Fractal

Ψάχνοντας τις ρίζες της ομίχλης

Γράφει η Βίβιαν Αβρααμίδου-Πλούμπη //

 

«Η τέχνη της απώλειας», Alice Zeniter,  Mετάφραση Έφη Κορομηλά, Εκδόσεις Πόλις

 

Με μια ιστορία που ξεδιπλώνεται από γενιά σε γενιά, η Alice Zeniter στο μυθιστόρημά της με τίτλο «Η τέχνη της απώλειας» τολμά να βουτήξει βαθιά στα άδυτα των harki. Πρόκειται για μια ιδιαίτερη ομάδα μουσουλμάνων Αλγερινών, που αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση της χώρας τους, βρέθηκαν διωγμένοι στη Γαλλία.

Στην Αλγερία, την ταραγμένη εποχή της εξέγερσης του Μετώπου Εθνικής Απελευθέρωσης (FLN) ενάντια στη γαλλική αποικιοκρατία, οι harki, μουσουλμάνοι πρόκριτοι και στρατιωτικοί με γαλλική υπηκοότητα, κράτησαν αποστάσεις από τις εθνικιστικές μεθόδους των εξεγερμένων ενώ πολλοί τάχθηκαν στο πλάι του γαλλικού στρατού. Η Αλγερία θα τους ονομάσει αρουραίους, Προδότες, Σκυλιά, Τρομοκράτες Αποστάτες, Ληστές, Μιασμένους. Η Γαλλία ράβει το στόμα της κλείνοντας με συρματοπλέγματα τους καταυλισμούς υποδοχής. Έτσι γίνεται πάντα με τους αποικιοκράτες· όταν ξεκουμπίζονται να πάνε στα σπίτια τους: αφήνουν πίσω τους ρημάδια, αποποιούμενοι κάθε ευθύνη για τη νέα κατάσταση. Η Αλγερία έζησε την αγωνία αποτίναξης της αποικιοκρατίας με τον ίδιο τρόπο που συνέβη σε πολλές άλλες χώρες. Με μεγάλο αγώνα, πολλές ανεκπλήρωτες προσδοκίες, πολύ αδικοχαμένο αδελφικό αίμα, για να φτάσει στο τέλος της μόνο όταν η ίδια η αποικιοκρατία ήταν πια ασύμφορη για τους αφέντες.

Στα τρία μέρη του μυθιστορήματος, παρακολουθούμε πώς οι τρεις γενιές της οικογένειας Ζεκκάρ ψάχνουν να βρουν τον βηματισμό τους μετά από τις συνειδητές αποφάσεις που πήρε ο πάτερ φαμίλιας την εποχή της εξέγερσης. Η συγγραφέας, γεννημένη στη Γαλλία από πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα όπως ακριβώς και η κεντρική της ηρωίδα, μελετά σε βάθος αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση μεταναστών, τους κοιτάζει στα μάτια, και δεν διστάζει να βάλει το δάχτυλο στις πληγές που δημιούργησε ο διωγμός, η απόρριψη και η περιθωριοποίηση που συνάντησαν στη νέα πατρίδα. Αφουγκράζεται τις μεγάλες σιωπές τους. Σιωπές που κρύβουν ντροπή ανάκατο με φόβο.

Τρεις γενιές: του παππού Αλί, του πατέρα Χαμίντ και της Ναϊμά.

Η ιστορία του Αλί ξεκινά από την Αλγερία, την εποχή της εξέγερσης. Έχοντας πολεμήσει στον γαλλικό στρατό στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, θα διαφοροποιηθεί από τους εξεγερμένους που δεν διαπραγματεύονται, παρά ψάχνουν να τιμωρήσουν. Δεν θα ταυτιστεί όμως ποτέ ούτε με τις μεθόδους του γαλλικού στρατού. «Όσο είναι κανείς ζωντανός», σκέφτεται πικρά ο Αλί, «τίποτα δεν είναι σίγουρο, όλα μπορούν ακόμα να συμβούν, απ’ τη στιγμή όμως που είναι νεκρός, η αφήγηση παγώνει, και αποφασίζει αυτός που σκότωσε. Αυτοί που σκότωσε το FLN είναι προδότες του αλγερινού έθνους και αυτοί που σκότωσε ο στρατός, προδότες της Γαλλίας. Το ποια ήταν η ζωή τους δεν μετράει: τα πάντα τα καθορίζει ο θάνατός τους».

Με την ανεξαρτησία της χώρας, και το στήσιμο των πρόχειρων δικαστηρίων, ο Αλί και η οικογένειά του βρέθηκαν σε μονόδρομο. Κι έτσι, μαζί με τους Γάλλους έποικους που μαζεύουν ακόμα και τα αγάλματά τους, θα περάσουν τη θάλασσα.

 

Alice Zeniter

 

Ένα πολύ δυνατό απόσπασμα από το βιβλίο, αφορά την τελευταία βόλτα που κάνει ο Αλί με τα παιδιά του στη γη τους:

«Περπατάνε αμίλητοι στα χειμωνιάτικα χωράφια. Τους κοιτάζει κάθε τόσο χωρίς να τους μιλάει, ελπίζοντας πως θα καταλάβουν. Θέλει να τους πει: Κοιτάξτε καλά όλα όσα βρίσκονται γύρω σας, φτιάξτε αναμνήσεις με το κάθε κλαρί, με το κάθε κομμάτι γης, γιατί δεν ξέρουμε τι θα κρατήσουμε. Ήθελα να σας δώσω τα πάντα αλλά δεν είμαι πια σίγουρος για τίποτα. Αύριο, μπορεί όλοι να πεθάνουμε. Μπορεί αυτά τα δέντρα να γίνουν στάχτη πριν καταλάβω τι συμβαίνει. Αυτό που είναι γραμμένο μας είναι ξένο και η ευτυχία πέφτει επάνω μας ή φεύγει μακρυά μας, δίχως να ξέρουμε το πώς ή το γιατί, δεν θα το μάθουμε ποτέ, είναι σαν να ψάχνουμε τις ρίζες της ομίχλης».

Όταν ο Αλί περνά με την οικογένειά του τη θάλασσα, είναι αισιόδοξος. Η Μεσόγειος —είχαν μάθει στο σχολείο— διασχίζει τη Γαλλία, όπως διασχίζει ο Σηκουάνας το Παρίσι. Όπως και οι άλλοι harki, αρνείται πως πρόδωσε και περιμένει την ευκαιρία να το αποδείξει. Αυτό που θα συναντήσουν όμως στον καταυλισμό, τους σοκάρει.

«Ένας περιφραγμένος χώρος τριάντα χρόνων γεμάτος φαντάσματα. Των Ισπανών που έφυγαν για να γλυτώσουν από τον Φράνκο στην Ισπανία. Των Εβραίων και Τσιγγάνων που συνέλαβε μαζικά η κυβέρνηση του Βισύ. Κάποιων αιχμαλώτων πολέμου που τα θέριζε ο τύφος και η δυσεντερία. Είναι ένα μέρος που κλείνουν αυτούς που δεν ξέρουν τι να τους κάνουν, περιμένοντας, επισήμως, να βρεθεί μια λύση, ελπίζοντας, ανεπισήμως, να μπορέσουν να τους ξεχάσουν μέχρι να εξαφανιστούν από μόνοι τους. Είναι ένα μέρος για τους ανθρώπους που δεν έχουν Ιστορία, επειδή κανένα από τα έθνη που θα μπορούσαν να τους δώσουν μια Ιστορία δεν θέλει να τους εντάξει στη δική του. Ή, αν προτιμάτε, ένα μέρος γι’ αυτούς που δυο Ιστορίες τους δίνουν αντιφατικά στάτους».

Χωρίς ελευθερία κίνησης, έχοντας λάβει από την πολιτεία μόνο τόνους από κουρέλια για βοήθημα, συρράπτουν σκουπιδισακούλες πάνω σε ξύλινους πήχεις, για να τους στερεώνουν στις σκηνές σαν πόρτες, προσπαθώντας να κρατήσουν την ιδιωτικότητά τους.

«Εκτός από τις μετεωρολογικές εναλλαγές, έχουν την αίσθηση πως έζησαν μια μόνο μέρα που επαναλαμβανόταν αδιάκοπα».

Παρά τη μετακίνησή τους σε κανονικά σπίτια μερικά χρόνια αργότερα, ο Αλί δεν νιώθει να ζουν. Μόνο κατοικούν. Μα κι οι γυναίκες των harki, σπάζοντας αμύγδαλα στην αυλή, αναστενάζουν για την πατρίδα που έχασαν από τα λάθη των αντρών.

Πετώντας στα σκουπίδια τα παράσημα που πήρε με τον γαλλικό στρατό, ο Αλί μονολογεί: «Έγινα jayah». Μετανάστης, δηλαδή, που κόβει τους δεσμούς με την κοινότητα του. Είναι το ψωριάρικο αρνί που απομονώνεται. Ο Αλί κυριεύεται από τη «θλίψη που είχε το μέγεθος μιας πατρίδας που τους έλειπε και μιας θρησκείας που είχαν χάσει».

Ο γιος, ο πρωτότοκος, ο Χαμίντ, γρήγορα θα απομακρυνθεί από την οικογένεια και θα ξεχάσει μια πατρίδα που σχεδόν δεν πρόλαβε να γνωρίσει. Αποφασίζει συνειδητά να «εκγαλλιστεί» πλήρως, αρνείται τη θρησκεία της οικογένειας και μετακομίζει στο Παρίσι, σε ένα διαμέρισμα όπου πλάι στη Γαλλίδα γυναίκα του προσπαθεί να φτιάξει τον καινούργιο του εαυτό. Κι έτσι σιγά-σιγά, το μόνο που μένει να θυμάται ο Χαμίντ, το μόνο που θέλει να θυμάται, είναι πως «γεννήθηκε την χρονιά των κουκιών».

Τις σιωπές που μεταβιβάστηκαν από γενιά σε γενιά έρχεται να ξεκλειδώσει η Ναϊμά, η εγγονή. Παρά την άγνοιά της, βρέθηκε φορτωμένη με ένα δυσβάσταχτο βάρος κι αναζητά τον τρόπο να απαλλαγεί. Πιο πολύ από εξήντα χρόνια μετά το φευγιό από την Αλγερία, έρχεται με τις έρευνές της να δώσει μια μορφή, μια σειρά σ’ αυτό που δεν έχει καμία, που δεν είχε ίσως ποτέ. Με τεράστιο θυμό για όσα αποτρόπαια συμβαίνουν στις μέρες μας και που υπογράφουν κάποιοι μουσουλμάνοι μετανάστες, ένας νέος φόβος γεννιέται μέσα της: πως θα πληρώσει εκείνη για όλα τα κακά. Τότε είναι που αποφασίζει πως ήρθε η στιγμή να γνωρίσει την αληθινή Αλγερία, τη γεωγραφική, την ιστορική· γιατί αυτό που ήξερε μέχρι τότε ήταν η «εμπειρική Αλγερία», το στενό πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι δικοί της. Η Ναϊμά αναζητά να γνωρίσει το άλλο της μισό. Κι έτσι επιτέλους, εκείνη από όλη την οικογένεια, θα επισκεφτεί την Αλγερία.

 

 

Ήθελε να μετρήσει την ψυχή της, να καταλάβει κατά πόσο η ίδια είναι Αλγερινή. Ήθελε ακόμα να μετατρέψει τη Μεσόγειο, πρώτη εκείνη, από σύνορο, ξανά σε γέφυρα. Ήθελε, γυρνώντας αργότερα στη Γαλλία με μια οικογενειακή φωτογραφία στο χέρι, απελευθερωμένη από τα φαντάσματα του παρελθόντος, να φέρει ένα μήνυμα στους δικούς της: πως η Αλγερία, δεν είναι μια πατρίδα χαμένη, παρά μια πατρίδα απούσα.

Η Ναϊμά έρχεται να τους μάθει την τέχνη μια αλλιώτικης απώλειας.

Το μυθιστόρημα της Alice Zeniter κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πόλις σε εξαιρετική μετάφραση της Έφης Κορομηλά.

Η Alice Zeniter, όπως αναφέραμε, γεννήθηκε στη Γαλλία από πατέρα Αλγερινό και μητέρα Γαλλίδα το 1986. Είναι σκηνοθέτις θεάτρου, ενώ παράλληλα έχει γράψει συνολικά πέντε μυθιστορήματα. Το έργο της έχει βραβευτεί επανειλημμένα στη Γαλλία.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top