μόνο — μια υποψία κίνησης, σαν την ξαφνική μετατόπιση μιας σκιάς μέσα στη νύχτα. Συγκρατήθηκε και έκανε άλλα πέντε σταθερά βήματα μπροστά. Το στομάχι της είχε μυρμηγκιάσει, ο αυχένας της ήταν ανατριχιασμένος. Κάπου συνέχιζε να τρέχει νερό. Κοίταξε ψηλά, σε ένα φεγγίτη. Δεν έπρεπε να την καταλάβει. Όχι τώρα που ήταν τόσο κοντά του. Έκανε μια παντομίμα παραίτησης σηκώνοντας τους ώμους, χαμήλωσε προς στιγμήν τη βαλλίστρα και έπειτα την πέρασε πάλι στον ώμο της, με έναν αναστεναγμό και ένα φούσκωμα του στήθους. Ξεκίνησε να κάνει μεταβολή.

Και τότε κάτι κινήθηκε, αποσπάστηκε από τις σκιές που το έκρυβαν, και εκείνη ήξερε πια πού κρυβόταν. Χίμησε καταπάνω του βγάζοντας μια τσιρίδα, που λαχταρούσε να μπορούσε να ακουστεί σαν πολεμική ιαχή. Δύο πουλιά πετάχτηκαν από τη φωλιά τους μέσα στους σωλήνες, με σαματά.

Το είδε να τρέχει ακριβώς μπροστά της, στο διάδρομο, σκουντουφλώντας: μια λεπτή μουτζούρα, άχαρη, τρομοκρατημένη. Το κυνήγησε. Το πλάσμα σκόνταψε, έπεσε, σύρθηκε στο πάτωμα, ξανασηκώθηκε, ξανάπεσε. Εκείνη συγκρατήθηκε και ελάττωσε την ταχύτητά της. Τώρα, είχε χρόνο. Τώρα πια είχε χρόνο. Οι μονάδες της θα περίσσευαν στο τέλος. Θα προλάβαινε, ναι.

Κατέβασε πάλι το όπλο της και προχώρησε σταθερά πίσω από τη σκιά που παρέπαιε.

Χαμογέλασε. «Πού θα πας;» ρώτησε. Ήταν περισσότερο ψίθυρος, ένας μάλλον γλυκός ψίθυρος, αλλά ήξερε πως την άκουγε. Την άκουγε ίσια μέσα στο μυαλό του. «Τελείωσε», του είπε, ακόμη πιο ψιθυριστά, ακόμη πιο γλυκά.

Της απάντησαν τα πουλιά κρώζοντας και τινάζοντας τα φτερά τους, αναστατωμένα και με μια ψεύτικη, φτιαχτή αγριάδα, με τα μάτια τους τρελά.

Κι εκείνη συνέχισε να βαδίζει, χαϊδεύοντας με το αριστερό της χέρι το λειασμένο ξύλο της βαλλίστρας. Αν θυμόταν καλά, ήταν αγριοτριανταφυλλιά.

Το πέτυχε στο σβέρκο, λίγο πιο δεξιά από κει όπου σημάδευε, και το αγόρι τινάχτηκε μπροστά σαν να το είχε σπρώξει ο άνεμος. Λες και είναι χαρταετός, σκέφτηκε περνώντας άλλο ένα βέλος στη βαλλίστρα της. Δεν θα το χρειαζόταν. Το έκανε από συνήθεια.

Έφτασε από πάνω του. Το αγόρι, πεσμένο στο πλάι, την κοιτούσε αποκαμωμένο. Είχε το ίδιο βλέμμα με εκείνων των πουλιών. Ένα τρελό βλέμμα. Το αίμα του έβγαινε περισσότερο από το στόμα, παρά από την τρύπα στον αυχένα. Η ακίδα του βέλους ξεμύτιζε δίπλα από το λαρύγγι του, που ανεβοκατέβαινε μηχανικά, αντανακλαστικά.

Έπειτα πέθανε, κι εκείνη χαμογέλασε. Και χάιδεψε ξανά τον κοχλία που ήταν στερεωμένος στο αυτί της.

Σηκώθηκε από το στενό μεταλλικό κρεβάτι, έστρωσε τα ρούχα της, έβγαλε τον κοχλία, βγήκε από τον υποφωτισμένο Θάλαμο Διεπαφών και προχώρησε προς τη ρεσεψιόν για να ανανεώσει τη συνδρομή της. Μπορούσε να το κάνει από οπουδήποτε, αλλά ήταν καλό να μιλάς με τους ανθρώπους, να αλληλεπιδράς. Η καινούρια γραμματέας ήταν γλυκιά, κατάξανθη, με έντονο στόμα. Έμοιαζε με μια παλιά ηθοποιό, αλλά δεν μπορούσε να θυμηθεί το όνομά της. Πριν τη συνεδρία το ήξερε, αλλά τώρα ήταν ακόμη λίγο μπερδεμένη. Πέρασε το χέρι της πάνω από τον αναγνώστη και η διαδικασία ολοκληρώθηκε.

Η ξανθιά γραμματέας τής χαμογέλασε. «Πώς ήταν; Μείνατε ευχαριστημένη;»

Μέριλιν, σκέφτηκε. Μέριλιν Μονρόε. Τη θυμήθηκε. Επανερχόταν σιγά-σιγά. «Απολύτως», είπε.

«Χαίρομαι πολύ. Θα σας ξαναδούμε».

«Φυσικά».

Στην αίθουσα αναμονής, ο γιος της διάβαζε ένα κόμιξ. Σηκώθηκε και της χαμογέλασε δειλά. «Καλά;…» ρώτησε.

«Μια χαρά, αγάπη μου. Εσύ;»

«Τίποτε». Έσβησε το περιοδικό του. «Κι όσο για… για την αποβολή στο σχολείο…»

«Ναι…;»

«Οκέι. Τελευταία φορά. Συγγνώμη».

«Ωραία», του είπε. «Έλα, πάμε».

Βγήκαν έξω. Είχε τρομερό ήλιο. Και υγρασία. Δεν της άρεσε να ιδρώνει. Αναστέναξε, έβγαλε από την τσάντα της ένα ζευγάρι γυαλιά ηλίου, τα φόρεσε και προχώρησε προς το Μετρό.

Το αγόρι την ακολούθησε, αφού πρώτα φόρεσε τα γυαλιά του με τον μπλε ρουαγιάλ σκελετό από απομίμηση ξύλου.

 

Kyr_Athanasiadis* O Κυριάκος Αθανασιάδης γεννήθηκε το 1963 στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Εργάζεται ως επιμελητής εκδόσεων. Έχει εκδώσει δύο συλλογές διηγημάτων («Ιστορίες υπερβολής», Ροές 1987, 2η έκδοση Δήγμα 2010, «Κακορραφίες», Δήγμα 2009), ένα θεατρικό («Ξυράφια/Razors», δίγλωσση έκδοση, Free Thinking Zone 2013), μία νουβέλα («Το Βασίλειο του Αποχαιρετισμού», Σύγχρονοι Ορίζοντες 2002), έξι μυθιστορήματα («Δώδεκα», Καστανιώτης 1991, «Μικροί Κόσμοι», Λιβάνης 1996, «Το σάβανο της Χιονάτης», Σύγχρονοι Ορίζοντες 2002, «Πανταχού απών», Τυπωθήτω 2007, «Ζα Ζα», Free Thinking Zone 2012, «Η Κόκκινη Μαρία», Διόπτρα 2014), καθώς και βιβλία για παιδιά. Αρθρογραφεί και κάνει κριτική βιβλίου στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι συνιδρυτής του Amagi Radio.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top