Fractal

Από το θησαυροφυλάκιο της Μνήμης

Γράφει η Ανθούλα Δανιήλ //

 

Αθηνά Βογιατζόγλου: «Πορτρέτα», εκδ. Κέδρος 2021

 

Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, λέει ο ποιητής και η Αθηνά Βογιατζόγλου με τα δάχτυλα επί των τύπων των ήλων, ήτοι με τα πορτρέτα  των αγαπημένων της αναρτημένα στους τοίχους του σπιτιού, τυπικά, αλλά και στην καρδιά της ουσιαστικά, βάζει τις αναμνήσεις της σε στίχους. Ένα εικονοστάσιο αγαπημένων συγγενών της, αλλά και ποιητών, ζωγράφων, ενός μουσικού, φίλων, ακόμη και αγνώστων που την ενέπνευσαν είναι η νέα ποιητική συλλογή της. Από το ατομικό τραύμα, που έψαυσε στην πρώτη ποιητική δουλειά της, τα Ερωτοπαίγνια (Κέδρος 2019), περνάει με τα Πορτρέτα στη σκιαγράφηση του Άλλου/των Άλλων, ανοίγοντας την τέχνη της στο συλλογικό. Όχι ότι το λυρικό εγώ απουσιάζει (πώς θα δούμε τους άλλους παρά διαμέσου μας;), αλλά δεν βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο της σύνθεσης. Οι ήρωες εδώ πολλαπλασιάζονται, όπως και οι χρονικές στιγμές και οι γεωγραφικοί τόποι.

Τα ποιήματα της συλλογής –δύο για την Είσοδο με τον τίτλο «Πτώση» και δύο για την Έξοδο με τον τίτλο «Ανύψωση», τρεις ενότητες στο κέντρο με δεκατρία, εφτά, δεκατρία ποιήματα η κάθε μία – «Εξ αίματος», «Ο προπάππους», «Οι άλλοι»-  εξασφάλισαν μια ισορροπία στο είναι –ορατό και αόρατο- ζωντανό και μη λησμονητέο.

Στο εξώφυλλο του βιβλίου δύο πορτρέτα της  Helene Schjerfbeck. Self- Portrait, το ένα, και    Self- Portrait with Red Spot, το άλλο. Όμως το μεν ένα είναι ένα νεανικό πορτρέτο, πορτρέτο κοπέλας, ενώ το άλλο είναι σβησμένο πορτρέτο μιας ά-σχημης εικόνας με κόκκινη κηλίδα στο χείλος. Και εδώ αναπηδά ξαφνικά η ρήση του Κ. Π. Καβάφη «Υπάρχουν Αλήθεια και Ψεύδος άραγε; ή υπάρχουν μόνον Νέον και Παλαιόν  – και το ψεύδος είναι απλώς το γήρας της αλήθειας;» (Σημειώματα Ποιητικής Ηθικής, Γ΄). Και ακριβώς αυτό είναι εδώ∙ το πορτρέτο μιας νέας που γέρασε η Αλήθειά της. Και εκείνη η κηλίδα στο κάτω χείλος μοιάζει σαν να είναι η μόνη απόδειξη ζωντάνιας, έτοιμη κι αυτή να φύγει.

Ποίημα πρώτο, «Το φύλλο» που έπεσε από το δέντρο, αγγελιοφόρος του φθινοπώρου και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ποίημα δεύτερο  «Ο αχινός»,  με τα αγκάθια του,  ήλιος κυκλοδίωκτος, όπως τον θέλει ο Κάλβος ή  δίχτυ όπου τα πράγματα σπαρταρούν σαν τα ψάρια», θα συνέχιζε ο Σεφέρης.

Η ποιήτρια θα μας κάνει μια μικρή ξενάγηση στα κάδρα της, στις φωτογραφίες, στον κήπο της, στα μικρά ζωντανά της αυλής στα κατοικίδια, στη γειτονιά της και από παντού θα συλλέξει πετραδάκια για

να συνθέσει το μωσαϊκό της, έδαφος σταθερό στο οποίο πατά για να ανασύρει από εκεί, με χειρουργικές κινήσεις, μία μία τις ίνες που συνθέτουν την ανεξίτηλη μνήμη.

Στην «Εξ αίματος» ενότητα θα κινηθεί εντός του οικείου χώρου. Στην αρχή του αφηγηματικού νήματος βλέπουμε τη μητέρα που ήταν καλλονή και τώρα αντιστέκεται στο δεν είναι πια. Όμως, δεν είναι εκεί η ουσία∙ η ουσία είναι στο βλέμμα της κόρης που επιμένει να βλέπει την δική της αλήθεια, εκείνη που  την παρηγορεί… Ο Σαββόπουλος μας λέει πως «ο χρόνος ο αληθινός είναι ο γιος μας η μεγάλος κι ο μικρός». Εδώ αντιστρέφονται οι όροι. Ο χρόνος ο αληθινός είναι η μητέρα, ερειπωμένη από τα στολίδια της και η γιαγιά. Είναι η γάτα «η χιονάτη χωρίς νάνους», είναι η κανέλλα που θα την διαδεχτεί, είναι η  γιαγιά που μία μία τις γεύσεις θα απαρνηθεί και θα της μείνει η «νουγκατίνα» σαν τελευταίο ανάχωμα πριν την τελική έξοδο από τη ζωή. Είναι ο θείος Δημητρός «στις φωτογραφίες… πάντα αξύριστος» που έτρεμε το χέρι του και δεν «χωράει στο κάδρο» (σαν το ποδάρι του καρυωτακικού Μιχαλιού στον λάκκο), που «μπέρδευε τα λόγια του», που «κρεμάστηκε από τη συκιά» μια νύχτα που «ο βοριάς λυσσομανούσε». Είναι η πέτρινη χελώνα στο μπαλκόνι μετά που ο κήπος χάθηκε από την αντιπαροχή.

Στην ενότητα «Του χρωστήρα και της λέξης» είναι τα πορτρέτα που φιλοτέχνησε η Helene Schjerfbeck, που μελετά τον γλύπτη  χρόνο που την φιλοτεχνεί, σαν ένα ιδού εγώ καταντικρύ του χρόνου, «σπουδή στο άφθαρτο… / από τη ροδαλή απορία της νιότης/ στης γνώσης το κατακάθι».  Ακολουθεί η Ελληνίδα Άννα Καρένινα, η Μαρία Κυρτζάκη, που πριν την αλώσει ο χρόνος είχε αναλωθεί στο ποίημα. Ο Vincent van Goagh και οι ρίζες των δέντρων που έγιναν ένα με το κορμί του∙ κι απέμεινε «το κούτσουρο που απαθανάτισε… τεκμήριο τέλους ισχυρού / κάποιου που δίχως να παραιτηθεί αποχώρισε». «Ο Σικελιανός κι εγώ» είναι ένα ποίημα μελέτης ποιητικής, το «πώς» θέλει το χρόνο του για να φανεί και ο μέγας μύστης  τον δικό του. Είναι πολλοί και άγνωστοι οι δρόμοι και πολλές οι στοές που εκείνος άνοιγε μέσα της, σαν για να δείξει με τι τρόπο έψαχνε Εκείνος τον Ορφέα του και η ποιήτρια τον ποιητή της, αναζητώντας  Ποιητής και ερευνήτρια-ποιήτρια στους ίδιους υπόγειους δρόμους τα μυστικά της τέχνης τους. Πολυδιασπασμένη, όπως εμφανίζεται, η ίδια, δείχνει μέσα σε λίγους στίχους πώς γαλουχήθηκε υπόγεια από το “μέγιστον μάθημα” του Σικελιανού: την ικανότητα του Ενιστή ποιητή να συνενώνει τις πολλαπλές εκφάνσεις της πραγματικότητας σε μία ουσία.

Οι σκέψεις τρέχουν στα έργα και από αυτά διδάσκεται τη ζωή τους, «ο δράκος» ο Λεονάρντο, δεν είναι μόνο η Μόνα Λίζα είναι και οι μηχανές και ο νους του ο σαλεμένος. Ένας «συνθέτης» (ο Μανώλης Γαλιάτσος) θα προσπαθήσει με ήχους αλλιώτικους να αποδώσει το ανάκουστο και ασύλληπτο, αυτό που  παίρνει τη μορφή μιας φάλαινας για να διασωθεί ή να διαφανεί, «φάλαινα (που) πλέει στον ύπνο του / που τρώει και του τρέφει την καρδιά». «Φάλαινα» το είπε ο Μέλβιλ, «ξιφία» ο Χεμινγουέι και ο δικός μας ο Καρκαβίτσας το είπε «γιούσουρι». Είναι ο αγώνας του καθενός να κατακτήσει από το δικό του βάθρο εκείνο που τον υπερβαίνει  και είν’ ο αγώνας τελικά αυτό που ως έργο απομένει.

Κι έπειτα, έρχονται  «Οι άλλοι», προσθέτοντας και αυτοί το δικό τους καταπίστευμα στη συλλογή της μνήμης.

 

Αθηνά Βογιατζόγλου

 

Τα πορτρέτα της Βογιατζόγλου είναι η ιστορία της ζωής, όπως αυτή προκύπτει από τα πρόσωπα τα οικεία, τα άλλα της Τέχνης που και αυτά οικεία είναι και τέλος τα πιο πέρα, αλλιώς γνωστά που συμβάλλουν στην τελική σύνθεση.

Όμως το θέμα δεν είναι αυτά τα πρόσωπα, αλλά ο πίσω από αυτά χρόνος που τρέχει και όλα τ’ αλλάζει. Κι ενώ όλα τ’ αλλάζει, μέσα βαθιά στη μνήμη και στη συνείδηση η εικόνα τους παραμένει αναλλοίωτη μες στην αλλοίωσή της. Το σπίτι δόθηκε αντιπαροχή, η αυλή χάθηκε, τα κατοικίδια πέρασαν στο ζόφου την επικράτεια, η μητέρα γέρασε, ο παππούς πέθανε, όμως εκείνη από ψηλά, από τον 8ο όροφο πια, όλα τα βλέπει όπως ήταν παλιά. Την παλιά ξύλινη εξώπορτα με τον σύρτη, τη γιαγιά που διάβαζε Καζαμία, τον παππού που τραγουδούσε τούρκικους αμανέδες και νοσταλγούσε την πέρα παραλία της «Αιολίας»… όλους εκείνους που έχουν φύγει. Στον  8ος όροφο «πιανόμαστε άκρη άκρη από τα σύννεφα./  Της λαμπερής δύσης τα ξέφτια ξετυλίγονται για μας./ Τ’ αστέρια πιο μεγάλα φαίνονται,/ και στην πανσέληνο σχεδόν καθρεφτιζόμαστε./Από τον θόλο τ’ ουρανού εξιλέωση ζητάμε/ γι’ αυτή την αντιπαροχή».

Δεν είναι τυχαίο ότι το τελευταίο ποίημα είναι σαν να επαναλαμβάνει το πρώτο. Το τέλος μου είναι στην αρχή μου, θα πει ο Έλιοτ, δείχνοντας έτσι τους κύκλους του χορού, της ζωής και του θανάτου, της μιας που φεύγει και του άλλου που έρχεται και αυτός ο χορός είναι η ζωή, ίδια πάντα έστω και αν  αλλάζουν οι πρωτοχορευτές, το ντεκόρ και τα ενδύματα.

Δεν είναι τα μωσαϊκά ή τα ξύλινα πατώματα πια, η πράσινη ή η μπλε πόρτα ούτε το «αλουμίνιο» που την αντοχή «στον χρόνο εγγυάται». Τίποτα από αυτά δεν αντέχει στον χρόνο και τίποτα δεν εγγυάται, παρά μόνο η μνήμη που διατηρεί την αίσθηση του παλιού σπιτιού, την εικόνα εκείνων που απολαμβάνουν από τα κάδρα τους την αιωνιότητα, εκείνους που έχουν πάντα θέση στην καρδιά μας –«απόγονοι και πρόγονοι ανάκατοι»- και οι ερχόμενοι που συμπληρώνουν τα κενά που άφησαν οι πρώτοι. γιατί αποδεικνύεται περίτρανα ότι αντέχει στο χρόνο ό,τι είναι φτιαγμένο από την ύλη των ονείρων. Κάτι ήξερε ο Σαίξπηρ.

Η Αθηνά Βογιατζόγλου έβγαλε από το θησαυροφυλάκιο της μνήμης  κομμάτια από τη ζωή της, έντυσε τη νοσταλγία της με στίχους λυγερούς κι αγάπη. Έφτιαξε ποιήματα λυρικά αλλά και αφηγηματικά, που καθένα τους σκιαγραφεί με τρόπο συμπυκνωμένο την ιστορία ενός ανθρώπου (κάποτε και δύο ή περισσότερων). Έπαιξε με χρόνους παλιούς και νεότερους, με σπίτια που άλλαξαν μορφή, με πρόσωπα  και ήχους «από την πρώτη ποίηση της ζωής μας/ σα μουσική, την νύχτα, μακρινή, που ΔΕN σβήνει». Η αλυσίδα της ποίησης καλά κρατεί και η Αθηνά τον κρίκο τον δικό της.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top