Fractal

Η ζωγραφική, η λογοτεχνία και στον πυρήνα ο άνθρωπος

Γράφει ο Βαγγέλης Κοκκάρης // *

 

Haruki Murakami «Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε», Μετάφραση: Βασίλης Κιμούλης, εκδόσεις Ψυχογιός

 

Το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε αποτελεί το πιο πρόσφατο μυθιστόρημα του Haruki Murakami, το οποίο κυκλοφόρησε πριν από μερικές εβδομάδες από τις εκδόσεις Ψυχογιός σε μετάφραση του Βασίλη Κιμούλη.

Στο βιβλίο, διαβάζουμε την ιστορία ενός 36χρονου ανώνυμου ζωγράφου, ο οποίος κερδίζει τα προς το ζην φιλοτεχνώντας πορτρέτα. Ωστόσο, όταν τον χωρίζει η γυναίκα του χωρίς κάποια προφανή εξήγηση, αποφασίζει (μετά από ένα μεγάλο ταξίδι στην Ιαπωνία) να ακολουθήσει το όνειρό του, δηλαδή να σταματήσει να φτιάχνει έργα κατά παραγγελία και να αφοσιωθεί στη δημιουργική ζωγραφική. Όταν, λοιπόν, τελειώνει το ταξίδι του φιλοξενείται στο ακατοίκητο σπίτι ενός διάσημου Ιάπωνα ζωγράφου στα βουνά της πόλης Odawara. Από κει και πέρα ξεκινάει μια απερίγραπτη περιπέτεια.

Αρχικά, κάτι που αντιλαμβάνεται όποιος/-α διαβάζει το μυθιστόρημα είναι πως πρόκειται για μια ιστορία που καταφέρνει να κρατήσει το ενδιαφέρον του/της αναγνώστη/-ιας από την αρχή μέχρι το τέλος. Είναι σχεδόν 900 σελίδες και όμως δεν το βαριέσαι στιγμή. Αυτό επιτυγχάνεται πρώτα από όλα μέσα από τον ρυθμό. Ο Murakami ξέρει να εναλλάσσει τις κοφτές και τις εκτεταμένες περιόδους. Έτσι, μέσα από την εναλλαγή των μεν με τις δε η ιστορία παραμένει σφιχτοδεμένη και πάει χέρι χέρι με τα απροσδόκητα γεγονότα (και την έντασή τους). Όποιος/-α άλλωστε έχει διαβάσει και άλλα έργα του Ιάπωνα συγγραφέα ξέρει ότι τα plot twists είναι κάτι παραπάνω από συνηθισμένα στο έργο του Murakami.

Παράλληλα με τον ρυθμό, κάτι που ακόμη κάνει το έργο αυτό ξεχωριστό είναι και ο ιδιότυπος εγκιβωτισμός του. Σε κάποιο σημείο της πλοκής, ο ανώνυμος ήρωας ανακαλύπτει έναν πίνακα του ιδιοκτήτη του σπιτιού, ο οποίος απεικονίζει μια σκηνή από την όπερα του Μότσαρτ, Ντον Τζιοβάνι. Συγκεκριμένα τη σκηνή που ο Ντον Τζιοβάνι σκοτώνει τον Κομεντατόρε. Ωστόσο, η παραπάνω σκηνή μεταφέρεται στην Ιαπωνία της περιόδου Άσουκα. Αντίστοιχα, ο πρωταγωνιστής του βιβλίου αποδέχεται την πρόταση ενός πάμπλουτου καλλιεργημένου γοητευτικού γείτονά του, που του ζητάει να του ζωγραφίσει το πορτρέτο. Ο τελευταίος ζει σε μια γειτονική έπαυλη, φέρνοντας μας στο μυαλό τον Γκάτσμπυ, καθώς όχι μόνο ζει σε μια απομονωμένη έπαυλη, αλλά ταυτόχρονα είναι γοητευτικός, μυστηριώδης και φιλότεχνος. Όπως δηλαδή ο Τομόχικο Αμάντα (ο ζωγράφος-ιδιοκτήτης του σπιτιού) μεταφέρει ένα έργο της δυτικής τέχνης σε ιαπωνικά συμφραζόμενα, έτσι και ο Murakami εμπνέεται από το έργου του Fitzgerald και το μεταφέρει με τον δικό του τρόπο στην Ιαπωνία του 21ου αιώνα. Αυτό που κάνει ο Αμάντα κατά κάποιον τρόπο εγκιβωτίζει όλο το έργο του Murakami.

Παράλληλα με τα παραπάνω, μια ακόμη πλευρά του μυθιστορήματος έχει να κάνει με έναν ευρύτερο στοχασμό περί τέχνης. Αναλυτικότερα, παρατηρούμε πως ο κεντρικός πρωταγωνιστής όχι μόνο χλευάζει τις διατυπώσεις των διαφόρων κριτικών τέχνης, οι οποίοι επιλέγουν να βρίσκουν «βαθυστόχαστες» ερμηνείες εκεί που δεν υπάρχουν, αλλά παρουσιάζεται συχνά εν ώρα δημιουργίας να ζωγραφίζει εντελώς αυθόρμητα. Συγκεκριμένα, παρουσιάζεται να κάθεται μπροστά στον κενό καμβά και να δημιουργεί με τον τρόπο που ένα παιδί παίζει. Ακόμη και όταν αναλαμβάνει να φτιάξει το πορτρέτο του μυστηριώδους γκατσμπικού γείτονα Μενσίκι ο τρόπος που  λειτουργεί μένει ο ίδιος. Ακούει το έργο και κάνει αυτό που του υπαγορεύει. Μάλιστα, η στάση αυτή γύρω από την καλλιτεχνική δημιουργία, δηλαδή η εστίαση στο έργο καθαυτό και η απουσία θεωρητικού στοχασμού, διατηρείται ακόμη και όταν καλείται να ερμηνεύσει και να αξιολογήσει τον προαναφερθέν πίνακα με τον θάνατο του Κομεντατόρε. Δεν αξιολογεί τη ζωγραφιά με κανέναν άλλο τρόπο, παρά μόνο με βάση τα εσωτερικά της χαρακτηριστικά. Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, πως έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα, το οποίο θέτει (πέραν όλων των άλλων) και τα ζητήματα τόσο της καλλιτεχνικής δημιουργίας ως πράξη, όσο και την πρόσληψή (και αξιολόγησή) της.

 

Χαρούκι Μουρακάμι

 

Ωστόσο, όλα τα παραπάνω δεν θα είχαν τη δυναμική και τον αντίκτυπο για το σύνολο του μυθιστορήματος που έχουν, εάν στον πυρήνα δεν βρισκόταν ο άνθρωπος ως ύπαρξη. Αναλυτικότερα, βλέπουμε πως όλο το έργο εξιστορείται από έναν ήρωα, ο οποίος αναζητά απαντήσεις σε ζητήματα τόσο προσωπικής όσο και επαγγελματικής φύσης. Αυτή είναι η βάση από την οποία ξεκινάει. Έτσι ταξιδεύει στην Ιαπωνία, έτσι μένει στο σπίτι στα βουνά και έτσι έρχεται αντιμέτωπος με τους φόβους του. Μέσα από όλα αυτά μπαίνει στο ιδιότυπο αυτό ταξίδι «ενηλικίωσης» που είναι όλο το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε. Τα παραπάνω γίνονται ακόμη πιο έντονα αν σκεφτούμε πως ο πρωταγωνιστής είναι ένας καθημερινός άνθρωπος, που παρόλες τις επιμέρους εκκεντρικότητές του είναι συντονισμένος με τον υπόλοιπο κόσμο και δεν ζει σε έναν μικρόκοσμο της τέχνης του. Ίσως βέβαια αυτό να είναι κάτι οξύμωρο σε σχέση με το ότι ζει στα βουνά και δεν μπαίνει καν στο internet, αλλά οι αντιφάσεις είναι τα πιο ανθρώπινα σχήματα.

Τέλος, βλέπουμε πως το Σκοτώνοντας τον Κομεντατόρε αποτελεί ένα μυθιστόρημα που καταφέρνει να εξισορροπήσει ανάμεσα στην αγωνιώδη εξέλιξη της πλοκής και στους φιλοσοφικο-υπαρξιακούς προβληματισμούς, με αποτέλεσμα μέσα από μοτίβα που ανιχνεύονται τόσο στο Κουρδιστό πουλί όσο και στο 1Q84, να έρχεται για να συνομιλήσει όχι μόνο με το αναγνωστικό κοινό, αλλά και με το έργο του Ιάπωνα συγγραφέα, διαμορφώνοντας (ίσως) μια άτυπη τριλογία.

 

 

* Ο Βαγγέλης Κοκκάρης είναι μεταπτυχιακός φοιτητής της νεοελληνικής φιλολογίας στο τμήμα φιλολογίας του ΑΠΘ. Ποιήματα και κείμενά του έχουν δημοσιευθεί ηλεκτρονικά σε Θράκα, Αδέσποτα, Bibliothèque, Μονόκλ, Χάρτη, Φρέαρ, Fractalart κ.α.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top