Fractal

Διήγημα: “To φλιτζάνι του κάφε”

Γράφει η Λένα Μαυρουδή- Μούλιου // 

 

 

 

 

Ουδεμία σχέση έχω με μαντείες, προφητείες και φλιτζάνια του καφέ. Απλά δεν τα πιστεύω. Καμιά φορά όμως συμβαίνουν κάτι περίεργα γεγονότα που με προβληματίζουν και με κάνουν να απορώ.

Ένα από τα προβλήματα ρέει ως ακολούθως:

Καθόμουν μπροστά στον υπολογιστή μου και προσπαθούσα να δώσω σχήμα στις ιδέες μου για ένα μεγάλο διήγημα που βρισκόταν σε εμβρυακή κατάσταση μέσα στο μυαλό. Έγραφα και σκεπτόμουν τι οικονομία χαρτιού έχει προσφέρει αυτό το μηχάνημα στην ανθρωπότητα, σβήνοντας ανέξοδα ό, ό τι είναι λανθασμένο χωρίς σχισίματα.

Διέκοψα κάποια στιγμή το γράψιμο πηγαίνοντας να φτιάξω έναν ελληνικό καφέ που ήλπιζα να μού ξελαμπικάρει το νου. Πήρα το καυτό φλιτζάνι, και στρώθηκα στην ξελογιάστρα μικρή οθόνη σαν να περίμενα τη φίλη μου την Έμπνευση να έρθει, που όλως παραδόξως απουσίαζε για πολύ πέραν μιας μικρής αναμονής μου. Να έφταιγε που προηγουμένως είχα μια έντονη αντιπαράθεση με τους εκδότες μου και έμεναν τα χέρια μου άπραγα και κρεμασμένα σε στάση απελπισίας; Μπορεί…

Έπινα το ζωογόνο μαυροζούμι με μεγάλες καυτές ρουφηξιές, κοντεύοντας να το τελειώσω, μα η Έμπνευση παντελώς απούσα ακόμη.

Με απασχολούσε πολύ το πού θα διαδραματιζόταν το κεντρικό στόρι του διηγήματος. Μα θα ήταν στη θάλασσα; Θα ήταν σε ένα ορεινό χωριό μας; Θα ήταν σε μια πόλη μεγάλη ή μικρή; Πού τελικά; Ερώτημα προς το παρόν αναπάντητο και ήταν κεφαλαιώδους σημασίας, γιατί θα αποτελούσε τον καμβά που πάνω του θα κεντούσαν οι λέξεις μου.

Πίνοντας την τελευταία γουλιά του καφέ μου και τελείως αφηρημένα κοιτώ το άδειο φλιτζάνι ελπίζοντας ίσως σε λίγο καφέ ακόμη…

Και μένω εμβρόντητη.

Στο χείλος του φλιτζανιού, στο εσωτερικό του, είχε σχηματιστεί ολοκάθαρα η εικόνα ενός τοπίου, μια γκραβούρα, ένα χαρακτικό, ενός τοπίου που θύμιζε Ήπειρο, με το περίτεχνο γιοφύρι του που ένωνε τις όχθες ενός χειμάρρου. Στην απέναντι όχθη, μια σειρά χαμηλών σπιτιών με την χαρακτηριστική ηπειρώτικη στέγη, έναν μάλλον νερόμυλο, ένα φαρδύστομο πηγάδι και κατέληγε σε μια περίεργη εκκλησιά που το καμπαναριό της ήταν ξέχωρα βαλμένο από το όλο κτίσμα της. Μια ολοζώντανη ζωγραφική απεικόνιση σε χρώμα καφέ με χιονάτο φόντο, ενός τμήματος, ξαναλέω, ηπειρώτικου χωριού. Ήταν δε τόσο μα τόσο ζωντανή η ζωγραφιά, που θα έλεγε κανείς ότι ο παράξενης τεχνοτροπίας ζωγράφος μόλις είχε τελειώσει τον πίνακα, γιατί το χρώμα του γυάλιζε ακόμη νωπό.

Έμενα ενεή να κοιτάζω μια το φλιτζάνι, μια το laptop και μια ακόμα τα άπραγα χέρια μου που κρέμονταν άτονα στα πόδια μου πάνω. Ήταν σίγουρα μήνυμα. Αλλά ΠΟΙΟΣ ΜΟΥ ΤΟ ΕΣΤΕΛΝΕ ΚΑΙ ΓΙΑΤΙ;

Έκανα τούτο το ερώτημα δυνατά ως εάν να περίμενα μιαν απάντηση και δεν θα μού έκανε καμία έκπληξη αν μέσα από το φλιτζάνι άκουγα να βγαίνουν ανθρώπινες φωνές ή έστω κάποιοι ήχοι.

Πράγματα μεταφυσικά για τα οποία δεν ήμουν καθόλου φαν.

Έχασα την ηρεμία μου, τον εαυτό μου τον ίδιο, την ρότα τη συνηθισμένη της ζωής μου την οποία είχα διαφυλάξει με νύχια και με δόντια χρόνια τώρα. Λάτρευα π.χ. τη μοναξιά μου, τον ανέραστο βίο μου, το γράψιμο και το διάβασμα και ήρθε τώρα ένας ντελβές να μου παραστήσει τις νερομπογιές και τις λαδομπογιές αόρατου ζωγράφου από το υπερπέραν ορμώμενον.

Ήθελα σίγουρα βοήθεια.

Κάλεσα μια φίλη μου που έμενε σχετικά κοντά στο σπίτι μου και της το χρωστάω με τι σπουδή έσπευσε να έρθει να με βοηθήσει. Σε κάτι τέτοιες δύσκολες στιγμές καταλαβαίνεις ποιος αξίζει να λέγεται φίλος.

Έμεινε κατάπληκτη σαν ερασιτέχνης ζωγράφος η ίδια, για τον εν μικρογραφία πίνακα που έφτιαξε ΚΑΠΟΙΟΣ μέσα σε μια κούπα του καφέ…

«Μωρέ μπράβοοοοο!» Αναφώνησε με μία κατάπληξη που δεν θέλησε να κρύψει.

Τράβηξε καμιά δεκαριά φωτογραφίες τη χαλκομανία (πώς αλλιώς πια να την πω) και μετά βάλθηκε να σκιτσάρει αυτό που έβλεπε. Βιάστηκε να τα κάνει όλα αυτά, φοβούμενη μη και ξεραθεί το κατακάθι, μη γίνει σκόνη και χαθεί ή ακόμη να αλλοιωθεί.

«Τι να σού πω Κατερίνα μου κι’ αν δεν έχω δει φλιτζάνια παρόμοια με τούτο. Κανένα δεν το φτάνει όμως σε πληρότητα. Οι λεγόμενες φλιτζανούδες πλάθουν με την φαντασία τους σχήματα, εκστασιάζονται στην ανύπαρκτη θέα τους και σου την μεταδίδουν επί πληρωμή! Μα τούτο εδώ τι είναι ρε συ;

»Είναι οπωσδήποτε μήνυμα από το υπερπέραν, από το σύμπαν, από όπου θες και κάτι θέλει να μας πει. Αν θέλεις τη γνώμη μου πρέπει να ψάξουμε στην ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑ ΑΡΧΖΙΖΟΝΤΑΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΠΕΙΡΟ ΝΑ ΤΟ ΒΡΟΥΜΕ. Με γνώμονα πάντα ένα γιοφύρι, δεν θα δυσκολευτούμε να το ξετρυπώσουμε, είμαι σίγουρη».

Έτσι άρχισε η εξερεύνηση, η περιήγησή μας. Κάτω από οποιοδήποτε πρίσμα και να το έβλεπες κερδισμένοι θα βγαίναμε. Θα βλέπαμε μέρη της Πατρίδας μας που δεν ξέραμε καν ότι υπήρχαν. Λίγοι είναι οι Έλληνες που γνωρίζουν την Ελλάδα, οι περισσότεροι δεν έχουν ταξιδέψει ακόμη και μέχρι πρόσφατα, πέρα από τον τόπο που γεννήθηκαν. Ελλάδα, δεν είναι μόνο η γειτονιά μας και η πάρα πάνω ρούγα. Είναι τα γιοφύρια τα ποτάμια οι λίμνες οι κάμποι και οι λόγγοι μας.

Εκεί κατά την Άρτα, βρήκαμε κάτι που σαν να έμοιαζε με αυτό που ζητούσαμε. Μα όχι δεν ήταν αυτό, η ζωντανή εικόνα ήταν ελλιπής. Αρκεστήκαμε να θαυμάζομε τα γιοφύρια των Ηπειρωτών μαστόρων που ήταν μεν εμπειρικοί αλλά που ξεπερνούσαν τα έργα τους τα έργα των σπουδαγμένων συναδέλφων τους. Κάθε ένα από αυτά με την ιστορία του ή το μύθο του, που να γράφεις βιβλία συναρπαστικά. Δεν μιλάμε μοναχά για το γνωστό γιοφύρι τη Άρτας που’’ όλη μέρα το ‘χτιζαν την νύχτα το ξηλώναν.’’ Μιλάμε για άλλα τελείως άγνωστα σε μας αλλά ακουστές οι ιστορίες τους, πού ‘γιναν τραγούδια δημοτικά και με αυτά γλεντούσαν ή πενθούσαν οι κάτοικοι που τα διάβηκαν. Αυτή είναι Ελλάδα παιδιά, αυτή.

Βρισκόμασταν στην αρχή τής 2ης εβδομάδας του ταξιδιού μας και κατάκοπες σταθήκαμε να ξαποστάσουμε στο κεφαλόβρυσο ενός γραφικού χωριού, με εγκαταλειμμένους αλευρόμυλους.

Ένα θηριώδες σε μέγεθος και φάτσα μαντρόσκυλο μας πήρε το κατόπιν γαβγίζοντας απειλητικά και τα παίξαμε για τα καλά. Ώρες ήτανε να αφήναμε το γάμο και να τρέχαμε για πουρνάρια που λένε. Τυχερές αν γλυτώναμε με κανέναν αντιλυσσικό ορό και καναδυό ραμματάκια, από τις δοντάρες του.

Ευτυχώς, φάνηκε το αφεντικό του που το ημέρεψε.

Προχωρούσε με βήματα ασταθή κρατώντας μια τεράστια γκλίτσα που τον βοηθούσε στο βάδισμα. Ήταν τελείως τυφλός.

Καθίσαμε στο πεζούλι ενός νερόμυλου που δεν ήταν πια σε χρήση, όπως και το κάθε αγροτικό κτίσμα ολόγυρα. Μα τι γύρευε γέρος άνθρωπος σε τέτοια ερημιά που μόνο τα τιτιβίσματα λίγων πουλιών ακούγονταν; Αναρωτηθήκαμε με νεύματα η Άννα και εγώ. Ανταλλάξαμε λίγες τυπικές μα ζεστές, και ευγενικές κουβέντες και εκείνος σηκώθηκε να φύγει λέγοντας: «Παρακαλώ μη φύγετε ακόμη. Θα επιστρέψω σε πέντε, το πολύ έξι λεπτά».

Από κει που καθόμουνα εγώ, στο καλά πελεκημένο πεζούλι, πήρε το μάτι μου μια σειρά από ερειπωμένες αυλές και πίσω τους τα όλως διόλου ερειπωμένα σπίτια επίσης.

«Άννα κοίτα» φώναξα σιγανά και με δέος. «Είναι αυτό».

Με ευλάβεια σχεδόν ζωντανέψαμε τη ζωγραφιά του φλιτζανιού. Να, το ξεροπήγαδο σκεπασμένο με ξερά κλαδιά, η εκκλησιά που σωζόταν μόνο το ιερό και το ξέχωρο καμπαναριό της σε αρκετά καλή κατάσταση, από δίπλα ο νερόμυλος όπου καθόμασταν και το γκρεμισμένο γιοφύρι πεσμένο σαν λαβωμένος στρατιώτης γερμένος στην μια μεριά της όχθης του ξεροπόταμου που Κύριος Οίδε από πότε είχε να πιει νερό να ξεδιψάσει.

Η φίλη μου, πετάχτηκε πάνω, κατακόκκινη από την έξαψη λέγοντας: «αναμφίβολα είναι αυτό». Και πριν καλά καλά τελειώσει τη φράση της εμφανίστηκε ο γέροντας κρατώντας έν πιάτο, γεμάτο λαχταριστά βασιλικά σύκα.

Τρώγοντας τα μελωμένα εύγευστα φρούτα, πιάσαμε την κουβέντα και αυτή τη φορά, ο γέροντας ήταν λαλίστατος.

Απάντησε προθυμότατα στις ερωτήσεις και τις απορίες που μάς έκαιγαν το στόμα.

Μας είπε:

«Πριν λίγα χρόνια, εδώ ήταν ένας παράδεισος. Από τη στιγμή που χάθηκε η κυρά μου το χωριό θαρρείς από κατάρα άρχισε να παίρνει την κάτω βόλτα και γρήγορα ερημώθηκε. Το πηγάδι που μας ξεδίψαγε, ξάφνου στέρεψε, ο νερόμυλος το ίδιο και όπως καταλαβαίνετε ένας τόπος χωρίς νερό δεν κατοικείται. Φύγαν όλοι. Στον χρόνο πάνω, το χωριό ήταν ένας τόπος φάντασμα. Έμεινα εγώ μονάχα να το επισκέπτομαι καθημερινώς, δεν ξέρω γιατί, ελπίζοντας ίσως όταν εκείνη γυρίσει να με βρει να την περιμένω. Είμαι σίγουρος ότι τότε το χωριό θα ζωντανέψει ξανά και θα γίνει σαν και πρώτα».

Σηκώθηκε και έφυγε χαιρετώντας μας εγκάρδια. Ήλπιζε να μας ‘’ξαναδεί,’’ είπε!

«Κατερίνα, αν συνδέσουμε το μήνυμα του φλιτζανιού με τα λόγια του γέροντα, βγαίνει και νόημα και συμπέρασμα, μεταφυσικό βέβαια αλλά υπάρχει. Τι έγινε και στέρεψε το πηγάδι με την πηγή του, και μάλιστα ακαριαία, όπως και η κυρά του γέροντα; Άραγε έγινε ενδελεχής έρευνα, ενδιαφέρθηκε κάποιος ιδιαίτερα για το τί έφταιξε; Μήπως αυτό σε κάλεσε Κάποιος να ξεδιαλύνεις;

»Κατερίνα πρέπει να φωνάξουμε ειδικούς, συνεργεία ερευνών τέτοιου είδους, να επιληφθούν του θέματος. Επαναλαμβάνω, ΚΑΠΟΙΟΣ ΜΑΣ ΤΟ ΖΗΤΗΣΕ ΚΑΙ ΟΦΕΙΛΟΥΜΕ ΝΑ ΣΥΜΜΟΡΦΩΘΟΥΜΕ».

Γυρίσαμε στην Αθήνα, και την τρίτη ημέρα κατά τας γραφάς, επιστρέψαμε στο χωριό που στοίχειωσε τη ζωή μας εδώ και τόσες μέρες.

Ήμασταν πια μια μεγάλη παρέα από αρμόδιους και αναρμόδιους. ΟΙ ειδικευμένοι και έμπειροι εργάτες δούλευαν με κέφι, ερευνώντας την περιοχή γύρω από το πεσμένο γεφύρι. Μα η έρευνα απέβη άκαρπη.

«Θα δίναμε σειρά στο μύλο, αλλά να μη σας ξεβολέψουμε» είπε καλόβολα ο αρχιεργάτης. « Ας ερευνήσουμε πρώτα το πηγάδι και μετά βλέπουμε», αποτέλειωσε την κουβέντα του την λακωνική.

Από μια γεννήτρια ξεπετάχτηκε ένα φως δυνατό σαν ήλιος. Το έστρεψαν στο πηγάδι και τρεις εργάτες με σχοινιά σαν Λοκατζήδες άρχισαν να χάνονται μέσα του. Μα γρήγορα επέστρεψαν για να βάλουν μάσκες οξυγόνου, γιατί όσο κατέβαιναν στα απύθμενα βάθη του τόσο το οξυγόνο λιγόστευε, δυσκολεύοντας την ανάσα τους. Και αυτό που αντίκρισαν κει κάτω, λίγο ακόμη να την έκοβε την ανάσα τους για τα καλά. Ένας ανθρώπινος σκελετός σαν τάπα σε πισίνα είχε φράξει καταφανώς την πηγή τροφοδότησης νερού τού πηγαδιού, μετατρέποντάς το σε ξεροπήγαδο. Σοκαρισμένοι οι εργάτες έβαλαν τα σκορπισμένα οστά σε μια σακούλα και τα ανέβασαν στην επιφάνεια κάνοντας το σταυρό τους.

Είχα μήνες που έκοψα το τσιγάρο, και καμάρωνα τόσο για το κατόρθωμά μου όσο και για την αντοχή μου. Μα πια και τα δύο αυτά έγιναν σκόνη μπροστά στην αγωνία μου που είχε κτυπήσει κόκκινο. Ζήτησα ένα τσιγάρο από τον αρχιεργάτη και τράβηξα σαν να ’ταν ιατρικό βοήθημα τήν άφιλτρη τζούρα, που μού ‘φερε ακατάσχετο βήχα και δάκρυα στα μάτια. Η τρομερή υποψία που γεννήθηκε στο μυαλό το δικό μου και της φίλης μου δεν γιατρευόταν βέβαια με τσιγάρα και δάκρυα. ‘’λες μωρέ; ΛΕΣ;;’’

ΕΝΑ ΒΟΥΗΤΟ ΣΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΚΑΝΕΙ ΕΝΑΣ ΧΕΙΜΑΡΡΟΣ ακουγόταν όλο και πιο καθαρά και το πηγάδι άρχισε να γεμίζει νερό από την ελευθερωμένη πηγή του που είχε ξαναβρεί την φυσική της διέξοδο. Σε πολύ λίγο ο νερόμυλος θα είχε την κινητήρια δύναμή του και ο ξεροπόταμος το καθάριο του ευλογημένο νεράκι …

Έγινε δηλαδή αυτό που πρόβλεψε ο γέροντας.

Φτωχιά κοπέλα, γύρισε στο χωριό, άψυχη μεν αλλά σίγουρα τα οστά ήταν ό, τι απόμεινε απ’ αυτήν. Κανείς άλλος κάτοικος πέραν αυτής είχε ποτέ εξαφανιστεί. Να ’ταν ατύχημα το πέσιμό της στο τεράστιο πηγάδι, να ’ταν αυτοκτονία; Απάντηση δεν θα παίρναμε ποτέ. Το σίγουρο πάντως ήταν ότι αυτή ήταν η αιτία του φραξίματος της πηγής του νερού στο πηγάδι ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΙΔΙΑ, ΓΙΑ ΤΟ ΞΑΝΑΖΩΝΤΑΝΕΜΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ.

Η συνέχεια λίγο πολύ αναμενόμενη. Όσοι από τους παλιούς κατοίκους τού χωριού ζούσαν, επέστρεψαν στην όμορφη γη τους μαζί με τους απογόνους και έφτιαξαν εκτός από το χωριό όπως ήταν και πριν και τραγούδια και μύθους που τους αφηγούνται μέχρι σήμερα…

Κάποιος χωρικός δε, είπε κάτι πολύ πετυχημένο.

‘’Η κοπελιά μας, έκανε με το κορμί της ό, τι και η γυναίκα του Πρωτομάστορα στο γιοφύρι το γνωστό μας, που ΘΥΣΙΑΣΕ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΤΗΣ για ένα γιοφύρι με γερά θεμέλια ζυμωμένα με ανθρώπινο αίμα, να αντέχουν στην ορμή του νερού που έχει δύο όψεις, αυτές της ζωής και του θανάτου.’’

**

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top