Fractal

Η έμφυλη ταυτότητα στην ποίηση της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ: μια ηδονική οδύνη

Γράφει η Ευαγγελία Γραμμένου //

 

 

Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ

 

 

Η Ρουκ με επιμονή κουβαλά το εσωτερικό σκηνικό της απώλειας της γενιάς της διατηρώντας τη σωματικότητα, τον έρωτα και τη θλίψη  ως βασικά και αμετάβλητα- μολονότι εξελίξιμα- δομικά στοιχεία της ποίησής της. Για την επιμονή της να επανέρχεται στα θέματα αυτά,  που συνιστούν ουσιαστικά ραχοκοκκαλιά της γραφής της, λέει σε συνέντευξή της:[1]

 

Με απασχολούν βαθιά αυτά τα θέματα. Ίσως να δένουν με την αναπηρία που είχα από βρέφος. Επειδή αντιμετώπισα διάφορα κινητικά προβλήματα, μου έμεινε ως υποσυνείδητο αυτή η μανία με το σώμα. Το δικό μου σώμα ήταν ελλειπτικό. Ήθελα από το σώμα να έρχεται η πηγή της έμπνευσής μου. Και βέβαια τι είναι απόλυτα δεμένο με το σώμα; Ο έρωτας. Και με τον έρωτα; Η φαντασία.

Η ποιητική της φωνή είναι γυναικεία αλλά η συναισθηματικότητά της δεν μετατρέπεται σε εύκολο μελοδραματισμό. Αυτό εν μέρει συμβαίνει, καθώς το σώμα στην ποίησή της έχει μια γήινη αίσθηση, και ο έρωτας νοείται μόνο σαν σωματοποιημένο βίωμα το οποίο αντιστρατεύεται ο χρόνος, η φθορά, τα γηρατειά, η αναπόδραστη ροϊκότητα. Ετούτη η θέαση δεν θα χαρακτηρίζονταν άδικα γυναικεία, θα ήταν όμως άδικο να περιοριστεί στον χαρακτηρισμό «γυναικεία ποίηση». Εξάλλου το ζήτημα σχετικά με την ύπαρξη της «γυναικείας ποίησης» και κατά πόσο διαφοροποιείται από την αντρική είναι μάλλον πολύπλοκο και με απαντήσεις που εντοπίζονται σε ανθρωπολογικά και κοινωνικά αίτια, που πόρρω απέχουν από το αντικείμενο αυτής της εργασίας.

Για τη σχέση γλώσσας-ποίησης και κοινωνίας η Αθηνά Παπαδάκη εκφράζεται ως εξής:

Όλη η δομή της ανθρώπινης γλώσσας είναι αρσενική. Η εκπόρευση του πρώτου σε ιεραρχία λόγου, του θεϊκού λόγου, προέρχεται από άνδρα, με εκφραστές-ερμηνευτές τους εκπροσώπους του είδους. Το ίδιο συμβαίνει στη φιλοσοφική, πολιτική, επιστημονική σκέψη και από εκεί στην καλλιτεχνική έκφραση. Η θηλυκή λογοτεχνική παραγωγή αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση, κάτι σαν δεύτερης κατηγορίας συναισθηματολογία. Και η θεματική στην ποίηση ονομάζεται γυναικεία, όταν τηρείται ο γλωσσικός κώδικας ο οποίος εκφράζει τον ρόλο του «αδύνατου φύλου» κοινωνικά.[2]

 

 

Η ποίηση της Αγγελάκη, όπως και άλλων ποιητριών της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς, ακριβώς  για ετούτον τον λόγο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς συνδυάζει τη ματαίωση των οραμάτων που βιώνει αυτή η γενιά και ταυτόχρονα ως θήλυ υποκείμενο εκφράζει τη ματαίωση και την ανημποριά της γυναικείας φύσης της.

 

Μαζεύονταν οι γυναίκες

στις μαλτεζόπλακες

αμίλητο περνούσε το φεγγάρι

μέσ’ απ’ τα κοιμισμένα λουλούδια

ξενυχτούσαν

πότε στον τρόμο

πότε στη μαγεία

έταζαν τη νιότη τους.

«ΛΑΦΙΚΤΟΣ»

 

Έτσι, η αγωνιώδης αναζήτηση της έμφυλης ταυτότητας  κυριαρχεί, δίχως όμως να εγκλωβίζει την ποίησή της σε περιχαρακωμένα όρια. Ορθότερα, θα λέγαμε ότι προσπαθεί να συμπυκνώσει τον γυναικείο χώρο-χρόνο συλλέγοντάς τον από την επώδυνη και βάναυση καθημερινότητα δίχως να περιορίζει την οδύνη στην καθαρά γυναικεία φύση.

 

Άρθρο θηλυκό: Σαν μπάρα μπαίνει μπροστά μου πάντα ο προσδιορι-

σμός μου σ’ αυτή τη γη. Όμως, ό,τι άλλο θα’ ταν λάθος.

Μήπως κι είναι θηλυκός ο θάνατος τελικά; Θα δούμε.

«Η ΑΛΦΑΒΗΤΑ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ»

 

Η ένταξή της σε μια και μόνο γενιά, δημιουργεί ασάφεια, υπό την έννοια ότι επιλεκτικά οικειοποιείται στοιχεία και τάσεις που εμφανίζονται τόσο στη δεύτερη μεταπολεμική γενιά όσο και στη γενιά του ’70. Στην ουσία καταλήγει να αρθρώνει λόγο μεταιχμιακό, που μετέχει στην παράδοση της μιας αλλά και στον νεωτερισμό της άλλης. Όπως παρατηρεί η Ευτυχία Λουκίδου, διακρίνεται ένας  απόηχος της αμερικανικής ποίησης στην ποίησή της και ένας λόγος δίχως ωραιοποιήσεις αλλά με μια ειλικρίνεια που την εντάσσουν στο προσκήνιο μιας ποιητικής γραφής τόσο ανεπιτήδευτης  όσο και συμφιλιωμένης με την ύπαρξη αλλά και με την ανυπαρξία.[3]

Η ποιητική της πένα προσπαθεί να υπερκεράσει την υποκειμενικότητα του προσωπικού βιώματος με θέματα που άπτονται της ιστορικότητας της γυναικείας εμπειρίας του πόνου. Η ίδια η ποιήτρια, σχολιάζοντας τον όρο «γυναικεία γραφή» και το κατά πόσο υφίσταται, γράφει:

Οι γυναίκες που δέχονται τον ορισμό «γυναικεία γραφή» δεν τον βλέπουν σα μια μονολιθική κατάταξη, όπου πρέπει, σώνει και καλά, να ενταχθούνε αυτές και τα γραφτά τους. Αντίθετα, το γένος είναι ένα πολυσύστημα, μια πλειονότητα από ιδέες και τρόπους ύπαρξης, που, όλα μαζί, αποτελούν το θηλυκό. Τονίζονται οι διαφορές και εκτίθεται η ποικιλία της γυναικείας εμπειρίας από την ταξική, εθνική, ζωγραφική, πολιτική ή σεξουαλική πλευρά.[4]

Στην ίδια συζήτηση σχετικά με την ύπαρξη γυναικείας ποίησης, η ίδια η ποιήτρια αναφέρει πως η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα είναι μάλλον η εσωτερικότητα, καθώς, η τοπιογραφία και οι περιγραφές των ανθρώπων μοιάζουν να έρχονται από μέσα. Ως εκ τούτου, η γυναικεία εσωτερικότητα αντικατοπτρίζεται και στη γραφή.[5]

Εξάλλου, κατά την άποψή της, η γυναίκα ποιήτρια, περισσότερο στα προηγούμενα χρόνια έως τις αρχές του 20ού αιώνα, έχει εγκλωβιστεί σε ένα δίπολο: σε μια προσπάθεια αφ’ ενός να εκφράσει τα ενδιαφέροντα μιας πραγματικής γυναίκας, δηλαδή τον έρωτα και μια δοτική στάση προς την οικογένειά της και αφ’ ετέρου στην ανάγκη να κρυφτεί αυτή η δήλωση της συναισθηματικής κατάστασης, καθώς δεν θεωρείται αρμοστή από το περιβάλλον του πατριαρχικού κόσμου. Ως  παραδείγματα αναφέρει την Μυρτιώτισσα και την Μαρία Πολυδούρη, που τα ποιήματά τους τις ανέδειξαν ως κατεξοχήν εκφραστές της γυναικείας ποίησης:

Μυρτιώτισσα: [6]

 

Σ’ αγαπώ: δεν μπορώ

τίποτα άλλο να πω

πιο βαθύ, πιο απλό

πιο μεγάλο.

«Σ’ αγαπώ»

Μαρία Πολυδούρη:[7]

 

Μόνο γιατί μ’ ἀγάπησες γεννήθηκα
γι’ αὐτό ἡ ζωή μου ἐδόθη
στήν ἄχαρη ζωή τήν ἀνεκπλήρωτη
μένα ἡ ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ’ αγάπησες γεννήθηκα
.

«Μόνο γιατί μ ’αγάπησες»

 

 

Σε σχέση πάντως με το παρελθόν, η ίδια διακρίνει μια διαφοροποίηση στις νεώτερες γυναίκες ποιήτριες, καθώς φαίνεται να προσπαθούν να αποτινάξουν το βάρος του ρόλου που έχουν επωμιστεί από τους άντρες:

But even these women poets, by the mere act of their writing, were already stepping outside the closed circuit of traditional womanhood and were making an active statement. Paradoxically, in those early years, their poetry served still another purpose: to conceal. So on the one hand women were trying to express themselves and, on the other hand through this very expression they were trying to hide their real feelings.[8]

Η γλώσσα-ποίηση είναι αυτή που θα βοηθήσει να προκύψει μια νέα ταυτότητα, γυναικεία: ένα νέο πλήρες ον, μια γυναίκα, η οποία περιέχει αλλά και περιέχεται και δεν αποτελεί μια μισή ατελή ύπαρξη που ψάχνει να βρει ένα άλλο μισό το οποίο όμως  βρίσκεται μακριά και έξω από την ίδια.

 

Επειδή με τη δική μου γλώσσα

δεν μπορώ να σε αγγίξω

μεταγλωττίζω το πάθος μου.

 

«ΜΕΤΑΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΕ ΕΡΩΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟ ΤΕΛΟΣ»

 

 

____________________

[1] Συνέντευξη της ποιήτριας στη Φανή Πλατσατούρα, provocateur.gr/archive/6312, τελευταία ανάκτηση 21/02/2018.

[2] Αθηνά Παπαδάκη, «Γιατί γυναικείος λόγος λοιπόν;» στο: Ξανθή Κατσαρή (επιμ.), Γυναίκα και Λογοτεχνία. Περιφερειακό Συνέδριο, 29, 30 Νοεμβρίου και 1 Δεκεμβρίου 1991, Πνευματικό Κέντρο Δήμου Κομοτηνής, Κομοτηνή 1995, σ. 60.

[3]  Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Πέραν της γραφής, Κέδρος, Αθήνα 2015, σ. 239.

[4] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Με πραγματικά βατράχια μέσα», στο: Α. Φραντζή – Κ. Αγγελάκη-Ρουκ – Ρ. Γαλανάκη – Α. Παπαδάκη – Π. Παμπούδη, Υπάρχει, λοιπόν, γυναικεία ποίηση; Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας – Σχολή Μωραΐτη, Αθήνα,1990, σσ. 23-33.

[5] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, στο ίδιο.

[6] Μυρτιώτισσα, Κίτρινες φλόγες, Εκδόσεις Γράμματα, Αλεξάνδρεια 1925, σ. 53.

[7] Μαρία Πολυδούρη, Οι Τρίλλιες που σβήνουν, Διάνυσμα, Αθήνα 2014, σ. 57.

[8] Katerina Anghelaki-Rooke, “Sex Roles in Modern Greek Poetry”, Journal of Modern Greek Studies 1:1 (May 1983), σ. 142.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top