Fractal

Ιστορίες Μέλλοντος: “Ο θάνατος του τελευταίου συλλέκτη”

Του Δημήτρη Καρύδα // *

 

‘’Κάθε πάθος φτάνει στα όρια του χάους, το πάθος όμως του συλλέκτη συνορεύει με το χάος των αναμνήσεων’’ Βάλτερ Μπένγιαμιν

 

mellonkarydas

 

Το ξέρω ότι θα’ ρθουν… Ακούω τα βήματα τους, σπάνε τη σιωπή της νύχτας, συγκεντρώνονται γύρω από το θύμα τους. Μου μένουν αρκετά λεπτά ή λίγες ώρες, ποιός έχει όρεξη να μετρήσει; Σίγουρα όχι εγώ…

Μαζί με μένα και όσα υπάρχουν σε τούτη την τεράστια αποθήκη που ήταν το σπίτι μου για τα τελευταία δέκα χρόνια, θα πεθάνει και ο τελευταίος συλλέκτης του πλανήτη. Αυτοί εκεί έξω είναι οι άντρες των Ε.Μ.Κ.Α. Δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή μονάδα, τα αρχικά σημαίνουν Ειδική Μονάδα Καταστολής Αναμνήσεων. Ζούμε, πια, σε καιρούς που οι αναμνήσεις απαγορεύονται. Δεν ξέρω πότε ακριβώς αντιλήφθηκαν την παρουσία μου, πότε έγινε το μοιραίο λάθος που έστρεψε τα βλέμματα τους στη συλλογή μου. Δεν θυμάμαι πια καλά-καλά πότε ξεκίνησα να θεωρώ τον εαυτό μου συλλέκτη.

Στα νιάτα μου δεν είχα καμία συλλεκτική μανία, άλλωστε δεν το επέτρεπε η καθημερινότητά μου. Ένας καλοβολεμένος υψηλόβαθμος ακαδημαϊκός ήμουν, με στρωμένη ζωή, έκανα οικογένεια, μεγάλωσα παιδιά, απέκτησα και μια πανεπιστημιακή έδρα, όχι σπουδαία, σε ήσσονος σημασίας ίδρυμα τεχνολογικών σπουδών. Δεν γνωρίζω ειλικρινά, τη στιγμή, γιατί οι στιγμές παίζουν ρόλο, που απέκτησα το μανιακό βλέμμα και τις συνήθειες του φανατικού συλλέκτη. To κουσούρι μάλλον το είχα από τα μικράτα μου. Θυμάμαι ότι πάντοτε γέμιζα τις τσέπες μου με βώλους, βότσαλα, καρφιά, σπάγκους, σπασμένα γυαλιά και τσιχλόφουσκες. Βέβαια ο αληθινά φανατικός συλλέκτης είναι άλλο πράγμα.

Τους έχετε δει να ψάχνουν στο παλιό γιουσουρούμ κάθε Κυριακή πρωί; Με σχολαστικότητα που πιθανώς δεν δείχνουν στη δουλειά τους, με προσήλωση επαγγελματία, με ζέση αφοσιωμένου εραστή, αφηρημένοι, με ελαφρώς τρελό βλέμμα, χαρακτηριστικό της εξάρτησης και όλες τις αισθήσεις τους σε εγρήγορση.

Ίσως για αυτό το Καθεστώς απαγόρευσε τη συλλογή αναμνήσεων. Διακριτικά είναι η αλήθεια, όχι με κανένα πολυδιαφημισμένο νομοθέτημα, υποδόρια. Πάνε δεκαπέντε χρόνια που άρχισε να απαγορεύει το Παλιό, επέβαλλε τη Νέα Τάξη Πραγμάτων, με στόχο τη δημιουργία μιας καινούργιας φυλής, μιας νέας ράτσας που έχει δικαίωμα να βλέπει μόνο το Αύριο. Ποτέ το Χθες. Δημιούργησε ψεύτικες ελπίδες, μεγάλωσε την παραγωγή, έδωσε κίνητρα στον κόσμο να επενδύσει σε ότι έχει σχέση με το Αύριο. Στις αυριανές ανακαλύψεις, στα αυριανά επιτεύγματα, στον αυριανό τρόπο ζωής. Και όλοι αυτοί εκεί έξω, κοπάδια ολόκληρα, ομογενοποιημένα, ξέχασαν ότι το αύριο γίνεται χθες πολύ γρήγορα. Ξέχασαν τη βασική αρχή κάθε παρελθοντολάγνου συλλέκτη: Το σύνολο των χθεσινών ημερών είναι πολύ καλύτερο από το αδιευκρίνιστο Αύριο που γρήγορα θα γίνει χθες.

Νομίζω ότι τη σημερινή συλλογή μου την χρωστάω σ’ εκείνη τη μέρα που τακτοποιούσα την όχι και ευμεγέθη βιβλιοθήκη μου. Μου είχε μπει η ιδέα να αλλάξω τη σειρά των βιβλίων, πάντοτε ήταν τακτοποιημένα αλφαβητικά. Σκέφτηκα να μετατρέψω τη βιβλιοθήκη μου σε ένα αλφαβητικό τυχαίο και να τοποθετήσω τα βιβλία με σειρά που θα βασιζόταν στη χρονολογία έκδοσης. Άλλωστε ένας μανιακός συλλέκτης έχει πάντοτε αδυναμία στην ομαδοποίηση και την ταξινόμηση.

Τακτοποιώντας τα βιβλία έπεσε στα χέρια μου ένα μικρό φτηνιάρικο, μια ποιητική συλλογή που δεν θυμόμουν καν πως βρέθηκε στην κατοχή μου. Ο ποιητής άγνωστος, το βιβλίο είχε τυπωθεί από μικρό εκδοτικό οίκο, στις πίσω σελίδες υπήρχε η πληροφορία ότι η πρώτη έκδοση είχε γίνει σε όλα κι όλα πεντακόσια αντίτυπα. Ίσως ήταν το τελευταίο που είχε επιβιώσει από τη λήθη και την πολτοποίηση, ίσως υπήρχαν μερικά ακόμη στην κατοχή του ποιητή, ίσως κι’ αυτός με τη σειρά του είχε ξεχάσει προ πολλού τις λογοτεχνικές φιλοδοξίες και αναζητήσεις του. Σκέφτηκα τις χαμένες σελίδες των παλιών βιβλίων και τις λέξεις που δεν επέζησαν, λέξεις γεμάτες αρχαία σκουριά η μοντέρνους νεολογισμούς, λέξεις ασήμαντες σε οξειδωμένες, από τον χρόνο, σελίδες βιβλίων. Αλλά και εκείνα που δεν εκδόθηκαν ποτέ: Χειρόγραφα καταδικασμένα να πεθάνουν από ασφυξία σε συρτάρια ή ντουλάπια χωρίς κανείς να ασχοληθεί μαζί τους.

Στο σήμερα, βυθισμένος στις αναμνήσεις ενός παράξενου χθες, άναψα ένα τσιγάρο άλλη μια σπάνια ξεχασμένη απόλαυση. Δεν κάπνιζα νέος, άρχισα αυτή τη συνήθεια σε μεγάλη ηλικία, δεν πάνε πολλά χρόνια. Πάντοτε κάπνιζα σε κλειστό χώρο σε πείσμα των απαγορεύσεων. Πόσοι ακόμη ζουν και μπορούν να θυμηθούν ότι κάποτε ζητούσαν συγκεκριμένες θέσεις στο αεροπλάνο και κάπνιζαν στη διάρκεια των πτήσεων.

Έχουν πάψει προ πολλού να με απασχολούν οι άνθρωποι, από τότε που πέθανε η γυναίκα μου και απομονώθηκα σ΄ αυτή την αποθήκη. Με στεναχωρεί μόνο ότι δεν θα μου επιτρέψουν να βρω τις απαντήσεις που έψαχνα τόσα χρόνια. Πότε αληθινά παλιώνει το παλιό; Πότε ο χρόνος ακυρώνει τραγούδια, βιβλία, ποιήματα; Γερνάνε τα αντικείμενα;

Με αφορμή εκείνη τη μικρή ασήμαντη ποιητική συλλογή άρχισα να μαζεύω αντικείμενα που ο χρόνος και οι συνήθεις των ανθρώπων τα έχουν ακυρώσει. Έγινα νοσταλγός του τίποτα αλλά μόνο όσοι είχαν στη ζωή τους τη μανία του συλλέκτη μπορούν να νοιώσουν την ιλιγγιώδη συγκίνηση που προσφέρει η απόκτηση ενός αντικειμένου. Πιστέψτε με δεν κοστίζει τίποτα, πολλές φορές ορισμένοι ήθελαν να με πληρώσουν κιόλας για τη χάρη που τους έκανα. Ορισμένες φορές πλήρωσα, κυρίως πράγματα που έψαχναν κι’ άλλοι.

Ακριβά μου κόστισε ο παλιός τηλεφωνικός θάλαμος που ‘’ξήλωσα’’ από μια γειτονιά. Ο τελευταίος, μάλλον, που υπήρχε σε όλη την πόλη. Λυπάμαι κύριε Σούπερμαν αλλά την επόμενη φορά που θα χρειαστεί να αλλάξεις το κουστούμι του Κλαρκ Κεντ με την κάπα του σούπερ ήρωα πρέπει να βρεις άλλο χώρο.

Αυτός ο θάλαμος ήταν ο λόγος που πούλησα το σπίτι μου, εκεί δεν χώραγε, και αγόρασα αυτή την παρατημένη αποθήκη από λαμαρίνες και μπετόν σε ένα βουβό βιομηχανικό μολυσμένο από το νέφος και τις αναθυμιάσεις προάστιο. Φυσικά, η άνεση του χώρου μου έδωσε την ευκαιρία να συγκεντρώσω και μερικά ακόμη ευμεγέθη αντικείμενα: Ένα σκουριασμένο ποδήλατο, που το βρήκα ξεχασμένο σε ένα κλιμακοστάσιο μιας πολυκατοικίας. Μια δίχρονη μοτοσικλέτα με στραβωμένη προπέλα, τη βρήκα σε μια χωματερή, μπορεί να είναι από την εποχή του τελευταίου μεγάλου πολέμου.

Η αλήθεια είναι ότι πιο πολύ ευχαριστιέμαι τα ευτελή αντικείμενα που πέφτουν από σύμπτωση στα χέρια μου. Ένα ξεχασμένο αδιάβαστο και ανεπίδοτο ερωτικό ποίημα που βρήκα στην τσέπη ενός παλιού παλτού, μια κονσέρβα με το μεταλλικό δαχτυλίδι μισοανοιγμένο και σπασμένο με την τροφή ακόμη μέσα. Το φύλλο μιας εφημερίδας που βγήκε για ένα μόνο απόγευμα στα περίπτερα, ένα παλιό δασκαλίστικο χαρτοφύλακα, το κασκέτο μιας αθλητικής ομάδας που άλλαξε όνομα και σήμα, ένα σκελετό γυαλιών από παλιομοδίτικη ταρταρούγα αν και πολύ φοβάμαι ότι αυτό το στιλ τελευταία ξανάρθε στη μόδα.

Γενικά είναι λάθος όταν φανταζόμαστε ότι είμαστε κάτι περισσότερο ή λιγότερο από την πραγματικότητα και η δική μου αναμέτρηση με την πραγματικότητα του Καθεστώτος θα έχει καταστροφικές συνέπειες. Το Καθεστώς εξαλείφει τον ένα μετά τον άλλο τους αμφισβητίες, τους νοσταλγούς μιας ζωής που το άτομο είχε αξία, τα συναισθήματα μετρούσαν.

Σηκώνομαι χωρίς βιασύνη και ρίχνω μια ματιά από τις περσίδες του κεντρικού παράθυρου της αποθήκης. Δεν μου περισσεύει πολύς χρόνος πριν εφορμήσουν με διαθέσεις λεηλασίας. Πιστεύουν ότι δεν τους βλέπω έτσι όπως είναι ακροβολισμένοι σε διάφορα σημεία του χώρου αλλά είναι εκεί, ορατοί, ασπροφορεμένοι άγγελοι θανάτου.

Δεν έχω όνομα, τουλάχιστον δεν έχω όνομα όταν φοράω την ένδοξη λευκή στολή της Ε.Μ.Κ.Α. Είμαι ο λοχίας νούμερο 174, σύντομα θα πάρω προαγωγή σε ανθυπολοχαγό. Ίσως και μετά απ΄ αυτή την αποστολή εξάλειψης ενός ακόμη μηδενιστή ταραξία. Δεν έχω δεύτερες σκέψεις, είμαι πιστός του Καθεστώτος, μεγάλωσα σε μια στρατιωτική σχολή, αυτή ήταν το σπίτι μου.

Ο ήλιος έχει αρχίσει και πέφτει. Είναι η τέλεια ώρα για έφοδο. Η αλήθεια είναι ότι μας δυσκολεύουν οι λευκές στολές. Μας κάνουν ορατούς νύχτα μέρα αλλά όπως μας έχει εξηγήσει ο καθοδηγητής μας είμαστε οι μπροστάρηδες του Καθεστώτος, οι εκπρόσωποι της καθαρής σκέψης, το λευκό μας είπε με έμφαση είναι ο αναγκαίος συμβολισμός.

Δίνω το σύνθημα σηκώνοντας το δεξί μου χέρι, αργά αλλά σταθερά οι άντρες μου περικυκλώνουν την αποθήκη. Δοκιμάζω ελαφρά την πόρτα από λαμαρίνα, δεν μοιάζει για κλειδωμένη. Υποχωρεί με μια δυνατή κλωτσιά, μπαίνω πρώτος στο χώρο και τα ρουθούνια μου γεμίζουν από μια πνιγηρή μυρωδιά, η ατμόσφαιρα είναι γεμάτη από δαύτη, αποπνικτική θυμίζει τούρκικο χαμάμ. Το φως είναι ασθενικό προέρχεται από κάτι παμπάλαιες λάμπες πυράκτωσης, τις απέσυραν αν θυμάμαι καλά το 2012 ως μη οικολογικές. Τον βλέπω ακίνητο να κάθεται σε μια ξεκοιλιασμένη φτηνή πολυθρόνα πίσω από ένα παμπάλαιο γραφείο και τον πλησιάζω. Στην αρχή νομίζω ότι είναι πεθαμένος, αλλά τα μάτια του έχουν κίνηση και ζωή. Σκέφτομαι στιγμιαία ότι οφείλω να του διαβάσω τα δικαιώματα του και να προχωρήσω στη σύλληψή αλλά διστάζω. Αν ανοίξω το στόμα μου θα καταπιώ ακόμη περισσότερο από αυτό το διαβολόπραγμα που αιωρείται στην ατμόσφαιρα. Τη στιγμή που τον πλησιάζω σε απόσταση μισού μέτρου βλέπω το δεξί του χέρι να κινείται. Τα υπόλοιπα συμβαίνουν μέσα σε δευτερόλεπτα.
Με το χέρι του ανάβει ένα σπίρτο, που διάβολο βρήκε σπίρτα, έχουν αποσυρθεί από το εμπόριο από τότε που απαγόρευσαν το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους και το πετάει κάπου στο βάθος. Η δύναμη της έκρηξης με σπρώχνει σχεδόν πάνω του, πέφτουμε και οι δύο στο πάτωμα, το πρόσωπο μου απέχει μερικούς πόντους από το δικό μου. Με τρόμο αντιλαμβάνομαι ότι αυτό που μύριζα τόση ώρα είναι υδροχλωρικό οξύ, σε λίγο η αποθήκη θα έχει γίνει παρανάλωμα πυρός. Το πρόσωπο του, έχει το φιλικό ύφος ενός καλού θείου και ένα απέραντο χαμόγελο ευδαιμονίας. Την ώρα που πετάγεται η πρώτη φλόγα λες και γίνεται κάτι μαγικό. Τα εκατοντάδες, χιλιάδες ίσως αντικείμενα που είχε μαζεμένα σε αυτή την αποθήκη-τρώγλη αρχίζουν και εξαϋλώνονται ένα ένα. Δεν τα καταπίνει η φωτιά, απλά χάνονται το ένα μετά το άλλο από τα μάτια μου. Η τελευταία μου εικόνα από τον κόσμο των ζωντανών, πριν με τυλίξουν οι καταστρεπτικές φλόγες παρέα με τον τρελό συλλέκτη είναι το χαμόγελο του. Στα αυτιά μου φτάνουν οι τελευταίες του λέξεις: ‘’Τα αντικείμενα πεθαίνουν όταν δεν μπορούν να τα δουν τα μάτια των ζωντανών’’.

Γράφτηκε στη Μαδρίτη στις 14 Μαϊου του 2015

 

DimitrisKaridas* O Δημήτρης Καρύδας γεννήθηκε το 1963 στην Αθήνα. Ασχολήθηκε από τα εφηβικά του χρόνια με τη δημοσιογραφία και ειδικότερα το αθλητικό ρεπορτάζ. Δούλεψε σε αρκετές ημερήσιες αθλητικές και πολιτικές εφημερίδες, ραδιοφωνικούς σταθμούς και διατέλεσε στέλεχος του αθλητικού τμήματος του Mega Channel από την πρώτη μέρα λειτουργίας του σταθμού έως το 1996. Είναι αρχισυντάκτης της ημερήσιας αθλητικής εφημερίδας “Πρωταθλητής” και σχολιαστής αγώνων μπάσκετ για το συνδρομητικό τηλεοπτικό κανάλι “Supersport”. Έχει εκδώσει αρκετά βιβλία με θέματα από τον αθλητισμό. Το 2004 κυκλοφόρησε το πρώτο του μυθιστόρημα (“Lucky Strike”, εκδ. Ελληνικά Γράμματα). Κυκλοφορούν τα βιβλία του: “Luchy Strike”, “Η πτήση”, “Παγιδευμένοι στο δίκτυο”.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top