Fractal

«Γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοπυροβολήθηκε»

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Philip Roth «Η Ταπείνωση», εκδ. Πόλις

 

Ο Σάιμον Άξλερ ήταν ένας ηθοποιός μελετηρός, σοβαρός και πολύ ταλαντούχος. Ήταν αυτός που έχαιρε την εκτίμηση και αγάπη σκηνοθετών και κοινού. Έπαιζε όλα τα θεατρικά έργα του Σαίξπηρ με μεγάλη επιτυχία και όχι μόνο. Όμως τώρα τελευταία έχασε αυτήν του την ικανότητα που είχε επί σκηνής και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, έτρεμε, δεν θυμόταν τις ατάκες του και έχανε τα λόγια του με αποτέλεσμα να γελοιοποιείται. Ήταν παντρεμένος με μία γοητευτική μπαλαρίνα την Βικτώρια Πάουερς, η οποία όμως λόγω των δύο διαζυγίων που είχε πριν τον παντρευτεί κι έναν εθισμένο γιο στα ναρκωτικά, ήταν τόσο ευάλωτη, που έβρισκε υποστήριξη μεγάλη από τον Άξλερ. Τώρα όμως αντί να τη στηρίζει, τον έβλεπε να καταρρέει και να μην θέλει να φάει. Μην μπορώντας να τον βλέπει έτσι και μην έχοντας τη δύναμη να τον στηρίξει, έφυγε από το σπίτι για να πάει στον γιο της.

Μόλις ο Άξλερ συνειδητοποίησε την κατάστασή του, δέχτηκε να πάει σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου με φάρμακα με συνεδρίες και άλλες ασκήσεις, άρχισε να νιώθει καλύτερα, ο τρόμος σταμάτησε και ο ύπνος του ήταν καλύτερος. Κάνοντας παρέα με άλλους ασθενείς άκουγε ότι όλοι είχαν αποφασίσει να αυτοκτονήσουν, αλλά δεν τους είχε πετύχει. Μάλιστα παρουσίαζαν την αυτοκτονία σαν μεγαλειώδη στόχο και τη ζωή σαν μισητή συνθήκη.

Κάποια ασθενής του εκμυστηρεύτηκε ότι ο δεύτερος άντρας της βίασε το οκτάχρονο κοριτσάκι της, αλλά την κατηγορούσε ότι δεν ήταν αλήθεια, παρά δικές τις εμμονές φανταστικές και παραισθήσεις και γι’ αυτό βρέθηκε στην κλινική αυτή. Επειδή δεν μπορούσε η ίδια να τον σκοτώσει τον παρακάλεσε να τον σκοτώσει αυτός. Ο Άξλερ την διαβεβαίωσε πως δεν είναι δολοφόνος και δεν θα μπορούσε να το κάνει αν και σαν ηθοποιός είχε σκοτώσει αρκετούς.

Όταν βγήκε από το νοσοκομείο έμαθε πως ο γιος της γυναίκας του πέθανε από υπερβολική δόση και η γυναίκα του, του ζήτησε διαζύγιο.

Κάποιο μεσημέρι εμφανίστηκε στο σπίτι του ο ατζέντης του και του πρόσφερε έναν ρόλο, του Τζέιμς Ταϊρόουν στο έργο του Ευγένιου Ο’ Νηλ «Το ταξίδι μιας μεγάλης μέρας». Φυσικά ο Άξλερ αρνείται να δεχτεί τον ρόλο λέγοντάς του, πως δεν θα τα καταφέρει, όμως ο ατζέντης του επιμένει και του προτείνει να πάει να βρει στην Νέα Υόρκη τον Βίνσετ Ντάνιελς, που είναι ένας δάσκαλος άσος στο χειρισμό προβλημάτων σαν τα δικά του. Να αρχίσει να δουλεύει μαζί του για να αποκτήσει τη χαμένη του αυτοπεποίθηση, έτσι ώστε να ξαναμπεί στο θέατρο. Φεύγοντας του άφησε την κάρτα να του τηλεφωνήσει.

Πάντα ο Άξλερ είχε στο νου του την αυτοκτονία, η οποία γινόταν όλο και πιο επιτακτική, γιατί δεν ήταν μόνο που η ζωή του είχε γίνει ανυπόφορη από τότε που αισθάνθηκε ότι έχασε το ταλέντο του και δεν μπορούσε να παίξει, αλλά ήταν και οι πόνοι στην σπονδυλική στήλη, που τον εμπόδιζαν να περπατήσει και συνέχεια έπεφτε.

Ώσπου κάποια μέρα εμφανίστηκε η Πεγκίην, η οποία ήταν κόρη αγαπημένων συναδέλφων του. Αυτό το κορίτσι είχε μια ζωή δεκαεπτά ετών λεσβιακή, αλλά επειδή ένιωσε προδομένη από τις λεσβιακές της σχέσεις, ένιωσε την ανάγκη ότι ήθελε έναν άντρα και μια και διορίστηκε στο Πανεπιστήμιο, που ήταν κοντά στο σπίτι του Άξλερ, αποφάσισε να πάει σ’ αυτόν, που τον ήξερε χρόνια.

Όταν η Πεγκίην του περιποιήθηκε μια πληγή στο χέρι του που είχε προέλθει από πτώση, του πρόσφερε ένα ποτήρι νερό και μαγείρεψε γι’ αυτόν, απροσδόκητα αισθάνθηκε ευτυχισμένος, γιατί όλο αυτό γέμιζε τη μοναξιά του, μέχρι που έβαλε και μουσική που είχε χρόνια να το κάνει και χωρίς να το καταλάβει τη φίλησε.

Του είπε ότι εκείνη την περίοδο δεν υπήρχε κάποια στη ζωή της γι’ αυτό ήθελε να δοκιμάσει μ’ έναν άντρα κι ας ήταν αυτός είκοσι πέντε χρόνια μεγαλύτερος. Δεν ήταν αλήθεια όμως γιατί τότε είχε συνάψει σχέσεις με την Κοσμήτορα του πανεπιστημίου, η οποία όταν κατάλαβε τις προθέσεις της, άρχισε να την κατηγορεί ότι το έκανε για να πάρει τη θέση και συνέχεια την απειλούσε. Μέχρι και τους γονείς της είχε πάρει για να τους παραπονεθεί.

Από την ημέρα που έμεινε με τον Άξλερ, άλλαξε εμφάνιση. Ντύθηκε με τα πανάκριβα γυναικεία ρούχα που της αγόρασε ο Άξλερ, έβαλε ψηλοτάκουνα παπούτσια, μάκρυνε τα μαλλιά της που τα κούρεψε σε ακριβό κομμωτήριο στην Νέα Υόρκη, όχι αντρικά όπως τα είχε πρώτα, αλλά από περιοδικά βρήκε ένα γυναικείο κούρεμα που της ταίριαζε.

Μετά το τηλεφώνημα της Κοσμήτορος στους γονείς της, οι γονείς της επικοινώνησαν μαζί της και της είπαν ότι ήταν απερισκεψία να μπλεχτεί μ’ έναν άντρα τόσο μεγάλο γιατί αυτός σε λίγο θα αποκτούσε πολλά προβλήματα λόγω ηλικίας και αυτή θα έπρεπε να κάνει τη νοσοκόμα. Αυτό που τόνιζαν ιδιαίτερα ήταν ότι είχε νοσηλευτεί και σε ψυχιατρείο και έπρεπε να προσέχει. Όταν τα άκουσε αυτά ο Άξλερ καταλάβαινε πως οι γονείς της είχαν κάποιο δίκιο όμως ήταν σαράντα χρονών, γιατί επηρέαζαν αυτοί, την ζωή της;

 

Philip Roth

 

Η Κοσμήτωρ συνέχισε τις απειλές της μέχρι που πήγε και συνάντησε και τον Άξλερ, που του είπε πως η Πεγκίην είναι ένα αγόρι και ένα κορίτσι μαζί, μια έφηβη που δεν έχει μεγαλώσει και ότι είναι ένα τίποτα. Όταν γύρισε η Πεγκίην στο σπίτι αυτός δεν της ανέφερε την επίσκεψη.

Ο Άξλερ ένιωθε τόσο ευτυχισμένος μαζί της, που αν και καταλάβαινε ότι όλο αυτό κάποια στιγμή θα τελείωνε, όμως δεν ήταν έτοιμος να το παραδεχτεί, γιατί δεν ήθελε να χαλάσει την παρούσα ευτυχία του.

Ένα απόγευμα διάβασε στην εφημερίδα ότι η ασθενής που του είχε προτείνει να σκοτώσει τον άντρα της το έκανε η ίδια, ρίχνοντάς του δυο σφαίρες στο στήθος εξ επαφής και τώρα θα βρεθεί στη φυλακή.

Η Πεγκίην του φανέρωσε πως πήγε με άλλες δυο κοπέλες χωρίς να το έχει σχεδιάσει και συνέχισε να του διηγείται πως γνώρισε μία άλλη κοπέλα την εικοσάχρονη Λάρα και σκόπευε να του την προσφέρει με συνεργασία βέβαια και δική της. Πρωτού όμως ολοκληρωθεί αυτό το σχέδιο αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν ένα άλλο με μια μεθυσμένη κοπέλα την Τρέισι, που την συνάντησαν σ’ ένα πανδοχείο και την μετέφεραν στο σπίτι. Πρώτα ήρθε σε ερωτική επαφή μαζί της η Πεγκίην, η οποία όπως την έβλεπε ο Άξλερ ήταν σαν να φορούσε μια μάσκα στα γεννητικά της όργανα, που την μετέτρεπε σε κάτι απειλητικό και η καρδιά του δονούνταν από διέγερση. Όταν ολοκλήρωσε η Πεγκίην τον κάλεσε, γιατί ήταν η σειρά του. Αργά τα μεσάνυχτα οδήγησαν την Τρέισι στο πάρκινγκ που είχε αφήσει το αυτοκίνητό της και γυρίζοντας στο σπίτι ο Άξλερ ένιωσε ότι μαζί της μπορεί να κάνει πολλά πράγματα και να νιώθει ευτυχισμένος. Γι’ αυτό πίστεψε ότι ήρθε η ώρα να κάνει εγχείρηση στην σπονδυλική στήλη, για να μην κουτσαίνει, να βρει τον Βίνσετ για να τον βοηθήσει να βρει την αυτοπεποίθησή του στο θέατρο και να επισκεφτεί κι έναν γιατρό για να ελέγξει αν υπάρχουν γενετικοί κίνδυνοι πατρότητας, γιατί ήταν σίγουρος ότι η Πεγκίην θα του ζητούσε να κάνουν ένα παιδί.

 

 

Το Σάββατο που συναντήθηκαν όμως η Πεγκίην του είπε ότι όλα τελείωσαν και ότι όλο αυτό ήταν ένα λάθος της και ότι πρέπει να χωρίσουν και να φύγει, γιατί τελικά δεν ήταν αυτό που ήθελε. Μάζεψε τα πράγματά της και έφυγε. Φεύγοντας αυτή έπεσε επάνω του και όλο το οικοδόμημα που αυτός κατασκεύασε. Κατέρρευσε και δεν υπήρχε πιθανότητα να ανακάμψει.

Ανέβηκε στη σοφίτα και πήρε το όπλο. Παρ’ όλο που έβαλε την κάνη στο στόμα του δεν μπόρεσε να πυροβολήσει. Τότε σκέφτηκε την Σίμπιλ την μικροκαμωμένη νοικοκυρούλα που κατάφερε να σκοτώσει τον άνθρωπο που βίασε το παιδί της και άρχισε να λέει: «αφού μπόρεσε αυτή, μπορώ κι εγώ», όμως πάλι τίποτα δεν έγινε. Τότε σκέφτηκε να παίξει θέατρο την αυτοκτονία του. Θεατρική σκηνή η σοφίτα, έργο «Ο Γλάρος», πρωταγωνιστής ο Γκαβρίλοβιτς Τρέπλιεφ, άλλωστε τον είχε υποδυθεί στον ρόλο και ήταν η πρώτη μεγάλη του επιτυχία, που είχε σημειώσει στην Νέα Υόρκη.

Στο τέλος της εβδομάδας η καθαρίστρια ανακάλυψε το πτώμα κι ένα σημείωμα που έγραφε: «Γεγονός είναι ότι ο Κωνσταντίν Γκαβρίλοβιτς αυτοπυροβολήθηκε».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top