Fractal

Πατρίκ Μοντιανό, Νόμπελ λογοτεχνίας 2014, μια διπλή ανάγνωση

 

Modiano

Άνθρωποι μονάχοι

 

Γράφει ο Librofilo //

 

cafe«Άνθρωποι μονάχοι» είναι οι πρωταγωνιστές των δύο χαμηλότονων, εξαιρετικών βιβλίων με τα οποία θα ασχοληθώ σήμερα. Την αισθαντική νουβέλα του κορυφαίου Γάλλου συγγραφέα Patrick Modiano «Στο cafe της χαμένης νιότης», ( Εκδ. Πόλις, μετάφρ.Αχ.Κυριακίδη, σελ.151) και την υπέροχη συλλογή διηγημάτων του Ιρλανδού συγγραφέα William Trevor «Οι εργένηδες των λόφων», (Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, συλλογική μετάφραση σε επιμέλεια Α. Μαντόγλου, σελ. 334).

Στο «Καφέ της χαμένης νιότης», βρισκόμαστε στο Παρίσι της δεκαετίας του 60. Κινηματογραφική ατμόσφαιρα από ταινίες του Γκοντάρ, του Λ.Μαλ, του Φρ.Τρυφώ. Ωραία καφέ, ανάλαφρη ατμόσφαιρα, ατελείωτες συζητήσεις, καπνός από τσιγάρα, διάχυτος ερωτισμός – στο βάθος μουσικές τζαζ . Το καφέ Conde είναι ένα στέκι της «αριστερής όχθης» που συχνάζουν όλων των ειδών οι τύποι, συγγραφείς, τζογαδόροι, μουσικοί, μετανάστες, φοιτητές. Όταν σκάει μύτη μιά νεαρή, όμορφη και πολύ αινιγματική γυναίκα, οι τακτικοί θαμώνες προσπαθούν να την βάλουν στις παρέες τους. Την «βαφτίζουν» Λουκί, εκείνη πίνει μαζί τους, δεν πολυμιλάει αλλά το στυλ της γοητεύει τους πάντες. Ποιά είναι η μυστηριώδης «Λουκί» όμως; Ποιό είναι το πραγματικό της όνομα;

Το πορτρέτο της «Λουκί» σκιαγραφείται μέσα από τις διηγήσεις των ανθρώπων που την γνώριζαν. Ο Μοντιανό σε κάθε κεφάλαιο της νουβέλας του, δίνει τον λόγο και σε άλλο πρόσωπο. Το πραγματικό της όνομα ήταν Ζακλίν και είχε εξαφανιστεί από το σπίτι της, από τον σύζυγό της. Ο ιδιωτικός ντέντεκτιβ δεν δυσκολεύεται να βρει τα ίχνη της αλλά πέφτει κι αυτός θύμα της σιωπηλής και μυστηριώδους γοητείας της. Ο εραστής της, ο Ρολάν, παρότι μένει κάποιο διάστημα μαζί της, δεν την καταλαβαίνει – δεν μπορεί να κατανοήσει τις σιωπές της.

Η αφήγηση της ίδιας της Ζακλίν (Λουκί), θα μας αποκαλύψει αρκετά, αλλά και πάλι το πρόσωπο της θα παραμείνει θολό και ομιχλώδες. Ένα από τα χιλιάδες, εκατομμύρια κορίτσια-γυναίκες που περπατάνε δίπλα σου, που καπνίζουν συνέχεια, που ζουν σε «ουδέτερες ζώνες», που το μυαλό τους πετάει από εδώ κι από εκεί, που φεύγουν απ’ τη ζωή σου, έτσι ανάλαφρα, όπως μπαίνουν σ’ αυτήν.

«Συχνά, εκείνη κι εγώ παίρναμε αυτόν τον ίδιο δρόμο για να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο της. Κάναμε κύκλο, αλλά είχαμε συνηθίσει να περπατάμε. Ήταν στ’ αλήθεια κύκλος; Μα όχι – αν το καλοσκεφτείς, μιά ευθεία ήταν, μου φαίνεται, ως την ενδοχώρα. Τις νύχτες, στη Λεωφόρο Ντανφέρ-Ροσρό, ήμαστε σε μια επαρχιακή πόλη, εξαιτίας της ησυχίας κι όλων των θρησκευτικών κτισμάτων που οι πύλες τους διαδέχονταν η μία την άλλη. Τις προάλλες, διέσχισα με τα πόδια το δρόμο που πλαισιώνεται από πλατάνια και ψηλούς μαντρότοιχους, και κόβει στη μέση το νεκροταφείο του Μονπαρνάς. Αυτός ήταν κι ο δρόμος που οδηγούσε στο ξενοδοχείο της. Θυμάμαι ότι προτιμούσε να τον αποφεύγει, κι αυτός ήταν ο λόγος που παίρναμε την Ντανφέρ-Ροσρό. Προς το τέλος, πάντως δεν φοβόμασταν πια τίποτα και βρίσκαμε ότι ο δρόμος που κόβει το νεκροταφείο, δε στερούνταν γοητείας τη νύχτα, κάτω απ’ τα θολωτά φυλλώματα. Κανένα αυτοκίνητο δεν περνούσε εκείνη την ώρα, ούτε συναντούσαμε ποτέ κανέναν. Είχα ξεχάσει να τον περιλάβω στον κατάλογο των ουδέτερων ζωνών. Μάλλον σύνορο ήταν. Όταν φτάναμε στο τέρμα, μπαίναμε σε μιά χώρα όπου νιώθαμε ασφαλείς απ’ όλα. Την περασμένη εβδομάδα, δεν ήταν νύχτα που περπατούσα αλλά βραδάκι. Δεν είχα ξανάρθει εδώ από τότε που περπατούσαμε μαζί ή όταν ερχόμουν να σε συναντήσω στο ξενοδοχείο. Για μια στιγμή, είχα τη φαντασίωση ότι μετά από το νεκροταφείο θα σε ξανάβρισκα. Εκεί ήταν η Αιωνία Επιστροφή. Η ίδια κίνηση όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν το κλειδί γιά το δωμάτιό σου. Η ίδια απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά που χύνονται σαν καταρράκτης.
Είχα ακόμα στ’ αφτιά μου τα λόγια του ντε Βερ γιά τη Λουκί:
«Ποτέ μου δεν κατάλαβα γιατί…Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του…»»

Νουβέλα ατμοσφαιρική και ποιητική πολύ επηρεασμένη από την γαλλική νουβέλ-βαγκ (δεν μπορείς να μη σκεφτείς την Τζην Σήμπεργκ στο «Με κομμένη την ανάσα» του Γκοντάρ), καθρεφτίζει ένα κόσμο που δεν υπάρχει πιά, ένα Παρίσι κοντινό και μακρινό ταυτόχρονα που κινείται σε άλλους ρυθμούς. Ο Μοντιανό είναι ένας συγγραφέας χαμηλότονος που αποφεύγει τις μεγάλες εξάρσεις, του αρέσει ο χαμηλός φωτισμός, τα βλέμματα, οι κινήσεις των χεριών, οι σιωπές. Ένα πολύ ενδιαφέρον και γοητευτικό βιβλίο (την ίδια άποψη έχει και η Alef στο blog της), που ευτύχησε να μεταφραστεί από τον (πάντα) εξαιρετικό Αχ.Κυριακίδη.

Οι μοναχικοί άνθρωποι σε πολλές παραλλαγές πρωταγωνιστούν και στους «Εργένηδες των λόφων». Οι 12 ιστορίες – διηγήματα που της συλλογής αυτής έχουν λίγο – πολύ τα ίδια χαρακτηριστικά. Ο πολύ ενδιαφέρων και αξιόλογος Ιρλανδός συγγραφέας, ο Ουίλιαμ Τρέβορ δεν τσιγκουνεύτηκε σε συναίσθημα αλλά και στις υπερβολικές δόσεις μοναξιάς. Μοναξιάς που πέφτει βαριά η σκιά της ακόμα και στις πλέον πολυπρόσωπες ιστορίες της συλλογής.

Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών του Τρέβορ είναι συνηθισμένοι άνθρωποι, της διπλανής πόρτας ή γιά να είμαι ακριβέστερος, του διπλανού αγροκτήματος αφού τα περισσότερα διηγήματα διαδραματίζονται στην εξοχή της Βόρειας Ιρλανδίας σε σκληρά και αφιλόξενα τοπία.

Μυστικά που δεν αποκαλύπτονται, συναισθήματα που δεν βγαίνουν στην επιφάνεια, σιωπές που είναι ομιλητικότερες από τα λόγια, ενέργειες που φαίνονται παράλογες και αδιέξοδες αλλά κρύβουν μέσα τους φλόγα και χαρακτήρα. Οι ήρωες, οι πρωταγωνιστές των 12 ιστοριών κρατάνε μέσα τους τα συναισθήματά τους, οι περισσότεροι δεν αντιδρούν, βυθίζονται στην σιωπή – επιλέγουν υποσυνείδητα τον δρόμο της σιωπής…

Ο «χαζούλης» και «ελαφρύς» Σίντνεϋ που καλύπτει την Βέρα στην δολοφονία της κατάκοιτης αδερφής της αθωώνοντάς την και επί δεκαπέντε χρόνια μπαινοβγαίνει στο σπίτι της κάνοντας μικροδουλειές χωρίς ποτέ ούτε ο ένας ,ούτε ο άλλος να τολμήσουν να θίξουν το παραμικρό σε μια αμοιβαία συμφωνία σιωπής ζώντας μέσα στο ψέμα.
Η σύζυγος του καθηγητή που δεν θέλει να αποκαλύψει στον σύζυγό της, ότι η νεκρολογία του δημοσιεύεται σήμερα σε μερικές εφημερίδες της πόλης, μάλλον από μια μακάβρια φάρσα. Δεν θέλει να το μάθει τώρα ο άντρας της για να μη χαλάσει την ατμόσφαιρα ενός ήσυχου Σαββατιάτικου πρωινού. Και ο καθηγητής που διαβάζει την νεκρολογία αργά το βράδυ και αντιλαμβάνεται τι γνώμη έχουν γι’ αυτόν.
Ο νεαρός Ιρλανδός που πηγαίνει να δουλέψει στην Αγγλία και εκεί πέφτει στα δόκανα των ακτιβιστών συμπατριωτών του, που θέλουν να τον «στρατολογήσουν». Του δίνουνε μιά βόμβα γιά να την τοποθετήσει κάπου και αυτός υπό το συνειδησιακό βάρος την ρίχνει στο ποτάμι.
Η γηραιά κυρία που εκμεταλλεύεται αφελείς αγρότες για να τους αποσπάσει χρήματα μέχρις ότου συμπληρωθεί το ποσόν που «της έφαγε» κάποτε ο αρραβωνιαστικός της.

Η μελαγχολία είναι άλλο ένα κύριο χαρακτηριστικό των ιστοριών του Τρέβορ που ορισμένες από αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν το υλικό για κάποιο εξαιρετικό μυθιστόρημα. Ο νεαρός Πόλυ που κληρονομεί το οικογενειακό αγρόκτημα κάπου στις ερημιές των Λόφων και θεωρεί χρέος του να παρατήσει την δουλειά του στο Λονδίνο και να πάει να μείνει με την μητέρα του, φροντίζοντας τις αγελάδες και παλεύοντας με την γη, ξέροντας βαθιά μέσα του, ότι η μοίρα του είναι να γίνει κι’ αυτός ένας από τους αποκαλούμενους «εργένηδες των λόφων» στο ομώνυμο διήγημα της συλλογής.
Η μικρή Μπι που υπακούει στα κολλήματα της μάνας της να παίξει στην τηλεόραση και με την σιωπή της προσπαθεί να επανενώσει την οικογένειά της.
Το ζευγάρι των διανοούμενων εκδοτών που η απόφαση τους να πάνε να ζήσουν στην εξοχή καταστρέφει την φιλία τους με έναν μοναχικό και ιδιόρρυθμο τύπο.
Ενώ στο έξοχο διήγημα «Le visiteur», ο Τρέβορ κεντάει κυριολεκτικά, όταν στηρίζει μια φαινομενικά ανάλαφρη ιστορία σε ένα μυστικό που όλοι το ξέρουν και κανείς δεν το αναφέρει επί μία εικοσιπενταετία ώστε οι ισορροπίες να διατηρούνται και τίποτα να μην αλλάζει στις σχέσεις.

Έρωτες χάνονται από την συνειδητοποίηση της πραγματικότητας, όνειρα που υπήρχαν και μόνο ως τέτοια σβήνουν όταν κάποια στιγμή «ανοίγεις τα μάτια». Η νεαρή Γερμανίδα νύφη που την παραμονή του γάμου της συνειδητοποιεί την σκληρότητα και την επιπολαιότητα του «αγαπημένου» της. Ο Γκυ που ονειρεύεται ότι επιτέλους βρήκε τον τέλειο έρωτα όταν η ωραία κυρία που τον πρόσεξε στο δείπνο και τον προσκάλεσε στο δωμάτιο της να κάνουν έρωτα δίπλα στον μεθυσμένο σύζυγό της, τον διώχνει απ’το δωμάτιο χωρίς να τον ρωτήσει καν το όνομά του.Ο Πόλυ που τυφλωμένος από έρωτα προτείνει στην κοπέλα του να ζήσει μαζί του στους Λόφους και εκείνη με αηδία του λέει, «σιγά μη ζήσω εγώ σε αγρόκτημα». Ο χήρος Μπλέικλι που σαγηνεύεται από την απατεώνισα κα Κινκέιτ και τρελλαμένος από την μοναξιά πέφτει σαν ώριμο φρούτο στις δαγκάνες της για να βιώσει σιωπηρά την εξαπάτηση και την απογοήτευση όπως σιωπηρά περνάει τη ζωή του στο αγρόκτημα του.

Κάθε ιστορία στους «Εργένηδες των λόφων» είναι εξαιρετική, ορισμένες δε, είναι μικρά αριστουργήματα. Λεπτομερής μελέτη χαρακτήρων, ωραίο στυλ γραφής που εντυπωσιάζει με την κομψότητά του, χιούμορ που παρεισφρύει σε μικρές δόσεις σαν δροσερό αεράκι και υπέροχη ατμόσφαιρα χαρακτηρίζουν αυτή τη συλλογή διηγημάτων που η ελληνική της έκδοση βοηθήθηκε από το κατατοπιστικότατο επίμετρο της Α. Μαντόγλου.

 

* Δημοσιεύθηκε στο http://librofilo.blogspot.gr/ στις 2/5/2009

 

Στην ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, εκεί όπου ο χρόνος σταματά, και τα ρολόγια δείχνουν πάντα την ίδια ώρα: μεσημέρι.

 

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

modiano1

«ΣΤΟ CAFE ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΝΙΟΤΗΣ» του Πατρίκ Μοντιανό. Μετάφραση: Αχιλλέας Κυριακίδης. Εκδ. «Πόλις», σελ. 151

 

«Προσπαθούμε να δημιουργήσουμε δεσμούς… καταλαβαίνετε…»

«Ασφαλώς και καταλάβαινα. Σ’ αυτή τη ζωή που καμιά φορά μας φαίνεται σαν χερσότοπος χωρίς κατευθυντήριες πινακίδες, ανάμεσα σ’ όλες αυτές τις γραμμές φυγής και τους χαμένους ορίζοντες, πολύ θα θέλαμε να βρούμε σημεία αναφοράς, να καταστρώσουμε κάτι σαν κτηματολόγιο, για να μην αρμενίζουμε ακυβέρνητοι»…
Ενδεχομένως «για να μην αρμενίζει ακυβέρνητη» η Ζακλίν Ντελάνκ ή Λουκί, η Ζακλίν του Κενού, έγινε ένα φεγγάρι η Ζακλίν σύζυγος του Ζαν- Πιέρ Σουρό, η Λουκί του cafe Conde, του cafe της χαμένης τους νιότης.
Στο ατμοσφαιρικό και κομψό αριστούργημα του Πατρίκ Μοντιανό, που διαδραματίζεται στο Παρίσι, τη δεκαετία του ’60.

Μια γοητευτική, αινιγματική, νεαρή -διαρκώς -«φεύγουσα»- γυναίκα, εξαφανίζεται. Στο cafe που συχνάζει σαν πολυφορεμένο ρούχο έχει ξεχάσει μόνο το ψευδώνυμο, ουδείς γνωρίζει. Μονάχα εκείνος ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο οποίος για αψυχολόγητους λόγους παραβαίνει τις συζυγικές εντολές και την προστατεύει. Αλλά και ο σύζυγος, αυτός κι αν φαίνεται, παρά το πάθος που της έχει, να την αγνοεί. Οι οικείοι μας ξένοι.

Ο συγγραφέας σκιαγραφεί το σαγηνευτικό, κατακερματισμένο πορτρέτο της ηρωίδας βασιζόμενος στις αφηγήσεις αυτών «των οικείων ξένων», δηλαδή, μιλούν αντ’ αυτής, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ, ο σύζυγος, ένας φοιτητής και ένας εκκολαπτόμενος μυθιστοριογράφος. Ενώ σε μερικά ασπρόμαυρα πλάνα, μας χαρίζεται κάπως κι αυτή.

Ο αναγνώστης θα την παρακολουθήσει να στέκει μόνη της στο cafe εν μέσω των άλλων, να περπατά στους δρόμους του Παρισιού, ανήλικη να αλητεύει, ενήλικη να παντρεύεται σχεδόν εν μια νυχτί και να παρακολουθεί συνεδρίες για την «Αιωνία Επιστροφή». Θα την ακολουθήσει να χάνεται ή έστω να κινδυνεύει να χαθεί, θα ελπίσει ότι ίσως να βρήκε ένα χέρι ή έστω μια άκρη, στο πρόσωπο του Ρολάν:
«Φτάσαμε στην Πλατεία Εγκλίζ, μπροστά από το σταθμό του μετρό. Κι εκεί, τώρα που δεν έχω να χάσω τίποτα, μπορώ να το πω: ένιωσα, για μοναδική φορά στη ζωή μου, τι είναι η Αιωνία Επιστροφή. Μέχρι τότε, προσπαθούσα να διαβάσω κείμενα σχετικά με το θέμα. Ήμουν λίγο πριν κατέβουμε τη σκάλα του σταθμού του μετρό Εγκλίζ- Οτέιγ. Γιατί σ’ αυτό το μέρος; Δεν έχω ιδέα, ούτε έχει σημασία. Έμεινα ακίνητος για μια στιγμή και της έσφιξα το μπράτσο. Είμαστε εκεί, μαζί, στην ίδια θέση, προ αμνημονεύτων χρόνων, και τη βόλτα μας στο Οτέιγ την είχαμε ήδη κάνει σε χιλιάδες προηγούμενες ζωές μας. Δεν χρειαζόταν να κοιτάξω το ρολόι μου. Ήξερα ότι ήταν μεσημέρι».

Αλλά αυτή η συνάντηση δεν της αρκεί γι’ αυτήν εδώ τη ζωή.
Και ο Ρολάν, χαρτογραφώντας τις «ουδέτερες ζώνες» όπου επιζούσαν τρόπον τινά στο κενό, κυριολεκτικά έξω από τη ζωή (ή και μπορεί εκτός πραγματικότητας), σχεδιάζοντας πώς θα έφευγαν, Μαγιόρκα ίσως ή Μεξικό «στην ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ, εκεί όπου ο χρόνος σταματά, και τα ρολόγια δείχνουν πάντα την ίδια ώρα: μεσημέρι», δεν θα προλάβει τελικά.

Θα παραμείνει στις «ουδέτερες ζώνες» να τις περνοδιαβαίνει πάλι και πάλι μέχρι να συναντήσει ξανά τον Γκι ντε Βερ ο οποίος με τον τρόπο του, της είχε κι εκείνος υποταχθεί: «Όταν αγαπάς αληθινά κάποιον, πρέπει να δέχεσαι και το μυστήριό του… Γι’ αυτό τον αγαπάμε, άλλωστε… Ε, Ρολάν;»

Γι’ αυτό και οι πάντες ωθούν προς τα ‘κεί: Ξεδιαλύοντας το μυστήριο της Λουκί, να το περιπλέκουν.

Το βοηθούσε και η Ζακλίν Ντελάνκ ή Λουκί που, από έφηβη είχε μάθει τόσο αριστοτεχνικά να χάνεται στους δρόμους και να δραπετεύει, μέχρι που το κατόρθωσε τελικά, να γίνει η Ζακλίν του Κενού.

Κι όσοι έμειναν πίσω, θα πρέπει πια να μάθουν να ζουν με εκείνο που άφησε, ένα εκτυφλωτικό λευκό κενό που άλλοτε τυφλώνει κι άλλοτε παρηγορεί, όπως συμβαίνει σ’ εκείνους απ’ τη ζωή των οποίων πέρασε ένα τέτοιο εκτυφλωτικό λευκό φως.
Το πορτρέτο μιας γυναίκας που είναι και η αφαιρετική, αλληγορική, τοιχογραφίας μιας εποχής. Μια ιστορία έρωτα και μοναξιάς που είναι στη βάση της, υπαρξιακή. Και οι χαρακτήρες, με αδρές πινελιές, σχεδόν τοξικοί. Η αφήγηση, γεμάτη αμφισημίες, επιστρέφοντας αντικρίζεις το παλίμψηστο μιας αινιγματικής, μοναχικής, σαγηνευτικής ζωής. Στις φωτοσκιάσεις του συγγραφέα κρίνεται (και κρύβεται) το όλον. Η ζωή μιας γυναίκας αλλά και η -χαμένη μας νιότη- ζωή.

 

* Δημοσιεύθηκε στο Έθνος στις 4/4/2009

 

Ο Πατρίκ Μοντιανό γεννήθηκε το 1945 στο Boulogne- Billancourt. Από το 1967 ασχολείται επαγγελματικά με το γράψιμο. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Γάλλους συγγραφείς. Έχει τιμηθεί με το Μεγάλο Βραβείο Μυθιστορήματος της Γαλλικής Ακαδημίας το 1972, με το βραβείο «Goncourt» το 1976, με το βραβείο του Ιδρύματος «Pierre de Monaco» το 1984 και με το Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας Paul Morand, για το σύνολο του έργου του, το 2000.
Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Η μικρή Μπιζού» (Πόλις), «Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά» (Πόλις), «Νυχτερινό ατύχημα» (Πόλις), «Οδός σκοτεινών μαγαζιών» (Κέδρος), «Κυριακές του Αυγούστου» (Καστανιώτης), «Ντόρα Μπρούκνερ» (Πατάκης), «Η χαμένη γειτονιά» (Χατζηνικολή), «Ανθη ερειπίων» (Οδυσσέας) και «Το άρωμα της Υβόννης» (Λιβάνης).
Έχει γράψει τα σενάρια για τις ταινίες του Λουί Μαλ «Lacombe Lucien» και του Ζ.Π. Ραπενό «Γοητευτικοί ταξιδιώτες».
Άλλα έργα του: «La Place de l’ etoile», «Vestiaire de l’ enfance», «Voyage de noces», Un inconnues», «Paris tendresse» (με φωτογραφίες του Brassai), «Un pedigree».
Τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας 2014.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top