Fractal

Παραμύθι: «Μια αλλιώτικη βασιλόπιτα»

Της Μιμής Ευθυμίου – Λίτου // *

 

 

 

 

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν δώδεκα ολοστρόγγυλες βασιλόπιτες. Μόλις είχαν βγει από το φούρνο, μοσχοβολιστές κι αχνιστές, σου τρυπούσαν τη μύτη. Καμάρωναν ξαπλωμένες πάνω στον πάγκο και χαίρονταν την ομορφιά τους.

 

-Μπράβο, πέτυχε η συνταγή! αναφώνησε η μια ενθουσιασμένη.

-Βεβαίως, βεβαίως, συμφώνησε η ακριανή. Είμαστε ξεχωριστές βασιλόπιτες, όχι όποιες κι όποιες.

-Σωστά, συμπλήρωσε μια άλλη, αναψοκοκκινισμένη. Έχουμε άλλωστε ιερό σκοπό.

-Είμαι πολύ χαρούμενη! καμάρωσε εκείνη στην άκρη. Θα μας μοιράσουν, λέει, στα δώδεκα σπίτια του Παιδικού Χωριού. Χαρές που θα κάνουν τα παιδάκια! Μας περιμένουν πώς και πώς!

-Πώς και πώς, αναφώνησαν όλες μαζί!

-Για φανταστείτε, πετάχτηκε η πρώτη, τη στιγμή που τα παιδάκια θα περιμένουν το φλουρί, την ώρα που κάποιο θα το βρει, το δώρο που θα πάρει!

-Μεγάλη υπόθεση το φλουρί! Είπαν συγκινημένες και κοιτάχτηκαν δυο βασιλόπιτες!

-Το φλουρί, το φλουρί, φώναξαν όλες και τραγούδησαν με ενθουσιασμό:

Πούν΄το- πού΄ντο πού΄ν το φλουράκι!

Πούν΄το- πού΄ντο, ποιος θα το βρει!

Κι όταν το βρει κι όταν το βρει,

απ ΄τη χαρά θα τρελαθεί!

-Σταματήστε! ακούστηκε μια φωνή. Συμβαίνει κάτι φοβερό και τρομερό, δήλωσε πανικόβλητη μια βασιλόπιτα.

-Τι ακριβώς συμβαίνει; τη ρώτησε η διπλανή της. Μην κάνεις έτσι, άρχισες να ιδρώνεις. Θα χαλάσει η επιδερμίδα σου!

-Πες μας, τέλος πάντων, διαμαρτυρήθηκαν οι άλλες.

-Δεν έχω φλουρί, ξέχασαν να μου βάλουν! Είμαι μια βασιλόπιτα χωρίς φλουρί, δυστυχία μου!

-Μα είναι ανήκουστο αυτό, για ψάξου καλά! τη συμβούλεψε η παραδιπλανή της.

-Δεν έχω, σου λέω, απάντησε εκείνη. Το φλουρί είναι κάτι ξεχωριστό στο σώμα μιας βασιλόπιτας, το γνωρίζετε όλες πολύ καλά. Ξέχασαν να μου βάλουν. Συμφορά μου, τι θα απογίνω τώρα;

– Φυσικά και το γνωρίζουμε, συμφώνησαν όλες.

Η καθεμιά όμως είπε και ξεχωριστά τη γνώμη της.

-Τι είναι αυτό που σε βρήκε, χρυσή μου! Με τίποτε δε θα ήθελα να ήμουν στη θέση σου!

-Πραγματικά, καημένη μου, πολύ σε συμπονώ, μα να βοηθήσω δεν μπορώ! Δεν είσαι πια βασιλόπιτα!

-Είσαι ένα απλό τσουρέκι, φουκαριάρα!

-Κρίμα τα αυγά, το ζύμωμα, το ψήσιμο!

-Είσαι για κλάματα!

-Είσαι άχρηστη, γενικώς! Πάρ΄ το απόφαση!

Η βασιλόπιτά μας ήταν στ΄ αλήθεια δυστυχισμένη. Η γλυκιά της καρδούλα πονούσε. Σκεφτόταν ότι ένα σπίτι στο Παιδικό Χωριό δε θα έπαιρνε τη χαρά του φλουριού. Θα έψαχναν, θα έψαχναν τα παιδιά με αγωνία και στο τέλος, τι απογοήτευση!

Η ώρα περνούσε. Σε λίγο θα τις έβαζαν σε όμορφο περιτύλιγμα για να τις μεταφέρουν στον προορισμό τους. Η αγωνία της άτυχης βασιλόπιτας όλο και μεγάλωνε… ώσπου, για μια στιγμή, άκουσε μια λεπτή ξεψυχισμένη φωνούλα:

-Εγώ ίσως μπορώ να σε βοηθήσω!

Όλες οι βασιλόπιτες γύρισαν το κεφάλι.

Η απελπισμένη βασιλόπιτα, αφού έψαξε κάμποσο γύρω της, είδε στην άκρη-άκρη του πάγκου, ανάμεσα σε ένα ταψί κανταΐφι και σε μια πιατέλα κουραμπιέδες, να ξεπροβάλει μια βασιλόπιτα αλλιώτικη, πολύ διαφορετική από την ίδια! Ήταν ζουλιγμένη, ζαρωμένη, χωρίς σχήμα, λίγο μακρουλή, μαυριδερή…

Τρόμαξε η φίλη μας!

-Καλέ, εξωγήινο είναι αυτό το πλάσμα; Το κακόμοιρο, τι ασχήμια! Πώς κατάντησε έτσι; Αξιολύπητο!

-Αξιολύπητο, αξιολύπητο φώναξαν κι οι άλλες!

-Πώς μπορείς να με βοηθήσεις, ταλαίπωρο; Εσένα η φωνή σου δε βγαίνει, τι μπορείς να κάνεις; ρώτησε η βασιλόπιτα χωρίς φλουρί.

-Να, απάντησε βραχνά, μπορώ να σου δώσω το δικό μου φλουρί. Σε μένα έτσι κι αλλιώς είναι άχρηστο. Ποιος θα καταδεχτεί να

βάλει στο τραπέζι του και να κόψει μια βασιλόπιτα άσχημη σαν και του λόγου μου;

-Θα κάνεις κάτι τέτοιο για μένα; Θα θυσιάσεις το φλουρί σου, την ίδια σου την ψυχή; ρώτησε με απορία εκείνη.

-Αφού θα χαρείς εσύ και τα παιδιά κι εγώ, γιατί να μη το δώσω; απάντησε δειλά η άλλη.

Εκείνη τη στιγμή η υπάλληλος του φούρνου, καθώς τακτοποιούσε τον πάγκο, έδωσε μια στην αλλιώτικη βασιλόπιτα, εκείνη πήρε φόρα, κατευθύνθηκε στην άλλη, το φλουρί πετάχτηκε έξω και βρήκε το στόχο του. Πήρε θέση στη ζεστή αγκαλιά της απελπισμένης βασιλόπιτας κι εκείνη ήθελε να πετάξει από τη χαρά της.

-Σ΄ ευχαριστώ! είπε κατασυγκινημένη. Είσαι ένα σπουδαίο πλάσμα, ένα αξιοθαύμαστο!

-Αξιοθαύμαστο, αξιοθαύμαστο! φώναξαν όλες μαζί.

-Θα ήθελα να σου μοιάσω, είπε ευτυχισμένη η φίλη μας, μα πριν προλάβει να τελειώσει τη φράση της, άρχισαν να απομακρύνουν όλη την παρέα με τις βασιλόπιτες για να τις στείλουν στον προορισμό τους.

Την καλόκαρδη βασιλόπιτα δεν ήξεραν τι να την κάνουν. Την έριξαν πάνω-πάνω σε ένα καλάθι, μα από κει γλίστρησε και βρέθηκε στο δρόμο.

Τι κατηφόρα κι αυτή!. Άρχισε να κατρακυλάει γρήγορα, τρελά. Στην αρχή ζαλίστηκε. Το σώμα της άρχισε να φουσκώνει από τα χτυπήματα και να βγάζει καρουμπαλάκια, ένα, δυο… πολλά. Δεν πονούσε. Της άρεσε έτσι που μεγάλωνε , που δεν ήταν πια καχεκτική. Ώσπου κάποτε το ξέφρενο ταξίδι της σταμάτησε κοντά στη θάλασσα. Κατάλαβε ότι ήταν στα χέρια ενός παιδιού, που την έπιασε απαλά.

-Σαν ήλιος με περίεργες ακτίνες μοιάζει, ψιθύρισε το παιδί. Ήρθε σε μένα την κατάλληλη στιγμή. Πώς πεινάω, πόσο καιρό έχω να φάω!! είπε κι έκοψε μια «ακτίνα» κι έφαγε. Πόσο νόστιμη ήταν!

Σήκωσε ψηλά τον ήλιο-βασιλόπιτα να τη δουν τα παιδιά που βρίσκονταν αβοήθητα στην παραλία και τα άλλα που έρχονταν με βάρκες από το πέλαγος. Μαζεύτηκαν γύρω της. Άπλωναν τα χέρια τους, έκοβαν, έτρωγαν και χόρταιναν από τις ακτίνες. Γλύκαιναν έτσι τον πόνο τους, που έχασαν το σπίτι τους, τους δικούς τους και όσα τους πήρε άσπλαχνα ο πόλεμος. Αφού χόρτασαν αυτά τα παιδιά, ήρθαν τόσα κι άλλα τόσα και χόρτασαν κι εκείνα.

Κάποτε είδαν ότι το σχήμα της βασιλόπιτας είχε πάρει άλλη μορφή. Έγινε μια καρδιά που χτυπούσε όπως κι οι δικές τους καρδιές κι έφεγγε απαλά. Την έπιασαν με περιέργεια και τη χάιδεψαν. Εκείνη τότε άρχισε να σηκώνεται ψηλά. Τα παιδιά την κοίταζαν και τη χαιρετούσαν, ώσπου έγινε φως που αναβόσβηνε στον ουρανό, πάνω από τα κεφάλια τους.

Κάθε βράδυ ήταν η παρηγοριά κι η συντροφιά τους. Της μιλούσαν κι ήταν σίγουρα ότι τα άκουγε. Έμεινε εκεί και χτυπούσε κι έριχνε το φως της για πολύ καιρό ακόμα. Όσο έμενε, τα παιδιά είχαν πάντοτε φαγητό.

Είχαν κι ελπίδα ότι θα αλλάξει η δική τους ζωή και όλων εκείνων που η καρδιά τους χτυπάει στον ίδιο ρυθμό με της φωτεινής καρδούλας- της αλλιώτικης βασιλόπιτας!

 

 

* Η Μιμή Ευθυμίου – Λίτου είναι δασκάλα. Έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με το παιδικό θέατρο. Δίδαξε έργα με σενάρια δικά της ή διασκευές. Έχει γράψει ιστορίες και παραμύθια για παιδιά.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top