Fractal

«Χαρτογραφώντας μνήμες οδοιπορικών και βηματισμούς έντονων παιδικών αναμνήσεων»

Γράφει η Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή // *

 

Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ «Φυσορρόος», εκδ. Βακχικόν

 

Μια άρτια επιμελημένη συλλογή διηγημάτων ήλθε στο φως περί το τέλος του 2019 από τις αθηναϊκές εκδόσεις Βακχικόν, που την υπογράφει ο γνωστός πέραν των κυπριακών συνόρων ποιητής και διηγηματογράφος Νίκος Νικολάου-Χατζημιχαήλ. Προτού όμως σε συνεπάρει η ευανάγνωστη γοητεία, αιχμαλωτίζοντάς σε με ευρηματικούς αιφνιδιασμούς στη σαγήνη μιας άκρως ενδιαφέρουσας γραφής, στέκεσαι στο καλαίσθητο κυανωπό εξώφυλλο. Το αψιδωτό σχέδιο με το ζωηρό φύλλωμα, τα πολύχρωμα σχηματοποιημένα λουλούδια κι ανάμεσά τους η κιτρινόμαυρη φτερούγα, σαν άνθος κι αυτή, του μπλε περιστεριού, δεν παραπέμπει μόνο σε αφηγηματικό στιγμιότυπο του δεύτερου στη σειρά διηγήματος, αλλά και στις κεντημένες είτε ξυλόγλυπτες διακοσμήσεις των κυπριακών  παραδοσιακών σπιτιών· ενώ στο μαυρόασπρο οπισθόφυλλο τού προφανούς συμβολισμού τα συνοπτικά σχόλια προϊδεάζουν το περιεχόμενο ορισμένων συγκλονιστικών διηγημάτων, εμπνευσμένων  από την τραγωδία του 1974.

Οι 180 σελίδες του βιβλίου, συμπεριλαμβανομένου και χρηστικού γλωσσαρίου, διαρθρώνονται σε τρεις θεματικές ενότητες με 13, 12 και 8 διηγήματα  αντιστοίχως, που σύμφωνα με τον κεντρικό νοηματικό τους άξονα επιγράφονται «Του σπαραγμού», «Της αθωότητας» και «Άλλα διηγήματα». Σημειώνεται επίσης ότι πρόκειται για μια συναγωγή ανθολόγησης από τις δύο προηγούμενες διηγηματικές συλλογές του συγγραφέως, Η κόρη του Δραγουμάνου (2003), και 20 Διηγήματα (2014), καθώς και από άλλες κατά καιρούς δημοσιεύσεις σε λογοτεχνικά περιοδικά.

Οι διηγηματικοί ήρωες της πρώτης ενότητας, αυθύπαρκτοι αλλά και υποταγμένοι στην ταυτόσημη τραγική μοίρα του τόπου τους, που συνυφαίνει αυτοτελείς και συγχρόνως συνεχόμενες τις ιστορίες της ζωής τους από την πρώτη μέχρι τη δεύτερη τουρκοκρατία, κομίζουν τις οδυνηρές συνέπειες στις ρωγμές του ψυχισμού και στο αποτύπωμα του χαρακτήρα τους: αισθήματα οργής και αγανάκτησης ενάντια στον ίδιο αιμοβόρο κατακτητή και στους μισητούς συνεργούς του, τον σπαραγμό του ανεπούλωτου τραύματος, της πίκρας για το άδικο και τον καημό για τον ξεριζωμό της προσφυγιάς, την αιχμαλωσία και την εναγώνια αναμονή των αγνοούμενων, τον εφιάλτη του θανάτου και του ψυχοσωματικού ακρωτηριασμού μαζί με τον ασίγαστο πόθο της επιστροφής στη γη που τους γέννησε και τους έθρεψε.

Κατ’ αρχήν, «Η κόρη του δραγουμάνου», η άλλοτε Ωραία Ελένη, είναι η εκατόχρονη γριά στη γειτονιά του συγγραφέως-αφηγητή, που μια μεταγενέστερη ανακάλυψή του σε δημοσίευμα παλιάς κυπριακής εφημερίδας τη συνδέει με τη γυναίκα «εν τω χωρίω Βασιλικά». Τον Οκτώβριο του 1883 ένας Τούρκος με δεκαοχτώ οπλισμένους  ομόθρησκούς του εισβάλλουν έφιπποι στο χωριό, για να την απαγάγουν με τη βία, αλλά οι συγχωριανοί της και αρκετοί κάτοικοι των γύρω χωριών τούς αναγκάζουν να φύγουν ντροπιασμένοι. Για να γλυτώσει από μελλοντικές επιθέσεις, ο κύρης της την παίρνει στον δραγομάνο στο Τρίκωμο, που την έχει υπό την προστασία του επί δεκαοχτώ μήνες, εξ ου και το τιμητικό της προσωνύμιο. Η λεπτομέρεια, ωστόσο, της είδησης ότι μια χριστιανή αγάπησε Οθωμανό διαψεύδεται από την αφήγηση της ίδιας της γριάς στο γειτονόπουλό της, καθώς τον μόνο που αγάπησε ήταν τον άντρα της τον Δημητρό. Οι αλληγορικοί συνειρμοί του διηγήματος απηχούν την τουρκική εισβολή, τον βιασμό και την άλωση των εδαφών μας από τα στρατεύματα του Αττίλα.

Θύμα των τραγικών δρώμενων του ’74 ο ήρωας του πρώτου διηγήματος και ακριβολογικά ένας από τους ανώνυμους ήρωες του Πενταδακτύλου, του οποίου η ασθματική συνεχής αφήγηση σε έναν παραληρηματικό μονόλογο συνάδει με τον φερώνυμο τίτλο «Η ζωή συνεχίζεται». Και συνεχίζεται αγόγγυστα και χωρίς να μετανιώνει για το θυσιαστικό του χρέος προς την πατρίδα, παρά την αναπηρία που του άφησε ο πόλεμος, προσβλέποντας στο δικαίωμα για ένα καλύτερο ειρηνικό αύριο.

Έτσι που να μη διαταράσσεται ο ψυχικός και διανοητικός κόσμος των ανθρώπων, αναβιώνοντας το αποτρόπαιο φάσμα της προδοσίας και του εκτοπισμού, όπως συμβαίνει με τον ήρωα του «Σταυρόλεξου» σε αντιπαράθεση με την παχυδερμία τής αδιαφορίας και της αλλοτρίωσης, που ενσαρκώνει ο τμηματάρχης. Και όπως με εμφατικές κινηματογραφικές εικόνες μάς παρουσιάζει ο συγγραφέας το δράμα μιας μάνας αγνοούμενου, που καθισμένη στο παγκάκι κάτω από το χιονόνερο και περιμένοντας «Το λεωφορείο» για το χωριό της, το σκοτάδι του νου της την ταξιδεύει μέσα από γνώριμα τοπία, παρακείμενα χωριά και εκκλησιές μέχρι να φτάσει στο σπίτι της, όπου την περιμένει ο Γαβρίλης της. Μια παράλληλη σύλληψη υποβλητικής σκηνοθεσίας με το διήγημα «Αλλοφροσύνη» του Γιώργου Φιλίππου Πιερίδη.

 

Νίκος Νικολάου – Χατζημιχαήλ

 

Η νοσταλγία του σπιτιού και η νοερή επιστροφή σε αγαπημένους τόπους, καθώς και σε αξέχαστα νεανικά στέκια ξετυλίγει το νήμα της διηγηματικής πλοκής, χαρτογραφώντας μνήμες οδοιπορικών και βηματισμούς έντονων παιδικών αναμνήσεων, ονειρικές διαδρομές και ανατάσεις εφηβικών βιωμάτων, που φιλοτεχνούν αριστοτεχνικά τα διηγήματα «Το βένετο ξωπόρτι», «Η κιθάρα», «Επιστροφή στην ευτυχία» και «Η πόλη όλη». Ειδικότερα στο τελευταίο και εμβληματικό της διηγηματικής συλλογής ο ξεχασμένος παπαγάλος του κήπου μπροστά στα προπύλαια του Γυμνασίου μάς οδηγεί στην Αμμόχωστο μέσα από την έρημη λεωφόρο Δημοκρατίας και τα βουβά κτήρια μέχρι τη λυπημένη της θάλασσα μετά την πανικόβλητη ανεπίστροφη φυγή των κατοίκων της. Αξίζει να παραθέσουμε τον επίλογο, που συμπυκνώνει το ατελεύτητο δράμα και την επώδυνη τραγωδία της δορυάλωτης πόλης από τα τουρκικά στρατεύματα κατοχής:

«Όσοι επισκέπτονται τώρα την πόλη, πηγαίνουν μέχρι το συρματόπλεγμα και καρφώνονται εκεί για πολλή ώρα σιωπηλοί, με τα μάτια δακρυσμένα, ακούνε το κύμα που δεν ησυχάζει ποτέ, σκάει στην αμμουδιά ασταμάτητα και είναι το μόνο πράγμα που δεν έχει αλλάξει από τότε σε τίποτε, αναπολούν τις ευτυχισμένες στιγμές που έζησαν σ’ αυτή την υπέροχη πόλη, βάζουν το χέρι στο μέτωπο αντήλιο ή παίρνουν τα κιάλια και προσηλώνονται σε κάποιο σημείο, τεντώνουν το χέρι, δείχνουν κάτι στον διπλανό τους, γιατί όπου και να κοιτάξουν, όλο και κάτι θα δουν που να συνδέεται με τη ζωή που έζησαν εδώ, και επαναλαμβάνουν ψιθυριστά την ίδια δισύλλαβη λέξη: «γιατί;». Πολλοί μαρτυρούν με έκπληξη ότι κάθε φορά που πηγαίνουν, βλέπουν ένα παράξενο πουλί να τριγυρνά εκεί κοντά∙ είναι το πουλί που «δεν πεθαίνει ποτέ», το βλέπουν να κάθεται επάνω στα θλιβερά και ανατριχιαστικά συρματοπλέγματα και να επαναλαμβάνει δυνατά μια και μοναδική φράση: «την πόλη έκτισε ο Τεύκρος, ο γιος του Τελαμώνα, ο Τεύκροοοοοος …». Ύστερα χάνεται μέσα στην γκρίζα θολούρα της βουβής πόλης κι ακούγεται μόνο το γοερό κι ασταμάτητο βογγητό της θάλασσας.».

Στο διήγημα «Κομπολόι από κουκούτσια ελιάς» ζούμε τις 37 μέρες δοκιμασίας του πατέρα του συγγραφέως και άλλων αιχμαλώτων συγχωριανών τους στην κόλαση των φυλακών του Αττίλα. Ενώ στο διήγημα «Ως τρέχει ο ήλιος» ο γερο-πρόσφυγας και άλλοτε αγροφύλακας στο χωριό τους, όπως θεράπευε με τη μαγική του τέχνη τις αρρώστιες, θέλει να εξαφανίσει τις κόκκινες σημαίες από τον Πενταδάκτυλο, ξορκίζοντας το κακό και προφέροντας στη γητειά του τη λέξη «Φυσορρόος», που ευστόχως δανείζει στη συλλογή τον τίτλο.

 

 

* Η Χρυσόθεμις Χατζηπαναγή κατάγεται από την υπό τουρκική κατοχή Αμμόχωστο της Κύπρου. Σπούδασε Ελληνική Κλασική Φιλολογία και Γαλλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπως και στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Αφυπηρέτησε από τη Μέση Εκπαίδευση ως Λυκειάρχις και είναι συγγραφέας, κριτικός Λογοτεχνίας και Θεάτρου, συστηματική αρθρογράφος με δικές της εβδομαδιαίες στήλες σε κυπριακές εφημερίδες και πρόεδρος του Ελληνικού Πνευματικού Ομίλου Κύπρου.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top