Fractal

Μαύρο ριζικό

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Γιώργος Παπαδάκης «Ο ταχυδρόμος», εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας

 

Ο Αλέξης είναι ο ταχυδρόμος του χωριού. Ήθελε να γίνει δάσκαλος, αλλά δεν τα κατάφερε στις εξετάσεις. Ο πατέρας του ήταν σιδεράς, αλλά τώρα που αρρώστησε δεν μπορεί να εργαστεί και παραμένει στο σπίτι. Ο Αλέξης όταν πήγαινε στο γυμνάσιο έκανε πολύ παρέα με την Αθηνά, η οποία σήμερα ήταν η δασκάλα του χωριού. Του άρεσε η Αθηνά και μπορεί να την είχε παντρευτεί αν οι γονείς της, που ήταν και οι δυο δάσκαλοι, δεν της είχαν απαγορεύσει να σκέφτεται γάμο μαζί του και δεν της είχαν πει ότι της ταίριαζε κάτι καλύτερο από αυτόν. Δυστυχώς ήταν έφηβοι και άπειροι και δεν άφησαν ν’ ανθίσει το αίσθημά τους, αλλά και η Αθηνά δεν ήθελε να έρθει σε ρήξη με τους γονείς της.

Τώρα μπαινοβγαίνει η Θεανώ, η προξενήτρα, στο σπίτι του και προσπαθεί να πείσει τη μητέρα του να τον παντρέψουν με μία κοπέλα, που γνωρίζει αυτή και είναι όμορφη σαν τα κρύα τα νερά, νέα είκοσι ετών, νοικοκυρά και με γερή προίκα. Η μητέρα του συνηγόρησε να έρθει η νύφη με τους γονείς της στο σπίτι να τους γνωρίσουν. Ο Αλέξης όταν το άκουσε έβραζε από μέσα του, αλλά καθώς πάντα ήταν υποχωρητικός, δεν μπορούσε να καταλάβει  πως τον τούμπαραν κι έφτανε στο σημείο ανοχής, ώστε να μην ακούει την γνώμη του και να κάνει αυτό που θέλουν οι άλλοι.

Ένα βράδυ κατέφθασε η νύφη με τ’ αδέλφια της και τους γονείς της. Η νύφη του φάνηκε του Αλέξη κάπως παράξενη. Φορούσε ένα μαντήλι, που με δυσκολία φαινόταν το πρόσωπό της κι ένα παλτό σαν να ήταν δανεικό, γιατί είχε μανίκια μεγάλα, που ξεπερνούσαν το χέρι της και ήταν φαρδύ για το σώμα της. Ο πατέρας της αφού την εκθείασε και απαρίθμησε την προίκα της, ρώτησε τον Αλέξη αν την δεχόταν για γυναίκα του. Εκείνος είπε πως δέχεται, παρ’ όλο που δεν είδε ούτε το πρόσωπό της, ούτε άκουσε τη φωνή της, οπότε ο πεθερός τους έβαλε κάτι πρόχειρες βέρες για τον αρραβώνα και είπε, πως τις βέρες του γάμου θα τις φέρει ο γαμπρός. Τη νύφη δεν την ρώτησε κανείς.

Είχε περάσει ένας χρόνος και τα πεθερικά του δεν τον άφηναν να δει τη νύφη, με τη δικαιολογία ότι ετοιμάζει τα προικιά της. Το μόνο που έκαναν ήταν πως κάθε εβδομάδα έστελναν πεσκέσια.

Κάποια στιγμή του έστειλαν μήνυμα να αγοράσει τις βέρες του γάμου. Έπρεπε λοιπόν να πάει στην πόλη για να αγοράσει τις βέρες. Εκεί συνάντησε την Αθηνά, που ήταν παρέα με τη φίλη της την Άννα. Αφού του έδωσαν συγχαρητήρια για τον αρραβώνα του, η Άννα ρώτησε το επάγγελμα και το όνομα της νύφης κι εκεί ο Αλέξης συνειδητοποίησε, ότι δεν ήξερε το όνομά της. Τα κορίτσια του είπαν πως πάνε για μπάνιο στη θάλασσα και τον κάλεσαν να πάει να τις βρει μετά από τα ψώνια του. Εκείνη τη στιγμή όμως διακρίνει πιο πέρα τ’ αδέλφια της νύφης, να τον κοιτούν, που μιλάει με τις δυο γυναίκες και ο ένας έβγαλε το μαχαίρι από τη ζώνη του και το πλησίασε στο λαιμό του κι έκανε την κίνηση πως τον κόβει. Γι’ αυτούς ήταν προσβολή, που μιλούσε με γυναίκες, γι’ αυτό συνέχεια τον απειλούσαν και ήθελαν να τον κάνουν να φοβηθεί. Όταν τον πλησίασαν τον ρώτησαν πού πάει κι εκείνος τους είπε πως πάει για τις βέρες, αλλά βρήκε την ευκαιρία να μάθει και το όνομα της αδελφής τους, που ήταν Αρτεμισία. Ο Χρυσοχόος δεν ήθελε να μάθει μόνο τα ονόματά τους, αλλά και το μέγεθος του δαχτύλου. Ο Αλέξης δεν το ήξερε, αλλά θυμήθηκε πως όταν κρατούσε το ποτήρι, για να πιει, του φάνηκαν λεπτά τα δάχτυλά της, γι’ αυτό διάλεξε το μικρό νούμερο.

Τώρα που πλησίαζε η ημέρα του γάμου, έπρεπε να βρει χρήματα, για να αγοράσει ένα σπίτι. Η μητέρα του πρότεινε να πουλήσουν ένα γόνιμο μεν χωράφι, αλλά τώρα που αρρώστησε ο πατέρας του το χωράφι μένει ακαλλιέργητο. Πράγματι βρέθηκε ένας αγοραστής από το Ρέθυμνο και με τα χρήματα που πήρε, αγόρασε ένα παλιό σπίτι δίπατο από την άλλη μεριά του χωριού, που είχε και χώρο για να φυτέψει ό,τι ήθελε. Ο Αλέξης με τη μητέρα του προσπάθησαν να το κάνουν κατοικήσιμο. Όταν ολοκληρώθηκαν οι δουλειές άρχισαν να έρχονται τα έπιπλα της νύφης. Άλλωστε ήταν έθιμο να είναι το σπίτι του γαμπρού και τα έπιπλα της νύφης. Ακολούθησαν και τα προικιά, όμως η νύφη ήταν άφαντη. Ούτε στο νυφικό κρεβάτι, όταν το έστρωναν είχε παρευρεθεί. Όταν στρώθηκε το κρεβάτι από κορίτσια νέα, όλοι οι παρευρισκόμενοι έριξαν χρήματα και ο γαμπρός έριξε μια λίρα.  Η προξενήτρα πέταξε ένα αγόρι στο κρεβάτι, ώστε το πρώτο παιδί να είναι αγόρι. Έφτασε και η ημέρα του γάμου, όπου ο γαμπρός στήθηκε στην εκκλησία να περιμένει τη νύφη. Μετά από τρεις γύρους που έκανε το αυτοκίνητο γύρω από την εκκλησία, έφερε τη νύφη. Από μακριά έβλεπε τη νύφη που φόραγε ένα φουντωτό νυφικό κι ένα πέπλο που έκρυβε το πρόσωπό της. Όταν πλησίασε της σήκωσε το πέπλο και τη φίλησε στο μέτωπο, αλλά η κοπέλα του ήταν άγνωστη, μέχρι που φαντάστηκε, ότι τον κορόιδεψαν, γιατί του φάνηκε πως άλλη νύφη του είχαν δείξει στον αρραβώνα και άλλη νύφη του έφεραν τώρα. Όταν ήρθε η ώρα ο παπάς να τους φορέσει τις βέρες, διαπίστωσε πως η βέρα δεν έμπαινε στο δάκτυλό της. Όταν τέλειωσε η τελετή οι πεθερές έδωσαν κοσμήματα στον γαμπρό και στη νύφη κι ακολούθησαν οι χαιρετούρες. Η γαμήλια δεξίωση έγινε στη μεγάλη αίθουσα του δημοτικού σχολείου. Όταν ο Αλέξης περνούσε από τραπέζι σε τραπέζι για τις ευχές, τον πλησίασε ο κουνιάδος του και του είπε να μην ξεχάσει το πρωί ν’ απλώσει το σεντόνι λάβαρο στο μπαλκόνι, γιατί είναι έθιμο και πρέπει να φανεί σε όλους, πως η νύφη είναι εντάξει. Όταν έφτασαν στο σπίτι η νύφη βιαζόταν να κοιμηθεί μαζί του, γι’ αυτό γδύθηκε γρήγορα κι έμεινε με το μεσοφόρι. Όταν την κοιτούσε του φάνηκε μεγάλη, του ήταν αδύνατο να δεχτεί πως είναι είκοσι ετών και πάλι έβαλε στο μυαλό του την αμφιβολία, μήπως τον κορόιδεψαν και του έδωσαν άλλη. Τώρα όμως ήταν αργά, γιατί βρέθηκε να είναι παντρεμένος με μια γυναίκα που δεν την ήξερε. Το πρωί αυτή ήταν χαρούμενη, τον φίλησε και του είπε να ανάψει την σόμπα κι εκείνη θα ετοίμαζε πρωινό. Του θύμισε μάλιστα να βγάλει και το σεντόνι στο μπαλκόνι και δεν την πείραζε που, θα το έβλεπε όλο το χωριό, γιατί ήταν έθιμο, που τιμά τις γυναίκες.

Την επομένη το πρωί, πήρε γλυκά από το σπίτι ο Αλέξης,  έδωσε στους γείτονες και πήγε και στο πατρικό του να δώσει στους  γονείς του. Βρήκε σκεφτική τη μητέρα του και τη ρώτησε τι έχει κι εκείνη του απάντησε, ότι αυτή η γυναίκα που παντρεύτηκε δεν ήταν η ίδια μ’ εκείνη, που είχε δει στον αρραβώνα και είπε, ότι μάλλον είχαν λόγους να την κρύβουν καλά, αφού ούτε στο στρώσιμο του νυφιάτικου κρεβατιού είχε πάει. Τελειώνοντας την κουβέντα συμπλήρωσε πως αυτήν τώρα θα τη λουστεί, γιατί και λεύκη έχει και τα χρονάκια της. Όλα αυτά τα είχε δει κι εκείνος και τα επιβεβαιώνει τώρα και η μητέρα του, αλλά για να την καθησυχάσει της είπε πως αυτή μπορεί να είναι καλύτερη, οπότε ας το πάρουν πως κάθε εμπόδιο για καλό.

Ο γάμος του πήγαινε καλά, είχε συνηθίσει την Αρτεμισία στο σπίτι, μάθαινε ο ένας τα χούγια του άλλου και είχε προσέξει ότι όλες τις δουλειές της έκανε πολύ αργά. Κάποιο πρωινό έξω από το σπίτι συνάντησε την Αθηνά και κουβέντιασαν για λίγο, τους είδε η Αρτεμισία ζήλεψε και του κράταγε μούτρα. Μάλιστα όταν βγήκε για λίγο η Αρτεμισία από το σπίτι προφασιζόμενη κάποια ψώνια, μπήκαν τ’ αδέλφια της και τον πέταγε ο ένας στον άλλον με δύναμη και κατόπιν προς τον τοίχο, μέχρι που ζαλίστηκε, αλλά δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Όταν γύρισε η Αρτεμισία ήταν χαρούμενη έπεσε στην αγκαλιά του και τον φύλαγε λέγοντάς του, ότι της έλλειψε.

 

Γιώργος Παπαδάκης

 

Ένα χειμωνιάτικο πρωινό που είχε χιονίσει πολύ, ξύπνησε ο Αλέξης από έναν δυνατό θόρυβο στο δρόμο. Κατέβηκε κάτω και είδε τη γριά γειτόνισσά του την Ελπινίκη, να έχει μπλεχτεί με τα σχοινιά, που είχε δέσει τις κατσίκες της και να βρίσκεται πεσμένη κάτω. Αμέσως τη βοήθησε να ξεμπλεχτεί, τη σήκωσε κι αφού βεβαιώθηκε πως δεν είχε τραυματιστεί σοβαρά την άφησε να μπει στο σπίτι της. Όταν γύρισε στο σπίτι άναψε τη σόμπα και η γυναίκα του, του ανακοίνωσε πως είναι έγκυος. Αφού τη φίλησε κι έδειξε πως χάρηκε βγήκε να μοιράσει τα γράμματα. Ο δρόμος ήταν σε ορισμένα χωριά πολύ άσχημος, αλλού γλίστραγε κι αλλού κολλούσε το ποδήλατο κι αναγκαζόταν να το πάρει στα χέρια. Έτσι αποφάσισε να γυρίσει γρήγορα, γιατί ανησυχούσε όχι για τον εαυτό του, αλλά για το παιδί του, που μπορεί να μεγάλωνε χωρίς πατέρα, γι’ αυτό έπρεπε να προσέχει. Το ανακοίνωσαν και στους γονείς τους και χάρηκαν. Μετά από λίγες ημέρες πέθανε ο πατέρας του κι ο Αλέξης στεναχωρήθηκε, που δεν πρόλαβε να γνωρίσει το εγγόνι του. Η Αρτεμισία μαύρα έβαλε μόνο για την κηδεία, γιατί αμέσως μετά άρχισε να φορά ανοιχτόχρωμα. Ο κόσμος δυστυχώς την σχολίαζε και μιλούσαν όλοι για την σκληρότητά της, την αδιαφορία της και την έλλειψη τρόπων.

Ήρθε ο καιρός και γέννησε μ’ έναν πόνο. Έκανε ένα αγοράκι που το έβγαλαν Θεμιστοκλή, που έλεγαν και τον πατέρα του Αλέξη. Γρήγορα έμαθε κι ο Αλέξης όλες τις δουλειές που χρειαζόταν για το μωρό, όπως να το αλλάζει, να το πλένει και να το καθησυχάζει όταν κλαίει, γιατί τους είχε βγει πολύ γκρινιάρικο. Από τότε εύρισκαν έξω από την πόρτα τους έναν μικρό κουβά γάλα και φρέσκα αυγά. Τα άφηνε η Ελπινίκη η γειτόνισσα, για τη λεχώνα και το παιδί. Κάποια στιγμή πήγε και η μάνα του με ρουχαλάκια και κρυστάλλινα ποτήρια, αλλά η Αρτεμισία της έλεγε, πως έχουν πολλά απ’ όλα και δεν χρειάζονταν τίποτα, πράγμα που στεναχωρούσε την πεθερά κι έλεγε στο γιο της, ότι η γυναίκα του δεν της συμπεριφέρεται καλά και ότι αυτός πρέπει να πάρει την κατάσταση στα χέρια του, για να μην τον κάνει ό,τι θέλει.

Το δεύτερο παιδί, που έκαναν ήταν κορίτσι και το είπαν Ελένη που ήταν το όνομα της μάνας της Αρτεμισίας. Ο Αλέξης καθώς τα είχε μάθει όλα, είχε μάθει και να ξυπνά το βράδυ όταν έκλαιγαν τα παιδιά, ενώ η Αρτεμισία κοιμόταν και την ξυπνούσε μόνο όταν ήταν να τα θηλάσει. Το πρώτο παιδί ήταν δύστροπο κι έκλαιγε συχνά. Το κορίτσι ήταν χαμογελαστό και δεν έκλαιγε καθόλου. Εντωμεταξύ μετά τη γέννα η λεύκη που είχε η Αρτεμισία άρχισε ν’ απλώνεται. Η μαμή είπε πως καλό θα ήταν να μην κάνει άλλο παιδί. Μέχρι τα οχτώ του ο μικρός είχε δύσκολο ύπνο. Όλο έβλεπε εφιάλτες τις νύχτες και με τις αγριοφωνάρες του και τα κλάματα τους ξυπνούσε όλους. Αντίθετα η Ελένη κοιμόταν σαν αρνάκι. Η Αρτεμισία δεν χάλαγε χατίρι στο αγόρι της και το κακομάθαινε. Όταν έφτασε στην έκτη δημοτικού η διευθύντρια, που ήταν τότε η Αθηνά, κάλεσε τον Αλέξη στο σχολείο, για να του πει, πως ο γιος του χτυπάει άσχημα σχεδόν όλα τα μικρότερα παιδιά του σχολείου κι ενώ είναι έξυπνος, παρατά στη μέση όλες του τις εργασίες και γενικώς κάνει ό,τι του κατεβαίνει στο κεφάλι.

Όταν πήραν τα ενδεικτικά τους ο Θεμιστοκλής είχε πάρει εννέα και η Ελένη δέκα και ο πατέρας τους, τους πρότεινε να πάνε εκδρομή στη θάλασσα. Ο Θεμιστοκλής αντέδρασε είπε πως δεν του αρέσει η θάλασσα και ήθελε να μείνει στο σπίτι. Επειδή όμως όλοι οι άλλοι ήθελαν, τον πήραν κι αυτόν με το ζόρι. Εκεί οι τρεις μπήκαν στη θάλασσα μέχρι τη μέση βέβαια, γιατί δεν ήξεραν μπάνιο και η Ελένη φόρεσε ένα σωσίβιο. Ο μικρός είχε κάτσει έξω όμως είχε ανέβει πάνω σ’ ένα βράχο κι άρχισε να πετά πέτρες στους λουόμενους και σ’ αυτούς που έκαναν ηλιοθεραπεία. Οι φωνές των ανθρώπων έκαναν τον Αλέξη να αντιληφθεί τι έκανε ο γιος του και έτρεξε να τον μαζέψει. Αφού του έδωσε καναδυό στον ποπό, τον ρώτησε γιατί το έκανε και η απάντηση ήταν ότι αυτός του είχε πει πως δεν ήθελε να πάει στη θάλασσα, οπότε τώρα καλά να πάθει. Τότε ο Αλέξης τους πήρε όλους κι έφυγαν άρον άρον, γιατί είχε ντραπεί πάρα πολύ, που ο κόσμος έβριζε τους γονείς, που δεν είχαν αναθρέψει σωστά το παιδί.

Το άλλο πρωί ξύπνησαν από έναν παράξενο θόρυβο και είδαν τον Θεμιστοκλή να σπάει τα πάντα από τα κρύσταλλα, που τους είχε δώσει η μάνα του Αλέξη, μέχρι ό,τι έβρισκε μπροστά του. Τελικά δεν άφησε τίποτα γερό. Όταν ο πατέρας του τον ρώτησε γιατί το έκανε αυτό, άρχισε να απαντά με ασυναρτησίες και μάλιστα έδειχνε πως δεν αναγνώριζε και τον πατέρα του, γιατί τον ρωτούσε ποιος ήταν. Είχε κάτι σαν παραλήρημα ζητούσε τα κόκκινα παπουτσάκια του και το κόκκινο μικρό καπέλο του, που του τα πήραν οι πέτρες, που παίρνουν τις μιλιές των ανθρώπων. Ο Αλέξης είπε στην Αρτεμισία να ειδοποιήσει τον γιατρό και να πάει την Ελένη στη μάνα του. Ο γιατρός τους είπε πως το παιδί έπαθε παραληρηματική κρίση κι έπρεπε να νοσηλευτεί και μάλιστα να εγκλειστεί σε ειδικό κατάστημα ψυχικών νοσημάτων για ανηλίκους. Επίσης τους είπε ότι θα έπρεπε να νοσηλευτεί στην Αθήνα γιατί η περίπτωσή του είναι ιδιαιτέρως επικίνδυνη και ότι θα πρέπει να υποστεί μακροχρόνια θεραπεία, για τη δική τους προστασία, για το δικό του καλό, αλλά και της κοινωνίας. Ο γιατρός, αφού του έκανε μία ηρεμιστική ένεση, ζήτησε να μάθει αν κάποιος από την οικογένεια είχε περιστατικό ψυχασθένειας, γιατί η κληρονομικότητα παίζει σπουδαίο ρόλο. Ο Αλέξης απάντησε αρνητικά παρ’ όλο, που είχε μάθει από έναν φίλο του, γιατί η Αρτεμισία δεν του είχε πει τίποτα, πως ο παππούς της ήταν ο τρελός του χωριού. Με το που έφυγε ο γιατρός η Αρτεμισία άρχισε να κλαίει με λυγμούς και ο Αλέξης προσπάθησε να την καθησυχάσει. Ο Αλέξης δεν ήθελε το παιδί του να πάει στην Αθήνα σε ψυχιατρική κλινική γι’ αυτό πήγε στην Ελπινίκη και της ζήτησε το δηλητήριο, που της είχε αγοράσει την προηγούμενη για το δάκο, που είχαν οι ελιές της, με την πρόφαση ότι και οι δικές του ελιές είχαν δάκο. Το απόγευμα που ξύπνησε ο γιος του και πήγε να τον ταΐσει έριξε στο πιάτο απ’ αυτό το δηλητήριο.

Οι χωροφύλακες τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν στην πόλη στον Ανακριτή. Ο Ανακριτής τον ρώτησε αν αυτός ήταν ο αυτουργός και ποιο ήταν το κίνητρο αυτής της πράξης του. Απάντησε θετικά ότι αυτός ήταν ο αυτουργός, όμως δεν είπε τίποτα για το κίνητρο. Τότε τον ρώτησε πώς τέλεσε την πράξη κι αν την είχε προμελετήσει. Αφού του εξήγησε το πώς, είπε ότι την είχε προμελετήσει. Ο Ανακριτής συνέχισε τις ερωτήσεις, αλλά αυτός δεν είχε διάθεση να απαντά άλλο, παρά είπε αυτό ήταν και τέλος. Επειδή δεν ήθελε να μπλέξει τη γυναίκα του, είπε αυτό που ήταν και αλήθεια, ότι εκείνη δεν ήξερε τίποτα κι άλλωστε εκείνη την ώρα ήταν σε άλλο δωμάτιο κι έπλενε. Η πόλη που τον πήγαν δεν είχε φυλακές, τον πήγαν στα κρατητήρια της χωροφυλακής. Οι κρατούμενοι των διπλανών κελιών, που έμαθαν τι είχε κάνει, άρχισαν να τον βρίζουν φονιά, τον απειλούσαν κι έβριζαν χυδαία τη μάνα του και το σόι του.

Ήρθε βούλευμα από την Αθήνα ότι έπρεπε να επισπευστεί η δίκη, λόγω του ότι είχε διαταραχτεί το δημόσιο αίσθημα. Πήγε και τον βρήκε κι ένας δικηγόρος που τον είχε ορίσει η Εισαγγελία. Ο δικηγόρος του είπε ότι η υπόθεσή του ήταν δύσκολη, γιατί το έγκλημα ήταν ειδεχθές και ότι η τιμωρία θα ήταν ή θάνατος ή ισόβια και του υποσχέθηκε ότι θα προσπαθήσει για ισόβια. Κατόπιν πήγαν στο χωριό για να γίνει η αναπαράσταση. Όταν τον είδαν οι χωριανοί άρχισαν να του πετούν πέτρες και να τον καταριούνται. Κατόπιν τον οδήγησαν στις φυλακές του Ηρακλείου κι εκεί θα γινόταν και η δίκη. Και σ’ αυτήν τη φυλακή οι κρατούμενοι τον έβριζαν με άσχημες λέξεις και οι φύλακες του είπαν να συνεργάζεται καλά μαζί τους, για να μπορούν να τον προστατέψουν, γιατί διαφορετικά μπορεί κάποιοι κρατούμενοι να τον καθαρίσουν. Κανείς δεν πήγαινε να τον επισκεφτεί, δεν έβλεπε και ουρανό και η μοναξιά τον είχε τσακίσει. Κάποια στιγμή μπήκε στο κελί του ο δικηγόρος του και του είπε ότι μ’ αυτά που κατέθεσε στον Ανακριτή, ήταν καμένη η υπόθεση και ότι αυτός δεν θα μπορούσε να τον υπερασπιστεί. Τον συμβούλεψε να μη λέει πράγματα που επιβαρύνουν τη θέση του.

Ένα πρωί τον μετέφεραν στο Δικαστήριο, τον έβαλαν να καθίσει  στο εδώλιο και του έβαλαν χειροπέδες. Ήρθε κόσμος και μεταξύ αυτών διέκρινε και τα αδέλφια της, που του έκαναν νόημα ότι θα τον έσφαζαν, αν έπεφτε στα χέρια τους. Είδε την Αθηνά, την πεθερά του μαυροφορεμένη με τον πεθερό του δίπλα της, όμως δεν είδε πουθενά τη μάνα του.

Πρώτη μάρτυς ήταν η γυναίκα του, η οποία εξιστόρησε τα γεγονότα όπως είχαν γίνει και στο τέλος είπε πως δεν έφταιγε ο άντρας της, να τον συγχωρήσουν και να μην του κάνουν κακό, γιατί το αγαπούσε το παιδί και το πρόσεχε. Τότε τα αδέλφια της με υψωμένα τα χέρια άρχισαν να φωνάζουν εις βάρος της. Η επόμενη μάρτυς ήταν η Ελπινίκη. Την ρώτησαν τι της ζήτησε ο κατηγορούμενος και για ποιο λόγο, οπότε εκείνη απάντησε πως της ζήτησε το δηλητήριο για το δάκο για τις ελιές του. Ο συνήγορός του ρώτησε την Ελπινίκη πώς γνωρίστηκαν κι εκείνη εξιστόρησε την περιπέτειά της, που είχε με τα χιόνια έξω από το σπίτι της. Ο συνήγορος εκείνη τη στιγμή υπογράμμισε το γεγονός ότι αυτή, που την έχει περιθωριοποιήσει η κοινωνία, επικοινωνεί μόνο με τον κατηγορούμενο, διότι αυτός διαθέτει ψυχικές αρετές κι ευσπλαχνία, ώστε να αγνοεί την απομόνωση στην οποία η σκληρή κοινωνία του χωριού την είχε καταδικάσει.

Τρεις μέρες τον πηγαινοφέρνανε στα δικαστήρια από το κελί του. Μετά την αγόρευση του δικηγόρου του, ήρθε η σειρά του να απολογηθεί. Αυτός όμως αρνήθηκε να απολογηθεί, τότε ο πρόεδρος τον ρώτησε αν παραδέχεται την ενοχή του και είπε «ναι». Το πλήθος άρχισε να τον βρίζει. Κάποιος από την έδρα τον ρώτησε αν ήταν ήρεμος, όταν το έκανε και πάλι απάντησε «ναι».  Ο δικηγόρος του προσπάθησε να τον υπερασπιστεί λέγοντάς τους πως το έγκλημα το έκανε εν βρασμώ ψυχής και σε σύγχυση, διότι τον είχε διαταράξει η ξαφνική και σοβαρή ασθένεια του παιδιού του.

Ο εισαγγελέας στην αγόρευσή του είπε ότι «ανθρωπόμορφα τέρατα, όπως ο κατηγορούμενος πρέπει να εκλείπουν από την κοινωνία», διότι του έκανε εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος δεν είχε καμία μεταμέλεια, ότι παρέμενε απαθής και δεν είχε καταλάβει το μέγεθος της πράξεώς του, επομένως το δικαστήριο πρέπει να του επιβάλει την εσχάτη των ποινών. Οπότε ο πρόεδρος του ανακοίνωσε ότι καταδικάζεται εις θάνατον, δια τουφεκισμού.  Εκείνη τη στιγμή είδε τέσσερα μάτια να είναι στραμμένα προς αυτόν. Τα δύο ήταν βουρκωμένα και ήταν της γυναίκας του και τα άλλα ήταν της Αθηνάς που κοίταζαν χωρίς να τον βλέπουν.

Την επομένη τον πήγαν να εργαστεί στο ταχυδρομείο της φυλακής. Την ώρα του φαγητού, του είπαν πως είχε επισκεπτήριο κατ’ εξαίρεση. Ήταν η μητέρα του με την Αθηνά. Η μητέρα του, του είπε πως οι συγγενείς της, που έμεναν μακριά από το χωριό την πήραν για να την προφυλάξουν από την βεντέτα, που θα ξέσπαγε από το σόι της γυναίκας του, γι’ αυτό δεν ήταν στη δίκη. Κοιτάζοντας όμως την Αθηνά συνειδητοποίησε, γιατί το μέσα του την απόδιωχνε, επειδή τη θεωρεί υπεύθυνη για όλα τα δεινά που περνά. Διότι αν δεν ήταν οι γονείς της που δεν τον ήθελαν, τώρα θα ήταν παντρεμένος μαζί της και δεν θα βρισκόταν στη φυλακή. Η Αθηνά πριν φύγει τον συμβούλεψε να συνεργαστεί με τον δικηγόρο, μήπως και γλιτώσει τον θάνατο, όμως αυτός τώρα έχει νοσταλγία να συναντήσει το παιδί του και να του πει ότι για όλα έφταιγε η αγάπη του γι’ αυτόν, που ήταν δύσκολη.

Αργότερα είπε την επιθυμία του στον φύλακά του τον Θέμη, ότι πάνω από τον τάφο του θέλει μια πέτρα από τα βουνά του, που δεν θα γράφουν τίποτε άλλο παρά μόνο τη λέξη «Ταχυδρόμος».

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top