Fractal

Διήγημα: “Για μια θέση στη ζωή των άλλων”

Γράφει η Τζένη Μανάκη //

 

 

                                                                    

 

 

Αποζητούσα επίμονα μια αλλαγή στη ζωή μου. Την προτιμούσα συγκλονιστική, αλλά δεν μου προέκυπτε κι έτσι χαμήλωνα διαρκώς τις προσδοκίες μου. Είχε ριζωθεί μέσα μου κι εκείνη η θλίψη από τον θάνατο του πατέρα μου και δεν έλεγε να φύγει.

 

Αντίθετα η μάνα μου έδειχνε πιο χαρούμενη σαν να είχε διώξει ένα βάρος που την πίεζε χρόνια. Σχεδόν την κάκιζα γι αυτό, όσο κι αν αναγνώριζα την ελευθερία που της έδωσε ο θάνατός του, στο να έχει επιτέλους επαφή και με το άλλο, το διωγμένο από εκείνον παιδί της. Τελικά σ’ όλη την κοινή τους ζωή υποτασσόταν στη θέλησή του, ίσως έπρεπε να τη συμπονώ γι αυτό, έστω και χωρίς να την καταλαβαίνω, όπως ίσως πολλοί δεν θα μπορούσαν να καταλάβουν τους δικούς μου δισταγμούς και φόβους, να δεχθώ την διαφορετικότητα του αδελφού μου. Μήπως εγώ θεωρούσα λογική την αιτία τους …

Απέφευγα να πηγαίνω συχνά στο σπίτι της μητέρας μου ή πήγαινα μετά από τηλεφώνημα που επιβεβαίωνε την απουσία του αδελφού μου. Αρνιόμουν την μετωπική με το αντικείμενο του φόβου μου.

Στην τελευταία επίσκεψή μου η μάνα μου δεν μ’ αναγνώρισε ”Ποιος είστε;” με ρώτησε με τη γνωστή της ευγένεια. Δεν κατόρθωσα να την πείσω για την ταυτότητά  μου. Προς στιγμή απαλλάχθηκε από το χαμένο ύφος της και με βεβαιότητα μου δήλωσε ότι είχε ένα μόνο παιδί που το λένε Χάρη. Η φουκαριάρα  ήθελε ν’ αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο με τον ένα της γιο, να του χαρίσει την αποκλειστικότητα της αγάπης της. Ήταν αυτό που επιβεβαίωνε την απολύτως αντιεπιστημονική μου άποψη ότι το αλτσχάιμερ ήταν ασθένεια της επιλογής της. Λυπήθηκα αφάνταστα όταν αναγκάστηκα να την πάω σ’ ένα ίδρυμα αφού έψαξα ανάμεσα σ’ αρκετά, για να της προσφέρει μία αξιοπρεπή διαβίωση κι ας ροκάνιζε ένα μεγάλο μέρος των εσόδων μου. Τις περισσότερες φορές ενημερωνόμουν τηλεφωνικά για την πορεία της υγείας της, σ’ αντίθεση με τον αδελφό μου που οι επισκέψεις του ήταν πυκνές. Δεν άντεχα όλες εκείνες τις σχεδόν άψυχες φιγούρες που τριγυρνούσαν με κενά βλέμματα. Πόσο άραγε αντιλαμβανόταν την ουσιαστική μη αποδοχή των δικών τους γι’ αυτό το πλάσμα δίχως μνήμη, δίχως παρελθόν, χωρίς συναίσθηση του παρόντος, που είχαν μετατραπεί; Κι όμως κάποτε υπήρξαν αγαπημένοι, ευυπόληπτοι, αξιοπρεπείς, έχαιραν εκτίμησης… που πήγαν όλα αυτά; Έκανα την σκέψη ότι ίσως ακόμη και ο καρκίνος στην χειρότερη μορφή του είναι πιο αξιοπρεπής αρρώστια.

Είναι τελικά ο στόχος κάθε ενέργειάς μας στη ζωή το τέλος;  Μορφωνόμαστε για να χάσουμε  κάθε γνώση, αποκτούμε εμπειρίες για να τις ξεχάσουμε, ζούμε για να μη ζούμε πια…

Μετά τον αιφνίδιο θάνατό της μάνας μου από οξύ έμφραγμα, γέμισα τύψεις γιατί, χωρίς να θέλω να το ομολογήσω ούτε στον εαυτό μου, χάρηκα. Ναι, χάρηκα που γλύτωσε από εκείνη την μη συνειδητοποιημένη, αλλά αναμφισβήτητη αθλιότητα, στην οποία ζούσε. Τον τελευταίο καιρό πριν το θάνατό της την επισκεπτόμουν όλο και πιο σπάνια. Έφευγα άρρωστος, όσο κι αν προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου ότι η ίδια δεν είχε επίγνωση αυτού που της συνέβαινε. Έφευγα άρρωστος κι από την σκέψη ότι όλοι είμαστε εν δυνάμει θύματα μιας παρόμοιας κατάστασης. Άρρωστος γιατί καθόλου δεν με παρηγορούσε η σκέψη ότι δεν πονούσε, ότι αυτό μπορούσε να κρατήσει για χρόνια κι εγώ να βασανίζομαι από τύψεις όταν αρνιόμουν να την δω από απέχθεια γι’ αυτό στο οποίο είχε μετατραπεί εκείνη η αξιοπρεπής, κάποτε όμορφη, ευγενική γυναίκα που ακόμη και σ’ αυτή την εξευτελιστική κατάσταση εξακολουθούσε να είναι η μητέρα μου. Άρρωστος γιατί δεν μ’ αναγνώριζε πια για παιδί της, γιατί ότι κι αν της πήγαινα, όσο γλυκά κι αν της φερόμουν εκείνη δεν ήξερε παρά μόνο μία λέξη: ”Χάρη”.

Συναντηθήκαμε με τον Χάρη υποχρεωτικά στην κηδεία της. Ήρθε κι έπεσε στην αγκαλιά μου μ’ έναν θεατρικό τρόπο κι έκλαιγε γοερά. Τα χέρια μου έμεναν καρφωμένα παράλληλα με το σώμα μου. Δεν με συγκίνησε. Ίσως είχα πιο πολύ το νου μου στο θέαμα που και πάλι προσφέραμε σε συγγενείς και φίλους. Τα βλέμματα όλων ήταν στραμμένα επάνω μας. Ήταν παρανοϊκό, άκαρδο, απεχθές από μέρους μου που σκέφθηκα ότι θα προτιμούσα να είχε πεθάνει εκείνος. Και δεν σταμάτησε ο νους μου εκεί. Σκέφθηκα ότι θα γλίτωνα από τούς φόβους μου απ’ όλα τα ειρωνικά σχόλια, τον διασυρμό, το περιγέλασμα, της οικογένειάς μου που θ’ ακολουθούσε  μετά και την τωρινή του παρουσία. Ότι η μάνα μου θα είχε γλιτώσει το αλτσχάιμερ, ότι ίσως ο πατέρας μου δεν θα είχε πεθάνει. Θα είχα γλιτώσει δύο θανάτους με μόνο έναν. Ερχόταν η σκέψη αυτή ξανά και ξανά κι ενώ έψεγα τον εαυτό μου για την ποταπότητά της, μου τριβέλιζε σχεδόν ακατάπαυστα το μυαλό.

”Μείναμε οι δυο μας, μόνοι τώρα”, μου είπε ο Χάρης καθώς μας αποχαιρετούσε κι ο τελευταίος των φίλων. Δεν γύρισα να τον κοιτάξω. Ήρθε στο νου μου η εικόνα εκείνη που φιλιόταν στο δρόμο με τον μαντράχαλο. Ήθελα να φύγω όσο γινόταν πιο γρήγορα από εκείνη την κακόγουστη αίθουσα ”δεξιώσεων” ήθελα να βρεθώ κάπου που θα άδειαζε το μυαλό μου από τις προηγούμενες σκέψεις. ”Πάμε κάπου να μιλήσουμε σαν αδέλφια” με παρακάλεσε. Γύρισα και τον κοίταξα. Τα μάτια του ήταν κατακόκκινα, ήταν έκδηλος ο σπαραγμός του. Ίσως, σκέφθηκα η λύπη του ήταν ανάμεικτη με τύψεις. ”Μια άλλη φορά” απάντησα αυστηρά. Με κοίταξε έντονα, με κράτησε από το μανίκι και μου είπε: “Εκείνους τους καταλάβαινα αλλά εσένα όχι…τι έχεις μαζί μου;  Κοίταξέ το Γιάννο, για το καλό σου το λέω… κοίταξέ το”.

Τον παράτησα, έκανα μια απότομη στροφή και βγήκα έξω.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top