Fractal

Διήγημα fractal: “Η τάξη των Ψιθυριστών”

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος // *

 

 

 

 

 

 

Έξω απ’ το κοινό ύφος

κάπως εκκεντρικοί

μ’ ολοφάνερο

τον δεσμό τους

με εκείνες τις εποχές

που χάθηκαν

μα και μ’ εκείνες

που μέλλεται

να ‘ρθούν

  

 

Η τάξη των Ψιθυριστών

 

Απ’ τις πολύχρωμες ιστορίες του καρναβαλιού

του Αγίου Δομίνικου,

με τ’ αρχαία τάγματα

και τις συνήθειες

των τροπικών

 

 

 

Τ’ απόσπασμα που ακολουθεί διεσώθη αναπάντεχα. Φυλασσόταν στην κρύπτη και ίσως κάποιος ταξιδιώτης να το ‘φερε εδώ σαν ένδειξη του θαύματος. Και τη σωτηρία του να εμπιστεύτηκε στα πόδια του Αγίου. Κανείς δεν ξέρει, μήτε ποτέ θ’ αποκαλυφθεί αν τάχα έγινε αλλιώς. Ως τότε, οι παρακάτω λέξεις συνιστούν ένα είδος εισαγωγής, ένα ανοιχτό παράθυρο προς τον μύθο.

Οι πρόζες που ακολουθούν στηρίζουν ένα μέρος του φορτίου του στους καλούς μύθους που ΄χουν ποτίσει το σώμα της αμερικανικής ηπείρου. Πρόκειται για ιστορίες, για δράματα παιγμένα σ’ άλλες εποχές. Μα βεβαιώνουν τις αιτίες έξω και πέρα απ’ την αδιαφιλονίκητη ιστορία των εθνών και τούτο αρκεί για να κερδίσουν μια θέση στ’ αποψινό σημείωμα.

Αυτό το λεύκωμα δεν τα κατάφερε να απλωθεί στην άπειρη έκταση των ανθρώπινων πραγμάτων. Η διασταύρωση των πληροφοριών για τους ψιθυριστές και αν πράγματι υπήρξαν σε αυτόν τον κόσμο στάθηκε ατυχής. Αν όπως λένε, γνωρίζουν τα ομορφότερα τραγούδια και αν ζουν για τους στίχους της ψυχής μας, τους πιο αγαπημένους ποτέ δεν θα το μάθουμε. Δυστυχώς, δεν στάθηκε δυνατή η ταύτιση των στοιχείων που προκύπτουν σκόρπια, σπαράγματα δηλαδή, κάτι σαν κομμάτια από παλιό μωσαϊκό και απόσταγμα βυζαντινών, πλακάτων επιφανειών.

Ωστόσο, οι μύθοι διαθέτουν το σπάνιο χάρισμα της καλής πίστης, κατορθώνουν να ζουν ανεξήγητοι και μάλιστα κανείς δεν αγγίζει τις σημασίες τους, αφού τότε κάτι απ’ το αίσθημά τους θα χαθεί για πάντα. Οι ψιθυριστές λοιπόν θα υπάρχουν σ’ όλη την έκταση αυτού του σπάνιου σημειώματος και αν χαθούν, όλοι εμείς που δηλώνουμε αθεράπευτα ερωτευμένοι με την αδρή μορφή τους, μπορεί για πάντα να πληγωθούμε. Έτσι με τρυφερότητα περίσσια υψώνουμε το θολό παραπέτασμα που μας δίδαξαν οι σπουδαιότεροι δάσκαλοι και που ως γνωστόν προστατεύει μ’ επάρκεια το σπάνιο εμπόρευμα.

Οι ιστορίες για τους ψιθυριστές απαντώνται σ’ όλες τις εθνικές μυθολογίες. Άλλοτε θαρραλέοι πολεμιστές και άλλοτε ποιητές, γεννημένοι στην κόψη του αστεριού, στ’ άκρα της ύπαρξης και του αισθήματός μας, πάντοτε πρόσωπα καιόμενα συνθέτουν τον εξαίσιο κόσμο, το θαυμαστό ανάλογο των παραμυθιών. Μα πρόκειται για την παλιά Αμέρικα που έθρεψε στους κόλπους της τους ψιθυριστές φέρνοντας στο φως την μαρτυρική τους διαδρομή. Η ψυχή της θα λείπει για πάντα απ’  τ’ απολιθωμένο ντεκόρ των μεγαλουπόλεων.

Κάτι λίγοι ψιθυριστές που σώζονται σε διασταυρώσεις και σε συνοικίες παράξενες καταφέρνουν και κρατιούνται μακριά απ’ τους ανθρώπους. Και αν ποτέ ζωντανέψουν θα γίνουν μαγευτικές λεπτομέρειες της φύσης και των πραγμάτων, σαν να ζωντάνεψε μες στους απέραντους λειμώνες η πανέμορφη πεταλούδα της Κνωσού που για χρόνια, ανίδεοι, αφελείς, λογαριάζαμε νεκρή.

 

 

 

Χάρτες

Απ’ τα μισοκαμένα εγχειρίδια της ανατομίας της ψυχής που βρέθηκαν σε μια εξοχική κατοικία ,

 

Οι ψιθυριστές, αυτή η παράξενη τάξη των δρόμων,

κιθάρες των δρόμων σε ένα εκρηκτικό φινάλε, σ’ ένα κατάμεστο θέατρο,1969, ο κύριος Έβανς στην εξέδρα του περασμένου αιώνα,

 αποτελείται απ’ τα ομορφότερα παιδιά της μεγαλούπολης. Τριγυρνούν ελεύθερα στην πόλη, κατακτούν τους δρόμους μ’ ένα τους νεύμα, σκύβουν και αφήνουν το μυστικό στην άκρια του λαιμού σου,

τα τραγούδια παρά πόδα και οι κρυφοί τους πόθοι εκατοντάδες χιλιόμετρα πάνω απ’ τον ολοκαίνουριο κόσμο,

 κοιμούνται τα καλοκαίρια κάτω απ’ τις κερασιές. Κλήση απ’ το Τόκυο, σπεύσατε, τούτο το σήμα κέρδισε τη θέση του στον κόσμο με κόπο, κάτω από καταιγίδες διέσχισε τον κόσμο, αξίζει καλύτερη μεταχείριση και ίσως ένα σπίτι στην Αμβέρσα και μια ευκαιρία. Παλιά, κατεστραμμένη ανεμώνη και το νευρικό καρδιοχτύπι της τεσσαρακοστής όγδοης οδού,  οι ψιθυριστές να καίγονται από ζωή κάτω από νέον, μες στους σκηνογραφικούς πήδακες και τους ηλεκτρικούς και τα καμένα λάστιχα. Και τα ποιήματα.

Σε θυμάμαι σ’ επίσημες γιορτές, μες στον ήλιο με μια χάρη σχεδόν πολυνησιακή να μου εξιστορείς όλα τα παραπάνω.

Τι κοινότυπο, λένε οι ψιθυριστές και έναν προς έναν γυρεύουν πίσω τους στίχους του θαυματουργού τραγουδιού τους. Είναι πρόθυμοι να δανειστούν με ενέχυρο τα σώματά των, είναι.

κιθάρες που ξεμακραίνουν, ηλεκτρισμένα πάρτυ, κυρίες και κύριοι η Φαίδρα και τα κομμάτια της, σήμερα, χθες, πάντα,

 χορεύουν πάνω στον βηματισμό τους και ξεμακραίνουν.

Να μην λυπάσαι και να γνωρίζεις πως πάντα πριν τον χειμώνα, αναχωρούν, ξαφνικές σκιές στις αερογέφυρες, όλοι οι δρόμοι κουβαλούν νεκρά ονόματα, μην λυπάσαι. Και οι ψιθυριστές το ξέρουν και χάνουν την αθωότητά τους και ώσπου να βγει η νύχτα γερνούν, γερνούν, γερνούν.

Ένα πιάνο που ως εκείνη την ώρα παρέμενε σιωπηλό, γέμισε το κενό, έσωσε την παράσταση και το ποίημα και  αυτήν την τόσο ευγενική τάξη που περιγράφουν τα μυστικά βιβλία του μοναστηριού του Σαν Πάολο, τους φιλεύσπλαχνους  ψιθυριστές με τ’ ωραίο παρουσιαστικό. Θυμηθείτε, τα ομορφότερα παιδιά, οι καλύτερες ποιότητες της ευτυχισμένης πολιτείας μας, επισημαίνουν με νόημα οι διαφημιστές που συνοδεύουν αυτά τα παιδιά, αυτά τ’ άστρα ως την καταστροφή και ως το θαμπό, κρυμμένο νεύρο. Εσύ χάνεσαι μες στο βάθος της φωτογραφίας.

 

 

 

Μεντεγίν

 

Λέγεται πως στις υγρασίες των τροπικών ζουν τα λιγοστά μέλη μιας παράξενης φυλής. Μαθημένοι στα βουνά, σκαρφαλωμένοι στις πέτρες που λέγονται του ήλιου χάσκουν πάνω απ’ την πολιτεία χιλιάδες χρόνια. Απ’ τον κόσμο κρατιούνται μακριά. Κάθε τόσο κατεβαίνουν στους δρόμους, βαδίζουν μες στους αλησμόνητους καιρούς κουβαλώντας δεμάτια βαμβάκι και λευκό μαλλί. Τα καπέλα τους διαθέτουν ένα πολύχρωμο γείσο καμωμένο από λεπτά βαμμένες και σπάνιες ρίζες. Δεν μιλούν, δεν τραγουδούν, κρατούν προσωπικές τις μακρινές και αρχαίες σημασίες που τους σημαδεύουν.

Δέκα χιλιάδες πουλιά πιάνουν τώρα το τραγούδι πάνω απ’ τις στέγες των εργατών του Μεντεγίν, ξεπεσμένοι χρυσοθήρες με τις ελπίδες τους σβησμένες και τυχοδιώκτες από τις χώρες του ωκεανού,

 Πάντα σαν ξεπουλήσουν το εμπόρευμά τους, φορτώνονται προμήθειες και παίρνουν τον δρόμο του πικρού γυρισμού. Το ‘χουν έθιμο στον τελευταίο άνθρωπο που θα συναντήσουν πριν σκαρφαλώσουν στον βουνίσιο τους θεό να ψιθυρίζουν λίγα λόγια για το μέλλον. Κάτι λόγια ακατάληπτα, σαν κατάρα και σαν προσευχή. Απ’ αυτή τους τη συνήθεια στέριωσε να τους ονομάζουν ψιθυριστές και να μιλούν γι’ αυτούς στα παραμύθια των παιδιών που γεννιούνται και μεγαλώνουν κάτω απ’ τους προκολομβιανούς ήλιους.

 

 

Μαριέλ

 

Ένας σημαιοφόρος επιβλέπει την επιβίβαση. Σε τόνο επαναστατικό διατάζει.

 Θα πρέπει να αφήσετε όλα σας τα πράγματα στην προβλήτα. Απαγορεύεται να κρατήσετε επάνω σας τ΄οτιδήποτε. Οι αρχές θα δείξουν μεγάλη αυστηρότητα στην παραβίαση αυτού του ύψιστου κανόνα. Πρόκειται για υπόθεση αποφασιστικής σημασίας για το έθνος να διατηρήσει την περιουσία που γεννήθηκε στους κόλπους του. Στα πλοία οι επιβάτες θα είναι υπεράριθμοι και οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Βεβαίως η αμερικανική πολιτεία που ονειρευτήκατε δεν βρίσκεται σε απόσταση μεγαλύτερη των δέκα ναυτικών μιλίων και έτσι σχεδόν όλοι σας θα κατορθώσετε να ζήσετε με την ρετσινιά της προδοσίας σ’ εκείνον τον άλλο, τον δικό σας κόσμο. Ας είναι, το έθνος έχει μάθει να συγχωρεί, το έθνος είναι πάνω απ’ όλα και ο λόγος του αρκεί.

Οι ψιθυριστές κρατημένοι στα ρέλια έλεγαν την παλιά, σχολική προσευχή. Σαν θόρυβος βγαλμένος από το μουσείο των φανταστικών πραγμάτων, το πλήθος αντίκριζε για τελευταία φορά εκείνον τον κόσμο που άλλαζε ραγδαία, μέρα τη μέρα, λεπτό το λεπτό. Ήταν συρμάτινος ο καιρός εκείνος, μια σκληρή εμπειρία. Φωτισμένο και απαστράπτον το σαπιοκάραβό μας, μια σπάνια αντίθεση στο ύψος των μεγάλων ζωγράφων, έφθασε νύχτα στην μεγάλη πολιτεία. Όλοι χωρίσαμε, αυτό είναι το τέλος είπαμε, όλοι, εκτός από τους ψιθυριστές. Αυτοί έριξαν τις άγκυρές τους στην ακτή, άλλαξαν ηθελημένα τ’ όνομά τους σ’ εκείνο ενός αρχαίου Έλληνα πολεμιστή και συνέχισαν με  άγρια φωνή να κοινωνούν όλη την ζεστασιά των ποιημάτων.

 

 

Οι ιστορίες για τους ψιθυριστές θα λάβουν εδώ ένα τέλος. Και τούτο όχι γιατί δεν υπάρχουν ακόμη πράγματα που παρέμειναν μυστικά, όχι γιατί δεν υπάρχουν άλλες συνήθειες εξαιρετικές που κατέστησαν αυτήν την σπάνια φυλή μια ακριβή υπόθεση πολιτισμού αλλά γιατί δεν πρέπει κανείς να μιλά δίχως σύνεση για τους ιδιοφυείς έρωτες αυτού του κόσμου, για τις προσευχές, τα όνειρα, τις ξέφρενες τροχιές. Οφείλει να τηρεί τον απαραβίαστο όρκο. Οι ψιθυριστές συνιστούν το μεγαλειώδες μυστικό ετούτης της νύχτας που τη συντροφεύει, μάρτυς μου ο θεός των χαμένων αυτοκρατόρων, ένα φεγγάρι σχεδόν ανήμπορο και η αέναη αφοσίωση στα σώματα.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top