Fractal

Βιβλιοκριτική θεώρηση σε μεταφραστικό επίπεδο

Γράφει ο Κωνσταντίνος Μούσσας //

 

Φρειδερίκος Νίτσε «Η Φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαιοελληνικής τραγωδίας / Οι Προπλατωνικοί φιλόσοφοι και σημειώσεις ( 1867-75)». Πρόλογος-Μετάφραση- Σχόλια: Βαγγέλης Δουβαλέρης, Φιλολογική επιμέλεια: Ήρκος Ρ. Αποστολίδης, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2013.

 

Τον Ιούνιο του 2013 κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Gutenberg μια κρίσιμη για τη μελέτη, του για πολλούς απροσπέλαστου κόσμου των Προσωκρατικών, συγγραφέας της ο νεαρός τότε Νίτσε. Ο Γερμανός πρωτοπόρος της διανόησης και της αυτογνωσίας, ο οποίος επηρέασε όσο κανείς άλλος τον τρόπο του φιλοσοφείν στον σύγχρονο δυτικό κόσμο και όχι μόνο. Αντικείμενο αυτής της σύντομης κριτικής θεώρησης προφανώς δεν θα μπορούσε να είναι το ίδιο το περιεχόμενο του βιβλίου. Άλλωστε έχουν ήδη αναφερθεί σχετικά σπουδαίοι κριτικοί  και μελετητές. Σκοπός λοιπόν είναι η ανάδειξη της μεταφραστικής προσέγγισης του Βαγγέλη Δουβαλέρη, η κριτική ανάλυση του προλογικού σημειώματος του, αλλά και των σχολίων του. Και προκειμένου να δώσω πιο ξεκάθαρα και γλαφυρά την άποψη μου, αναγκαστικά θα αναφερθώ στον δάσκαλο του Δουβαλέρη, τον Ρένο Αποστολίδη.

Και λέω αναγκαστικά διότι η σκέψη, η δύναμη των λέξεων, η καθαρότητα και η ευθύτητα των απόψεων και εν τέλει η ψυχή των λέξεων του Ρένου Αποστολίδη, αποτυπώνονται ακέραια στον τρόπο που αποδίδει το σπουδαίο κείμενο του Νίτσε για τους προ-πλατωνικούς φιλοσόφους, ο Δουβαλέρης. Ούτε εγώ, αλλά ούτε κι ο μεταφραστής μπορούμε να το προσπεράσουμε αυτό. Ήδη στον πρόλογο, αλλά και στα σχόλια, η σκιά του δίκαιου «δασκάλου» προστατεύει στοργικά τον αγαπημένο του μαθητή, από το σχεδόν απόκοσμο και κατά τούτο καμιά φορά επικίνδυνο για τους αμύητους, φως του νεαρού τότε, Νίτσε[1].

Αλλά ας «ακούσουμε» τον ίδιο τον Ρένο Αποστολίδη να «συστήνει» τον Βαγγέλη Δουβαλέρη στο ευρύτερο κοινό, παρουσιάζοντάς τον ως καλεσμένο σε δυο τηλεοπτικές εκπομπές της δεκαετίας του 1990. Νομίζω πως αυτό θα βοηθήσει τόσο τον αναγνώστη αυτής της -ας πούμε- μικρής αναφοράς, όσο και εκείνον του ίδιου του βιβλίου, διότι αποκαλύπτει το πως έβλεπε ο αυστηρά «εκλεκτικός» Ρένος τον νεαρό τότε μαθητή του, (στις εκπομπές αυτές ο Δουβαλέρης ήταν επίσης εικοσιπεντάχρονος, στην ηλικία δηλαδή που ο Νίτσε γράφει το μελέτημά του για τους Προσωκρατικούς), αλλά μας ειδοποιεί και για το ύφος και τη «ζωντάνια» μιας καλής μετάφρασης. Ας δούμε λοιπόν πως παρουσίασε τον Δουβαλέρη τον Αύγουστο  του 1997 ο Ρένος Αποστολίδης σε μια τηλεοπτική εκπομπή στο κανάλι 5, με θέμα την αναφορά σε έναν «οδηγό  μελέτης» των σύγχρονων λογοτεχνικών κειμένων με βάση την περίφημη «Ανθολογία», σημείο αναφοράς φιλολόγων, μελετητών και λογοτεχνών: «Για θέματα που ενοχλούν τους κατεστημένους ή λίγο ως πολύ επηρεασμένους από το πνεύμα του κατεστημένου, προτιμώ νέους, γενικά δεν προτιμώ άλλωστε, επώνυμους. Δεν το κάνω γιατί δεν μπορώ να έχω επώνυμους, όσους θέλω μπορώ να έχω, αλλά δεν μπορώ να έχω εύκολα καλή γνώμη για πολλούς[…]» Ρ.Α

Και λίγους μήνες μετά, τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς, αυτή τη φορά με θέμα την Αναρχία και την Αγνωσία ο Ρένος Αποστολίδης ξεκινά την εκπομπή ως εξής:  «Έφερα τον Βαγγέλη Δουβαλέρη φίλο και νέο. Κανένα επώνυμο- σε τέτοια δεν αντέχουν οι επώνυμοι- με την απόφαση να βάλουμε φωτιά, όσο πιο δυνατή φωτιά(…)».  Να σημειωθεί ότι στην ίδια χρονιά ο Ρένος Αποστολίδης είχε καλέσει και πάλι τον Δουβαλέρη και μάλιστα με θέμα το έργο του Νίτσε (και σε άλλη για τον Ηράκλειτο), αλλά και τις σημαντικότερες μεταφράσεις και τις αναφορές σε αυτό. Ο πολύπειρος δάσκαλος είχε τότε επισημάνει ότι ο Δουβαλέρης απέφευγε τις «βρωμερές» (όπως χαρακτήριζε ο ίδιος κάποιες μεταφράσεις των έργων του Νίτσε), τις οποίες προφανώς απέρριπτε. Ο Ρένος Αποστολίδης αποκαλύπτει μάλιστα πως ο συνομιλητής του προτιμά να μελετά το έργο του Γερμανού φιλοσόφου από αγγλική μετάφραση έως ότου μάθει γερμανικά. Μάλιστα ο Δουβαλέρης προέτρεψε θαρρετά τον Ρένο Αποστολίδη να μεταφράσει Νίτσε: «είναι καιρός να μεταφράσετε Νίτσε, μπας και διαβάσουμε και καμιά μετάφραση της προκοπής», λέει στον δάσκαλό του και δεν έχει καθόλου άδικο. Δυο, νομίζω βασικά συμπεράσματα από αυτές τις αναφορές: πρώτον ότι ο Ρένος Αποστολίδης έχει «καλή γνώμη» για τον Δουβαλέρη και όλοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό και πόσο σημαντικό είναι όταν προέρχεται από έναν τόσο αυστηρό «κριτή», και δεύτερον ότι θεωρεί πως ο νέος που βρίσκονταν  απέναντί του διέθετε τη δύναμη, την ορμή και το σθένος να «βάλει φωτιά», προφανώς σε κάθε κατεστημένη και στερεοτυπική ιδεολογία. (Υπενθυμίζω ότι το θέμα εκείνης της εκπομπής ήταν η αναρχία και η προσέγγισή της κοινωνιολογικά και φιλοσοφικά).

Οι αναφορές αυτές, αλλά και πολλά άλλα τα οποία ειπώθηκαν σε εκείνες τις εκπομπές, μας ειδοποιούν για τη σημασία, μεταξύ άλλων, της καλής μετάφρασης και ειδικά όταν πρόκειται για φιλοσοφικά κείμενα και μάλιστα τέτοιας εμβέλειας. Ίσως κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και στις μεταφραστικές απόπειρες της ποίησης, όπου και εκεί είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αποδοθούν ακέραιες οι χρωματικές αποχρώσεις των λέξεων, η δυναμική και η αρμονία τους. Ο Δουβαλέρης λοιπόν πετυχαίνει- προφανώς και με την πολύτιμη φιλολογική συνδρομή του Ήρκου Αποστολίδη[2] (θα επανέλθω σε αυτό το θέμα), – να μεταφέρει το ύφος, την απροσδόκητη απλότητα και την καθαρότητα της σκέψης του Νίτσε, στοιχεία που σε μεγάλο βαθμό θα χαρακτηρίζουν το έργο του σπουδαίου διανοητή μέχρι τον θάνατό του, αποφεύγοντας έναν «στεγνό» και απονευρωμένο λόγο, μια μετάφραση αυστηρή και άκαμπτη. Έχει συλλάβει απόλυτα ή σχεδόν απόλυτα, τα νοήματα των όσων παραδίδει ο Νίτσε, τόσο στα προλογικά του ίδιου του φιλοσόφου, όσο και στο κύριο μέρος του βιβλίου και φυσικά στις καθόλου μικρότερης σημασίας σημειώσεις και σχεδιάσματά του. Όμως δεν του αρκεί και δεν αρκείται σε αυτό. Ο μεταφραστής εδώ γνωρίζει και μάλιστα το αναφέρει και ο ίδιος σε  παρουσίαση του συγκεκριμένου βιβλίου, τη σημασία που έχει η επαρκής γνώση πρώτα των ελληνικών και κατόπιν, της προς μετάφραση γλώσσας. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο, ακριβώς γιατί παρέχει στον μεταφραστή τα κατάλληλα εργαλεία, τις γλωσσολογικές δηλαδή επιλογές, ώστε να αναμετρηθεί με το μέγεθος της νιτσεϊκής σκέψης. Και όπως ήδη ανέφερα στην προσπάθειά του αυτή ο Ήρκος Αποστολίδης έπαιξε καθοριστικό ρόλο, καθοδηγώντας τον Δουβαλέρη με ασφάλεια στο ανοιχτό γλωσσικό πέλαγος και μακριά από τους γραμματολογικούς υφάλους και τα φιλολογικά ατοπήματα που δύσκολα αποφεύγουν, όσοι νομίζουν ότι γνωρίζουν σε βάθος όλες τις εκφάνσεις της ελληνικής γλώσσας.

Το δεύτερο σημαντικό στοιχείο αφορά τη γλώσσα από όπου μεταφράζει ο Δουβαλέρης: στον πρόλογό του αναφέρει ότι  βασίστηκε στη δεύτερη αναθεωρημένη κριτική έκδοση (Friedrich Nietzsche. Sämtliche Werke. Kritische Studienausgabe in 15 Bänden) των Hg. Giorgio Colli und Mazzino Montinari, άρα μεταφράζει κατευθείαν από τα γερμανικά (τα οποία μάλιστα ξεκίνησε να μαθαίνει μετά από παρότρυνση του Ρένου Αποστολίδη), οπότε δεν παρεμβλήθηκε άλλη γλώσσα, όπως τα γαλλικά -και μάλιστα όχι αξιόλογα-στην περίπτωση των μεταφράσεων Καζαντζάκη, γεγονός πολύ σημαντικό για την όσο το δυνατόν πιο «πιστή» απόδοση του κειμένου.

 

Φρίντριχ Νίτσε

 

Το τρίτο στοιχείο που επίσης προκύπτει από τις εκπομπές αυτές, είναι ότι ο μεταφραστής δε βιάστηκε. Το αντίθετο. Η μετάφραση αυτή,  δεν προέκυψε από έναν αγώνα ταχύτητας, αλλά από έναν μαραθώνιο αντοχής. Από το 1997 όπου συνειδητοποιεί ή έστω υποπτεύεται τη μαγεία του νιτσεϊκού λόγου, ακούγοντας τον Ρένο Αποστολίδη να διαβάζει αποσπάσματα από το μνημειώδες έργου του Νίτσε «Τάδε έφη Ζαρατούστρας», θα περάσουν περίπου δεκαπέντε χρόνια συστηματικής και αδιάκοπης μελέτης των νιτσεϊκών κειμένων, μέχρι να επιχειρήσει να τα μεταφράσει. Δεν εμβάθυνε απλώς στο τρόπο σκέψης του Νίτσε, διότι αφενός αυτό είναι τρομαχτικά δύσκολο και αφετέρου θα τον οδηγούσε στο ολισθηρό μονοπάτι της μίμησης και όχι της ατομικής δημιουργίας. Ο Δουβαλέρης, μελετώντας τον λόγο του Νίτσε, ανακαλύπτει πρώτα τον εαυτό του και τελικά επιχειρεί  να γίνει αυτό που είναι, όπως ζητά και προτρέπει ο ίδιος ο φιλόσοφος.

Ο συγγραφέας κλείνει τον σύντομο πρόλογό του, (αποφεύγει τις άσκοπες μακρυγορίες και τον πειρασμό στον οποίο υποκύπτουν πολλοί μελετητές της φλυαρίας των  πολυσέλιδων εισαγωγικών σημειωμάτων τα οποία πολλές φορές αν και έχουν έκταση περίπου όση το ίδιο το έργο το οποίο προλογίζουν, προσφέρουν ελάχιστα στην κατανόηση του, με την εξής προλογική επισήμανση :

««Η μετάφραση προσπάθησε να κρατήσει τη λεπτή ισορροπία ανάμεσα στον φιλόσοφο και τον φιλόλογο, τον επιστήμονα και τον ποιητή, αναπλάθοντας ουσιαστικά το κείμενο, ούτως ώστε να τηρηθούν τρεις βασικές αρχές που ο ίδιος έθεσε:

Όσο γίνεται πιο ξεκάθαρη η έκφραση. Απόφευγε ει δυνατόν, τεχνικούς όρους-τη «βούληση»  εξίσου! Μη φοβάσαι να γίνεσαι πιο σαφής απ’ το συγγραφέα!

Το πρώτο κι ουσιώδες: η ζωή. Το ύφος: να ζει!»»[3]

Ακριβώς αυτή ήταν η πρόθεση του Δουβαλέρη και την πέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Να αποδώσει τον περίπλοκο λόγο του ποιητή Νίτσε, που γεννήθηκε φιλόσοφος, σπούδασε κλασικός φιλόλογος και υπήρξε μοναδικά φωτισμένος διανοητής. Το εγχείρημα αυτό δε μπορεί να ήταν καθόλου εύκολο και «ασφαλές», διότι προϋποθέτει εκφραστικό θάρρος, διανοητική αυτοπεποίθηση και «βασανιστική» μελέτη των μεταφραζόμενων κειμένων. Από τα κεφάλαια «Η δικαίωση της φιλοσοφίας» σελ. 41-48, «Η φιλοσοφία μετά τον Σωκράτη» σελ. 49-53 αλλά και κατόπιν στις, κατά περίπτωση σύντομες και χωρίς περιττολογίες, αναφορές σε κάθε φιλόσοφο χωριστά, από τον Θαλή και τον Αναξίμανδρο ως τον Αναξαγόρα και πιο πριν τον Παρμενίδη, δεν έχουν διόλου τον χαρακτήρα της από καθ’ έδρας διάλεξης, αλλά περισσότερο θυμίζουν τη χάρη ενός ζωηρού πνευματικού «διαλόγου» από τον οποίο -όπως κάθε αυθεντικός δάσκαλος-ωφελείται κατ’ αρχήν ο ίδιος[4]– έχοντας ήδη ξεπεράσει τη μεταφυσική του Σοπενάουερ και προσεγγίζοντας στέρεα τον Δημόκριτο και τους άλλους Προσωκρατικούς. Και μπορεί το συγκεκριμένο πόνημα να προορίζονταν ως δώρο για τα γενέθλια του Βάγκνερ (1873) και το οποίο έτυχε μάλλον της ψυχρής υποδοχής του «Δασκάλου», που μόλις ένα χρόνο πριν είχε αναφωνήσει για τη «Γέννηση της τραγωδίας»: να το βιβλίο που πάντα ονειρευόμουν!», όμως αποτελεί μια γνήσια αποτύπωση -σε μεγάλο βαθμό- των πρωταρχικών συγκροτημένων θεωρήσεων της ανθρώπινης διανόησης, απελευθερωμένων από τη μεταφυσική διάσταση της πραγματικότητας, το θεϊκό, υπερβατικό στοιχείο, τις γενικεύσεις και τις αοριστολογίες που τόσο απεχθάνονταν ο Νίτσε. Είναι μια καίρια καταγραφή των πρώτων ήχων, χρωμάτων, λέξεων του νου ο οποίος πραγματοποιεί τα πρώτα πνευματικά του βήματα στο άπειρο σύμπαν των ιδεών. Ο Νίτσε επιχειρεί και το καταφέρνει, να αποδώσει την έκπληξη του ανθρώπου ο που αυτοπαρατηρεί και αναλύει τον «Κόσμο» και το «Όλον» με τα γνωστικά μέσα που διαθέτει ή που υποθέτει πως διαθέτει, όχι όμως σε μια σχέση εξάρτησης και φυσικής αδυναμίας, όχι με δέος ή τον φόβο του βρέφους, αλλά με την περιέργεια και την άγνοια κινδύνου του ατρόμητου θαλασσοπόρου που για πρώτη φορά ξανοίγεται σε νερά άγνωστα και αχαρτογράφητα. Ο Δουβαλέρης το γνωρίζει καλά αυτό. Έχει «πιάσει» τον παλμό του νεαρού Νίτσε, την ορμητικότητα και τον ήδη από τότε, κοφτερό και άμεσο- πολύ συχνά λογοτεχνικό- λόγο του, εκείνη τη ματιά που δυσκόλεψε ή μπέρδεψε τον Καζαντζάκη και άλλους μεταγενέστερους μεταφραστές.

Επιμένω, ότι ο τρόπος που προσεγγίζει κανείς μεταφραστικά, ένα φιλοσοφικό ή ένα ποιητικό κείμενο είναι απόλυτα συνυφασμένος, εκτός από την ενδελεχή μελέτη του ίδιου του έργου και την απαραίτητη εμβάθυνση σε αυτό και με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στοιχεία της ψυχοσύνθεσης και των προσλαμβανουσών του μεταφραστή, τα οποία είχε εντοπίσει έγκαιρα ο Ρένος Αποστολίδης, στον Βαγγέλη Δουβαλέρη. Υποστηρίζω δηλαδή, ότι στο βιβλίο αυτό ο μεταφραστής-μελετητής, κατάφερε σε μεγάλο βαθμό όχι απλώς να μεταφράσει, αλλά τολμώ να πω, να μεταγράψει τον λόγο του Νίτσε (όπως εννοούσε τη μεταγραφή ο Σεφέρης) αναπλάθοντάς τον και μάλιστα από μια ξένη γλώσσα και όχι από την καθαρεύουσα ελληνική π.χ. στη δημοτική. Αυτό αν και είναι από μόνο του σπουδαίο επίτευγμα, δεν θα πρέπει να μας ξενίζει αφού κατ’ αρχήν ο Νίτσε είχε σίγουρα επιτύχει να σκέφτεται στα ελληνικά και παρά δε στα αρχαία, κατόπιν διότι  η θεματική του προέρχεται από την κλασική παιδεία η οποία κατά δική του ομολογία δεν υφίσταται δίχως τα ελληνικά[5] και τέλος αφού η γερμανική γλώσσα σε μεγάλο βαθμό ταυτίζεται γραμματολογικά με τη μητέρα των γλωσσών τα ελληνικά.

Το δύσκολο και κατά τούτο το «πάθημα» πολλών μεταφραστών φιλοσοφικών κυρίως κειμένων, είναι να καταφέρουν να συλλάβουν αυτή την -ας το πούμε- νοηματική ταύτιση των γλωσσών και περισσότερο να τα «μεταγράψουν», παρά απλώς να τα μεταφράσουν.

 

Βαγγέλης Δουβαλέρης

 

Ακολουθεί δηλαδή ο μεταφραστής αυτού του βιβλίου, κατά γράμμα την προτροπή του Νίτσε -και είμαι βέβαιος και του δασκάλου του, Ρένου Αποστολίδη- αποφεύγοντας τους δυσνόητους τεχνικούς[6] όρους και τα πολύπλοκα γλωσσολογικά σχήματα, να μεταφέρει ξεκάθαρα και λιτά τον λόγο του μεγάλου φιλοσόφου, καταφέρνοντας σε μεγάλο βαθμό και σε πολλά σημεία να γίνει «πιο σαφής από τον συγγραφέα». Το «πρώτο και το ουσιώδες» για τον Δουβελάρη «είναι η ζωή», γι’ αυτό και το ύφος του κείμενό του  «ζει».

Το κρίσιμο αυτό πόνημα, για μια πρώτη θαρραλέα προσέγγιση του νιτσεϊκού σύμπαντος συμπληρώνεται  με τις σημειώσεις του φιλοσόφου από την περίοδο 1869-75 καθώς και από τα άκρως κατατοπιστικά «προσχέδια της περιόδου 1869-73, ενώ όπου υπήρχε δυσκολία στην κατανόηση του αρχικού κειμένου εξαιτίας μιας κάπως «στρυφνής» διατύπωσης η γραφή γίνεται διαφωτιστικώτερη απ’ το κείμενο των Προπλατωνικών[…][7].

Σημαντικός είναι επίσης κι ένας  κατατοπιστικός κατάλογος «φιλοσοφικών και γενικών βοηθημάτων», που λειτουργούν ως χρήσιμος οδηγός μελέτης για τον αναγνώστη, ο οποίος μάλιστα περιλαμβάνει δικαιωματικά και δυο σπουδαίες αναφορές του Ρένου Αποστολίδη: το (ΡΚβ’), Β’ του Κενταύρου. Από τον όμηρο στους Προσωκρατικούς. Και το (ΡΚγ’ ), Γ’ του Κενταύρου. Ηράκλειτος.

Επιγραμματικά λοιπόν: γνώση όχι απλώς επαρκής, αλλά κατά το δυνατόν γενική των ελληνικών, γνώση καλή της γλώσσας προς μετάφραση και ανεξάντλητη μελέτη. Έτσι κάπως πετυχαίνει κανείς ή έχει περισσότερες πιθανότητες να πετύχει, μια «έντιμη» μετάφραση φιλοσοφικού και (ή) ποιητικού κειμένου.

Κλείνω αυτή τη σύντομη αναφορά με την απάντηση που έδωσε ο ίδιος ο Δουβαλέρης στο ερώτημα του ο Στάντη Αποστολίδη[8] σε μια  ανοιχτή συζήτηση στο περίφημο πατάρι των εκδόσεων Guttenberg σχετικά με το αν γνώριζε τον νιτσεϊκό λόγο πριν την γνωριμία του, με τον Ρένο Αποστολίδη: «Τον  ήξερα τον Νίτσε. Διάβαζα Νίτσε και πριν, αλλά δεν καταλάβαινα τίποτα. Νόμιζα ότι έφταιγα εγώ ή ο ίδιος ο Νίτσε! Κατάλαβα τελικά ότι έφταιγε ο μεταφραστής». Είμαι βέβαιος, ότι πολλοί από τους αναγνώστες αυτής της σύντομης κριτικής προσέγγισης θα έχουν «πάθει» κάτι παρόμοιο. Το βιβλίο αυτό είναι μια απόδειξη ότι ο λόγος του μεγάλου Γερμανού διανοητή, είναι απολύτως προσιτός σε όλους ή τουλάχιστον σε αυτούς που δεν αποφεύγουν τον αιματηρό πνευματικό αγώνα, με μια προϋπόθεση: η μετάφραση να είναι τέτοια που να τολμά να αναμετρηθεί με την αλήθεια του. ΚΜ

 

Απρίλιος 2021

 

 

___________________________

[1] Αυτό το ξεχωριστό μελέτημα γράφεται από τον εικοσιπεντάχρονο Γερμανό καθηγητή  ως προδρομικό συμπλήρωμα της «Γέννησης της τραγωδίας» μέσα από μια επιγραμματική αφήγηση της ιστορίας των πρώτων Ελλήνων φιλοσόφων, από το Θαλή ως το Σωκράτη χωρίς να αποφεύγει τα θεμελιώδη ερωτήματα που θα τον απασχολήσουν μετέπειτα στο σύνολο των  έργων του.

[2] Ήρκος Ρ. Αποστολίδης,

Γιος του Ρένου, γεννήθηκε στην Αθήνα το 1957. Τελείωσε τη Φιλοσοφική Αθηνών. Αυτοχαρακτηρίζεται μάλλον ως συγγραφέας και ιστορικός. Κατά κύριο λόγο συνεργάστηκε με τον πατέρα του και τον αδερφό του Στάντη στην επτάτομη Ανθολογία της ελληνικής Γραμματείας και, από το 1985, από κοινού μετέφρασαν και σχολίασαν το μνημειώδες έργο του Γερμανού ιστορικού Droysen (6 τόμοι – Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών), έκδοση που ολοκληρώθηκε το 2009. Οι τρεις φιλόλογοι εξέδωσαν τη σχολιασμένη έκδοση των Απάντων του Καβάφη (2002). Μετά το θάνατο του Ρένου, μαζί με τον Στάντη, έβγαλε σε τρεις τόμους τα εμφυλιακά κείμενα του Ρένου με εισαγωγές και σχόλια (2006-14) και μια κριτική σχολιασμένη έκδοση των Απάντων του Βιζυηνού (2013). Έκτοτε συνεχίζει την έκδοση παλαιών και νέων κειμένων του Ρένου.

[3] Πρόλογος βιβλίου, σελ.21.

[4] Γράφει (ενν.ο Νίτσε) στον φίλο του, κορυφαίο μελετητή του Αρχαίου Μυθιστορήματος και δεινό ιστορικό Rohde: Θ’ ασχοληθώ με θέματα που με ενδιαφέρουν, ή που οφείλω να γνωρίζω στην εντέλεια. Προφανώς εγώ θα ωφεληθώ πρωτίστως []. Το προσεχές εξάμηνο θα μιλήσω για την ιστορία των Προπλατωνικών φιλοσόφων. Σελ.13.

[5] «Άλλοι λαοί έχουν αγίους. Οι Έλληνες: Σοφούς. Λένε πολύ σωστά ότι ένας λαός δε χαρακτηρίζεται από τους μεγάλους άνδρες του, όσο από τον τρόπο που τους αναγνωρίζει και τους τιμά. Σ’ άλλες κατοπινές εποχές ο φιλόσοφος ήταν μοναχικός οδοιπόρος που βρέθηκε τυχαία σε εχθρικό έδαφος.(…)Μόνο στην αρχαία Ελλάδα η ύπαρξή του δεν είναι κάτι τυχαίο Φ.Ν.

Κεφ. πρώτο, σελ. 47.

[6] Ένα μόνο χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρω: ο Νίτσε δε χρησιμοποιεί τον φιλοσοφικό όρο «εποπτεία», αλλά τον λογοτεχνικό -που όμως κρύβει ζωντανό πνεύμα- «άποψη από ψηλά»!

[7] Πρόλογος του μεταφραστή, σελ. 30

[8] Γιος του Ρένου. Φιλόλογος-ιστορικός, μεταφραστής- και μεταξύ άλλων σχολιαστής της εξάτομης έκδοσης της Ιστορίας του Μεγάλου Αλεξάνδρου με βάση το έργο του J.G. Droysen.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top