Fractal

Διήγημα: “Το αμάρτημα”

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

(Από τις «Εξομολογήσεις μοναχού Ιωάννη»)

 

 

Ο ήλιος έγνω την δύσιν αυτού

Αδάμ δε έγνω την γυναίκα αυτού

(Γέν., Δ’ 1)

 

 

 

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα, θυμάμαι. Έβρεχε πολύ όλο το βράδυ. Νόμιζες πως θα βούλιαζε ο καταυλισμός. Οι χωματόδρομοι είχαν μεταβληθεί σε ποτάμια. Τα νερά κατέβαζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους. Έτρεμε από το κρύο κι ο φόβος την είχε κάνει σαν ένα αδύναμο κοριτσάκι, έτοιμο να βάλει τα κλάματα. Η σκηνή, στο περιθώριο που άφηναν τα σύνεργα του πρόχειρου ιατρείου ίσα που μας κάλυπτε από τη βροχή.

Έπρεπε κάτι να κάνω. Το ένιωθα. Το περιδεές βλέμμα της μου ζητούσε συμπόνια.

Ήταν ένα αδύναμο, φοβισμένο, έρημο πλάσμα ολομόναχο στην απέραντη μοναξιά του κόσμου που κουβαλούσα μέσα μου. Άνοιξα το ράσο και τρύπωσε σαν πουλάκι στην αγκαλιά μου. Την έσφιξα πάνω μου όσο τρυφερά μπορούσα εκείνη την ώρα για να μην τής τσαλακώσω τα φτερά.

Πρώτη φορά το έκανα στη ζωή μου κι ένιωσα την καρδούλα της πάνω στο στήθος μου να χτυπάει δυνατά, έτοιμη να σπάσει σε χίλια κομμάτια. Τα χέρια της είχαν τυλιχτεί στο κορμί μου, είχε κυριολεκτικά γαντζωθεί πάνω μου, το λεπτό κορμί της αδύναμο, αφημένο στα χέρια μου.

Η τροπική νύχτα αγρίευε, η βροχή δυνάμωνε. Τα θολά νερά είχαν μπει μέσα στη σκηνή. Όπως ήμασταν αγκαλιασμένοι σφιχτά, ξαπλώσαμε στο ράντζο που χρησίμευε ως κρεβάτι για την εξέταση των ασθενών. Δεν είχαμε άλλη επιλογή. Εκείνη τη νύχτα δεν υπήρχαν όρια που να μας χωρίζουν.

Περασμένα μεσάνυχτα ήταν όταν τα χέρια της λύθηκαν, η ανάσα της ημέρεψε κι όπως το πρόσωπό της γλίστρησε κι ακούμπησε στο δικό μου, ένιωσα στο αυτί μου τη φωνή της τόσο σιγανή να μου ψιθυρίζει:

«Ένα παιδί, ένα παιδί, Θεέ μου, πόσο θα ήθελα ένα παιδί σου…», παραμιλούσε.

Παραμιλούσε ή έτσι νόμιζα; Μπορεί και να το ήθελα. Όσο κι αν προσπαθώ τώρα από μιαν απόσταση τόπου και χρόνου, δεν μπορώ να ξεδιαλύνω τι με έσπρωξε: Ήταν η δεητική φωνή της ή ενδόμυχη επιθυμία μου μ’ έκανε να πιστεύω πως με καλούσε ικετευτικά, σχεδόν, απεγνωσμένα.

Η βροχή, όσο πήγαινε δυνάμωνε. Ο πυρετός της ανέβαινε αψηφώντας το κρύο. Είχε μουσκέψει από τον ιδρώτα που έρρεε πάνω της. Αναγκάστηκα να τη γδύσω.

Παραμέρισε κάθε άλλο συναίσθημα μπροστά σ’ εκείνο που μ’ έσπρωχνε ολοένα το ακατανόητο, λογικά, καταπιεσμένο πάθος, αισθανόμενος πως ήμουν δέσμιος εκείνου του αρχαίου αινίγματος: «Τι ποτέ εστίν άνθρωπος … ‘Οτε η Εύα το δειλινόν…τον ήχον τοις ποσίν ηχηθείσα… εκρύβη… Αδάμ έγνω την γυναίκα αυτού…», οι βιβλικές φράσεις διαδέχονταν η μια την άλλη, αναστάτωσαν το μυαλό, τα αισθήματά μου, το φλογισμένο κορμί μου.

Την είχα γυμνή μέσα στα χέρια μου, παραδομένη στο άδηλο πάθος μου. Η νοτιά περόνιασε το κορμί μου. Η βροχή όσο ατονούσε η θέλησή μου, τόσο δυνάμωνε κι ο θόρυβός στη σκηνή του μαρτυρίου έκανε πιο έντονη την εξουσία του ενστίκτου μέσα μου. Έγινα ένα με το σώμα της. Εν γνώσει, εν αγνοία της, δεν ξέρω. Τι ωφελεί πια να ξέρω. Η άλλη ώρα ήταν κενή. Ένα δεμάτι ενοχές κάλυψε την απόσταση που μας ένωσε και μας χώρισε.

Ύστερα ήρθε η φθορά και το ωραίο σώμα έσταζε θλίψη τη σιωπή στο βλέμμα μου. Και στον καθρέφτη της φυγής κρέμονταν τα φορέματά της αδειανά, ξόανα πια στον ύπνο μου. Ο τόπος όλος έτρεμε, ολόγυρά μου έρημος και το παλιό βιβλίο στο πάνω ράφι του μυαλού δυο τρεις οργιές έξω απ’ τη μνήμη, σάλευε ολονύχτιο ερπετό πάνω στο στέρνο μου. Βαρύ φορτίον ο έρως.

Ήμουν έκτοτε ο ενταφιαζόμενος στη σάρκα της. Έπεφταν τα ροδόφυλλα απ’ τα μάτια της κι ο πυρετός ανέβαινε κάθε φορά που η σκηνή επανερχόταν και με γέμιζε ανάκατα χαρά, τύψη, αγαλλίαση και ενοχή, όπως την ώρα του εξαίσιου δείπνου με το σώμα της: «Λάβετε, φάγετε… τη σάρκα της,… πίετε… Το πνεύμα μου ξόδευε τους ύστατους υπαινιγμούς της μιας και μοναδικής εκείνης νύχτας.

Και περπατούσα μες στο σώμα της κάτω απ’ το δέρμα της. Και συλλογιόμουν τον καιρό που μάζευα εσταυρωμένους στους ροδώνες κι ο όρκος απομακρυνόταν, ένας σβόλος χώμα, μες στη δίνη μου.

Τίποτα δεν κατάλαβε. Δεν ήθελε να καταλάβει ή δεν μπόρεσε να νιώσει πόσο την άγγιξα, πόσο με πόνεσε ο αποχωρισμός. Πως τόσος πόνος έγινε βροχή. Δεν ένιωσε πόσο λιγόστεψα πασκίζοντας να διώξω τη σκηνή του ενταφιασμού στο σώμα της από τον ύπνο μου. Μόνο κουλουριαζότανε γυμνή στη σκέψη μου, ένα πελώριο μηδενικό, που προσπαθούσα να του δώσω υπόσταση.

 

 

(Απόσπασμα)

Παλαιό Φάληρο, 10 Μαρτίου 2019

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top