Fractal

Διήγημα Fractal: “Δυο στάλες γλυκό κρασί”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

 

 

Τα κύματα του ύπνου που με παρέσυραν, είχαν καταφέρει να ξεθωριάσουν κάπως τη θλίψη. Το φως πλημμύριζε το δωμάτιο κι έμοιαζε χρυσαφένιο, άρα, θα πρέπει να ήταν αργά το απόγευμα. Μα, πόσες ώρες κοιμόμουν; Ντύθηκα βιαστικά και βγήκα στον δρόμο σχεδόν τρέχοντας, θα έχανα την ώρα του επισκεπτηρίου.

Τον βρήκα καθισμένο στην ίδια πολυθρόνα μπροστά στο μεγάλο παράθυρο να παρατηρεί με ιδιαίτερο ενδιαφέρον το πέταγμα των πουλιών. Δίστασα να πλησιάσω, ίσως και να ήταν άσκοπο. Από τον πατέρα που ήξερα δεν είχε μείνει σχεδόν τίποτα, κι εκείνος, το μόνο που ένιωθε ήταν πως σ’ αυτή τη γυναίκα που καθημερινά τον επισκέπτεται, κάποτε θα πρέπει να είχε μεγάλη αδυναμία. Ο χλωμός ήλιος του σούρουπου μπαίνει απ’ τα παράθυρα, διαγράφοντας το περίγραμμα των πραγμάτων γύρω μου μ’ ένα φως ολοζώντανο. Οι λεπτομέρειες που φανερώνονται μαρτυρούν πως όλα σ’ αυτό το δωμάτιο έχουν ξεθωριάσει, γερασμένα είναι, όπως και το αγαπημένο του πρόσωπο. Τα βλέφαρά του πεταρίζουν και μισοκλείνουν. Τεμπέλικη η γλώσσα του μουρμουρίζει, παράπονα ίσως, ατέλειωτα όνειρα ίσως. Μιλά όλο και πιο ακατάσχετα, σαν αιμορραγία, σαν τρένο που κατεβαίνει ορμητικό κι εκτροχιάζεται εξαιτίας της μεγάλης του ταχύτητας. Ο πάντα λιγομίλητος πατέρας μου, έκανε αγωνιώδη προσπάθεια να παραμείνει λίγο ακόμα σ’ αυτό που όλοι οι υπόλοιποι ονομάζαμε ζωή. Αν και η ασθένεια δεν είχε προχωρήσει τόσο που να του στερεί την νοητική λειτουργία ολοκληρωτικά, η αντιληπτική ικανότητα είχε μειωθεί αισθητά, χωρίς ωστόσο να έχει εντελώς ακυρωθεί. Το αποδυναμωμένο του μυαλό λειτουργούσε νωχελικά, κατέγραφε πληροφορίες και επεξεργαζόταν σωστά αυτό που οι ναρκωμένες του αισθήσεις συλλάμβαναν. Για λίγο μόνο, ώσπου να θολώσει και πάλι από την συσσώρευση των παρελθοντικών και παροντικών εικόνων.

Απόψε η σιωπή τραβάει πολύ. Τον περιμένω υπομονετικά, κάτι να ξυπνήσει, ένα έστω κομμάτι μου να αναγνωρίσει. Οι ματιές μας διασταυρώνονται επάνω από το χιλιογδαρμένο τραπεζάκι που χωρίζει τις πολυθρόνες μας. Ο πατέρας αμίλητος, στρώνει και ξαναστρώνει το παντελόνι του, λες και αυτή είναι η λύση σε όλες του τις τρικυμίες. Κουνάει νευρικά τα ελαφρά παραμορφωμένα από την αρθρίτιδα δάχτυλά του και εξακολουθεί αέναα να μουρμουρίζει. Ατέλειωτες συζητήσεις μ’ έναν εαυτό που μάλλον δεν πολυσυμπαθεί πια. Στον αέρα αναδύεται άρωμα γαρδένιας και παραίτησης. Άνοιξη και φθινόπωρο μαζί. Το μυαλό του, ένα πυρακτωμένο καμίνι που ξερνάει νεκρά συναισθήματα και φλογισμένη οργή για τούτο το ακατανόητο που του συμβαίνει. Δεν θέλω να περιμένω άλλο, θα βοηθήσω.

“Τι έφαγες σήμερα πατέρα”;

“Νομίζω δεν έφαγα τίποτα, αφού πεινάω πολύ”.

“Μήπως το ξέχασες”;

Ανασήκωμα των ώμων η απάντηση. Αδιαφορία. Θα προσεγγίσω από άλλο δρόμο.

“Εμένα με θυμάσαι ποια είμαι”;

“Σε θυμάμαι, έρχεσαι συχνά”.

“Τ” όνομά μου; θα μου πεις τ’ όνομά μου”;

“Αγάπη σε λένε, σίγουρα, Αγάπη”.

Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Όχι από θλίψη που δεν κατάφερε να θυμηθεί το όνομά μου, αλλά γιατί αυτό που ανακάλεσε η μνήμη του ήταν το έντονο συναίσθημα. Όλα αναμειγνύονταν στο κεφάλι του, λες και ο χρόνος είχε μετατραπεί σ’ ένα βουνό από ετερόκλητες καταστάσεις, όπου το παρελθόν και το παρόν δεν είχαν καμία λογική συνοχή ή συνέχεια. Μια διαρκής αλληλουχία όμοιων πραγμάτων, με κυρίαρχο ένα και μόνο συναίσθημα. Αγάπη.

Τον παρατηρώ να σηκώνεται με μικρά προσεκτικά βήματα και να έρχεται προς το μέρος μου. Σηκώνομαι κι εγώ. Απλώνει τα χέρια του με κόπο και με αγκαλιάζει όσο σφιχτά μπορεί. Αν και κουράζεται γρήγορα, αν και τα χέρια του πέφτουν στο πλάι ξέπνοα, εγώ μένω γαντζωμένη επάνω του. Ήταν εκεί, μια απουσία τρομακτική που πονούσε αφόρητα. Κατάλαβε τη δύσπνοια της μοναξιάς μου, είμαι σίγουρη πως κατάλαβε. Έμπλεξε το χέρι του στα μαλλιά μου, ένα τρυφερά απρόσεκτο χάδι.

“Εδώ είμαι, πάντα εδώ θα είμαι για σένα, ακόμα κι όταν θα έχω φύγει”, ψιθύρισε δυσνόητα συγκινημένος.

“Το ξέρω μπαμπά μου, μαζί θα είμαστε”.

“Σκέφτηκα κάτι και θέλω να στο πω: Όταν σπαταλάς την αγάπη σου εκεί που δεν αξίζει, τότε είναι σαν να μένει στα αζήτητα. Και δεν κάνει πια καλό σε κανέναν”.

Έμεινα άφωνη. Ο συγγραφέας πατέρας μου των είκοσι έξι βιβλίων, ο σοφότερος της ζωής μου ποιητής, είχε ξυπνήσει για ελάχιστα δευτερόλεπτα, ίσα για να μου χαρίσει δυο στάλες γλυκό κρασί ακόμα. Ένας κόμπος έφραξε τον λαιμό μου, οι λέξεις δεν έρχονταν.

“Ήρθε η ώρα να φύγω πατέρα, αύριο πάλι”.

Μου χαμογέλασε, γύρισε στη θέση του και χάθηκε πάλι στους δικούς του κόσμους.

Έμεινα άυπνη σχεδόν ολόκληρο εκείνο το βράδυ. Στους πέντε μήνες που ακολούθησαν, δεν κατάφερα να βιώσω πραγματικά την έννοια της λυτρωτικής λήθης. Ένα ηφαίστειο μέσα μου σιγόβραζε και μου αρνιόταν την αποδοχή. Μου ήταν ξεκάθαρο πως στην ψυχή του πατέρα μου αλληλοσυγκρούονταν απανωτά συναισθήματα, προσπαθώντας να αποκτήσουν λειτουργία επεξηγηματική. Κι ο δυνατότερος πόνος του, αυτό που θεωρούσε ως την χαμένη του αξιοπρέπεια. Γιατί σ’ αυτόν τον τόσο βαθιά σκεπτόμενο άνθρωπο; Πώς ν’ απαλύνω αυτό το δυσβάσταχτο; Πώς να λειάνω λίγο τις κοφτερές γωνίες όσης ζωής του απέμεινε; Σπασμένα γυαλιά οι απορίες μου όλες και μου τρυπάνε το δέρμα. Εντελώς ασυναίσθητα οδηγήθηκα πρώτα στην κατανόηση κι ύστερα σ’ ένα είδος ανανέωσης του θαυμασμού μου για κείνον. Ξαφνικά, κατάλαβα πως είχα το μυαλό μου εντελώς οριοθετημένο. Είχα τραβήξει μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο πριν και το μετά την αρρώστια του. Λάθος. Όταν ήμαστε παιδιά, ό,τι κι αν έκανε ο δυνατός μπαμπάς, έδειχνε ξεχωριστό.

Μεγαλώνοντας, καταλαβαίνουμε. Δεν είναι ότι σταματά ποτέ η λατρεία της κόρης προς τον πατέρα, απλά φιλτράρονται διαφορετικά οι πράξεις. Είναι που χρειάζεται ν’ αντιστραφούν οι ρόλοι, χωρίς φόβο για την αλλαγή.

Κοιτάζω τον κήπο που με τόση προσοχή περιποιόταν για χρόνια. Τα φύλλα της λεμονιάς έχουν αρρωστήσει, χρειάζονται την φροντίδα μου. Ένα μόνο κλάσμα δευτερολέπτου ήταν αρκετό για να νιώσω την απροσδόκητη αλλά συγκινητική βεβαιότητα πως όλα μπαίνουν στη θέση που τους αξίζει, πάντα έτσι γίνεται τελικά. Το σημαντικό είναι ν’ αγαπάς. Και τότε, όλες οι λεμονιές του κόσμου θα αφεθούν με εμπιστοσύνη στα χέρια σου και – με όποιο τρόπο μπορέσουν – θα ανθίσουν ξανά.

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top