Fractal

✓ Άρης Γεράρδης: «Μερικές ιστορίες γράφονται για την κατάληξή τους με όσο αίνιγμα περικλείουν, και όσο κι αν μας στενοχωρεί το σιβυλλικό τους τέλος»  

Συνέντευξη στην Τζένη Μανάκη //

 

 

 13+1 ερωτήσεις για ένα νέο βιβλίο και τον συγγραφέα του

ΑΡΗΣ ΓΕΡΑΡΔΗΣ

«Ο τρυφερός παλαιστής» 

Εκδόσεις ΚΕΦΑΛΟΣ 

Το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Μένη Κουμανταρέα 

 

«Το ότι έχω τη δύναμη και την όρεξη να γράφω τη ζωή μου, έστω παραλλαγμένη, όπως απαιτεί η καλή λογοτεχνία, δεν είναι ένα προνόμιο κι αυτό;»   

                                                     Μένης Κουμανταρέας

                                                    «Η σειρήνα της ερήμου»

 

 

 

Ο Άρης Γεράρδης γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1948 και μεγάλωσε στην Αθήνα. Σπούδασε στην Ανωτέρα Σχολὴ Φωτογραφίας του Βερολίνου (Fachhochschule Berlin) και εργάστηκε για μια δεκαετία περίπου ως τεχνικὸς φωτογραφίας στην ίδια πόλη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, μεταξὺ άλλων βιοποριστικών εργασιών, έγραψε παραμύθια και σενάρια για ραδιοφωνικές εκπομπές, κατ’ αρχάς για το κρατικὸ ραδιόφωνο και μετέπειτα για το ελεύθερο. Συνεργάστηκε με τους ηθοποιούς Αθηνά Παππά για την ΕΡΤ  (παραμύθια), τον Δημήτρη Πιατά (χιουμοριστικά κείμενα, ραδιόφωνο, θέατρο). Μετέφρασε τo 1989 ποιήματα ( Tα οστά) του Γιάννη Κοντού στα γερμανικά. Ποιήματά του και στίχοι τραγουδιών του μελοποίησαν ο Θέμης Ανδρεάδης και η σύζυγός του Δωροθέα Γεράρδη- Emisch. Ποιήματά του διακρίθηκαν σε διάφορους διαγωνισμούς και δημοσιεύονται σε περιοδικά του χώρου στην Ελλάδα και στη Γερμανία. Τον έχει τιμήσει με τη διά βίου φιλία του ο πεζογράφος Μένης Κουμανταρέας. Έχει εκδώσει τέσσερις ποιητικὲς συλλογὲς. «Ο Τρυφερός Παλαιστής» είναι το πρώτο πεζογράφημα.

 

 

 

Ο τρυφερός παλαιστής 

Διηγήματα

Το Ριτσάκι  – Ο τρυφερός παλαιστής – Ο ασσυμόρφωτος Τσιφ- Οι μαγικοί καθρέφτες – Οι χειροπέδες – Το καναρίνι και οι μετάνθρωποι, Το φάντασμα του συγγραφέα

                    

      

                

Αποσπάσματα από το βιβλίο: 

 

Μπήκε στην αυλή μ’ έναν μπόγο στους ώμους, τη μόστρα του για τις τυρόπιτες το’ να χέρι και το κλουβί του με το καναρίνι στο άλλο. Σταμάτησε και κοιτούσε γύρω του και πάνωθέ του, σαν να γύρευε εντολές από κάποιαν αόρατη δύναμη για το πού θα πάει και τι θα κάνει σε όλο το υπόλοιπο της ζωής του.

Μα η αυλή μας, μια αυλή εν είδη αιθρίου στο Περιστέρι του  1960, δεν είχε τίποτα το μαγικό και το παραμυθένιο να κρύψει. Και τίποτα το ωραίο κατ’ επέκταση. Αντίθετα, συσσώρευε όλα τα κακά μιας φτωχής μεταπολεμικής αυλής. Βαθουλωτή, στρωμένη με τσιμέντο και περασμένη με αριάνι, αφενός δεν επέτρεπε την ανάπτυξη κάποιου πράσινου, που τόσο είχαμε ανάγκη όλοι εμείς οι ξεριζωμένοι απ’ τα καταπράσινα χωριά μας, νεοάποικοι των Αθηνών, και αφετέρου γινόταν επικίνδυνα γλιστερή, χειμώνα καλοκαίρι. Κι αυτό γιατί στο κέντρο των περίπου τριάντα τετραγωνικών της, εκεί όπου σχηματιζόταν το μεγαλύτερο βαθούλωμα, υπήρχε ένα σιφόνι που όταν έκανε τη δουλειά του τραβούσε τα νερά και τα αποπλύματα από τις μπουγάδες των γυναικών. Αλλά αυτό ήταν κάτι σπάνιο.

Το πιο συνηθισμένο φαινόμενο ήταν το σιφόνι να ‘ναι βουλωμένο και εξαιτίας αυτού οι γυναίκες να σκυλοβρίζονται κατηγορώντας η μία την άλλη ως υπαίτια κι εμείς τα παιδιά να πλατσουρίζουμε στ’ απόνερα με τα τόπια μας …. (από το διήγημα Ο τρυφερός παλαιστής)                                        […]

“Σε τι να πρωτοαναφερθώ τώρα; Στη γνωριμία μας που άρχισε το ’72 στο Βερολίνο, στη σχέση φιλίας και κουμπαριάς 45 χρόνων; Στα δροσερά καλοκαίρια μας στον Ωρωπό […] Στις όμορφες και όχι άνευ αντεγκλήσεων συζητήσεις που μου χάρισες, όταν μας επισκεπτόσουν στο σπίτι μας; Επισκέψεις πυκνές στην αρχή, όσο ήσουν νεότερος πιο αραιές με το πέρασμα του χρόνου; Στους φίλους που μου γνώρισες όταν κατέβηκα κι εγώ στην Αθήνα, με πρώτους πρώτους τον Γιώργο Ιωάννου, και Γιάννη Κοντό που αργότερα μετέφρασα το βιβλίο του, “τα οστά” στα γερμανικά και που σε κάθε συνάντησή μας, θυμόταν την ψητή χήνα της γυναίκας μου, μιας παραμονής Χριστουγέννων; Κ.α. πολλά και σκέφτομαι τι ωφελούν  όλα αυτά πιά;“

      “Εσύ θα μου πεις αγαπητέ εισβολέα μου”

     “Εγώ  προς το παρόν αναρωτιέμαι πως γίνεται να, πως έγινε…” 

     “Ένα γλίστρημα ήταν Άρη”. Έτσι γίνεται. (από το διήγημα «Το φάντασμα του συγγραφέα» που αναφέρεται στη στενή φιλία με τον Μένη Κουμανταρέα)

     

 

 

 

 

-Κύριε Γεράρδη, στο βιβλίο σας με τίτλο “Ο τρυφερός Παλαιστής” έχετε συμπεριλάβει επτά διηγήματα με διαφορετική θεματική. Τα πέντε πρώτα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως διηγήματα σκληρής ενηλικίωσης και ταυτόχρονα ηθογραφικής απεικόνισης της ελληνικής κοινωνίας των κατώτερων οικονομικά στρωμάτων. Το έκτο με τίτλο “Το καναρίνι και οι μετάνθρωποι” παραπέμπει κάπως στη “Μεταμόρφωση” του Κάφκα, ενώ το τελευταίο, με τίτλο “Το φάντασμα του συγγραφέα” είναι κυριολεκτικά αφιερωμένο στη στενή φιλία που σας συνέδεε με τον σημαντικό Έλληνα δημιουργό Μένη Κουμανταρέα. Μιλήστε για το έναυσμα της συγγραφής τους.

Κυρία Μανάκη, ορθά όσα διαβλέπετε στην ερώτησή σας. Τα διηγήματα  αυτά είναι παλαιάς κοπής και γράφτηκαν, για να εκφράσω έναν κόσμο που έζησα κι αφορούν νομίζω σε πολλούς επήλυδες νεοέλληνες, των Αθηνών και άλλων αστικών πόλεων. Έξω από τις καθαυτό ιστορίες προσπαθώ να αποτυπώσω την εποχή εκείνη, στο μέτρο που μου ήταν δυνατόν, και να δώσω απαντήσεις και σε μένα τον ίδιο, για το πως προέκυψε η σημερινή κοινωνική διάπλαση, η νεόκοπη ταυτότητα του μετεμφυλιακού νεοέλληνα.

Έξω επίσης, από τις προθέσεις κάθε συγγραφέα, το γνωρίζετε καλά, αναπηδούν, και καλά κάνουν, συνειρμοί, υπερκερασμοί και προεκτάσεις γενικότερου προβληματισμού. Ας μην παραβλέψουμε και ότι, οι ιστορίες, τότε είναι καλές, όταν αποδεικνύονται διαχρονικές, και σε αυτό έδωσα μεγάλη σημασία κατά την συγγραφή τους. Το έναυσμα της συγγραφής αυτών των διηγημάτων προέκυψε σε μια εποχή που ακόμα δεν ήξερα, πως θα προχωρούσα στη λογοτεχνία. Με κέρδισε η ποίηση στο μεγαλύτερο μέρος της ενασχόλησής μου με τον λόγο και εξ αυτού τα κείμενα αυτά έμειναν χρόνια στο συρτάρι. Σήμερα πια κι αφού αποστασιοποιήθηκα αρκετά από επιρροές και άλλα τινά, τα δίνω με όλο τον τότε νεανικό ενθουσιασμό, καρδιοχτύπι και την όλη ρομαντική διάθεση, να πάρουν τη θέση τους στον κόσμο.

 

Στο πρώτο διήγημά σας ”Το Ριτσάκι”, θίγετε ένα θέμα- κοινωνική μάστιγα από πολύ παλιότερα αλλά και πολύ επίκαιρο στις μέρες μας. Ποια είναι η θέση σας πάνω στο ζήτημα της σεξουαλικής εκμετάλλευσης γυναικών σε μια εποχή που ο έρωτας είναι ελεύθερος; 

Συμβαίνει και συνέβαινε και στις καλύτερες των κοινωνιών. Η σωματεμπορία παλιά, το τράφικινγκ σήμερα, είναι ένα τεράστιο κοινωνικό θέμα που απασχολεί τις περισσότερες χώρες ανά τη γη και ευδοκιμεί σε φτωχικούς, και χαμηλής μόρφωσης πληθυσμούς. Δεν έχετε παρά να δείτε αυτές τις μέρες το αστυνομικό ρεπορτάζ. Βιασμοί, θανατηφόροι ξυλοδαρμοί, απαγωγές κ.α. Γνωστά αυτά. Κάθε συγγραφέας εκθέτει τα διαδραματιζόμενα, καταθέτοντας το λόγο του μέσα από την ιστορία. Έτσι κι εγώ, δείχνω μέρος της εικόνας εκείνης της εποχής περιγράφοντας έναν κόσμο, στο πρόσωπο της μικρής ηρωίδας, που προσπαθεί να επιβιώσει με νύχια και με δόντια μετά δυο πολέμους. Να αφήσει πίσω αδικίες, μίση και εγκλήματα. Αυτός είναι ο βαθύτερος συμβολισμός αν θέλετε. Και ο ήρωάς μου Φόρης επίσης, σε μια υγιή ζωή προσβλέπει, παρότι ανδρώθηκε σε μέρη που περιγράφω. «Ζήτησα εγώ νταβατζιλίκι;», θα εκραγεί. Κοιτάξτε, είναι νωπός, ο εμφύλιος σε αυτήν την επαρχιώτικη ιστορία. Οι άνθρωποι είχαν την αγωνία της επιβίωσης ακόμα. Να ξεφύγουν από ό,τι βάραινε στις ψυχές τους πάσχιζαν.

    

-Βρήκα πολύ ενδιαφέρον το ομότιτλο διήγημά σας. Το, όπου φτώχεια και γκρίνια, καυγάδες και μίσος, έρχεται να ανατρέψει ο ήρωάς σας – τέως παλαιστής και μικροπωλητής στο αφηγηματικό σας παρόν, με την αγάπη, τη δοτικότητα την τρυφερότητά του. Υπάρχει βιωματικό στοιχείο σχετικά με τον ρόλο του στη μικρή κοινότητα; Τι ακριβώς θέλετε να περάσετε στον αναγνώστη;

Υπήρξε πράγματι αυτός ο άνθρωπος και η αυλή στο Περιστέρι όπως τα παρουσιάζω. Πέραν τούτου, λειτούργησε η φαντασία του συγγραφέα πιο πολύ για να περιγράψει με αληθοφάνεια την ιστορία του και να καταδείξει τη μιζέρια και την καχυποψία που φυτρώνει ανάμεσα σε καλοκάγαθους και βασανισμένους ανθρώπους σε χαλεπούς καιρούς και ένδειας. Βέβαια, όχι μόνο αυτά. Και οι κυρίες της αυλής, σύζυγοι και μητέρες, συνέβαλαν στα παραπάνω. Όπως και η φιγούρα του Πίπη που είναι σε πρώτο πλάνο. Αυτό το «καλέ» που το έβρισκαν ανάρμοστο, ράγιζε τις καρδιές πολλών νεόφερτων τότε. Καταδίκαζαν τον νέο κόσμο που άλλαζε μπρος τα μάτια τους, με άλλους χορούς, ήθη και έθιμα που τους περιστοίχιζε, πριν καλά καλά τον γνωρίσουν. Όμως, ο Παναγής είναι εκείνος που θα αφήσει το αποτύπωμά του στην ομήγυρη.

 

Στα δύο επόμενα διηγήματα “Ο ασυμμόρφωτος Τσιφ” και “Οι μαγικοί καθρέφτες” ασχολείστε με τη σχέση παιδιών με τους γονείς τους. Πόσο σημαντική είναι η προσεγμένη συμπεριφορά των γονιών απέναντι στα παιδιά, πόσο δυσμενώς επιδρά η έλλειψη αγάπης και κατανόησης;

Ποτέ η αγάπη προς ένα παιδί, δεν είναι αρκετή για να το μεγαλώσει σωστά ένας γονιός. Η επιμέλεια και φροντίδα των παιδιών που προορίζονται να καταλάβουν μια θέση στον κόσμο και θα είναι ευτυχισμένα, είναι μεγάλο πράγμα θα σας έλεγα, παραφράζοντας γνωστό τραγούδι, χωρίς να κομίζω γλαύκα. Και δεν τελειώνει ποτέ. Αλλά δεν υφίστανται πάντα οι ίδιες συνθήκες για όλους. Για όλα τα παιδιά του κόσμου. Αρμονική συνύπαρξη των γονιών, ευμάρεια, υγιές περιβάλλον κ.λπ. Δείτε τον Τσιφ, πως καταλογίζει ευθύνες και στη μητέρα που τον μεγαλώνει και στον αποστασιοποιημένο όλα τα χρόνια πατέρα του, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα λάθη του. Σαν να περιφρονεί αυτούς και όσους στάθηκαν πλάι του και μετά όλο το κοινωνικό περιβάλλον. Ωμός, ψυχρός και καχύποπτος ως το τέλος θα παραμείνει ο Τσιφ; Φυσικά με την άνδρωσή του και τις εμπειρίες του θα μεταβληθεί καίρια και ο ψυχικός κόσμος του. Αυτό το ταξίδι θα κάνει κι ο αναγνώστης μαζί του, διασκεδάζοντας κάπου κάπου κιόλας.

 

Με το διήγημά σας “Οι χειροπέδες” κάνετε αναφορά σε ένα άτομο με νοητική αναπηρία που γίνεται υποχείριο ενός αχρείου, μέσα σ’ ένα σχετικά αδιάφορο οικογενειακό περιβάλλον. Η κατάληξη είναι αποτέλεσμα εκδικητικής μανίας για όσα είχε υποστεί σωματικά, ή έκρηξη εξαιτίας της απόρριψης, του αποχωρισμού από το δέσιμο της χειροπέδης;  

Μερικές ιστορίες γράφονται για την κατάληξή τους με όσο αίνιγμα περικλείουν, και όσο κι αν μας στενοχωρεί το σιβυλλικό τους τέλος, διακινδυνεύω να σας αναφέρω. Αυτήν την απάντηση λοιπόν θα τη δώσει, ο ίδιος ο αναγνώστης. Το διήγημα αποσκοπεί να ερευνήσει τις βαθύτερες και ιδιάζουσες συμπεριφορές όπως και τον ψυχικό κόσμο αυτής της κοινωνικής ομάδας με ιδιαίτερες ικανότητες, που πληροφορίες έχουμε προσλάβει και από διάφορες ταινίες που προβλήθηκαν κατά καιρούς, αλλά και πιθανόν με τη σχέση μας μαζί τους. Είναι μια επιφανειακή, κωμικοτραγική ιστορία ή κάτι βαθύτερο; Ας αφήσουμε το μυαλό του αναγνώστη να περιπλανηθεί στον αινιγματικό αυτόν κόσμο. Για να μη μένουμε όλοι μας, στην απλή συμπάθειά μας προς αυτούς, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

 

Διαβάζοντας “Tο καναρίνι και οι μετάνθρωποι”, έφερα στο νου την Μεταμόρφωση του Κάφκα, κάτω βέβαια από διαφορετικές συνθήκες. Βρήκα ευρηματικό τον μύθο σας, καθώς τον σχετίζετε με την αλήθεια της Τέχνης. Συμπίπτει η άποψή σας με αυτήν του Πικάσο ότι η ζωγραφική είναι εργαλείο πολέμου για επίθεση και άμυνα απέναντι στον εχθρό;

Κοιτάξτε, αυτό το μότο στην αρχή του διηγήματος, τέθηκε κατ’ αρχάς για να καταδείξει στον αναγνώστη, ότι ο συγγραφέας καταπιάνεται με κάποιο εικαστικό θέμα, και σε δεύτερο επίπεδο για να τον προδιαθέσει όσον αφορά τη σχέση του ήρωα και τις βαθύτερες ανησυχίες του, όταν έρχεται αντιμέτωπος με τα σοβαρά διλήμματα που θα του τεθούν στην εξέλιξη της ιστορίας. Στο δεύτερο σκέλος της ερώτησης, η απάντηση βρίσκεται στο βιογραφικό του Πικάσο. Αλλά αυτό που ενδιαφέρει να σας πω, κάτι ανεκδοτολογικό, είναι πως η σκηνή γνωριμίας του ήρωα με την ηρωίδα, είναι εν μέρει αληθινή, πράγμα που ώθησε τον συγγραφέα να γράψει την ιστορία και να εκφράσει κάποιες ιδέες του, μέσα σ’ αυτήν. Χαίρομαι πάντως που βρήκατε τον μύθο ευρηματικό. Υπάρχουν βέβαια πολλά επίπεδα ανάγνωσης  για να εμβαθύνει και να απολαύσει ο αναγνώστης.

 

Το τελευταίο διήγημά σας είναι βιωματικό και πολύ ενδιαφέρον, δεδομένου ότι αποκαλύπτετε πτυχές της στενής φιλικής σχέσης που σας ένωνε με τον Μένη Κουμανταρέα, κυρίως την περίοδο που συναντηθήκατε στο Βερολίνο, και μετά στην Αθήνα. Τον αποκαλείτε μέντορα. Προφανώς υπήρξε η αφορμή που ασχοληθήκατε με τη γραφή. Πόσο έχει επηρεάσει τον τρόπο που γράφετε και τη θεματολογία σας;

Σωστά. Το διήγημα είναι βιωματικό, και περιέχει ντοκουμέντα από την εκεί ολιγόμηνη ζωή του Μένη Κουμανταρέα, παρένθεση, τις οποίες ζήσαμε εγώ και ο αδερφός μου Τάκης Γεράρδης μαζί του, συγγραφέας επίσης, που τον γνώρισε πρώτος. Στην Αθήνα το 2017 με κάλεσε ο Θάνος Φωσκαρίνης, διαχρονικός επιμελητής του έργου του, να γράψω για το πρώτο μεγάλο αφιέρωμα που ετοίμαζε γι’ αυτόν και βγήκε τον Σεπτέμβριο του 2017, στο περιοδικό ΟΔΟΣ ΠΑΝΟΣ, του Γ. Χρονά και ανταποκρίθηκα με συγκίνηση και χαρά. Ένιωσα ότι θα ξαναμιλούσα μαζί του, νοερά. Του είχα και του έχω, μεγάλη αγάπη, γιατί υπήρξε όπως έχω πει ήδη, μέντορας ζωής, πριν απ’ όλα. Έπαιξε το ρόλο του μεγάλου αδερφού που δεν είχα. Έτσι προέκυψε η συγγραφή αυτού του αφηγήματος. Δεν ήξερα, πόσο οδυνηρό επρόκειτο να είναι, όταν θα το έγραφα. Να ξαναζήσει κανείς έντονα, όλα εκείνα τα θαυμάσια που εισέπραξε, που τον γέμισαν ζωή, χαρές, απογοητεύσεις, κουράγια κ.α., μετά από έναν τόσο άδικο χαμό, δεν είναι εύκολο. Όσο για τις επιρροές του πάνω στο έργο μου, αυτό ας το αναζητήσουν ή όχι, οι επαΐοντες.

 

 

 

 

Ανάμεσα στους ήρωές σας υπάρχουν πραγματικά πρόσωπα πάνω στα οποία στηρίξατε τους μύθους σας;

Βέβαια. Και πολλά μάλιστα είναι εν ζωή, οπότε δεν θα αναφερθώ διεξοδικά σε αυτά. Άλλωστε ο συγγραφέας, μετασχηματίζει, αναπλάθει όσα πραγματικά πρόσωπα, χρησιμοποιεί στις ιστορίες του. Εικάζω, ότι η μόνη αλήθεια που κρατάει ο συγγραφέας από τον συγχρωτισμό μαζί τους, ίσως είναι το αρχικό κέντρισμα από τα πρόσωπα αυτά. Έτσι λειτούργησε με μένα. Στον «Τσιφ» λόγου χάριν, ενδιαφέρον στοιχείο του υπαρκτού προσώπου βρήκα, την αριστοφανική, άκρατη βωμολοχία του. Ένα περιβόλι ήταν, πλούσιο και σε πολλά άλλα επίπεδα.

Στον «Παναγή», εκείνο το ήσυχο ταπεινό αγελαδίσιο βλέμμα, που δεν πρόδιδε τον γίγαντα, που έκρυβε μέσα του.

Στο λιπόσαρκο «Ζαβό» που γνώρισα πραγματικά στη Γερμανία, αυτή την τεράστια σωματική δύναμη που όταν τύχαινε να θυμώσει δεν τη συγκρατούσαν ούτε δυο γεροδεμένοι ενήλικες. Η αλήθεια είναι πως όλοι οι συγγραφείς, ψάχνουμε για την πειστική αληθοφάνεια των ηρώων μας, ο καθένας με τον τρόπο του και τι πιο απλό να πάρει κάποιος ένα ενδιαφέρον υπαρκτό πρόσωπο…

 

Μέσα στις αφηγήσεις σας, υπήρξε κάποια σκηνή που σας προκάλεσε δυσκολία στη γραφή της ή στο συναισθηματικό σας κομμάτι;

Το απάντησα προηγουμένως, για το αφήγημα στον Μένη Κουμανταρέα. Η δυσκολία βέβαια ήταν η προσωπική μου σχέση με αυτόν. Το πόσο αντικειμενικός και αποστασιοποιημένος θα μπορούσα να μείνω. Αλλά, αν ζητάτε μια σκηνή από άποψη τεχνικής μόνον, είναι αυτή, στο τέλος αυτού του αφηγήματος. Όλη αυτή η παρέλαση των ηρώων πέρα από τον συγκινησιακό φόρτο, έπρεπε να παραμείνει αληθινή σαν εικόνα θεατρικής παράστασης. Αλλά ας μην προτρέξω άλλο.

 

 

ΜΕΝΗΣ ΚΟΥΜΑΝΤΑΡΕΑΣ

Να τελειώνουμε είπε πήρε μια σκάλα κι ανέβηκε
στ’ αστέρια να μάθει.
……………………….
Η ζωή είναι έρωτας πολύς έρωτας και πάλι έρωτας έλεγε
κι έφυγε για τη χώρα με τα ζαχαρένια σύννεφα.
……………………….
Μπήκε βαθιά στη μουσική κρατώντας την ανάσα του.
Έστειλαν δύτες να τον βγάλουν χάθηκαν κι εκείνοι.
Άρης Γεράρδης

 

 

 

 

-Αν εξαιρέσουμε το τελευταίο διήγημα που αναφέρεται στον Μένη Κουμανταρέα, έχετε επιλέξει να ασχοληθείτε με άτομα στο μεταίχμιο του κοινωνικού περιθωρίου. Η επιλογή οφείλεται σε συμπάθεια στην πάσχουσα κοινωνική τάξη ή βρίσκετε μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους αντισυμβατικούς ήρωες;

Η επιλογή των ηρώων γίνεται πράγματι, γιατί οι αντισυμβατικοί ήρωες αποτελούν πηγή έμπνευσης για πολλούς, πλείστους συγγραφείς. Αλλά προκύπτει και από τον μύθο που θέλεις να πλάσεις. Η ιστορία σού δίνει τους ήρωες, δηλαδή, αλλά μπορεί και να κάνω λάθος. Εμένα όντως με ενδιέφερε πολύ στο παρόν έργο μου, να μιλήσω και να δώσω βήμα σε αυτές τις «προβληματικές» κοινωνικές ομάδες. Πάντα με συγκινούσαν και με συγκινούν μέχρι σήμερα, ο απλοί έως απλοϊκοί άνθρωποι που με τον ακατέργαστο λόγο τους, εκστομίζουν σοφίες που σε αφήνουν άναυδο. Ο παππούς μου ο ένας που έζησα και γνώρισα, περιβόλι με τις παροιμίες του και μόνο. Και άλλοι πολλοί που έτυχε να γνωρίσω. Πάντα για καταπιεσμένους, σαθρούς έξω από τα τετριμμένα ήρωες, μιλούν οι καλλιτέχνες. Όλοι να αφορίσουν, να εξυγιάνουν, να καταδείξουν τις αλήθειες της ζωής με την κοινωνική εκμετάλλευση, τις ψυχικές αστάθειες των ανθρώπων και πλήθος άλλων αιτιών, μέσα σε βούρκους έψαχναν και ψάχνουν. Γιατί και πώς νομίζετε γράφτηκαν οι αξεπέραστοι «Άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ; Κορυφαίο παράδειγμα στην ερώτησή σας, κατά την ταπεινή μου άποψη.

 

Στο διήγημά σας “Ο ασυμμόρφωτος Τσιφ”, κυρίως, και στο επόμενο επίσης, χρησιμοποιείτε γλώσσα πεζοδρομίου, ίσως “ βαρύτερη” από το μπακράουντ των ηρώων, ή τη γονεϊκή ιδιότητά τους. Θα γράφατε ποτέ ένα έργο με ψευδώνυμο, αν π.χ. ξεφεύγατε πάνω από κάποια θεμιτά (αν υπάρχουν) όρια σε θεματολογία και γλώσσα; (γέλια)

Κατ’ αρχάς, για να ευθυμήσουμε και λίγο το λόγο, δεν έχω πρόθεση να ξεφύγω από τα θεμιτά όρια, γιατί θα κινδύνευα να εγκαλεστώ ποικιλοτρόπως. Όρια βέβαια, είναι αυτά που θέτει ο συγγραφέας εν είδη αυτολογοκρισίας, και μόνον. Επειδή σας ανέφερα πιο πριν για το χαρακτηριστικό που με κέντρισε στον βωμολόχο Τσιφ, ώστε να γράψω την ιστορία του, έχετε πάρει ήδη μέρος της απάντησης. Τώρα, αν σήμερα κατέφευγα εγώ ή κάποιος άλλος, να καταθέσουμε ένα έργο με ψευδώνυμο, προκειμένου να κρυφτούμε από δυσάρεστες καταστάσεις, δεν το θα το δούμε, νομίζω. Έχει αμβλυνθεί η εποχή μας, κατά πολύ και σε πολλά, πιστεύω. Τουλάχιστον στον τόπο μας. Ίσως βέβαια κάποιοι ακραίοι με πολιτικούς σκοτεινούς στόχους το επιχειρήσουν. Αλλά, δείτε μόνο τι κρέμεται στα περίπτερα, μπρος τα μάτια αθώων ψυχών, πλέον. Δεν είναι και προς θαυμασμό. Αφήστε που κάποιοι προκαλούν επίτηδες προκειμένου να κερδίσουν τα περίφημα δεκαπέντε λεπτά δημοσιότητας.

 

-Μπορείτε να αναφέρετε μια εμπειρία σας μέσα από την οποία διαπιστώσατε τη δύναμη της γλώσσας;

Αυτή τη στιγμή δεν μου έρχεται κάποια στο νου, και δεν θα επινοήσω μια. Ας αρκεστούμε στο γνωστό: «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει». Πάντως, ο «Ασυμμόρφωτος Τσίφ», υπεραμύνεται, κάπου: «Εγώ είμαι η γλώσσα μου…» που νιώθει να απειλείται όταν του προτείνουν να την αλλάξει, χάριν κοσμιότητας.

 

Είναι προφανές ότι η φιλία σας με τον Μένη Κουμανταρέα υπήρξε νομοτελειακή όσον αφορά την επιλογή σας να ασχοληθείτε με τη γραφή. Σήμερα, έχετε στενή φιλία με κάποιους άλλους συγγραφείς, κι αν ναι προσφέρει αυτή η φιλία βοήθεια στο να γίνει κανείς καλύτερος συγγραφέας;

Επανέρχεστε στη στενή φιλία μου με τον Μένη Κουμανταρέα και καλά κάνετε, αφού το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη μνήμη του, αλλά αυτό το νομοτελειακή ενοχλεί την αλήθεια λίγο. Πρέπει να σας αναφέρω εδώ ότι για βιοποριστικούς λόγους άσκησα διάφορα επαγγέλματα, που με τράβηξαν μακριά από τους στόχους μου. Αλλά ποτέ δεν παράτησα τη γραφή, στίχων και ποιημάτων κυρίως. Όμως δεν είχα την οικονομική ευχέρεια με δυο παιδιά που μεγάλωνα, να αφοσιωθώ όσο πρέπει και απαιτεί η τέχνη. Άλλοι μπορεί να το κατάφεραν ή να το καταφέρνουν και μπράβο τους. Ο Μένης ήταν πάντα κοντά μου, με μικρές εξαιρέσεις. Και σαν φίλος και σαν νονός των παιδιών μου. Αυτή η φιλία με κράτησε δυνατά κοντά στην τέχνη και  στο όνειρό μου να εκφραστώ κάποτε, όπως και όσο μπορώ μέσα από τη λογοτεχνία. Αποτέλεσμα και αυτών των βιωμάτων, είναι το τελευταίο βιβλίο μου, για το οποίο μιλάμε σήμερα. Όσο για άλλους φίλους συγγραφείς, που ανταλλάσσω, ιδέες, στόχους, μηνύματα και προβληματισμούς, ποτέ δεν έλειψαν.

 

Πείτε μας μια πιθανά πραγματοποιήσιμη ευχή για την Ελληνική Λογοτεχνία.

Να βρίσκει το δρόμο της, όταν κατά καιρούς χάνεται και να επιστρέφει στα πάτρια εδάφη, μακριά από νεοπλουτιστικές αντιγραφές. Έχουμε δόξα σοι ο Θεός, και Όμηρους και Παπαδιαμάντηδες και Καζαντζάδηκες στο πάλμαρέ μας και στο σημερινό σινάφι μας. Αυτό εύχομαι. Να μην καταπιεί την αυθεντικότητά μας ως ιστορικού λαού, καμιά παγκοσμιοποίηση.

 

Κύριε Γεράρδη, ευχαριστώ γι’ αυτή τη συνομιλία!

Σας ευχαριστώ κι εγώ κυρία Μανάκη για την εξαιρετική ποιότητα των ερωτήσεών σας!

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top